Ο κυνηγός
Κλαδιά χιαστά περιπλεγμένα στα βλέφαρα, δεν σε αφήνουνε να κλείσεις μάτι. Παμπάλαιες συστάδες, κατάφορτες ξεχασμένα φύλλα. Με φωληές αλλόκοτων πουλιών. Καψερέ μου. Πίνουν από το αίμα σου, ραμφίζουν την ζωή σου. Λαλούνε κι όλο κελαηδούν μ΄ανθρώπινη φωνίτσα:
«Ράγισε το κορμάκι σου σαν γέρικο καράβι
Κι η μαύρη θάλασσα χυμά βενζίνη που το ανάβει».
Βλέπεις τον κυνηγό και τα σκυλιά του. Τον κάποτε διαφεντευτή βουνών και ποταμιών που υπήρξες βλέπεις. Έρχεται να σε πάρει. Βλέπεις με την αφή. Όχι με τα μάτια. Δίνεις διστακτικά το χέρι σου