Ένας νέος χάρτης είχε γεννηθεί από νέες γεωγραφικές πληροφορίες και επεξεργασίες της εποχής του –των αρχών του 19ου αιώνα. Το περιεχόμενό του απεικόνιζε μέρος του ελλαδικού χώρου με σημαντική γεωπολιτική σημασία για τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Ο μονόφυλλος χάρτης του Μοριά του Bocage, παρέμεινε για χρόνια απόρρητος και χαράχθηκε στις αρχές του 1808 για να παρουσιαστεί στον αυτοκράτορα πλέον Ναπολέοντα στο μεσοδιάστημα των πολέμων του. Μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος νέος της εποχής του ’21 που απεικονίζει την περιοχή και τα τοπωνύμια όπου θα επικρατήσει η Ελληνική Επανάσταση και θα οριστεί η επικράτεια του νέου κράτους. Όμως και αυτός, όπως όλοι οι προηγούμενοι της Πελοποννήσου και του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, ήταν ημι-επιστημονικός. Το υπόβαθρο-βάση της σύνταξης αυτού του είδους χαρτών δεν αποτελούσε ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο συστηματικών και συμβατών μεταξύ τους επιστημονικών γεωδαιτικών και τοπογραφικών μετρήσεων που χαρακτηρίζουν την επιστημονική χαρτογράφηση. Στηρίζονταν σε ετερογενή δεδομένα διαφορετικών τυπολογιών και προελεύσεων, όπως οι διαδεδομένες σημειακές αστρονομικές μετρήσεις για τον προσδιορισμό του γεωγραφικού στίγματος (του πλάτους και μήκους), τα επιπεδομετρικά σχέδια τοποθεσιών, οι εμπειρικές και αποσπασματικές τοπογραφικές εκτιμήσεις, τα οδοιπορικά (γεωγραφικές περιγραφές περιηγητών, διπλωματών και στρατιωτικών), τα σχέδια με έμπειρο ελεύθερο χέρι –τα croquis– οι επεξεργασμένοι παλαιότεροι χάρτες και άλλες πληροφορίες, από το πλήθος που συνέλεγαν τότε οι κάθε τύπου ενδιαφερόμενοι σε περιόδους ειρήνης και πολέμων. Χρήσιμο παράδειγμα, για να καταλάβει κανείς τη μηχανική της σύνταξης των ημι-επιστημονικών χαρτών του ελλαδικού χώρου (και όχι μόνον) είναι οι φάκελοι-συλλογές τέτοιων δεδομένων που φυλάσσονται στην Eθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (BnF) καταχωρημένοι με τα ονόματα των d’Anville και Bocage, για διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Αναφέρονται στις περιόδους πριν την εφαρμογή της επιστημονικής χαρτογράφησης της Πελοποννήσου, η οποία έγινε από τα τέλη της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του. Το υλικό για τον ελλαδικό χώρο, που χρησιμοποιείται για τη σύνταξη των ημι-επιστημονικών χαρτών περιγράφεται λεπτομερώς από τον Bocage στο εκτεταμένο εισαγωγικό κείμενό του για τα Ταξίδια του Νεαρού Ανάχαρση στην Ελλάδα (1788), το διάσημο έργο του Barthélemy (1716-1795), σημαντικό έναυσμα του Φιλελληνισμού στην Ευρώπη. Με βάση τέτοια δεδομένα κατασκευάζονται οι αντιπροσωπευτικοί γαλλικοί ημι-επιστημονικοί χάρτες του ελλαδικού χώρου της εποχής του ’21 που υπογράφουν ο Bocage –τους αποκαλεί ημι-τοπογραφικούς– και ο Lapie το 1822 και 1826. Όσο για την κλίμακα (τη σμίκρυνση), που όλο ξεφεύγει της προσοχής μας ως το φάντασμα των χαρτών, πρέπει να σημειωθεί ότι –κατά κανόνα– στους ημι-επιστημονικούς χάρτες του ελλαδικού χώρου της εποχής του ’21, το 1 εκ. στην επιφάνειά τους αντιστοιχεί σε περ. 4, 5, 6 έως 8 χλμ. στο έδαφος. Αυτές είναι οι κλίμακες μέχρι την τομή της επιστημονικής γαλλικής χαρτογράφησης του 1828-1832 και μέχρι το 1852, των γεωγράφων μηχανικών του Peytier, που απέφερε τους πολύφυλλους επιστημονικούς χάρτες του νέου ελληνικού κράτους σε κλίμακα 1εκ. στον χάρτη να αντιστοιχεί σε 2 χλμ. στο έδαφος. Η διαφορά είναι μεγάλη, αν συνυπολογίσει κανείς και την ακρίβεια της επιστημονικής χαρτογράφησης, την εξέλιξη της γεωδαιτικής και τοπογραφικής μεθοδολογίας και μετρολογίας.
Στα γαλλικά ονόματα της εποχής του ’21, με χαρτογραφική αναφορά, πρέπει να προστεθεί και του γνωστού πολυμαθούς γιατρού, περιηγητή και διπλωμάτη Pouqueville (1770-1838). Τα γεωγραφικά του κείμενα περί του ελλαδικού και ευρύτερου χώρου, με χάρτες περιοχών και τόπων, αποτέλεσαν σημαντικές πηγές για τις χαρτογραφικές απεικονίσεις της εποχής του ’21, μετά τον χάρτη του Bocage του 1808, μαζί με τοπογραφικές επιπεδογραφίες ιστορικών τοποθεσιών, π.χ. την Τριπολιτσά –τη συναντάμε αργότερα στα απομνημονεύματα του Raybaud (1795-1894), ως χάρτη του 1821. Έχουμε λοιπόν εδώ τη σχέση μεταξύ γεωγραφικών-ιστορικών κειμένων και χαρτογραφίας-χαρτών, όπως στον χάρτη του λιγότερου γνωστού Palma, κλίμακας 1 εκ. στον χάρτη να αντιστοιχεί σε περ. 4,5 χλμ. στο έδαφος, που τυπώθηκε στην Τεργέστη το 1811. Πηγές του είναι κείμενα του Pouqueville και υψηλόβαθμων Γάλλων αξιωματικών, όπως ο χαρτογράφος μηχανικός Guilleminot (1774-1840) και ο Tromelin (1771-1842). Ο δεύτερος ήταν επικεφαλής τάγματος στις επιχειρήσεις στη Δαλματία το 1809 και διακρίθηκε στην πλέον πολύνεκρη μέχρι τότε μάχη του Ναπολέοντα (στο Βάγκραμ) με τη νίκη επί της Αυστρίας, δέκα μόλις χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Βιέννης. Μετά τη νίκη αυτή ακολούθησε η σχεδόν τρίχρονη γαμήλια ειρήνη του Ναπολέοντα με τη Βιέννη. Ήταν η περίοδος που σηματοδότησε την αρχή του τέλους του με την καταστροφική εισβολή στη Ρωσία το 1812, την οδυνηρή ήττα στη Λειψία το 1813 και το οριστικό τέλος του στο Βατερλό το 1815. Εκεί ο Tromelin, ως διοικητής της τελευταίας ταξιαρχίας στο πεδίο της μάχης, ήταν αυτός που ζήτησε από τον Ουέλλιγκτον τα ταξιδιωτικά έγγραφα για την αναχώρηση του Ναπολέοντα από την Ευρώπη. Ο ίδιος, τον Αύγουστο του 1828 –μήνα της απόβασης των στρατευμάτων του Maison στην Πελοπόννησο– δημοσιεύει, υπογράφοντας ως Τ, ένα ενδιαφέρον στρατιωτικό οδοιπορικό πόνημα αντιμετώπισης της οθωμανικής κρίσης νότια του Δούναβη με συγκεκριμένες προτάσεις και για το ελληνικό ζήτημα. Στη μικρή αυτή έκδοση περιγράφει με λέξεις έναν χάρτη, νότια του Δούναβη και τα σύνορα ενός ευρύχωρου κράτους της Ελλάδας, υπό την αιγίδα της Γαλλίας, Βρετανίας και Αυστρίας.
Κοντά στο 1821 και πριν την ίδρυση του κράτους, ο Lapie συνεχίζει τη γαλλική χαρτογραφική «κυριαρχία» στις απεικονίσεις του ελλαδικού χώρου, με τους δύο σπουδαίους γνωστούς χάρτες του, τον πολύφυλλο του 1822 και τον τετράφυλλο του 1826. Και οι δύο φαίνεται να διασταυρώνονται με άλλους δύο αξιοσημείωτους πολύφυλλους αυστριακούς στρατιωτικούς χάρτες της ίδιας περιόδου (ο ένας ως συνέχεια του άλλου) και μεγάλης ακτογραμμικής ομοιότητας με τους χάρτες του Lapie. Χαρτογράφος τους είναι ο Weiss (1791-1858) λιγότερο γνωστός στην Ελλάδα από ότι ο Lapie. Τον άγνωστο μέχρι σήμερα –όχι μόνο στην Ελλάδα– πρώτο χάρτη που υπογράφει ο Weiss το 1823 ελπίζουμε να αναδείξουμε το 2021 στο ΑΠΘ, ενώ ο δεύτερος του 1829 έγινε περισσότερο γνωστός κυρίως λόγω του χαρτογραφικού του απόηχου από την μετέπειτα χρήση του στον Κριμαϊκό Πόλεμο ως ενημερωμένη βρετανική επανέκδοση.
Ποιά όμως ήταν η σχέση των Ελλήνων με τους χάρτες της εποχής του ’21 και μέχρι την ίδρυση του κράτους; Είναι βέβαιο ότι οι μορφωμένοι και οι ευκατάστατοι Έλληνες της ευρωπαϊκής Διασποράς και των μεγάλων κέντρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν από νωρίς επαφή με τη γεωγραφία και με ιστορικούς χάρτες στις σπουδές τους (κυρίως στη Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) αλλά και από την εύπορη ευρωπαϊκή τους ζωή γενικότερα. Ήταν χάρτες σε σμίκρυνση σελίδας βιβλίου, λυτοί μονόφυλλοι ή δίφυλλοι κάπως μεγαλύτερων διαστάσεων –σε μικρές πάντα κλίμακες– χωρίς λεπτομέρειες, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Τότε υπήρξε η άνοδος της χρήσης της εικονογράφησης συνοδευτικής των κειμένων, η οπτικοποίησης της γνώσης και η διάδοση των εικόνων και γραφημάτων ως ισχυρών μέσων οπτικής εκλαΐκευσης στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια, στους άτλαντες, στα φυλλάδια των επιστημονικών εταιρειών και των εγκυκλοπαιδειών. Σε αυτό το νέο περιβάλλον πληροφόρησης και γνώσης μέσω οπτικών γραφημάτων (όπως είναι και οι χάρτες) εντάσσονται ως λόγια έργα άλλης γενεαλογίας η δωδεκάφυλλη Χάρτα του Ρήγα και ο τετράφυλλος Πίναξ του Γαζή στο τέλος του αιώνα της εισβολής των εικόνων. Δεν συνέβαινε βέβαια το ίδιο με τους στρατιωτικούς χάρτες που ως απόρρητοι δεν ήταν γνωστοί στο κοινό. Αυτοί ήταν μεγαλύτερης κλίμακας, κατά κανόνα λυτοί, γεωμετρικά ακριβέστεροι, πολύφυλλοι και εκτυπωμένοι (όταν δεν ήταν χειρόγραφοι) σε τυποποιημένα φύλλα, η σύνθεση των οποίων δημιουργούσε τον ενιαίο χάρτη. Οι οπλαρχηγοί του ’21, πρέπει να είχαν συναντήσει και λόγιους χάρτες, από τους μορφωμένους που ήλθαν στην Ελλάδα, αλλά και στρατιωτικούς, αποσπάσματα ή αντιγραφές τους που θα χρησιμοποίησαν για τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων και στα πεδία των μαχών, απελευθερωτικών και εμφυλίων, εφόσον οι περισσότεροι είχαν έλθει και σε επαφή με τους πολυάριθμους Φιλέλληνες. Αυτοί οι ξένοι, κυρίως στρατιωτικοί, όπως π.χ. ο Fabvier και πολλοί άλλοι, ως χαρτογραφικά έμπειροι είναι αδύνατον να μην έφεραν μαζί τους χάρτες. Αλλά και ποιος θα μπορούσε άραγε να ισχυριστεί ότι ο Κολοκοτρώνης δεν θα είχε δει και χρησιμοποιήσει χάρτες, ήδη από τη νεανική ναυτική του εμπειρία και τη θητεία του στον βρετανικό στρατό στη Ζάκυνθο μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη, ή ότι δεν θα είχε βρει να φέρει μαζί του χάρτες για τον Αγώνα. Όμως, πουθενά δεν φαίνεται χάρτης στα ζωγραφικά έργα που τον απεικονίζουν –όπως άλλωστε και των άλλων Ηρώων του ’21– ούτε έστω ως «διακοσμητικό» όπλο του πολέμου. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί σοβαρά ότι οι αγωνιστές του ’21, επειδή πολεμούσαν στη γη τους, χρησιμοποιούσαν μνημονικούς χάρτες και δεν τους ήταν απαραίτητοι οι κανονικοί. Η μόνη διαδεδομένη ζωγραφική απεικόνιση μεγάλης μορφής του ’21 με χάρτη είναι του Μαυροκορδάτου στο έργο του Hess που επιβλέπει (με γυαλιά) την οχύρωση του Μεσολογγίου κατά την πρώτη πολιορκία του 1822. Ίσως επειδή να ήταν γνωστό στον ζωγράφο ότι ο Μαυροκορδάτος είχε σπουδάσει στη Γενεύη την οχυρωματική, όπου η γνώση και χρήση χαρτών και τοπογραφικών επιπεδογραφιών ήταν υποχρεωτική. Έμπειροι με χάρτες του θαλάσσιου χώρου θα ήταν χωρίς αμφιβολία και οι πλοίαρχοι των περισσότερων από τα 615 ελληνικά καράβια από όλο το Αιγαίο, μεγάλων και μικρών, οπλισμένων και άοπλων, όπως καταγράφει τους αριθμούς τους για το 1813 ο Pouqueville και μεταφέρει με έμφαση ο Weiss στον πρώτο χάρτη του, του 1823. Όμως ούτε και οι ναυτικοί Ήρωες του ’21 απεικονίζονται ζωγραφικά με χάρτες. Αντίθετα σε πολλές άλλες χώρες της εποχής το ζωγραφικό θέμα στρατιωτικών με χάρτες είναι συνηθισμένο και δημοφιλές, όπως π.χ. στο πορτρέτο του στρατηγού Maison (1771-1840) αρχηγού της γαλλικής εκστρατείας στην Πελοπόννησο, έργο του Cogniet στις Βερσαλίες (1835), διακρίνεται με ευκρίνεια χάρτης με τίτλο την Ελλάδα.
Δεν συναντούμε συχνά ιστοριογραφικές αναφορές για το θέμα της χρήσης χαρτών από τους Έλληνες της εποχής του ’21. Ενδεχομένως γιατί θεωρείται άνευ ενδιαφέροντος. Από την ξένη βιβλιογραφία εντοπίσαμε δύο που αξίζει να επισημανθούν. Η πρώτη, του 1826, του Dufour, μαθητή του Lapie, μας πληροφορεί ότι Έλληνες ναυτικοί στο Αιγαίο ναυμαχούν και πυρπολούν τα πλοία των Οθωμανών χρησιμοποιώντας χάρτη του δασκάλου του ...vaut-on connoitre dans quelles eaux et su quelles plages les enfans de la Grèce régénérée joignent, attaquent et brûlent les vaisseaux des Ottomans, if faut consulter l’Archipel dressé par M. Le chevalier Lapie... Στη δεύτερη, του 1827, ο Quérard σημειώνει ότι ο απόρρητος, για πολλά χρόνια, μονόφυλλος χάρτης της Πελοποννήσου του Bocage (1802), που εκδόθηκε το 1808, χρησιμοποιήθηκε στις επιχειρήσεις του Αγώνα στο Μοριά ...aujourd’hui elle sert à faire la guerre dans cette contrée..., χωρίς άλλες λεπτομέρειες.
Αλλά πώς ήταν άραγε οι πέντε χάρτες της ημι-επιστημονικής γενεαλογίας πριν τη σύνταξη του πρώτου επιστημονικού χάρτη της Πελοποννήσου και νήσων του Peytier, που άρχισε το 1828 και εκτυπώθηκε το 1832; Ο μονόφυλλος χάρτης του Bocage (1808), ο πολύφυλλος και ο τετράφυλλος του Lapie (1822 και 1826) και οι πολύφυλλοι του Weiss (1823 και 1829) και ποια ήταν τα ιστορικά και χαρτογραφικά συμφραζόμενά τους;
_____________
Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία:
Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. Αθήνα, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.H. Berthaut. Les Ingénieurs Géographes Militaires 1624-1831. Paris, Service Géographique de l’Armée, 1902. Πηγή: Gallica-BnF.
Ε. Λιβιεράτος. Αρχιπέλαγος 1685-1687 στους Χάρτες του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ, 2018. ISBN 978-960-243-708-7.