Ασκήσεις αντοχής στο χρόνο

Ο «Σκεπτόμενος» του Ροντέν
Ο «Σκεπτόμενος» του Ροντέν



Καη­μός πα­τρί­δας

Από μια εύ­νοια της τύ­χης – ας εί­ναι ανα­παυ­μέ­νη η ψυ­χή του νο­νού που του άφη­σε το σπί­τι στον πε­ζό­δρο­μο της Απο­στό­λου Παύ­λου – μπο­ρού­σε κά­θε μέ­ρα να πε­ρι­δια­βαί­νει το ιστο­ρι­κό κέ­ντρο της Αθή­νας και να απο­λαμ­βά­νει την απί­στευ­τη δυ­να­μι­κή του. Περ­πα­τά στο μο­νο­πά­τι που οδη­γεί από το Θη­σείο στη Ρω­μαϊ­κή Αγο­ρά και στους Αέ­ρη­δες. Εκεί, στη μέ­ση πε­ρί­που της δια­δρο­μής, ακού­ει κλα­ρί­να και βιο­λιά, σε χα­μη­λή έντα­ση. Προ­χω­ρώ­ντας πέ­φτει επά­νω του. Ένας μα­ζε­μέ­νος αν­θρω­πά­κος κά­θε­ται συλ­λο­γι­σμέ­νος στο πα­γκά­κι – Αλ­βα­νός έδει­χνε η φτια­ξιά του, ίσως και Βο­ρειοη­πει­ρώ­της∙ στη­ρί­ζει το κε­φά­λι στο αρι­στε­ρό του χέ­ρι που εί­ναι ακου­μπι­σμέ­νο στα γό­να­τα∙ πα­ραλ­λα­γή από τον «Σκε­πτό­με­νο» του Ρο­ντέν∙ απλω­μέ­νο δί­πλα το ελά­χι­στο «έχει» του: μια κου­βέρ­τα, ένας ντορ­βάς, μία πλα­στι­κή σα­κού­λα με διά­φο­ρα∙ κρα­τά χάρ­τι­νο κύ­πε­λο με κα­φέ στο δε­ξί χέ­ρι και, ακού­γο­ντας, φαί­νε­ται να τα­ξι­δεύ­ει, με όλη του την ψυ­χή, στα βου­νά και στα φα­ράγ­για της πα­τρί­δας του.

———— ≈ ————

Η πεί­να

Τον εί­δα κα­θι­σμέ­νον στην πε­ζού­λα έξω από τον βυ­ζα­ντι­νό ναό της Κα­πνι­κα­ρέ­ας∙ ει­κό­να ευ­γε­νι­κή, στε­νε­μέ­νου αν­θρώ­που. Εί­ναι σκυμ­μέ­νος και κά­τι μο­νο­λο­γεί. Μπρο­στά του, ξα­πλω­μέ­νο στις πλά­κες του πε­ζό­δρο­μου ένα σκε­λε­τω­μέ­νο κα­τά­μαυ­ρο γα­τί. Ο άν­θρω­πος το κοι­τά­ζει με συ­μπό­νια. Μό­λις πλη­σί­α­σα άκου­σα κά­τι σαν «Χαμ­σούν, αυ­τό εί­ναι». Αστρα­πιαία κα­τά­λα­βα, έλε­γε: Κνουτ Χάμ­σουν Η πεί­να, αυ­τό ήταν το γα­τί.

Ση­κώ­θη­κε πή­γε στο γει­το­νι­κό mini market και με τα τε­λευ­ταία του κέρ­μα­τα αγό­ρα­σε ένα κου­τί φρί­σκις και βγή­κε έξω να τα­ΐ­σει το ζω­ντα­νό.

———— ≈ ————

Η θεια Λά­μπαι­να

Στο ορει­νό χω­ριό της Οί­της έχουν ξε­μεί­νει ως μό­νι­μοι κά­τοι­κοι κα­μιά δε­κα­ριά γε­ρό­ντοι. Λί­γοι οι νε­ό­τε­ροι που τους υπη­ρε­τούν. Η θεια Λά­μπαι­να κα­μα­ρώ­νει για την εγ­γο­νή της που σπου­δά­ζει στην Αθή­να. Κά­ποια στιγ­μή έμα­θε ότι αρ­ρα­βω­νιά­στη­κε. Χά­ρη­κε. Πή­ρε το παι­δί το δρό­μο του. Κα­λές και οι σπου­δές, αλ­λά τα κο­ρί­τσια πρέ­πει να πα­ντρεύ­ο­νται. Της εί­παν ότι ο γα­μπρός εί­ναι με­γα­λο­στέ­λε­χος επι­χει­ρή­σε­ως και ασχο­λεί­ται με τη δια­χεί­ρι­ση αν­θρώ­πι­νου δυ­να­μι­κού. Δεν κα­τά­λα­βε τί­πο­τε. Χά­ρη­κε όμως. Όταν τη ρω­τού­σαν λοι­πόν, «θεια, τι δου­λειά κά­νει ο αρ­ρα­βω­νια­στι­κός της εγ­γό­νας σου;», «Το’ να, τ’ άλ­λο, παι­δά­κι μου», απα­ντού­σε με σι­γου­ριά.

———— ≈ ————

Ο κα­φές

Δεν θα την έλε­γες και άσχη­μη την Ερ­μιό­νη∙ πρό­σω­πο οβάλ, χλω­μό, με λί­γο κα­μπου­ρια­στή μύ­τη και μά­τια με­λιά. Ήταν όμως αυ­τό που λέ­με κα­κο­σου­λού­πω­τη. Κο­ντή, αδύ­να­τη με δυο κα­λα­μέ­νια πο­δα­ρά­κια και πε­ρί­ερ­γο βια­στι­κό βά­δι­σμα. Δεν πί­στευε ότι θα μπο­ρού­σε να την αγα­πή­σει κα­νείς. Γι’ αυ­τό ψή­λω­σε μέ­χρι τον ου­ρα­νό, όταν ο Γιώρ­γος, το όμορ­φο γει­το­νό­που­λο, έστει­λε να τη ζη­τή­σουν σε γά­μο. Τον αγά­πη­σε με όλη της την ψυ­χή. Πέ­ρα­σε κα­λά μα­ζί του. Παι­διά δεν έκα­ναν. Δού­λε­ψαν και οι δυο και κα­ζά­ντι­σαν. Όταν εκεί­νος έφυ­γε πρώ­τος, τον έθα­ψε με δό­ξα και τι­μή. Πά­νω από τον πε­ρί­τε­χνα κο­σμη­μέ­νο τά­φο, όλο από μάρ­μα­ρο, έχτι­σε ένα μι­κρό κα­μα­ρά­κι, με αε­τω­μα­τι­κή στέ­γη. Κά­θε από­γευ­μα, την ίδια ώρα, η Ερ­μιό­νη έφτια­χνε τον κα­φέ και πή­γαι­νε να τον πιού­νε μα­ζί. Ανα­νέ­ω­νε τα λου­λού­δια στα βά­ζα, άνα­βε το κα­ντή­λι, άνοι­γε το σπα­στό τρα­πε­ζά­κι, κα­θό­ταν στο σκα­μνά­κι, έβα­ζε δυο φλυ­τζά­νια αντι­κρι­στά και του έλε­γε τους καη­μούς της.

———— ≈ ————

Θα δω σχο­λείο

Από την επο­χή τού «φεγ­γα­ρά­κι μου λα­μπρό, φέγ­γε μου να περ­πα­τώ» ξέ­ρα­με ότι «πά­ει» ή «πη­γαί­νει» κα­νείς στο σχο­λείο. «Σε ποιο σχο­λείο πας;» ή «Τι τά­ξη πη­γαί­νεις;», λέ­γα­με. Στην επο­χή του κο­ρο­νοϊ­ού ο πε­ντά­χρο­νος Άγ­γε­λος πε­ρι­γρά­φει τη μέ­ρα του: Μό­λις ξυ­πνή­σω θα πλυ­θώ, θα πιώ το γά­λα μου, θα παί­ξω με τα παι­χνί­δια μου και με­τά «Θα δω σχο­λείο». Η δε δε­κα­ε­ξά­χρο­νη Ιφι­γέ­νεια, με την ορ­μή της νιό­της στε­νε­μέ­νη και ελεγ­χό­με­νη, μου λέ­ει όλο πα­ρά­πο­νο: «Για­γιά, αι­σθά­νο­μαι ότι σπα­τα­λιέ­ται η ζωή μου».

———— ≈ ————

Φι­λο­πε­ρί­ερ­γος τα­ξι­τζής

Με δυ­σκο­λία κα­τα­φέρ­νω να βρω τα­ξί, με­ση­με­ρια­νή ώρα σε κε­ντρι­κό δρό­μο της Καλ­λι­θέ­ας. Πε­ρι­μέ­νω πά­νω από τέ­ταρ­το. Μό­λις το πε­τυ­χαί­νω μπαί­νω μέ­σα με ανα­κού­φι­ση.

– Θη­σείο προς Ακρό­πο­λη του λέω, να πά­ρου­με ένα φά­κε­λο και με­τά θα πά­με Κο­λω­νά­κι.
– Για­τρό ή δι­κη­γό­ρο; Με ρω­τά.
– Ού­τε το ένα, ού­τε το άλ­λο. Αχρεί­α­στοι να εί­ναι, απα­ντώ βα­ριε­στη­μέ­να.
– Με συγ­χω­ρεί­τε, δη­λα­δή, που ρω­τάω. Ξέ­ρε­τε, εγώ εί­μαι λί­γο κα­λα­μπουρ­τζής, εί­μαι σα­τι­ρι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, μου διευ­κρι­νί­ζει.

———— ≈ ————

Τα ευ­τρά­πε­λα της μέ­θης

Μπαί­νει στο τρό­λεϊ Κυ­ψέ­λη-Πα­γκρά­τι από την Κλαυθ­μώ­νος πα­ρα­πα­τώ­ντας. Με­τά βί­ας βο­λεύ­ε­ται στο τε­λευ­ταίο κά­θι­σμα και ζη­τά ένα ει­σι­τή­ριο για Δρα­πε­τσώ­να. «Πα­γκρά­τι πά­ει, κύ­ριε», του λέ­ει ευ­γε­νι­κά ο ει­σπρά­κτο­ρας, ήταν η επο­χή που υπήρ­χε ακό­μη αυ­τό το εί­δος ερ­γα­ζο­μέ­νου στις αστι­κές συ­γκοι­νω­νί­ες. Απτό­η­τος αυ­τός επι­μέ­νει, Δρα­πε­τσώ­να, εί­πα­με. Παίρ­νει το ει­σι­τή­ριο και πε­ρι­μέ­νει. Μό­λις το όχη­μα φτά­νει στον Άγιο Σπυ­ρί­δω­να, ο ει­σπρά­κτο­ρας φω­νά­ζει τη στά­ση: «Άγιος Σπυ­ρί­δω­νας» και ο εμ­μο­νι­κός επι­βά­της, έτοι­μος να κα­τέ­βει: «Δρα­πε­τσώ­νας;».

———— ≈ ————

Τρυ­φε­ρά γε­ρό­ντια

Αμ­φι­θα­λείς λέ­γο­νταν στην αρ­χαία Αθή­να οι νε­α­νί­ες που εί­χαν και τους δυο γο­νείς τους εν ζωή. Η κυ­ρία Αση­μί­να και ο κύ­ριος Σώ­ζων, μέ­νουν στο δι­πλα­νό μας ρε­τι­ρέ. Συ­ντα­ξιού­χος φι­λό­λο­γος εκεί­νη σή­με­ρα, με­γα­λο­μπα­κά­λης στην Κέρ­κυ­ρα εκεί­νος, όταν γνω­ρί­στη­καν κα­τά τον πρώ­το της διο­ρι­σμό στο νη­σί. Ύστε­ρα τους ρού­φη­ξε η πό­λη. Μο­νια­σμέ­νο ζευ­γά­ρι. Συ­χνά όμως τον μα­λώ­νει για μι­κρο­α­τα­ξί­ες: Αφή­νει όλα τα φώ­τα αναμ­μέ­να, ξε­χνά να κλεί­σει τη βρύ­ση, σέρ­νει τις πα­ντό­φλες, μό­λις περ­πα­τά. Σαν τους γέ­ρους του Μά­πετ Σώ­ου. Κά­ποιες φο­ρές τον ακούω να της λέ­ει με­τά από ένα τέ­τοιο μά­λω­μα «Kά­νε μου μία αγκα­λί­τσα, Αση­μί­να μου∙ εί­μαι και ορ­φα­νός». Και εκεί­νη απα­ντά ηθε­λη­μέ­να από­το­μα, αλ­λά γε­μά­τη τρυ­φε­ρό­τη­τα: «Για­τί εγώ εί­μαι αμ­φι­θα­λής;». Εί­ναι σί­γου­ρη πως κα­τα­λα­βαί­νει τι του λέ­ει, αλ­λά και να μην κα­τα­λά­βαι­νε, τι πει­ρά­ζει;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: