Μια οντολογική διαδρομή

Αντώνης Μπαλασόπουλος, «Πολλαπλότητες του μηδενός» Σαιξπηρικόν 2020

Πυρρώνειεες υποτυπώσεις, από τον Ζωγράφο του Πετράρχη (Μόναχο, Παλαιά Πινακοθήκη)
Πυρρώνειεες υποτυπώσεις, από τον Ζωγράφο του Πετράρχη (Μόναχο, Παλαιά Πινακοθήκη)

«Πολ­λα­πλό­τη­τες του μη­δε­νός», πρώ­το ποι­η­τι­κό βι­βλίο του Αντώ­νη Μπα­λα­σό­που­λου και τί­τλος οπωσ­δή­πο­τε ανοι­χτών ερ­μη­νειών, ανά­λο­γα με την εν­νοιο­λο­γι­κή θε­ώ­ρη­ση ή χρή­ση τού αντι­κει­μέ­νου του. Τι εί­ναι το μη­δέν; Η κο­σμι­κή πρω­ταρ­χι­κή δύ­να­μη του από­λυ­του κε­νού από την οποία γεν­νή­θη­καν τα πά­ντα; Το Παρ­με­νί­δειο ουκ εστίν του μη-Όντος; Η κε­νή θέ­ση στα μα­θη­μα­τι­κά και στη φυ­σι­κή; Η, κα­τά τον Νί­τσε ή τον Σαρτρ άρ­νη­ση του νο­ή­μα­τος του Εί­ναι; Όλα αυ­τά μα­ζί ή απλώς το Τί­πο­τε, μια και ο,τι­δή­πο­τε πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται με το μη­δέν μάς δί­νει μη­δέν;

Κι ενώ συ­νή­θως ο τί­τλος εί­ναι το κλει­δί που ανοί­γει το πε­ριε­χό­με­νο, εδώ, ίσως, το πε­ριε­χό­με­νο να εί­ναι αυ­τό που ξε­κλει­δώ­νει τον τί­τλο.

Δια­βά­ζο­ντας αυ­τό το πε­ριε­χό­με­νο, κρί­νω ότι υπάρ­χουν δύο καί­ρια ποι­ή­μα­τα, ανα­φο­ράς θα τα έλε­γα, στα οποία και θα επι­κε­ντρω­θώ: Το εναρ­κτή­ριο «Το χτύ­πη­μα στην πόρ­τα» και το, προς το τέ­λος το­πο­θε­τη­μέ­νο, «Πολ­λα­πλό­τη­τες του μη­δε­νός», που δί­νει και τον τί­τλο του στη συλ­λο­γή.

Ας τα δού­με:

Το «Χτύ­πη­μα στην πόρ­τα» ξε­κι­νά με τις λέ­ξεις «Εγώ εί­μαι» και ανα­πτύσ­σε­ται ως μια διαρ­κής κί­νη­ση του Εγώ, κί­νη­ση κα­τά την οποία το Εγώ, εν εί­δει Απο­κά­λυ­ψης, πα­ρα­θέ­τει ιδιό­τη­τες του εαυ­τού του, αγ­γί­ζο­ντας μια τις κο­ρυ­φές, μια το βύ­θος του, με­γε­θύ­νο­ντας δια της πολ­λό­τη­τας την ενι­κό­τη­τά του, ή, κα­τά μία άλ­λη έν­νοια, κα­τα­κερ­μα­τί­ζο­ντας και δια­σπεί­ρο­ντάς την, μέ­χρι να την φτά­σει στο μη­δέν από το οποίο γεν­νή­θη­κε: Εγώ εί­μαι η ακα­τά­λυ­τη εκ­δί­κη­ση … Εγώ εί­μαι ο αναί­μα­κτος γά­μος… εγώ εί­μαι το θα­μπό νε­ρό… εγώ εί­μαι το δο­χείο που σπά­ζει… εγώ το τί­πο­τα, εγώ το δεν στο μη­δέν, και το μη… εγώ εί­μαι… εγώ εἶμαι… εγώ εί­μαι…

Έχου­με λοι­πόν ένα ποί­η­μα στο οποίο το «Εγώ» συ­στή­νει το πε­ριε­χό­με­νο της ύπαρ­ξής του, όχι μό­νον ως φο­ρέ­ας της αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και ως αντι­κεί­με­νό της. Όμως, σε ποιον το συ­στή­νει και για­τί; Η πα­ρου­σία του άλ­λου, του Εσύ, εμ­φα­νί­ζε­ται μό­νον στον τε­λευ­ταίο, αι­τη­τι­κό ή ικε­τι­κό, θα μπο­ρού­σα­με να το θε­ω­ρή­σου­με, στί­χο με τις λέ­ξεις «Άνοι­ξέ μου». Που πά­ει να πει: δέ­ξου με, επει­δή χω­ρίς εσέ­να, τον Άλ­λο, Εγώ δεν μπο­ρεί να ανα­γνω­ρι­στώ ως ξε­χω­ρι­στή, ως δια­φο­ρε­τι­κή μο­να­δι­κό­τη­τα, εγώ δεν μπο­ρώ να Εί­μαι Εγώ χω­ρίς να υπάρ­χεις Εσύ, δί­χως εσύ να Εί­σαι Εσύ.

Το δεύ­τε­ρο ποί­η­μα, οι «Πολ­λα­πλό­τη­τες του μη­δε­νός», αρ­χί­ζει με το οδυσ­σεϊ­κό «Ού­τις εμοί γ’ όνο­μα», Κα­νέ­νας εί­ναι τ’ όνο­μά μου, και εξε­λίσ­σε­ται ως μια πο­λύ­γλωσ­ση δια­κει­με­νι­κή με­τα­φο­ρά της ταυ­τό­τη­τας του ἀτό­μου και της απώ­λειάς της, ταυ­τό­τη­τας όπως αυ­τή συ­γκρο­τεί­ται μέ­σω της γλώσ­σας, αλ­λά και χά­νε­ται μέ­σα στις αδυ­να­τό­τη­τές της.

«Εγώ εί­μαι», «Εί­ναι», «δεν ήταν», «Ένας», «Κα­νέ­νας», «Τί­πο­τε», «Όνο­μα», εί­ναι θραυ­σμα­τι­κές λέ­ξεις ή λέ­ξεις μέ­σα σε φρά­σεις του Ομή­ρου, του Τζό­υς, του Σαίξ­πηρ, του Άσμα­τος Ασμά­των, εκ­φε­ρό­με­νες στην πρω­τό­τυ­πη γλώσ­σα τους. Και εί­ναι έν­νοιες οι οποί­ες γεν­νούν μια δια­λε­κτι­κή σχέ­ση ανά­με­σα στην κα­τά­φα­ση του «Εί­μαι» και την άρ­νη­ση του ο «Κα­νέ­νας», δη­μιουρ­γώ­ντας ταυ­τό­χρο­να και την εσω­τε­ρι­κή δια­λε­κτι­κή του ποι­ή­μα­τος.

Ως εκ­φρα­στή τού­της της δια­λε­κτι­κής σχέ­σης ο Μπα­λα­σό­που­λος προ­τεί­νει τον Paul Celan, Ρου­μα­νο-Ρω­σο-Εβραίο ποι­η­τή που, μέ­σα από το πο­λυ­ε­θνι­κό και πο­λύ­γλωσ­σο πε­ρι­βάλ­λον όπου γεν­νή­θη­κε, διά­λε­ξε ως ταυ­τό­τη­τα, μέ­σω της γλώσ­σας, τη γερ­μα­νι­κή. Που μην έχο­ντας πα­τρί­δα ου­σια­στι­κά, έκα­νε πα­τρί­δα του τού­τη τη γλώσ­σα, τη γλώσ­σα εκεί­νων οι οποί­οι αφά­νι­σαν την οι­κο­γέ­νεια και τη φυ­λή του, και στη γλώσ­σα εκεί­νων έγρα­ψε γι’ αυ­τόν τον αφα­νι­σμό, φτά­νο­ντάς την, ωστό­σο ‒και απα­ντώ­ντας έτσι, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, στους πε­ρί βαρ­βα­ρό­τη­τας αφο­ρι­σμούς του Αντόρ­νο‒, μέ­χρι το ακρό­τα­το όριο των πραγ­μά­των που μπο­ρεί να ει­πω­θούν με­τά το Άου­σβιτς.

Πά­νω σ’ αυ­τό το όριο δο­μεί ο Μπα­λα­σό­που­λος το ποί­η­μα, με τους δι­κούς του εν­διά­με­σους στί­χους να λει­τουρ­γούν ως αρ­μοί των ση­μαι­νό­ντων μιας νέ­ας γλώσ­σας, θα έλε­γα βα­βε­λι­κής, που ως κα­μία γλώσ­σα, εί­ναι εν­δε­χο­μέ­νως και η μό­νη που μπο­ρεί να πει το ανεί­πω­το.

Ενώ, ως άδη­λο ποί­η­μα εντός του ποι­ή­μα­τος, και χά­ρη στη διαρ­κή πα­ρου­σία του συμ­βό­λου του Ρό­δου, δια­κρί­νου­με τους πε­ρί­φη­μους στί­χους του Τσέ­λαν: Ένα Τί­πο­τα / ήμα­στε, εί­μα­στε, για πά­ντα / θα μεί­νου­με που αν­θί­ζει: / του Τί­πο­τα, του Κα­νε­νός το ρό­δο.

Για να φτά­σου­με, ωστό­σο, από τό βι­βλι­κό «Εγώ Εί­μαι» στο ομη­ρι­κό «Εί­μαι ο Κα­νέ­νας», από την προ­βο­λή της ταυ­τό­τη­τας στην απώ­λειά της, έχου­με να δια­σχί­σου­με σχε­δόν ολό­κλη­ρο το βι­βλίο. Και μά­λι­στα όχι ευ­θύ­γραμ­μα, αλ­λά μέ­σα από εσω­τε­ρι­κούς πα­ρά­δρο­μους, μια και το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, όχι μό­νον ως πά­σχον μα και ως συ­μπά­σχον, αυ­το­σκο­πεί­ται και επι­σκο­πεί, ανα­στο­χά­ζε­ται και απο­ρεί, γί­νε­ται ο κα­θρέ­φτης των πα­θών τού εαυ­τού και του κό­σμου, το αντη­χείο του και η φω­νή:

Μ’ ένα κου­τά­λι ξύ­λι­νο έσκα­ψα τα σω­θι­κά μου,
γλυ­κό καρ­πό, πι­κρό μαύ­ρο κου­κού­τσι
ώσπου κοί­λω­μα να κα­θρε­φτι­στεί στο κοί­λω­μα
έκα­να χώ­ρο.

Έκα­να χώ­ρο για το κρο­τά­λι­σμα του πο­λυ­βό­λου,
το λυγ­μό του νε­ο­γέν­νη­του,
το θρόι­σμα στα φύλ­λα, το βά­δι­σμα των γε­νε­ών
στη με­γά­λη έρη­μο […]

(Αντη­χείο, σελ. 11)

Αυ­τός ο χώ­ρος που δη­μιουρ­γεί σκά­βο­ντας εντός του ο ποι­η­τής, για να χω­ρέ­σει τη δι­κή του και την αν­θρώ­πι­νη πε­ρι­πέ­τεια, έτσι όπως τού­τη δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στο πλαί­σιο της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νι­κής συν­θή­κης, διευ­ρύ­νε­ται όσο εκεί­νος δια­σταυ­ρώ­νε­ται με πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα, όσο ανα­ση­μα­σιο­δο­τεί κα­τα­στά­σεις και νο­ή­μα­τα ή δια­λέ­γε­ται μα­ζί τους (η Μή­δεια, για πα­ρά­δειγ­μα, στο παι­δο­κτό­νο ποί­η­μα «Βουλ­γά­ρα», που δια­βά­ζει την εφη­με­ρί­δα του Κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος ή ο Βε­λου­χιώ­της, έκ­πτω­τος στρα­τη­λά­της στον ου­ρα­νό), αλ­λά και στε­νεύ­ει, όσο δια­πι­στώ­νει πως τα κοι­νω­νι­κά-ιδε­ο­λο­γι­κά προ­τάγ­μα­τά του ασφυ­κτιούν και ακυ­ρώ­νο­νται από έναν «τραυ­λί­ζο­ντα λό­γο».

Τον οποίο προ­σπα­θεί να απο­κα­τα­στή­σει, προ­σφεύ­γο­ντας σε αγα­πη­μέ­νους του ποι­η­τές:

Αρ­κε­τά με την αλ­μυ­ρή ανυ­παρ­ξία! […]
Αρ­κε­τά στραγ­γα­λι­σμοί μου, βρόγ­χοι μου, δή­μιοί μου […]
Αρ­κε­τά, λέω, με τ’ ανοι­χτά πε­λά­γη!
Χρεια­ζό­μα­στε μιαν έξο­δο

(«Λι­μνο­θά­λασ­σα», σελ. 21)

σαν να κραυ­γά­ζει από το δι­κό του Με­σο­λόγ­γι ο Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός, ενώ ο Σα­χτού­ρης «Πού­λη­σα τα σπί­τια, έκα­ψα τα βι­βλία μου», του απα­ντά, και ο Μα­ντελ­στάμ σκά­βει με το αλέ­τρι της ποί­η­σης τη μαύ­ρη γη, ξε­σκε­πά­ζο­ντας «τη χώ­ρα του που τον δί­κα­ζε χω­ρίς να τον δια­βά­ζει».

Επι­λο­γι­κά: Από τα ει­κο­σιο­κτώ ποι­ή­μα­τα του βι­βλί­ου στά­θη­κα σε δύο, τα οποία προ­σω­πι­κά θε­ω­ρώ ως ση­μα­ντι­κά για την προ­σέγ­γι­σή του, και μνη­μό­νευ­σα ελά­χι­στα άλ­λα. Θα άξι­ζε να μνη­μο­νευ­θούν πε­ρισ­σό­τε­ρα, επει­δή το κα­θέ­να από αυ­τά απο­τε­λεί και μία ψη­φί­δα που δί­νει σχή­μα στην ει­κό­να ενός κό­σμου που οδεύ­ει προς την ολο­κλη­ρω­τι­κή ηθι­κή και υλι­κή απο­σύν­θε­σή του. Και όσο αυ­τός ο κό­σμος θα απο­συ­ντί­θε­ται, τό­σο το «Εγώ Εί­μαι» της αρ­χής, χά­νο­ντας τὸ πλαί­σιο της ανα­φο­ράς του θα απο­δυ­να­μώ­νε­ται, μέ­χρι να φτά­σει στο «Εί­μαι ο Κα­νέ­νας» του τέ­λους· ενός τέ­λους - αφε­τη­ρί­ας μιας νέ­ας οντο­λο­γι­κής δια­δρο­μής, που θα ξε­κι­νά πλέ­ον από το «Ού­τις» για να κα­τα­κτή­σει το «Τις», που θα ξε­κι­νά από τη μη-ταυ­τό­τη­τα για να φτά­σει στη δη­μιουρ­γία της.

Αυ­τήν, εξάλ­λου, τη νέα, και αι­σιό­δο­ξη, δια­δρο­μή πι­στεύω ότι προ­οιω­νί­ζο­νται οι στί­χοι της «Προ­σευ­χής», του ποι­ή­μα­τος που ολο­κλη­ρώ­νει προ­σώ­ρας τις «Πολ­λα­πλό­τη­τες του μη­δε­νός»:

Φλέ­γε­ται ο κή­πος μου ατέ­λειω­τα.
Μέ­σα σε πρά­σι­να κα­λώ­δια κυ­κλο­φο­ρούν
μελ­λο­ντι­κοί σπιν­θή­ρες […]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: