Όταν έφυγα από εκείνη τη θάλασσα, ένα δίχτυ κρεμάστηκε από το μπράτσο μου, ένα δεύτερο απ’ τον λαιμό μου, ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Το νήμα του με τύλιξε με δύναμη απ’ τη μέση, η πετονιά του γαντζώθηκε απ’ τ’ άλικά μου βράγχια, καθώς το στόμα μου ανοιγόκλεινε εκστατικό γυρεύοντας αέρα. Η ουρά μου τραυμάτιζε με λύσσα τους βυθούς, τόσο, που σφίγγονταν τα λέπια μου, σκαλωμένα, καθώς ήταν, στον ολισθηρό ιστό του, σαν κύματα που δεν είχαν ξεμυτίσει ποτέ από τη θάλασσα.
Είναι που πάντα μ’ άρεζε να ψαλιδίζω στον αφρό. Η μάνα μου, γριά ψαρίνα αιγαιώτισσα, μ’ απόπαιρνε. «Μην ξωμακραίνεις, σου λέω. Οι άνθρωποι είναι ψάρια αρπακτικά. Τα δόντια τους πιάνουν και συγκρατούν τις γοργόνες του βυθού, τις κόβουν σε μικρές λωρίδες και μετά τις καταπίνουν».
Το τελευταίο κύμα, όταν με άφηνε, έκλαιε με γογγυτά.Μ’ ένα αδέξιο κουντεπιέ, με τα χέρια στην ανάταση, φιγούρα θαυμαστική κι απορημένη, τόσο όσο το μέγεθος του ανοίγματος του ματιού, έτσι, παραβολική και αφηρημένη γεννήθηκα στον κόσμο των ανθρώπων, καθώς με το χέρι το δεξί έπρεπε να καλύψω το πρόσωπό μου από τον ήλιο, εκείνον τον καυτό, μεσογειακό, τον κάθετο κι απόλυτο ηλιάτορα, που στεκόταν καρφί απέναντι στα μάτια μου.
Έμεινε και με κοίταζε αποσβολωμένος. Δεν ήθελα να του πω τίποτε, γιατί κατάλαβα πως εδιέτρεχέ μου άπληστα το ρυγχωτό πηγούνι μου και τα πεσμένα στήθη. Αναγκάστηκα να του ζητήσω συγνώμη. «Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Δεν ήθελα να σε τρομάξω.» Στον τόπο μου, την ώρα που γεννιόμουνα, την ώρα που μαζεύονται τα ψάρια, την ώρα εκείνη των ψαριών, σχηματίστηκε πάνω από τα μάτια μου ένα έντονο χρυσαφί σημάδι, σαν φρύδι, και με είπαν χρυσοφρύδα. «Αλήθεια, ήμουνα όμορφη στον τόπο μου.» Με λοξοκοίταξε. Όχι, δεν πήρε ακόμα την απόφασή του. Ζύγιζε στη θωριά του τη μορφή μου, καθώς στα καταγάλανα μάτια του καθρεφτίζονταν πίσω η θάλασσα και μπροστά της εγώ, μόνο εγώ. Εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα πια ποτέ, αν με άφηνε, να γυρίσω πίσω.
Οι πλάτες του ήταν μεγάλες και τα μαλλιά του άγρια και ψαρά. Η ανάσα του ανάδινε μια αύρα τυραγνισμένης θάλασσας. Οι μεγάλες αυλακιές κι εκείνο το σημάδι στο μέτωπό του απ’ τα μικράτα του, τότε που πάλαιψε μ’ εκείνο το κτήνος της θαλάσσης, άφηναν να μαντέυω κάτι από το δικό μου πρόσωπο. Θυμήθηκα τότε που είχα χρώμα αστριδενό στη ράχη κι ασημογάλαζο. Ο χρόνος· αφόρητος, παράφορος ετούτος ο πανάρχαιος γλύπτης των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Με πήρε στη δούλεψή του. Τον χειμώνα, ανοιγόμασταν σε μεσαία βάθη. Τα δίχτυα καλέρνονταν γύρω στο μεσημέρι, ανέβαιναν ξανά την επομένη το χάραμα, στις πέντε η ώρα που χαράζει. Ξεψαρίζαμε επί τόπου και μέχρι το μεσημέρι καλέρνονταν και πάλι. Βγάζαμε κεφαλόπουλα, σάλπες, λαβράκια και μπαρμπούνια.
Η γυναίκα του πουλούσε την ψαριά στην αγορά.
Τ’ απόβραδο, προτού γυρίσει στο νησί, την ώρα που λιγοστεύει το φως, τον άφηνα να πελεκάει την ουρά μου. Ήθελε να με κρεμάσει στην πλώρη ακρόπρωρο, να δαιμονίζω τους εχθρούς, να τρομάζουνται οι άνεμοι. Επελεκούσε μου τα λέπια με ξυλόκαρφα, έπειτα λείαινε τις χαρακιές μου μ’ ανάλαφρα σκαλίσματα και σχέδια. Ένα σκερπάνι για να καρφώνει, με τρύπα στην άλλη την πλευρά να βγάζει τα καρφιά, ένα κλειδί να σφίγγει τις τζαβέτες, σφίχτες, για να γυρίζουνε τα ξύλα, κι ένα σκαρπέλο, για να πελεκά.
Τον παρατηρούσα προσεκτικά, καθώς εξέμπλεκε τα δίχτυα με τα ροζιασμένα χέρια του. Αν εξέμπλεκε έτσι τα μαλλιά μου; «Αν του ζητούσα», σκέφτηκα, «να μου ξεμπλέξει έτσι τα μαλλιά μου», τι θα γινόταν αν συναντούσε τη ράχη του η αφή μου, ποιος κόμπος θα ξεμπλέκουνταν, πώς θ’ ακουγόταν άραγε, πώς αγκαλιάζουν, πώς τρέμουν, πώς φλογίζουνται, πώς αγγίζουνται, αλήθεια, σαν ευρίσκονται, οι ανθρώποι με τα ψάρια;
Έγερνα πλαγιασμένη στο πλευρό του, ανεβοκατεβαίνοντας στα κύματα, ζωσμένη τους αφρούς, αμπώχνοντας τον άγριο ωκεανό. Θαρρούσες πως την τράτα μας δεν την εκυβερνούσε άνθρωπος, παρά πως αυτή η ίδια κυβερνούσε τον εαυτό της. Ο ήλιος έκαιγε πολύ κι εστέγνωνέ μου την ψυχή. Κι ο νους σου πήγαινε στον καπετάνιο. Άφηνα την φαντασία μου να τον πλάθει σαν έναν πελαγίσιο αρχάγγελο, να γραπώνεται με τις φτερούγες του από τον άνεμο, λαξεμένο μέσα σε φουρτούνες και σύγνεφα κι αστραποβρόντια, χωμένο, βαθιά, μέσα στην ψυχή του καραβιού.
Την τρίτη μέρα των βυθών, μια μέρα σαν τις άλλες, ένα σκαρί σίμωσε σαν μαγνήτης το δικό μας. Κοίταζαν το ψάρι εκείνο με το πρόσωπο. «Πού την εψάρεψες αυτή την κουτσομούρα;» «Ψάρι-κεχρίτη του πυθμένα, ποιος θα τολμήσει να σε φάει!» «Ζαργάνα της κακιάς στιγμής, ζει ο βασιλιάς σαν πρώτα;» Το νερό μπήκε ξάφνου στα σωθικά μου από τα βράγχια. Το οξυγόνο μού λιγόστεψε. Μ’ έναν πήδο, εκείνος άρπαξε το σκερπάνι κραδαίνοντας το σκαρπέλο του με βια και τους αγγελόσκιαζε: «Αφήστε την ήσυχη», τους φώναξε.
Καθώς εβάθαινε εκείνο το σκαρί στον μολυβένιο ορίζοντα, άκουγες τα χάχανα να ξωμακραίνουν: «Μείνε, γερο-παράξενε, με την κουτσομούρα σου». «Συφοριασμένη και αταίραστη είναι».
Από εκείνη τη στιγμή, δεν μου ξαναπελέκησε την ουρά.
Μια μέρα, την επόμενη μέρα της φθοράς, ένα ναυτόπουλο ζύγωσε το καράβι μουλωχτά, όταν εκείνος βούτηξε στα ρηχά ¾ το βράδυ είχε ονειρευτεί ένα ασημένιο ασπρόψαρο. Το αγόρι μού πέταξε ένα νόμισμα ανάμεσα στα δόντια. «Τραγούδα», μου είπε. Όταν κατάλαβε πως πίσω από τα πρόσωπά μας δεν υπάρχει κανείς μυστικός εαυτός που να κεντάει μελωδίες στο στερέωμα, βαρέθηκε και με άφηκε στην ησυχία μου.
Εκείνος, κάθε που βράδιαζε, γυρνούσε πίσω στη γυναίκα του. Με κρεμούσε ακροφίγουρο στην πλώρη και με άφηνε εκεί, σταυρωμένη, να πελεκώ τα κύματα, τους γκρεμούς του πελάου. «Γιατί δεν τηνε ρίχνεις εις τη θάλασσα; Δεν βλέπεις πως μιλάει ο κόσμος; Tα ψάρια μας, μπαγιατέψανε. Δεν τα ζητάει πια κανείς.» «Σκυλόψαρο, δαιμονικό, να ξεμυαλίζει τους αντρούς μας». Η γκρίνια της τον εσκότωνε μέρα με την ημέρα. Αυτός σκεφτόταν μόνο το παιδί. Το έβλεπε να γυρνάει κάθε μέρα απ’ το σχολειό σαν κύμα που είχε κλάψει. Τα μαγκόπαιδα, καταπώς του σφύριξε λοξά η Μαριγώ η γειτόνισσα, μια μέρα θλιβερή, μια μέρα σαν τις άλλες, το έκραζαν «τ’ ασχημόψαρο».
Την τελευταία μέρα των θαλασσοπουλιών, μέρα αρχέγονη και κρύα, εκείνος μου μίλησε. Για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα, για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα του χρόνου, μια μόνη φορά σ’ εκείνη την ατελεύτητη στιγμή των αιώνων, εκείνος εγύρισε και μου μίλησε:
«Αν μπορούσες να μιλήσεις. Μια μέρα σαν σήμερα, μια ώρα σαν τις άλλες. Αν δεν ήσουν μουγγή. Αν η καρδιά μας ήταν αρκετά μεγάλη για να χωρέσει μέσα μας τον ποταμό που μας σαρώνει, τη φωτιά που μας καταστρέφει. Μια μέρα που ’ριξες ριξιά το δίχτυ σου στα κύματα, μια μέρα που γίνηκες παρανάλωμα της φωτιάς ¾ κι ήσουν εσύ η φωτιά. Μια μέρα μουγγή. Τη μέρα που μουγκάθηκες, σαν σήμερα, σαν πάντα. Αν η καρδιά μας έβλεπε πως κάθε μέρα, κάθε ώρα, την ίδια ώρα των ρολογιών, την ίδια ώρα των πλασμάτων, την ώρα που συναντιούνται τα βλέμματα, η καρδιά μας είναι ταυτόχρονα θηρευτής και θήραμα.»
Γύρισε σπίτι του μαραμένος. Η αμάχη του με τα κύματα τον είχε πράγματι κουράσει και το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο και κυρτό από τον κάματο της ημέρας.
Όταν κοιμήθηκαν οι αθερίνες, όταν πια σώπασε ο ασημόγλαρος και τα πελάγια σώματα πλαγιάσαν, όταν η θλιβερή παραλιακή γραμμή των περασμένων μου κεριών είχε πια σβήσει, κοίταξα τις μέρες εκείνες του μέλλοντός μου που στέκονταν μπροστά μας.
«Εμπρός λοιπόν, αναμμένα μου κεριά!»
Τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.
Στάθηκα για λίγο στην πρύμνη της ψαρόβαρκας. Άφησα τον αέρα να μου ψιθυρίζει λόγια της καταιγίδας και ρόχθους των κυμάτων. Το πρωί, πράγματι, θα έβρεχε γοερά. Προτού ξημερώσει η μέρα, πριν η λιογέννητη αυγή ξυπνήσει, θα βούταγα πίσω στο νερό. Πίσω στους ήσυχους κόλπους και τα μοναχικά τ’ απάγκια. Κι όσο θα προχωρά το καλοκαίρι, θα επιστρέφω στους άγριους κάβους των βυθών, μακριά από τ’ αγνά τ’ αφρόψαρα, μακριά απ’ τα θαλασσοπόρα ωκεανοδρόμια, μακριά απ’ τους κοπαδιαστούς συντρόφους μου, εκεί που ανήκω, εκεί που υπήρξα, εκεί που μ’ εγέννησε η μάνα μου, στη μήτρα των σκοτεινών βυθών.
Την επόμενη μέρα, μια μέρα σαν εκείνη, ο ουρανός έβρεχε βροχή ασημένια γαλαζοπράσινη. Τα μαγκόπαιδα έριχναν πάλι πέτρες και ξύλα στον γιαλό. Οι πεταλίδες δάγκωναν γερά στριφώνοντας τ’ όστρακό τους στα βράχια. Ο γερο-ψαράς έριξε ξανά τα δίχτυα του στα βάθη. Οι γολέτες άνοιγαν ακόμα τα πανιά, σαν άλλοτε, σαν πρώτα. Ξένος για πάντα κι άσμιχτος ο κόσμος των ψαριών και των ανθρώπων.