Κοινό μυστικό / Λαμπιόνια

Κοι­νό μυ­στι­κό

... ή μήπως ζούμε εμείς κι η ζωή έχει πεθάνει;
————
ΠΑΛΑΔΑΣ

Πο­νάω ολό­κλη­ρος. Ένα κε­φά­λαιο ο πό­νος μου, αλ­λά
πολ­λών δια­στά­σε­ων, εκτεί­νε­ται στο άπει­ρο. Τώ­ρα ας
πού­με, πο­νάω με έναν τρό­πο ευ­τυ­χι­σμέ­νο, πέ­ραν της
ικα­νο­ποί­η­σης. Ένα πλε­ό­να­σμα ευ­τυ­χί­ας μέ­σα σε αυ­τή
την καρ­διά που βρί­σκε­ται μέ­σα σε ένα μυα­λό του μυα­λού μου.
Πο­νάω όχι από ευ­τυ­χία, αλ­λά με ευ­τυ­χία. Ευ­τυ­χία για­τί νιώ­θω
τα πά­ντα, όλη τη γνώ­ση του κό­σμου που δεν μπο­ρώ να επε­ξερ­γα­στώ
σαν να πε­θαί­νω εδώ, τώ­ρα. Πό­νος για­τί συ­ναι­σθά­νο­μαι άπα­ντες
έχο­ντες πλη­γές. Σαν να βρί­σκο­μαι υπό την επή­ρεια ψυ­χο­δρα­στι­κής
ου­σί­ας, αλ­λά εί­ναι μο­νά­χα η πρω­ταρ­χι­κή συσ­σώ­ρευ­ση αυ­τού του
κε­φα­λαί­ου που εί­ναι οι σχέ­σεις και οι δια­λε­κτι­κές κι­νή­σεις του
ιστο­ρι­κού σώ­μα­τος με το προϊ­στο­ρι­κό.

Κά­νω κα­κό στον εαυ­τό μου, και συ­ναι­σθά­νο­μαι τον εαυ­τό μου που
έχει να αντι­με­τω­πί­σει τον εαυ­τό του· θέ­λω να τον αγκα­λιά­σω τό­σο
πο­λύ αλ­λά δεν μπο­ρώ να τον φτά­σω. Μό­νο με μια άλ­λη ει­δι­κή κί­νη­ση
έχω πρό­σβα­ση πί­σω εκεί — αγκα­λιά­ζο­ντας κά­ποιον άλ­λο. Κι ο άλ­λος
που με αγκα­λιά­ζει ποιον αγκα­λιά­ζει; Ιδού ποια εί­ναι η κί­νη­ση: αυ­τή
των με­λω­διών της φού­γκας. Τον εαυ­τό του εαυ­τού μου αγκα­λιά­ζει, κι εγώ
τον εαυ­τό του εαυ­τού του άλ­λου. Αμ­φό­τε­ροι, έτσι, αγκα­λιά­ζου­με τους εαυ­τούς μας
με δα­νει­κά χέ­ρια.

Χέ­ρια απο­θη­σαυ­ρι­σμέ­να που όταν χαϊ­δεύ­ουν κλεί­νουν ακού­σια και γί­νο­νται γρο­θιές
σαν νευ­ρο­λο­γι­κό κε­κτη­μέ­νο πό­νου.

Ποιος μας ανέ­σκα­ψε εμάς και μας απο­κά­λυ­ψε στον κό­σμο
ο Σλή­μαν ή ο Μαρξ;

Εί­μα­στε νε­κροί ή έχει πε­θά­νει ο κό­σμος;

Έχει πε­θά­νει ή δεν έχει γεν­νη­θεί ακό­μα;

Δεν έχει ση­μα­σία, πα­ρά μό­νο για να γνω­ρί­ζω εγώ που πο­νώ, αν θρη­νώ ή ανα­μέ­νω.

Που εί­ναι με έναν τρό­πο το ίδιο πράγ­μα.

Κα­νείς δε κη­δεύ­τη­κε εδώ, κα­νείς δεν ανα­στή­θη­κε εδώ, κα­νείς δε θα ξα­να­κη­δευ­τεί εδώ.

Κοι­νό μυ­στι­κό που όλοι γνω­ρί­ζουν και πρώ­τος ο Ηρά­κλει­τος.

Ακού­γε­ται μια μου­σι­κή έξω από τον τύμ­βο.

Λεπτομέρεια από το «Φιλί» του Κλιμτ


Λαμπιόνια

Το ρολόι της εκκλησίας, από τη βεράντα.
Φωτεινό. Λες και υπάρχει σήμερα περίπτωση να μην
ξέρουμε τι ώρα είναι, την οιαδήποτε στιγμή.
Μέχρι κι όσοι είναι σε κώμα, γνωρίζουν.
Πάντως με ελκύουν τα μεγάλα ρολόγια των εκκλησιών,
ειδικά το βράδυ όταν διαθέτουν αυτόν τον μηχανισμό
του φωτισμού.
Στο βάθος ένα ρετιρέ που έχει στο μπαλκόνι λαμπιόνια
παλιάς ταβέρνας.
Μεγάλα λαμπιόνια που ούτε το ξημέρωμα δεν τους αφαιρεί.
Καθόλου δεν αφορούν αυτά τα πράγματα, όμως.
Όχι στ' αλήθεια.
Το μόνο που μας αφορά είναι ποιος ο ορίζοντας σωμάτων
που θα σερβίρει το μόνιμο φως μας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: