Μέσα στη δίνη του κορονοϊού, βασανισμένοι από τη νευρική υπερένταση του εγκλεισμού αλλά και την απάθεια μιας συνεχιζόμενης απραξίας, πέσαμε από τα σύννεφα (;) με τις πρόσφατες καταγγελίες για υποθέσεις βιασμών και σεξουαλικής παρενόχλησης. Στις έντονες σκέψεις που μου δημιούργησαν τα πρόσφατα γεγονότα δεν συμπεριλαμβάνω βέβαια τις απροσδόκητες επιθέσεις διεστραμμένων ατόμων σε κάποια σκοτεινή γωνία. Αυτές αποτελούν δυστύχημα, πράξη εχθρική και καταδικάζονται απερίφραστα από όλους. Δεν με απασχολούν εδώ ούτε οι φρικτές περιπτώσεις άσκησης βίας σε παιδιά, ανυπεράσπιστα θύματα ενός τρομακτικού κόσμου. Είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί αλλά εφόσον γίνουν γνωστές, τιμωρούνται από το νόμο. Τι γίνεται όμως με άλλες ιστορίες σαν αυτές που ακούσαμε τις τελευταίες μέρες; Είναι συχνές; Αποδεικνύονται; Γιατί συμβαίνουν; Πόσο πληγώνουν; Μιλάει κανείς γι’ αυτές; Και το σημαντικότερο: τιμωρούνται;
Μιλάω για τις σχέσεις εξουσίας και επιβολής, ένα συνηθισμένο κοινωνικό φαινόμενο. Ο ένας είναι μεγαλύτερος ηλικιακά και ισχυρότερος σωματικά, κοινωνικά, οικονομικά και η δύναμη του, που μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις αρχικά να θέλγει ή να φαίνεται πως την εμπνέει ένα όραμα που θέλει να μοιραστεί, καταλήγει να καταπιέζει το άλλο πρόσωπο.[1] Μιλάω για τον ωμό πόθο, που μπορεί να μεταμφιέζεται σε έντονο φλερτ ή ακόμη και έρωτα, ζητά όμως να ικανοποιηθεί, χωρίς κανόνες συμπεριφοράς, χωρίς την επιθυμία και τη συναίνεση του άλλου, αλλά με τη βία. Έτσι ο ένας γίνεται αφέντης, εκμεταλλευτής, αδικητής και ο άλλος σκλάβος, αδικούμενος και υποταγμένος. Κι αυτό μπορεί να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή ή μια νύχτα μόνο, αλλά οι συνέπειες σε εκείνον που υφίσταται τον βιασμό είναι διαρκείς, έντονες και μπορούν να καταστρέψουν την ψυχή, την προσωπικότητα και εντέλει τη ζωή του.
Η βία που δεν είναι σεξουαλικό παιχνίδι, είναι ένας ψυχικός και σωματικός βιασμός, που στηρίζεται στην σωματική δύναμη του βιαστή ή στην ψυχολογική του πίεση, που αναγκάζει το θύμα να υποταχτεί, γιατί ο άλλος έχει θέση εξουσίας, μπορεί να είναι συγγενής, προϊστάμενος, δάσκαλος, ή να έχει προσφερθεί να λύσει ένα πρόβλημα του άλλου που παρακαλεί. Αλλά με ποιο τίμημα; Ποια τραύματα, που δύσκολα (ίσως ποτέ) επουλώνονται, μένουν σε εκείνον που υφίσταται το βιασμό και ποια ολοένα αυξανόμενη ισχύ αισθάνεται ο ατιμώρητος βιαστής;
Είμαστε αθώοι και αφελείς, καθησυχασμένοι από την αίσθηση ότι οι βιασμοί συμβαίνουν μόνο σε χώρες σε εμπόλεμη κατάσταση, ή σε στρώματα πληθυσμού με χαμηλό μορφωτικό ή οικονομικό επίπεδο ή απλά κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί, γιατί δεν θέλουμε να το δούμε; Τελικά, μετά από ένα πολύ μεγάλο κίνημα στην Αμερική και την Ευρώπη, το πρόβλημα αποκαλύφτηκε και στη χώρα μας και παίρνει διαστάσεις.
Κι όμως, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις «απροσδόκητων» συμβάντων και «ασυνήθιστων» καταστάσεων, αρκεί να είμασταν πιο προσεκτικοί αναγνώστες των βιβλίων μας. Γιατί η λογοτεχνία μιλάει για όλα τα θέματα με θάρρος και δύναμη και το πρόβλημα της ερωτικής επιβολής με τη βία είναι διαχρονικό και παγκόσμιο. Να θυμίσω τη μυθολογία μας, όπου ο παιχνιδιάρης και άπιστος Δίας δεν ζητούσε τη συγκατάθεση των κοριτσιών που επιθυμούσε να κατακτήσει άλλοτε ως ταύρος, άλλοτε ως χρυσή βροχή, ως κύκνος ή ως άντρας; Να θυμίσω την εμβληματική Ανάσταση (1899) του Τολστόι, ανατομία των συνεπειών μιας σύντομης σχέσης εξουσίας και του ανατρεπτικού τέλους; Την Δεσποινίδα Έλζε (1924) του Α. Σνίτσλερ, το σπαρακτικό μονόλογο μιας νεαρής μπροστά σε έναν άσεμνο εκβιασμό, στην προσπάθειά της να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της; Θα αναφέρω ακόμη και την Ολεάννα (1992) του Ντέιβιντ Μάμετ, όπου ένας καθηγητής και μια φοιτήτριά του εναλλάσσονται στους ρόλους εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου σε μια διφορούμενη σχέση που φαίνεται να προοικονομεί την έλευση της πολιτικής ορθότητας.
Ωστόσο, πέρα από αυτές τις εντυπωσιακές ιστορίες υπάρχουν πολλές άλλες, που κρύβονται στις σελίδες των βιβλίων, όπως κάτω από το χαλί στην πραγματικότητα. Καθημερινές, αθόρυβες, σύντομες σκηνές βίας και πόνου, που γδέρνουν την ψυχή των θυμάτων χωρίς ξεσπάσματα φωνών, καταγγελίες ή ανατροπές. Σβήνουν μέσα στο φόβο και στην απόγνωση, αλλά δεν ξεχνιούνται. Είναι αυτές που στη λογοτεχνία ή στην πραγματικότητα δεν υπογραμμίζουν την τραγικότητα, δεν εντυπωσιάζουν. Η σχεδόν συναινετική πράξη, η απουσία σωματικής βίας, ο εκβιασμός που αιωρείται αλλά δεν εκφράζεται χυδαία. Είναι αυτές για τις οποίες εύκολα οι θεατές και οι αναγνώστες θα συμπεράνουν «Δεν έγινε τίποτα». Αλλά για το θύμα μιας τέτοιας εμπειρίας η ψυχική ανάρρωση μπορεί να μην έρθει ποτέ, καθώς φτάνει να πιστεύει ότι έχει ευθύνη γι’ αυτό που του συνέβη, ενώ για τον θύτη η ατιμωρησία εκλαμβάνεται σχεδόν σαν προτροπή για να επαναλάβει την πράξη του, ακόμη πιο επιθετικός και επίμονος. Είναι αυτοί οι βιασμοί που και τα ίδια τα θύματα δεν τους αξιολογούν απαραίτητα ως πράξεις βίας στο σώμα, την ψυχή και την προσωπικότητά τους, παρά μόνο αφού τους υποστούν και συνειδητοποιήσουν τι συνέβη.
Διάλεξα να σχολιάσω τα κείμενα δύο φαινομενικά ανόμοιων και διαφορετικής εποχής συγγραφέων, ακριβώς γιατί προβάλλουν τη σιωπή που περιβάλλει ένα βιασμό, ο οποίος ενέχει τα χαρακτηριστικά που μόλις ανέφερα. Ακόμη χειρότερα, μας δείχνουν, από την πλευρά τόσο του θύτη όσο και του θύματος, την άρνηση, την απροθυμία και εν τέλει την αδυναμία τους να καταλάβουν το αηδιαστικό βάρος αυτής της πράξης και τις πιθανές της συνέπειες, μεταβάλλοντάς την σε ένα μη σημαντικό, καθημερινό γεγονός. Αν και απομακρυσμένα από την εποχή μας φανερώνουν τη διαχρονικότητα και τη διάρκεια του ζητήματος που ήρθε και πάλι στην επιφάνεια αυτές τις μέρες.
Ο πρώτος συγγραφέας είναι ο Κεφαλονίτης ριζοσπάστης λόγιος Παναγιώτης Πανάς (1832-1896).[2] Πασίγνωστος δημοσιογράφος στην εποχή του αλλά και ελάσσων λογοτέχνης, δημοκρατικών αρχών, συνεχιστής των ιδεών του Ρήγα, αγωνίστηκε με την πένα του για μια καλύτερη κοινωνία, ώσπου αυτοκτόνησε τελικά απογοητευμένος και πάμφτωχος. Μέσα στα θέματα που τον απασχόλησαν δεν έλειψε και το γυναικείο ζήτημα, καθώς σε αρκετά κείμενά του ασχολήθηκε με την υπεράσπιση των εργασιακών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών. Δημοσίευσε μάλιστα σε δική του μετάφραση το μικρό βιβλίο του Medoro Savini Η εταίρα (1862, β΄εκδ. 1876).[3] Σε αυτό μια γυναίκα στο περιθώριο της κοινωνίας υπερασπίζεται τις ομόφυλές της σε ολόκληρη την Ευρώπη, τις οποίες η κοινωνική αδικία (η φτώχεια, η έλλειψη εργασίας, η αδιαφορία των συνανθρώπων τους) εξώθησε σε ένα επάγγελμα, που υποκριτικά καταδικάζεται από την κοινωνία, ενώ παράλληλα αναγνωρίζεται η «αναγκαιότητα» της ύπαρξής του.
Συμπτωματικά, για ένα ποίημα με ανάλογο θέμα που επίσης υπερασπίζεται τις γυναίκες που εκδίδονται για να επιβιώσουν, είναι πολύ γνωστή η νεότερη συγγραφέας που θα συμπληρώσει το παράδειγμά μου. Πρόκειται για το «Αμαρτωλό» της αριστερής πεζογράφου, θεατρικής συγγραφέα και ποιήτριας Γαλάτειας Καζαντζάκη (1881-1962), η οποία πρόβαλλε στα έργα της προοδευτικές απόψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων.[4] Στους τελευταίους του στίχους ακούμε και πάλι την απόγνωση της γυναίκας-πόρνης μέσα σε μια διεφθαρμένη, φαρισαϊκή κοινωνία: