1.
Και οι δύο είμαστε άσχημοι. Όχι απλά συνηθισμένοι άσχημοι. Αυτή έχει ένα βαθουλωμένο μάγουλο. Από οκτώ χρονών, από τότε που την χειρούργησαν. Το δικό μου αηδιαστικό σημάδι δίπλα από το στόμα, προέρχεται από ένα βαρύ έγκαυμα, που έπαθα στην αρχή της εφηβείας μου.
Ούτε μπορεί κανείς να πει ότι έχουμε καλοσυνάτα μάτια, αυτά τα φαναράκια της δικαίωσης με τα οποία κάποιοι τυχεροί τερατόμορφοι καταφέρνουν να αγγίξουν την ομορφιά. Μπα, με τίποτα.
Τόσο τα μάτια της όσο και τα δικά μου, είναι μάτια γεμάτα απωθημένα, που το μόνο που αντικατοπτρίζουν είναι η λίγη η η ανύπαρκτη ανοχή με την οποία αντιμετωπίζουμε την κακοτυχία μας. Ίσως αυτό ήταν που μας ένωσε. Ίσως η λέξη “ένωσε” να μην είναι η πιο κατάλληλη λέξη. Αναφέρομαι στο βαθύ μίσος που νιώθει ο καθένας μας για το πρόσωπό του.
Γνωριστήκαμε στην είσοδο ενός κινηματογράφου, στην ουρά, για να δούμε στην οθόνη δύο όμορφους, δύο οποιουσδήποτε όμορφους. Εκεί ήταν που εντοπίσαμε ο ένας τον άλλον, χωρίς συμπάθεια, αλλά με μια ερεβώδη αλληλεγγύη. Εκεί ήταν που καταγράψαμε, ήδη με την πρώτη ματιά, τις προσωπικές μας μοναξιές. Στην ουρά ήταν όλοι αληθινά ζευγάρια: σύζυγοι, αρραβωνιασμένοι, ερωτευμένοι, ηλικιωμένοι, ένας θεός ξέρει τι. Όλοι –χεράκι χεράκι ή α λα μπρατσέτα– είχαν κάποιον. Μόνο εκείνη και εγώ είχαμε τα χέρια σφιγμένα και κρεμασμένα.
Εξετάσαμε τις ασχήμιες μας, με προσοχή, με θράσος αλλά χωρίς περιέργεια. Περιεργάστηκα το βαθούλωμα στο ζυγωματικό της με την αναίδεια που μου πρόσφερε το δικό μου συρρικνωμένο μάγουλο. Αυτή δεν ενοχλήθηκε. Μου άρεσε που ήταν σκληρή, που μου επέστρεψε την αδιακρισία με το βλέμμα της, με έναν ενδελεχή έλεγχο στην λεία, γυαλιστερή και άτριχη περιοχή της παλιάς μου ουλής.
Επιτέλους μπήκαμε. Καθίσαμε σε διαφορετικές σειρές, αλλά συνεχόμενες. Αυτή δεν μπορούσε να με δει, αλλά εγώ, ακόμα και στο μισοσκόταδο, μπορούσα να διακρίνω το λαιμό με τα ξανθά μαλλιά, το νεανικό και καλοφτιαγμένο αυτί της. Ήταν το αυτί της καλής της μεριάς.
Για μια ώρα και σαράντα λεπτά, απολαμβάναμε την ομορφιά του σκληρού ήρωα και της γλυκειάς ηρωίδας. Εγώ τουλάχιστον πάντα ήμουν ικανός να θαυμάζω το ωραίο. Την απέχθειά μου την κρατάω για το πρόσωπό μου και καμμιά φορά για το Θεό. Και για το πρόσωπο άλλων κακάσχημων, άλλων φρικιών. Ίσως θα έπρεπε να νιώθω οίκτο, αλλά δεν μπορώ. Η αλήθεια είναι ότι αυτοί είναι σαν τον καθρέφτη μου. Κάποιες φορές αναρωτιέμαι τι θα είχε γίνει με το μύθο του Νάρκισσου αν αυτός είχε ένα ζυγωματικό βαθουλωμένο, η αν ένα οξύ του είχε κάψει το μάγουλο, η αν του έλειπε η μισή μύτη η είχε ένα σημάδι από ράψιμο στο μέτωπο.
Την περίμενα στην έξοδο. Περπάτησα κάποια μέτρα δίπλα της και μετά της μίλησα. Μόλις σταμάτησε και με κοίταξε, μου έδωσε την εντύπωση ότι αμφιταλαντεύονταν. Την κάλεσα να μιλήσουμε σε μια καφετέρια η ένα ζαχαροπλαστείο. Δέχτηκε αμέσως.
Η καφετέρια ήταν γεμάτη, αλλά εκείνη τη στιγμή άδειασε ένα τραπέζι. Καθώς περνάγαμε ανάμεσα στον κόσμο, ένιωθα γύρω μας κινήσεις και χειρονομίες έκπληξης. Οι κεραίες μου είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στο να πιάνω εύκολα αυτή την αρρωστημένη περιέργεια, αυτό τον υποσυνείδητο σαδισμό όλων αυτών που έχουν ένα εξαιρετικά συμμετρικό και κανονικό πρόσωπο,. Αλλά αυτή τη φορά δε χρειάστηκε καν η άριστη διαίσθησή μου, μιας και στα αυτιά μου φτάνανε σιγοψιθυρίσματα και ξερόβηχες. Ένα μόνο του πρόσωπο τρομακτικό έχει προφανώς το ενδιαφέρον του, αλλά δυο ασχήμιες μαζί αποτελούν από μόνες τους ένα θέαμα σπουδαίο, είναι σχεδόν ένα οργανωμένο θέαμα. Κάτι που πρέπει να το βλέπει κανείς με παρέα, μαζί με κάποιον η κάποια από αυτούς τους καλοφτιαγμένους με τους οποίους αξίζει να μοιραστείς τον κόσμο.
Καθίσαμε, παραγγείλαμε δύο παγωτά και αυτή τόλμησε να βγάλει απ’ την τσάντα της (και αυτό μου άρεσε) το καθρεφτάκι της και να φτιάξει τα μαλλιά της. Τα ωραία μαλλιά της.
– Τι σκέφτεστε; ρώτησα.
Κοίταξε τον καθρέφτη και χαμογέλασε. Το βαθούλωμα στο μάγουλο άλλαξε σχήμα.
– Πολλά κοινά, είπε. Ο ένας για τον άλλον.
Μιλήσαμε πολύ. Μετά από μιάμιση ώρα πια έπρεπε να παραγγείλουμε δυο καφέδες για να δικαιολογήσουμε κι άλλο την παραμονή μας εκεί. Ξαφνικά κατάλαβα ότι τόσο εκείνη όσο κι εγώ μιλάγαμε με μια ωμότητα τόσο δηκτική που κινδύνευε να περάσει τα όρια της ειλικρίνειας και να μετατραπεί σε υποκρισία. Αποφάσισα να φτάσω στα άκρα.
– Εσείς, αλήθεια, νιώθετε αποκλεισμένη από τον κόσμο;
– Ναι, είπε, ακόμα και όταν κοιτιέμαι.
–Εσείς θαυμάζετε τους όμορφους, τους κανονικούς. Εσείς θα θέλατε να έχετε ένα πρόσωπο τόσο κανονικό όσο η κοπελίτσα στα αριστερά σας, παρά το ότι εσείς είστε έξυπνη και αυτή, αν κρίνω από το γέλιο της, αθεράπευτα ανόητη;
– Ναι.
Για πρώτη φορά δεν μπόρεσε να αντέξει το βλέμμα μου.
– Και εγώ αυτό θα ήθελα. Αλλά μπορεί να γίνει κάτι, ξέρετε;
– Κάτι, σαν τι;
– Να αγαπηθούμε, διάολε! Η απλά να τα βρούμε. Λέγε με όπως θέλεις, αλλά υπάρχει ένα θέμα.
Αυτή σούφρωσε τα φρύδια. Δεν ήθελε να μου δώσει ελπίδες.
– Υποσχέσου ότι δε θα με περάσεις για τρελό.
– Υπόσχομαι.
– Η ιδέα είναι να περάσουμε μαζί τη νύχτα. Τη νύχτα ολόκληρη. Στο απόλυτο σκοτάδι. Με καταλαβαίνεις;
– Όχι.
– Πρέπει να με καταλάβεις! Στο απόλυτο σκοτάδι. Εκεί που εσύ δε θα με βλέπεις, ούτε εγώ θα σε βλέπω. Το κορμί σου είναι εξαίσιο, δεν το ήξερες:
Αυτή κοκκίνησε και το βαθούλωμα στο μάγουλο έγινε κατακόκκινο.
– Μένω μόνος, σε ένα διαμέρισμα εδώ κοντά.
Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε με απορία, με διερευνητική ματιά, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βγάλει ένα συμπέρασμα.
– Πάμε, είπε.
2.
Όχι μόνο έσβησα το φως, αλλά επιπλέον τράβηξα και τη διπλή κουρτίνα.
Δίπλα μου αυτή ανάσαινε. Και δεν ανάσαινε βαριά. Δε θέλησε καν να τη βοηθήσω να γδυθεί.
Δεν έβλεπα τίποτα μα τίποτα. Αλλά διαπίστωσα ότι τώρα ήταν ακίνητη, περιμένοντας κάτι. Άπλωσα προσεκτικά το χέρι, μέχρι να βρω το στήθος της. Αυτό το άγγιγμα μου έφερε μια αίσθηση δύναμης και διέγερσης. Έτσι έφτασα στην κοιλιά της, στο αιδοίο της. Τα «είδα»! Και τα δικά της χέρια επίσης με «είδαν».
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι έπρεπε να κρατηθώ (και να την κρατήσω) από αυτό το ψέμα που εγώ ο ίδιος κατασκεύασα. Έμοιαζε σαν αστραπή. Δεν είμασταν αυτό. Δεν είμασταν αυτό.
Έπρεπε τώρα να επιστρατεύσω όλα τα αποθέματα θάρρους και όντως το έκανα. Το χέρι μου ανέβηκε αργά στο πρόσωπό της, συνάντησε το βαθούλωμα της φρίκης και άρχισε αργά, αποφασιστικά και απολαυστικά να το χαϊδεύει. Στην πραγματικότητα, τα δάχτυλά μου (στην αρχή λίγο τρεμάμενα, μετά σιγά σιγά ψύχραιμα) πέρασαν πολλές φορές πάνω απ’ τα δάκρυα της.
Τότε, και ενώ καθόλου δεν το περίμενα, το χέρι της άγγιξε το πρόσωπό μου και χάιδεψε πολλές φορές την ουλή και το άτριχο δέρμα, αυτή τη γυμνή νησίδα της τραγικής μου ρετσινιάς.
Κλάψαμε μέχρι το πρωί. Κακότυχοι, ευτυχισμένοι. Σε λίγο σηκώθηκα και τράβηξα τη διπλή κουρτίνα.
[ Από το βιβλίο La muerte y otras sorpresas ]