Είναι οι πιο μελαγχολικές μέρες του χρόνου και τα σινεμά μοιάζουν με φωλιά ή κρυμμένο γατόσπιτο. Ο μοναχικός περιπατητής προνοεί με την άκρη του μυαλού του ώστε να βρεθεί στον δρόμο του ένας καλός κινηματογράφος. Τέτοια είναι τα μαγικά του! Όμως οι αρχές κρατούν κλειστούς για μήνες τους κινηματογράφους. Κι αυτός νοσταλγεί το σινεμά όσο άλλοτε ποτέ. Καθοδόν επινοεί το αντίδοτο στη σινεμαλγία του, φαντάζεται πως τα μάτια του είναι μια κινηματογραφική μηχανή. Κατόπιν αναζητεί τοποθεσίες με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και χάνεται στις εικόνες που του προσφέρονται απροσδόκητα και ακατάπαυστα. Είναι γνωστό πως μακριά από την πόλη της Αθήνας αλλά εντός της αττικής επικράτειας ανακαλύπτει κανείς σημεία όπου με λίγα βήματα διολισθαίνει στο όνειρο, ή πάντως στις παρυφές του.
Κάπου μεταξύ Κερατέας και Λαυρίου βρίσκεται ένας ορμίσκος που τον πολιορκούν οι στιλπνές λευκές ανεμογεννήτριες, τα φουγάρα κι οι πυλώνες της ΔΕΗ. Ο περιπατητής φτάνει ως εδώ αγνοώντας την οσμή του μαζούτ και παρακάμπτοντας ένα κολοσσιαίο εργοστάσιο ηλεκτροδότησης που μοιάζει με διαστημική βάση. Κατόπιν διασχίζει τον άναρχο οικισμό, ο οποίος λέγεται πως προέκυψε από έναν παλιό καταυλισμό μεταλλωρύχων. Επιμένει ακόμη λίγο και βρίσκει τον δρόμο για τη μικρή παραλία. Όμως από εκεί δεν αγναντεύει κανένα πέλαγος. Η Μακρόνησος του κλείνει τον ορίζοντα.
Περπατά παρά θιν’ αλός ώσπου φτάνει σε ένα ταβερνάκι που φαίνεται κλειστό από το περσινό ή το προπέρσινο καλοκαίρι. Είναι ένα αμάλγαμα από ελλενίτ, ψυγεία και σανίδες που θα έλεγες πως έπηξε στην αμμουδιά σε διαφορετικές φάσεις. Την προσοχή του τραβά μια παλιά βιτρίνα για ψάρια. Το τζάμι είναι θολό από την αλμύρα και τον καιρό. Μέσα στη βιτρίνα βλέπει κελύφη ολόκληρα από οστρακόδερμα. Οι αποσαρκωμένοι αστακοί είναι άθικτοι και τον προσκαλούν να τους περιεργαστεί αλλά είναι τρομακτικοί μες στην ερημιά. Διατηρούν κάτι ανθρώπινο μες στο αλουμινένιο οστεοφυλάκιό τους. Οι αρθρώσεις φέρνουν στον νου τις άκαμπτες γωνίες που αποκτούν τα όμορφα πρόσωπα όταν ασχημαίνουν με τα χρόνια. Ο περιπατητής αποστρέφει το βλέμμα. Στην ενδοχώρα υψώνονται δυό λόφοι με την όμορφη ονομασία «οι μαστοί της Αφροδίτης».
Είναι απόλαυση μεγαλύτερη κι απ’ το να τριγυρνάς στα παραθαλάσσια θέρετρα τον χειμώνα· να χάνεσαι σε μέρη που δεν είναι θέρετρα ακριβώς αλλά παρ’ ολίγον, μέρη που πασχίζουν να γίνουν θέρετρα αλλά αστοχούν! Ό,τι συμβαίνει αλλού αργεί να εμφανιστεί σε τέτοια μέρη. Άλλοτε δεν φτάνει ποτέ, ή πέρασε πριν καιρό κι εσύ περπατάς στα αθέατα απόνερά του.
Το μονοπάτι οδηγεί σε έναν εγκαταλειμμένο ναυταθλητικό όμιλο. Από εκεί είναι δυο βήματα για το παλιό πολυβολείο, μοιάζει τόσο άθικτο. Είναι ένα μπούνκερ-νάνος σε άψογη κατάσταση, αλλιώτικο από τις επιβλητικές πολεμικές οχυρώσεις των Λεγραινών ή της Βουλιαγμένης. Έχει το μέγεθος κάποιου μεγαλόσωμου ζώου. Δυό παραλληλόγραμμες θυρίδες είναι τα μάτια του και ασυνήθιστοι πλίνθοι του προσδίδουν την αίσθηση μιας πορώδους επιδερμίδας. Στην είσοδο τα πούσια και τα ξύλινα λέπια των πεύκων φτιάχνουν μια λεπτή στρώση καθησυχαστική κι ο περιπατητής γλυστρά απάνω της. Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη. Μες στο πολυβολείο η αρχαία αύρα του Θορικού κι ο θόρυβος μιας αθέατης οδού ταχείας κυκλοφορίας ξεθυμαίνουν, ίσως όμως και να δυναμώνουν καθώς ανταμώνουν.
Σκαρφαλώνει στα βράχια. Νομίζει πως θα φτάσει μια σπηλιά ψηλά, τη φυσική απόληξη κάποιας μεταλλευτικής στοάς. Αλλά σκοντάφτει σ’ ένα αλλόκοτο αντικείμενο μισογεμάτο με καφετί νερά και αλυσοδεμένο. Μοιάζει με καρότσι για ψάρια, με σκληρή βαλίτσα σκισμένη στα δυό ή με αυτοσχέδιο βαρκάκι. Στη μια πλευρά η λέξη: ΑΓΩΝΙΑ. Τα γράμματα είναι κόκκινα και κεφαλαία. Τ’ ακούς μάλλον παρά τα βλέπεις. Μια ομιλούσα εικόνα. Μήπως φωνάζει το μυαλό μου ΑΓΩΝΙΑ, αναρωτιέται, κι είναι λοιπόν η δική μου αγωνία, μήπως είναι εκείνη ενός ξένου ή μια δικιά μας άγνωστη ΑΓΩΝΙΑ; Τα νερά που μαζεύτηκαν στο πράγμα τούτο είναι της χθεσινής μπόρας. Έβρεξε πολύ. Σε μέρη τόσο θαλασσινά και βραχώδη το νερό της βροχής είναι παρείσακτο. Ένα νερό χωρίς αλμύρα που μαζεύεται στην άσχημη γωνιά του και λιμνάζει για μέρες, νερό καταδικασμένο να έχει γλύκα ξένη και βρώμικη. Μες στο κατασκεύασμα διακρίνεται μια σκουριασμένη πένσα. Πιο πιθανό να σπάσει στα χέρια μου παρά να κόψει την αλυσίδα.
Το εσπερινό φως οδηγεί τα βήματα όλο και πιο μακριά από τη θάλασσα. Το φως είναι ο μηχανοδηγός ενός τρένου που ξέρουμε ότι θα μας αφήσει πίσω. Η μόνη δυνατή διαδρομή είναι στο έδαφος. Το κέλυφος που καταντάς όσο χάνεις την ψυχή σου ήταν μαζί σου πάντοτε. Αν τώρα το περιεργάζεσαι είναι επειδή είστε μόνοι επιτέλους και λες να το αγαπήσεις.
Η νέκρα της γης του χειμώνα μισοδείχνει τα μυστικά της. Το μέρος όλο είναι κατασκαμμένο κι ας μην βλέπει κανείς τις παλιές στοές και τα φρέατα για τον εξαερισμό· κι ας μην γνωρίζει πως οι λόφοι ολόγυρα είναι γεμάτοι τρύπες από εκείνη τη μακρινή εποχή που ήταν αδιανόητα τα προηγμένα συστήματα συνεχούς ανακύκλησης και αντισηψίας αέρος. Ο προσανατολισμός γίνεται με ένα ένστικτο που φθίνει. Ο περιπατητής κινείται αποφασιστικά προς ένα μικρό ορθογώνιο κτίσμα δίχως παράθυρα που πρέπει να έχει να κάνει με την παροχή ηλεκτροδότησης ή τις τηλεπικοινωνίες.
Αλλά δεν το φτάνει. Μπλέκει ανάμεσα σε κάμποσες σειρές από γούρνες με ξύλινα κωνικά σκέπαστρα που μοιάζουν με φέρετρα. Είναι παρατημένες μπανιέρες εμπλουτισμού μεταλλευμάτων, ή μήπως – τι απίθανη ιδέα! – αυτοσχέδιες δεξαμενές αποστέρησης των αισθήσεων από αυτές που χρησιμοποιούνταν κάποτε για προχωρημένα πειράματα ψυχολογίας. Στον σκοτεινό ουρανό ένα σύννεφο παζλικό μοιάζει χαμένο. Πόσο εύκολα περνάς το σύνορο και πας στο όνειρο. Ισως περπατώ μέσα σε ένα όνειρο. Ήθελα, βλέπετε, τόσο πολύ να πάω σινεμά.