Η ιστορία του φίλου από πρόπερσι

Η ιστορία του φίλου από πρόπερσι

Το πρώ­το ψέ­μα που της εί­πε ήταν ότι την αγα­πού­σε. Το δεύ­τε­ρο, ότι δεν την αγα­πού­σε. Μια από­στα­ση ενός έτους ανά­με­σα στα δύο αυ­τά ψέ­μα­τα και η ση­μα­σία του γε­γο­νό­τος της αγά­πης του γι’ αυ­τήν εί­χε ήδη ξε­χα­στεί. Μου εί­χε πει κά­πο­τε ότι, κα­τά έναν πα­ρά­ξε­νο τρό­πο, όταν έλε­γε όσα έλε­γε, τα πί­στευε γι’ αλή­θεια, τη μό­νη αλή­θεια. Έτσι ένιω­θε: ει­λι­κρι­νής και αλη­θι­νός, με την ηρε­μία που εί­χαν οι ανα­το­λές τα παι­δι­κά κα­λο­καί­ρια που πε­ρά­σα­νε μα­ζί στο νη­σί.

Τώ­ρα που το σκέ­φτο­μαι, πο­τέ δεν τον εί­χα δει θλιμ­μέ­νο, του­λά­χι­στον όχι όπως θα πε­ρί­με­νε κα­νείς από έναν άν­θρω­πο που χρειά­ζε­ται απε­γνω­σμέ­να να μοι­ρα­στεί τον πό­νο του με κά­ποιον, που θα επι­δί­ω­κε – εν­δε­χο­μέ­νως – να βγά­λει από τους ώμους του τα βά­ρη της άτυ­χής του ιστο­ρί­ας, σαν ένα βα­ρύ, πα­λιό μάλ­λι­νο παλ­τό...

Ένας άλ­λος κοι­νός φί­λος, που τον εί­χε επι­σκε­φθεί πριν από χρό­νια, μου εί­πε ότι εί­χε έναν με­γά­λο κή­πο με κυ­δω­νιές, μη­λιές και παν­σέ­δες. Ήταν προ­φα­νώς πο­λύ αδύ­να­μος και δυ­σκο­λευό­ταν να φτά­σει ως το πα­ρά­θυ­ρο για να χαι­ρε­τί­σει τα παι­διά του, που έπαι­ζαν στον κή­πο γύ­ρω από το μαρ­μά­ρι­νο σι­ντρι­βά­νι.

Την τε­λευ­ταία φο­ρά που τον συ­νά­ντη­σα ερ­γα­ζό­ταν για μια πο­λυ­ε­θνι­κή εται­ρεία, από το σπί­τι, με πο­λύ κα­λό μι­σθό. Μι­λή­σα­με για την αγα­πη­μέ­νη μας ηθο­ποιό, όπως και οι δύο την θυ­μό­μα­σταν – μι­κρό κο­ρί­τσι τό­τε – στο δη­μο­τι­κό σχο­λείο μας. Ήταν με­γα­λύ­τε­ρή μας και τη φα­ντα­ζό­μα­σταν – γε­λώ­ντας – με ένα μαύ­ρο βρα­δι­νό φό­ρε­μα, ανοι­χτό στην υπέ­ρο­χη πλά­τη της. Του εί­πα επί­σης για τη ζωή μου, αριθ­μούς και ιστο­ρί­ες, ήπια­με έναν δεύ­τε­ρο κα­φέ, μί­λη­σα με τη σύ­ζυ­γό του (όχι το ίδιο πρό­σω­πο με το οποίο ήταν ερω­τευ­μέ­νος στο πα­ρελ­θόν), στο τη­λέ­φω­νο μό­νο, για­τί ήταν ακό­μα στη δου­λειά της, και κα­τό­πιν εί­πα­με αντίο, χα­μέ­νοι και οι δυο στην πο­λυά­σχο­λη και απαι­τη­τι­κή ζωή μας. Το σπί­τι και ο κή­πος του ήταν πράγ­μα­τι υπέ­ρο­χα.

Μια εβδο­μά­δα αρ­γό­τε­ρα έπε­σα από τις σκά­λες του εξο­χι­κού μου σπι­τιού στο νη­σί, εκεί όπου περ­νού­σα­με τις κα­λο­και­ρι­νές δια­κο­πές μας μα­ζί ως παι­διά. Χτύ­πη­σα το κε­φά­λι μου, μάλ­λον άσχη­μα. Ήμουν σε κώ­μα μό­νο για τρεις ημέ­ρες. Με­τά, πέ­θα­να ήσυ­χος και χα­ρού­με­νος. Δεν ξέ­ρω ακρι­βώς πού με έθα­ψαν, ίσως στο νη­σί – δεν θυ­μά­μαι – ή μή­πως με έκα­ψαν –πραγ­μα­τι­κά δεν ξέ­ρω.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: