Εννέα ποιήματα

Από την «Οδύσσεια» του Flaxman
Από την «Οδύσσεια» του Flaxman


Ο κυνηγός

Κλαδιά χιαστά περιπλεγμένα στα βλέφαρα, δεν σε αφήνουνε να κλείσεις μάτι. Παμπάλαιες συστάδες, κατάφορτες ξεχασμένα φύλλα. Με φωληές αλλόκοτων πουλιών. Καψερέ μου. Πίνουν από το αίμα σου, ραμφίζουν την ζωή σου. Λαλούνε κι όλο κελαηδούν μ΄ανθρώπινη φωνίτσα:

«Ράγισε το κορμάκι σου σαν γέρικο καράβι
Κι η μαύρη θάλασσα χυμά βενζίνη που το ανάβει».

Βλέπεις τον κυνηγό και τα σκυλιά του. Τον κάποτε διαφεντευτή βουνών και ποταμιών που υπήρξες βλέπεις. Έρχεται να σε πάρει. Βλέπεις με την αφή. Όχι με τα μάτια. Δίνεις διστακτικά το χέρι σου



Ο κυνηγός, ΙΙ

Μ᾽ εμποδίζει το εκτυφλωτικό φεγγαρόφωτο, αλλά την ιστορία θα την πω.
«Φεγγάρι σαν ημέρα», ξεκινούσε να διηγείται, όταν μιλούσε για το φύλαμα , για τον λαγό ή τα τρυγόνια, τις μπεκάτσες. Όταν έλεγε πώς τα χτυπούσε. Στο φτερό.
Απέναντι στο κρεβάτι του γερο-Λαέρτη, τώρα κρεμασμένο το δίκαννο και η φυσιγγιοθήκη και το σακκίδιο. Άδειο. Μυρίζει λαγοτόμαρο και δέρμα αλεπούς. Μυρίζει νύχτες σεληνόβρεχτες, σ΄αμπέλια, καταρράχια κι ελαιώνες. Βγαίνουν αγρίμια για νερό, βγαίνουν ζούδια για χόρτο.
Με τον ορό που στάζει αργά, μουδιάζει η μνήμη, το αίμα σιγαλά μαραίνεται.


To θήραμα

«…Όλη την νύχτα γλίστρωνα τ΄αγκίστρια, τα ΄ριξα πέρα πάντα την κακοτοπιά, έφτασα στου αητού την φωλιά. Αχάραγο. Παραμονές Χριστούγεννα, ως το κόκκαλο βρεμένος. Είπα να μπω στη σπηλιά να φυλαχτώ. Δεν πρόλαβα, άκουσα φτερά να δέρνουν τον αέρα, μετύλιξε μια σκοτεινιά κι ένοιωσα τα νύχια του στην κεφαλή μου. Ξημέρωνε – είπα «Χριστέ μου». Έπεσα. Με βρήκανε την άλλη νύχτα, με φακούς και λαδοφάναρα…».

Όχι λόγια. Πέτρες κυλούσαν στο ποτάμι.


†14η Αυγούστου 2019


Η θάλασσα σγουραίνει. Το δέρμα της μοσχοβολά αυγό χελιδονόψαρου και αυγινό χορτάρι.
Είναι η ώρα που ανθίζει το ανεκπλήρωτο – κάτι γνωρίζουν τα κλαδιά και τρέμουν τα φύλλα τους.
Η νύχτα κρατά στην ασημένια της παλάμη ολόκληρο το σπίτι. Σκεύη, ξυλοδεσιές, τραπέζια κι έπιπλα.
Ρούχα στις ντουλάπες και ποδήματα- όλα γαληνεύουνε στο φεγγαρόφωτο.
Η νύχτα ξέρει για τον Άγγελο που έρχεται με λευκόχρυσα φτερά να χαράξει το χαρμόσυνο άγγελμα.
Χαϊδεύει τρυφερά το σπίτι, όσο εκείνο ξαναβρίσκει τον σφυγμό του. Κέρινο κέλυφος του τζιτζικιού,
το σπίτι ακούει ανάσες των νεκρών. Πάλλεται.

Η νύχτα, η Κόρη η Ταπεινή, η Θεοτόκος.


Τότε τὸ παιδίον τὸν πατέρα ἀρνησάμενον

Πεύκα, πλατάνια, δάφνες, κυπαρίσσια.
Άνθη κρεμοκλαδή. Βελανιδιές, πρίνοι, πλατάνια.
Ως της θαλάσσης την ποδιά αμπέλια, ελiές κορίτσια
και σχοίνα του Θεού κι ο αέρας από τα ρουμάνια.

Σκουριά της νύχτας στην ψυχή μου αστερούσια.
Απόμονος, εκ γενετής, γυρνώ σ΄αυτόν τον τόπο
γυρεύω τον πατέρα μου στα χώματα τα πλούσια
κι ας είναι πάντα δίπλα μου, ξένος σε ξένο κόπο.

Πέφτουν σταγόνες μιας βροχής, ώριμες ρώγες σταφυλιού
και η ψυχή μου στο λαιμό, σίδερο πυρωμένο.
Έκανα την ζωή μου πέταγμα άγριου πουλιού
για μιά σταγόνα αγάπη. Και προσμένω.


Φάσγανο

Να λέω « πατέρα» και να με περνά μαχαίρι.
Έτσι μεγάλωσα δραπέτης από το καρτέρι
του καθημερινού θανάτου. Νυχθημερόν κηδεία
ενός πουλιού ανύποπτου στου δόλου την αηδία.

Ντύθηκα δολερός μετά, δέρμα της αλεπούς
κι άντεξα να΄ μαι ΄γώ πατέρας σου, παππούς
με λέξεις ματωμένες να σφάζουνε -- ματσέτες.
Έκανα τις σελίδες μου από μικρός παλέτες

με το ατέρμονο καλειδοσκόπιο των χρωμάτων
ανθίζοντας στο αίμα μου των οραμάτων
την κλίμακα. Κι είσουν ένας βασιλιάς

στιγμή- στιγμή όλο και πιο γυμνός, πιο μόνος.
Άθυρμα και φτερό σε φύσαγε ο χρόνος.
Πορεύτηκα λογχόπληκτος. Κι εσύ αθώος φονιάς.


Επιλύχνιο

Εσπερινός σημαίνει στην ψυχή μου
και πελαγίζουν ρείθρα των θαυμάτων
χρυσά και πορφυρά έρχονται των κυμάτων
τα χαιρετίσματα. Στην εποχή μου

χάθηκεν ο ρυθμός κι οι εικόνες
νεκρές. Γίναν κονσέρβα στις οθόνες.
Αλλά απλώνει το φτερό αμφιλύκη
με χάρη τρυγονιού και το σκουλήκι

κουράστηκε να σκάβει τους καρπούς.
Με σκύλους, με φανάρια με φακούς
περίπολα θα με προϋπαντήσουν.

«Ξενάκι, πούθεν έρχεσαι;» θα με ρωτήσουν.
Το ξέρω πως απάντηση δεν έχει.
Πατέρα στην σκιά σου ψιλοβρέχει.


Τηλέμαχος κωμάζων

+ 4.9.2019

Γιατί δεν είναι οι λέξεις πιά χλωρές
άδεια κρανία σφαγμένων ζώων χάσκουν
ή σκουριασμένα αμαξώματα διδάσκουν
την ξέρα και την ερημιά. Τις συμφορές.

Χέρσα μεγάλη στέππα της ψυχής
κουράστηκα να περπατώ άνυδρα μέρη
παρακαλώντας να΄ρθει κάποιος Μωυσής
με σίγουρο της Χάριτος το χέρι

από την πέτρα να πηγάσει το νερό
γλυκό και διαυγές και καθαρό
ως αυγινή δροσιά να πέσει μάννα

να ευφρανθούν σπλάγχνα καμμένα από καιρό
ορτύκια να πετάξουνε απ΄το δέρμα που φορώ
και ν΄ανατείλει αναβλάστημα το θαύμα.

Εννέα ποιήματα


Τηλεμάχου επιστροφή

Άνοιξε την πόρτα, όμως προσοχή
μην σε παρασύρει το βουβό ποτάμι.
Έγινε το σπίτι πλοίο στην βροχή,
Φορτωμένο της νυχτός κατράμι.

Άνοιξε την πόρτα, δες το πώς λιμνάζει
το υγρό σκοτάδι, όπως σε σπηλιά.
Άκου την σιωπή του, πώς στριγγά κραυγάζει
από το παράθυρο αν χυθεί αντηλιά.

Κράτα την ανάσα, ρίξε μακροβούτι
κοίταξε πώς πλέουν σκεύη και κρεβάτια--
ζώα αλλοτινά με πυρφόρα μάτια.

Ξενιτεμένη Μάνα ο αργαλειός σου
γέμισε με φύκια άγριας λησμονιάς.
Οι μνηστήρες το έργο θα τελειώσουν.

Οδυσσέα, πατέρα και φονιά.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: