Πες μου μια αγκαλιά
Πάντα πίστευα πως οι αγκαλιές είναι υποτιμημένες.
Εντάξει, αυτό είναι ψέμα. Δεν το ήξερα πάντα. Πριν οι λέξεις για μένα (όπως και για όλο τον κόσμο) ήταν πάνω από όλα τα άλλα. Κι έτσι με βάραιναν ή μου έλειπαν διαρκώς.
Το πράγμα άλλαξε όταν γνώρισα κάποιον που έλεγε πράγματα με αγκαλιές. Ούτε με λέξεις, ούτε με το βλέμμα. Ήξερα μόνο πως αυτό (αυτό) ήταν αληθινό μέσα από τις αγκαλιές του. ‘Έτσι μου το έλεγε.
Με τα λόγια ήταν αδέξιος. Με το βλέμμα, ντροπαλός. Υποθέτω πως και τα δύο είναι υπερβολικά άμεσα.
Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ήταν μια ιστορία με αριστοτελική δομή πλεγμένη με αγκαλιές. Είχε πρόλογο, κυρίως μέρος και επίλογο. Και κάθε μία περιλάμβανε όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν φωναχτά. Ή έτσι μου φαινόταν.
Η πρώτη άνοιξε μια πόρτα, παρόλο που δεν την είδα εκείνη τη στιγμή. Τη διέσχισα δίχως να το αντιληφθώ, το ορκίζομαι. Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη υπήρξαν κι άλλες, εννοείται: ψίχουλα ψωμιού που σημάδευαν την πορεία της πλοκής, που συμβόλισαν το έναυσμα κι ένα σημείο καμπής (μία εστία φωτιάς, κουνούπια, μυρωδιά στάχτης) και σύγκρουση. Σύγκρουση.
Η δεύτερη αγκαλιά, αυτή του κυρίως μέρους, είπε κάτι όπως μακάρι, αλλά πολύ σιγανά και με έναν ανεπαίσθητο τονισμό σαν ερώτησης. Ή έτσι μου φάνηκε. Ήταν μετά από τα μπαλόνια και την τούρτα γενεθλίων κι έναν λεκέ από κρασί κι εκείνη την άβολη καρέκλα. Ήταν μία από εκείνες τις αγκαλιές της αναβολής, από εκείνες που προσπαθούσαμε να καθυστερήσουμε όσο το δυνατό περισσότερο.
Όταν αποχαιρετιστήκαμε εκείνο το βράδυ ανταλλάξαμε το πρώτο βλέμμα: το πρώτο που είπε κάτι. Και ήταν σαν την ηχώ των όσων είπε η αγκαλιά που προηγήθηκε.
Έπειτα, όπως προαγγελλόταν από το πρώτο κεφάλαιο, άλλαξε το σκηνικό της ιστορίας και άλλαξαν οι πρωταγωνιστές και όλα έμειναν σε ένα από εκείνα τα ήταν-καλό-όσο-κράτησε. Ο επίλογος έμεινε σε αναστολή, κάναμε πως τον ξεχάσαμε. Αλλά τελικά ήρθε, εννοείται, γιατί καμιά ιστορία δεν είναι ατελείωτη, όσο κι αν πολλές κομπάζουν πως είναι.
Η τρίτη αγκαλιά, αυτή της επίλογου, κράτησε πολύ. Τόσο πολύ που για μια στιγμή σκέφτηκα πως, με λίγη τύχη, ίσως να μην τελείωνε ποτέ.
Δεν είπε αντίο (για ποιο λόγο;). Με έσφιξε σε μια προσπάθεια τρυφερότητας οδυνηρά ειλικρινή, μια προσπάθεια να παγιδεύσει και να κάνει απτό κάτι τόσο άπιαστο όπως ένας αποχαιρετισμός (ένας επίλογος, στην πραγματικότητα). Μια προσπάθεια να μεταδώσει ζεστασιά, ένα είναι που εκείνη
και περισσότερη σιωπή και λυπάμαι και ξανά εκείνη η μυρωδιά στάχτης: να το αποτυπώσεις όλο αυτό σε ένα σώμα που ένιωθε να εξαφανίζεται στον αέρα μαζί με το ευτυχισμένο τέλος.
Δεύτερο βλέμμα.
Κατάφερα μέχρι και να χαμογελάσω, αυτό να σημειωθεί.
Κι έτσι, παρά την προσπάθεια, αυτή του επιλόγου ήταν μια αγκαλιά σκληρή, τόσο βαριά όσο η πραγματικότητα που δεν μπόρεσα πια να συγκρατήσω και να αγνοήσω ταυτόχρονα και μου χτύπησε το στομάχι με όλη τη δύναμη μαζεμένη από την αδράνεια των μηνών. Εκείνη η αλήθεια που είχαμε διατηρήσει υπό έλεγχο, θαμμένη κάτω από τη γη κυρίως με κλωτσιές και με κλειστά τα μάτια και το στόμα.
Ήταν μία πέτρινη αγκαλιά, σαν κρύο μπετόν, που διαπέρασε το δέρμα μου και το κρέας και τα πλευρά αφήνοντάς μου ένα λεκέ που δεν είναι από κρασί αλλά που ακόμα δεν μπορώ να βγάλω από πάνω μου, ακριβώς στο μέρος της καρδιάς. Όχι, περίμενε. Η καρδιά βρίσκεται στα αριστερά (επιπλέον, σε κανέναν δεν αρέσει το γλυκανάλατο τέλος). Ένας λεκές (σαν από κρασί, αλλά όχι) ακριβώς στα δεξιά της καρδιάς. Σε έναν πνεύμονα, ίσως: μάλλον γι αυτό αισθάνθηκα πως δεν μπορούσα να αναπνεύσω· μάλλον γι αυτό από τότε δεν αναπνέω καθόλου καλά. Ή έτσι μου φαίνεται.