Ένα πεζογράφημα στα ιερά της ποίησης

Ηλίας Ευθυμιόπουλος, «Η Καταγωγή του φωτός. Αρχαίοι Τόποι στο Αιγαίο», Αλεξάνδρεια 2018

Ένα βιβλίο που διατρέχει τους αρχαίους πολιτισμούς στο Αιγαίο, και τους πολιτισμούς της γλώσσας μας. Ο τίτλος παραπέμπει σε μια σύζευξη Ποίησης και Επιστήμης, εξαιρετικά θελκτική στις μέρες μας και το περιεχόμενο αποτελεί νομίζω ένα γερό αντέρεισμα στο ζόφο της Εποχής του κορονοϊού.
Διαβάζοντας το λοιπόν και, αργότερα αποφασίζοντας να γράψω γι’αυτό, αντιμετώπισα μια σειρά από πολλές μικρές ή μεγαλύτερες προκλήσεις και μία από αυτές π.χ., ήταν να μετατρέψω σε ποίημα κάποια εδάφια του συγγραφέα – παλαιά νεανική συνήθεια.
Στο οπισθόφυλο του βιβλίου αναφέρεται οτι ο Η. Ευθυμιόπουλος είναι 70 περίπου ετών. Σ’ αυτά τα χρόνια μάζεψε γνώσεις γεωγραφίας, πολιτικής σκέψης, αρχαιολογίας, κοινωνιολογίας, οικολογίας, λογοτεχνίας, ποίησης και το βιβλίο του είναι ένας ασυνήθιστος και μαγευτικός φρενότοπος όλων των ανωτέρω.

Σήμερα η αιώρα της ιστορίας με την τεχνολογία και την παγκοσμιοποίηση μας υποχρεώνει σχεδόν, σ’ ένα τρόπο σκέψης συνθετικο αλλά συγχρόνως απολύτως αναλυτικό (μιας και η μεν τεχνολογία μας παρέχει τρόπους ανάλυσης, η δε Ποίηση μας ευλογεί με τρόπους σύνθεσης), έτσι ώστε να μπορούμε να συνεχίζουμε την αέναη ποικιλλότροπη αναμέτρησή μας με το κατανοήσιμο και το κατανοητέο. ‘Η, με άλλα λόγια, με το επιστητό και το φαντασιακό, με τις αισθήσεις και την επιτομή τους, τη διαίσθηση σα να λέμε, πάντοτε με τους ακρογωνιαίους λίθους της προσαρμογής μας στον πλανήτη, την Ιστορία και την Μυθολογία. Ένα παράδειγμα:

Τα κομμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου, την εκτοξεύσαν σε μια καλλιτεχνική / εθνολογική / επιστημονική / ψυχαναλυτική παγκοσμιότητα.

Το συγκολλητικό υλικό αυτής της τολμηρής και πετυχημένης προσπάθειας για σύνθεση είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να ερμηνεύσει να αναδείξει ή να περιγελάσει τις πραγματικότητες που ζει ή τις «πραγματικότητες» που φαντάζεται. Αυτή η μικτή ελληνική με την οποία στην ίδια παράγραφο καταφέρνει να πλοηγήσει τον αναγνώστη ανάμεσα σε θαυμαστούς ερειπιώνες, σύγχρονη κριτική ματιά, περιγραφές φυσικών ή κοινωνικών φαινομένων και πάνω απ’ όλα, αίσθηση της ομορφιάς των τόπων, ή της ανυπαρκτικότητας των ανθρώπων που τους κατοικούν.

Θέλει πολύ μεγάλη μαστοριά (maitrise, όπως θα λέγανε οι Ευρωπαίοι) για να βάλεις στην ίδια παράγραφο το ιδιόλεκτο ενός ταβερνιάρη στην Κρήτη ή τη Ρόδο ή τη Σάμο, με την γλωσσική σήμανση εννοιών εκχυλισμένων από χιλιετίες πολιτισμού όπως ο «αφηρωισμός», το «ισόδομο σύστημα» ή «οι δειροτομηθέντες» άνθρωποι και, ποιητική αδεία, το «δαιμονικό άνυσμα».
Ένας τρόπος που μου φάνηκε κατ’ αρχήν ενδιαφέρων είναι να περιηγηθώ ένα ένα τα νησιά-κεφάλαια, και να μεταγράψω σε ποιήματα ορισμένα κομμάτια της αφήγησης.
Όμως αυτό θα αφαιρούσε ενδεχομένως πολύ από το ενδιαφέρον της περιήγησης, όχι μόνο στον χώρο και στο χρόνο, αλλά και στην επαλληλία των πολιτισμών και των προσεγγίσεων του συγγραφέα. Με δυσκόλεψε η κριτική προσπέλαση των ομόκεντρων αλλά πολύ διαφορετικων μεταξύ τους κύκλων γύρω από σχεδόν κάθε ματιά του συγγραφέα/ποιητή στα τοπία και την Ιστορία τους.
Ο διαρκής σχεδόν αναστοχασμός του συνιστά την ουσία της γραφής του. Όπως σε όλα σχεδόν τα εξαιρετικά πεζογραφήματα ο ποιητικός με τον δοκιμιακό λόγο συνέχονται.
Μια πέτρα/γλυπτό στη Σάμο έχει σαν πρώτο κύκλο γύρω της ένα τοπίο, αμέσως γύρω του μια ιστορική πραγματικότητα, αμέσως γύρω του μια πολιτικοκοινωνική ανάλυση σημερινή,και, αμέσως γύρω της ένα από αυτά τα μέρη της αφήγησης που συνιστούν ποιήματα αφ’εαυτά και προσπάθησα να τα αποδώσω, σαν τέτοια.
Το ποιητικότερο μέρος της αφήγησης είναι συνήθως η τελευταία παράγραφος κάθε κεφαλαίου, αυτό που έχει κατα κόρον περιγραφεί ως «poetic closure» και φέρει μια ανατροπή, ή ένα συμπέρασμα που μας αφήνει να σκεφτόμαστε.
Η επιθυμία για το ταξίδι, οι μετατοπίσεις των ενδιαφερόντων του μέσα στις δεκαετίες όπως έγραψα παραπάνω, το νοιάξιμο και ο συγκεκαλυμμένος πόνος για το κατάντημα του Τόπου, αλλά και η εσωτερικευμένη πλέον διαλεκτική ματιά του πολιτικοποιημένου Πολίτη / επιστήμονα, συνιστούν την ουσία της γραφής του. Η Διήγηση μπορεί να αρχίζει απο το τι βλέπει εκείνη τη στιγμή που πατάει το πόδι του στο λιμάνι κάποιου νησιού, ή από κάποιο ποίημα, ή απο κάποια εμπρόθετη ή διατεταγμένη επίσκεψη σ’ ένα τόπο στα πλαίσια του επαγγέλεσθαι.
Μια θεματική ενότητα δεν ξεκινάει κατ’ ανάγκην σαν τέτοια, αλλά σχεδόν τυχαίες ανάγκες ή εμπειρίες οδηγούν σ’ ένα λογοτεχνικό «σώμα», ποίημα ή πεζογράφημα αδιάφορο, στην καταγραφή σκέψεων για αυτά που βλέπουμε και βιώνουμε.
Και όσο πιο «σύνθετο» γίνεται το βλέμμα μας μέσα στις δεκαετίες, από τη μόρφωση, την κοινωνικοποίηση και την ενσωμάτωση στο πολιτισμικό μας πλαίσιο, τόσο η Όραση, η πύλη όλων των αισθήσεων όπως λέει ο Ντα Βίντσι, μας υποχρεώνει να μορφοποιήσουμε και μερικούς από μας να μοιραστούμε το τελικό προϊόν της σκέψης μας. Αλλοιώς πώς να νοιώσουμε τα τόσα ποιήματα από τόσους ποιητές, Έλληνες και μη, γραμμένα στις ακτές του Αιγαίου, και τραγουδισμένα έτσι που να συγκινούν τα μέγιστα…

Η συγκίνηση είναι ένα ζητούμενο. Για να κρυσταλλώνει την γνώση και να ενθυμούμαστε, προκειμένου να αναγνωρίζουμε! Στο βιβλίο του, ο Ε. έχει πετύχει τη συγκίνηση τού αναγνώστη με –νομίζω– όλους τους δυνατούς τρόπους. Οι ποιητές μέσα στις σελίδες του, αυτός μεταξύ άλλων, μιλήσαν πριν απ’ αυτόν γι’ αυτόν αλλά και για μας, για να μάθουμε, να ξαναδούμε ενδεχομένως κάποια απ’ αυτά τα τοπία με καινούργια μάτια, να πλουτίσουμε.
Ο τρόπος που ο Ε. ανακατεργάζεται γλωσσικά και εννοιολογικά την ιστορία και την ιστορικότητα της μυθολογίας, καταφέρνει κάτι που συγκινεί. Μετατρέπει σε παροντικό χρόνο, ήγουν σε τρέχουσα και διαρκέστερη συγκίνηση την παλαιοϊστορία του Αιγαίου. ‘Ετσι, «εξασθενούν» οι οπτικές μας μνήμες από την άλωση των νησιών από τα πρακτορεία, την αδηφαγία του πλέον έχειν των ντόπιων, τον εκχυδαϊσμό του τοπίου κ.λπ.
Θα ρωτήσει κανείς ίσως «πόσοι θα το διαβάσουν;» Νομίζω όλοι όσοι εμπλέκονται αν μάθουν την ύπαρξή του. Οι περιηγητές, οι επιστήμονες οι καλλιτέχνες οι αθώοι τυχαίως διερχόμενοι.
Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια της ζωής μου ως ενήλικης στην Κρήτη, «χρειάστηκα» πολλές φορές να γράψω κάποιο ποίημα όταν περίσσευε η ομορφιά (συνήθως) ή ο θυμός. Πολλές από τις περιγραφές και τις σκέψεις τού Ε. μου είναι οικείες. Από το σπίτι μου φαίνεται ο Ψηλορείτης. Ένα βουνό που μπαινοβγαίνει σε όλη την μυθολογία της ντόπιας αυθαιρεσίας.
Γιατί πώς να μην αυθαιρετήσεις τη στιγμή που όλη η μυθολογία είναι ένα απόλυτο πεδίο «θεϊκών βουλήσεων», δηλαδή αυθαιρεσιών οι οποίες συνδέουν και νομιμοποιούν τα χρήσιμα τα τυχαία τα παραβατικά και τα ανεξήγητα;

Γράφει ο Η. Ευθυμιόπουλος: «Υπάρχουν μέρη όπου παρά τα αμέτρητα εγκλήματα η ιερότητα παραμένει.» Μπορεί να έπαιξαν το ρόλο τους οι χθόνιες και οι ουράνιες θεότητες. Μπορεί το φως καθ’εαυτό, μπορεί το δοκούν και οι προσδοκίες των αείποτε θνητών, ποιός θα το πει. Στην Δηλο διαβάζουμε, το «ποίημα» του Ε.

όσα απ’ τα αναστηλωμένα αγάλματα έμειναν όρθια
ψάχνουν ματαίως έναν καινούργιο ρόλο
έναν προσανατολισμό
ενώ ο αέρας ψιθυρίζει μόνος του τις προσευχές
σ’ένα ηχείο κενό
εισβάλλοντας στα ιερά μέσ’ απ΄τα αρχαία κελύφη
σωρεύοντας σκόνη και χόρτα ξερά
στους θαλάμους ανώνυμων τάφων
που κάποτε φιλοξενούσαν μετέπειτα
εξόριστους νεκρούς.

και αλλού, παρακάτω:

σαύρες μικρές κι ανθεκτικά χασμόφυτα
στις αλμυρές κοιλότητες των βράχων.

Μετά τον Δήλιο καινούργιος Απόλλωνας στην Φιλέταιρα / Καλλίστη / Τερασία / Θήρα / Σαντορίνη, ο Κουροτρόφος. Εμπνέει τον Σεφέρη που ονοματίζει «Γυμνοπαιδία Α» το περίφημο ποιήμά του. Εδώ συμφύρονται γύρω από την καλντέρα διηγήσεις περιηγητών, ποιήματα και παρατηρήσεις γεωγράφων, μύθοι για τον Πάνα και το μάτι του ποιητή-συγγραφέα βλέπει την Οία «κουρνιασμένη στο αέτωμα μιας σκηνογραφίας που κόβει την ανάσα». Στα τρισήμισυ χιλιάδες χρόνια, μια γιγαντογραφία απ’ την πόλη που αναδύθηκε και κατοικεί στο Μουσείο της Αθήνας συντηρεί τα κρίνα που μόλις συγκρατούνται από το λιγοστό χώμα, ενώ

δυό χελιδόνια
σε μία πτήση κατακόρυφη
(ακριβώς στο κέντρο της εικόνας)
συγκρούονται ράμφος με ράμφος
σ’ένα δικό τους πόλεμο
ή μήπως φιλιούνται
μέσα στο πάθος ενός ατέλειωτου
Αιολικού στροβιλισμου;

Στη Μήλο θα μπορούσαμε να πούμε «Από την πλειόκαινο μέχρι σήμερα». Εδώ κυριαρχεί η αντίστιξη του σύγχρονου ελληνικού άγους, με την ανεξιχνίαστη καταγωγή αλλά και τα βάσανα της Αφροδίτης. Για να εξηγούμαι: του αγάλματος και των συμβολισμών που του αποδόθηκαν. Τα βάσανα, σα να λέμε, των σύγχρονων Ελλήνων (αρχαιοκάπηλοι, εκσυγχρονιστές, γραφειοκράτες, οραματιστές) και, η βάσανος των ποιητών, των ιστορικών και των λοιπών επιστημόνων για να προσπελάσουν «το λειψό κορμί της» που έθρεψε τόσες διηγήσεις που συνδέουν τον παροντικό χρόνο ενός ψαρά, μ’ αυτόν της μάνας του και της μάνας της μάνας του κ.ο.κ. απ’ τη μια, και, μ’ εμάς από την άλλη, αυτού του ακατάληπτου –ή μη μόνον ποιητικά– διηνεκούς, που λέγεται χρόνος.
Στη Νάξο, ένας Απόλλωνας χωρίς όνομα, αυτή τη φορά μπαίνει στο βιβλίο με ένα σχέδιο του Γιώργου Λαζόγκα, αδρός πειστικός γοητευτικός. Οι εντυπωσιακές αρχαίες τεχνολογίες αποδίδονται στην Αριάδνη. Οι αλυκές κι οι λιμνοθάλασσες αναδεικνύουν τον πολλαπλό ρόλο των ημιστάσιμων νερών στην οικογεωγραφία και την μυθολογία. Οι ντόπιοι έχουν φτάξει την δική τους εκδοχή για τον τόπο και την ιστορία της γής, μυθεύματα που ενδεχομένως έχουν ενισχυθεί από ύστερες διηγήσεις. Σύγχρονη επιστημονική ανάλυση και υπαρκτή ιστορική γνώση μας ενημερώνουν για την παλαιότητα του πολιτισμού, αλλά και την χρήση της μυθολογίας από τους Ρωμαίους επικυρίαρχους π.Χ. μας δείχνει με πόσους τρόπους μπορεί να χαλκευτεί η ιστορία.
Εδώ, η μνήμη και η λήθη δεν αυτοαναιρούνται αλλά συμπληρώνουν η μια την άλλη, και, η παλαιότητα φαίνεται να αναιρεί τον φόβο του θανάτου. Οι αλλοιώσεις στο τοπίο είναι ταυτόχρονα ραγδαίες και ανεπαίσθητες ανάλογα με ποιο μάτι κοιτάζουμε το χρόνο.

μια βάρκα που πεθαίνει τόσο αργά
που μας διαφεύγουν οι φθορές της
χωρίς δόντια πιά χωρίς καρφιά με ξεραμένα χρώματα·
πάνω σε δέρμα φουσκωμένο απ’ την αρμύρα
και τραχύ
μοιάζει νάταν αυτή η θέση της
φύση νεκρή παγιδευμένη
σε μια αυτοαναιρούμενη σκηνογραφία.

Δεκαπεντασύλλαβοι ανάπαιστοι και δακτυλικοί εξάμετροι ξεπηδούν από το πεζό λόγο του ποιητή και σε προκαλούν να τους απαγγείλεις.

Για την Κύθνο ο συγγραφέας επινοεί έναν προϊστορικό έφηβο μέσα απ΄τα μάτια του οποίου βλέπουμε τον πουαντιλισμό ενος θαλασσινού τοπίου. Μπαίνω στον πειρασμό να σχολιάσω την άνεση με την οποία οι ίαμβοι και οι ανάπαιστοι εναλάσσονται με δεκαπεντασύλλαβους καθώς πλέουμε στην αφήγηση.

χρώματα φαιοκόκκινα
που εμβολίζουν το σώμα του νερού
κι έπειτα χάνονται σε βάθη σκοτεινά.
[...]
και φύκια που ανεβαίνουν στην επιφάνεια των νερών
με κρούστα από κοράλλινο υλικό
φύκια με λεπτεπίλεπτες δομές
και κολλημένα πάνω τους πολύποδα
μαζί με πεταλίδες.

Ο έφηβος πεθαίνοντας μας δίνει με τον ίδιο σχεδόν ζωγραφικό τρόπο έναν πίνακα θανάτου. Ο νεκρός πεθαίνει κι εμείς μαθαίνουμε, ποιητική αδεία,

όσο κι αν είν’ αφύσικο να πεθαίνεις στα δεκάξι
το θάψανε κάτω απ’ το δάπεδο της κυκλικής καλύβας
σε ύπτια θέση
με τα χέρια τεντωμένα πλάι στους μηρούς
και δίπλα του αφήσαν όστρακα αχιβάδες
σπυριά από στάρι
λίγα φτερά αγριοπερίστερου απ’ το τελευταίο κυνήγι
ένα κομμάτι χαλαζία
λεπίδες ξέστρα και γλυφίδες
οδοντωτά, αιχμές, τριπτήρες
ολίγους ψήφους από περιδέραια
κι ένα κομμάτι από δέρμα αλεπούς.

Στην Αίγινα και στην Ίο, μια πιο κοινωνιολογική ματιά και η λύπη για τα αλωμένα από τον τουρισμό φυσικά ή ανθρώπινα τοπία. Αυτά όμως που κανονίζει ο Δίας προσφέρουν στον συγγραφέα ένα μεταξωτό σκοινί, από μύθους –όπως της κυνηγημένης Αφαίας–, που δένουν όλα σχεδόν τα νησιά μεταξύ τους.

Να δανειστώ εδώ –ως μεταφορά– την περιγραφή ενός αγγείου που «απλώνει τη ζωγραφική πάνω σε θαμπό αργιλλικό υπόστρωμα»· όλη η διήγηση απλώνεται σαν ζωγραφιά πάνω σ΄ένα θαλασσινό τοπίο.
Στην Αμοργό, τους τρεις τελευταίους αιώνες Ευρωπαίοι ταξιδευτές/λαίμαργοι ευγενείς και άλλοι, ανακαλύπτουν, αρπάζουν· στην Αρκεσίνη και στην αρχαία Μινώα αγγεία και μάρμαρα παντού. Στρώσαν όμως το έδαφος για σημερινές ανακαλύψεις. Αλλος Απόλλωνας την Αμοργό, Πύθιος αυτός, πρόσφατα αυτός βγαλμένος στην επιφάνεια, κι άλλος, ακέφαλος:

Με το μισό κορμί και με το λυγισμένο γόνατο
μέσα από τις πτυχώσεις του μανδύα
και μια υποψία κίνησης
ενός μισοφαγωμένου χεριού
που συστρέφεται από την πίεση του φωτός
κι απ’ την αμηχανία του μαρμαρωμένου Θεού
για τους ανεπίδοτους χρησμούς του.

Ανδρος: Powacoatsi! Μια ινδιάνικη λέξη που φέρει όλη την σοφία των προκοινωνικών Πολιτισμών. Δηλαδή «αυτό που πρέπει να πεθάνει για να ζήσει κάτι άλλο». Μια αρχαία κόρη εντοιχισμένη σε μια σύγχρονη ξερολιθιά. Πάμπολλα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία εγκαθίστανται σε μουσεία, ναούς ενός σύγχρονου τρόπου μάθησης και ξορκισμού της λήθης. Τα κοράκια με φόντο τους αναβαθμούς και ζωγράφοι που απαθανατίζουν το τοπίο. Το έθιμο της βακχικής εορτής του σήμερα, σέρνει πίσω του το νερό που γίνεται κρασί και το δανείζει στον Ιησού. Αντιστικτικά ο Διόνυσος «προκαλεί τρανς που άλλοτε ως μέθεξη και άλλοτε ως παρεκτροπή διαμόρφωσε ένα επίσημο λατρευτικό πρότυπο», και αποκτά στη διάρκεια των χιλιετιών επίθετα αρχαία όπως μαινόμενος, λύσιος (λυτρωτής), λημναίος και σύγχρονα όπως ανθρωπορραϊστης (καταστροφέας ανθρώπων), liberpater (απελεύθερος)· η αρχαιολογία αντιστέκεται στη βουλιμία του τουρισμού να μετατρέψει τον αρχαίο δρόμο σε προσοδοφόρο πάρκινγκ! Ο χείμαρος λέγεται ακόμα Κόμβος και κατεβάζε λάσπες πέτρες και κορμούς

επιμένοντας σε μια δική του γεωγραφία

και πιο κάτω, στο τέλος του κεφαλαίου, «είναι η ζωή της γουστέρας και του πετρόφιδου, η ζωή της σχισμής. της μέλισσας της πασχαλίτσας, των χιλιάδων ασπόνδυλων που λαθροβιούν περιμένοντας τον θάνατο των άλλων».

Λέσβος: Μιά προϊστορική Εδέμ, γράφει ο Η. Ε. από την οποία πέρασε ο Αριστοτέλης. Τα μυστικά της φύσης με την εκπληκτική ποικίλη βλάστηση τροφοδότησαν την ανάγκη του για διάκριση ανάμεσα στην υλικότητα και τον σκοπό. Δυο χιλιετίες πριν το Δαρβίνο, ψάχνει «για ερμηνείες των δομών ανάμεσα στη τύχη και την αναγκαιότητα».
Ποιητική αδεία, σαν τον Αριστοτέλη, ο συγγραφέας μετέρχεται περιγραφές του τοπίου και των αλλαγών του, σχολιάζοντας τη διαλεκτική τους. Και κλείνει το κεφάλαιο

στην όψη του ανθρώπου
ο σκοτωμένος χρόνος αποτυπώνεται
με χίλιες και μία χαρακιές
με παλιά συμβάντα πάνω στο δέρμα
σαν απολιθωμένα,
μ’ ένα μεγαλείο μνημειακό κι απελπισμένο
χωρίς αναμονή
και ένα βλέμμα χωρίς μέλλον
αφού όλα έχουν ειπωθει.

«Σάμος, όπως Πολυκράτης» τιτλοφορεί το κεφάλαιο για τη Σάμο, επιλέγοντας να εστιάσει στα επιτεύγματα του Πολυκράτη, μιας εμβληματικής –για όλους τους ελληνικούς λόγους (!)– φυσιογνωμίας της Σάμου. Αρχίζει ως ένας «καταφερτζής», κατά τον συγγραφέα, ο οποίος με μαεστρία εκμεταλλεύεται τους συσχετισμούς προκειμένου να εδραιώσει, αλλά και να διαχειριστεί σοφά την εξουσία του, σε μια ιστορικά ταχύτατα μεταβαλλόμενη περίοδο, με διακριτές και αναπόδραστες αλληλεπιδράσεις γεωπολιτικής οικογεωγραφίας εμπορίου και τεχνολογίας. Το νησί είναι, θέσει, ένας διαμετακομιστικός κόμβος για εμπόριο και μετακινήσεις ζώων απο την Μικρασία τότε, και ανθρώπων σήμερα, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Τόπος γέννησης της Ήρας, του Πυθαγόρα, αλλά και τόπος σύλληψης της δυνατότητας μηνύσεων ενάντια στους θεούς, αλλά κυρίως τόπος σύνθεσης της αντίληψης για το «Θείον» μέσα στους αιώνες, παράγει άφθονο υλικό για κάθε είδους μεταφυσικές, επιστημονικές, ψυχαναλυτικές ή ότι άλλες προσεγγίσεις μετέρχεται ο άνθρωπος για να καταλάβει από που έρχεται και να εικάσει το πού πάει.

«Ακροπόλεις στο Αιγαίο» είναι ο τίτλος τoυ κεφαλαίου που ακολουθει. Ένα χρονικό της Λίνδου, καλύτερα, ένα χρονικό της γεωλογικής συγκυρίας που εναπέθεσε όγκους και σκιές σ’ αυτή την πλευρά της Ρόδου. Τα κυκλώπεια τείχη κοιτάζουν αδιάφορα τους πολιτισμούς που διαπλέκονται αιώνες τώρα κάτωθέ τους.

Χρονικά ταξιδευτων συνοδεύουν τον συγγραφέα και οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που συνυπάρχουν όπου γυρίσουν τα μάτια του, παγιδεύουν τους συνειρμούς του σε έναν αέναο συνδυασμό ερμηνειών, πληροφορίας και ποιητικών εικόνων μα και συμπερασμάτων. Γοητεύεται από τις κάθε είδους συναντήσεις της Δύσης με την Ανατολή ωσμώσεις θα ‘λεγε κανείς καλύτερα, ενδυμασιών, Αγίων, το χρονικό ερώτων και γάμων που άλλαξαν για άγνωστα χρονικά διαστήματα τον ρου της μικροϊστορίας, αλλά και την πανάρχαιη σχέση του ανθρώπου με τον σκύλο όπως συνεξελίχτηκαν, ο άνθρωπος να ηγείται του κυνός και ο κυν να προστατεύει τον κυνηγόν και να παράγει αγίους με κεφάλι σκύλου, αγίους που εξακολουθούν να εορτάζονται με ευγνωμοσύνη σήμερα και να συντηρουν το μύθο/θρύλο στις ορθόδοξες εκκλησίες της Ευρώπης.

Τέλος, «Αστρική σκόνη» είναι το κεφάλαιο που κλείνει το βιβλίο, ορίζοντας το νοτιότερο Αιγαίο με την Κρήτη, νήσο η οποία παρήγαγε και παράγει ακόμα υλικό για θρύλους, ιδεολογίες κουλτούρα απηνούς νησιωτισμού, αλλα συγχρόνως μια ιδιότυπη εξωστρέφεια, ως οι τόσοι περιηγητές συγγραφείς ποιητές αρχαιολόγοι να συμβάλουν στην συντήρηση ενός λώρου με τον λοιπό κόσμο.

Ο λαβύρινθος δεν είναι μόνο ένα διάσημο τέχνημα, αλλά και μια περίπλοκη διανοητική κατασκευή που παραπέμπει στις συνιστώσες του χώρου, το μέσα και το έξω, που στην περίπτωση αυτή εκπροσωπούνται από τον Θησέα (μέσα) και το τέρας (έξω).

Η Ευρώπη καταλήγει στην Κρήτη, βέβαια, και στην Γόρτυνα κάτω από ένα αειθαλές πλατάνι γεννάει τρία αγόρια του Δία. Εξ αυτών, ο Μίνωας θεμελιώνει μια αυτοκρατορία χιλιετή σχεδόν, το εμπόριο και οι πόλεμοι της οποίας ανακατεύουν τους περί τη Μεσόγειο πολιτισμούς και προκύπτουν νέες συνθήκες κοινωνικής διάρθρωσης όπως χαλαρές (κατά τον Μπροντέλ) ομοσπονδίες μέσα από τις οποίες διευρύνουνονται έως καταργούνται τα σύνορα. Η σημερινή Κρήτη αναπνέει πάνω στο παλίμψηστο του μύθου και της γεωγραφίας της. Μιλάει ακόμα με δεκαπεντασύλλαβους συντηρεί με πάθος τα έθιμά της «ένα υπόγειο δαιμονικό άνυσμα από τότε μέχρι σήμερα» γράφει ο Η. Ε.

Δε φτάνουν οι δυνάμεις της γράφουσας να συμπτύξει αυτό το κεφάλαιο μόνο παραθέτει τελειώνοντας:

ποιός να θυμάται τόσους σκοτωμένους
μόνο οι ελιές σκόρπιες στα χωράφια
ίσως θυμούνται.
[...]
Φεύγω απ’ την Κρήτη νύχτα με καράβι
Στο κατάστρωμα για λίγο όπως παλια
Κοιτάζω τον ουρανό
Domus Veneris Nocturna.
Και πάλι ο Ταύρος…
[...]
Στα σπλάγχνα του ο Αλτενμπαράν
σε απόσταση εξήντα εννέα έτη φωτός…
[...]
ύλη απο θανάτους άστρων
είμαι αστερόσκονη σ’ ένα σύμπαν φτιαγμένο από χρόνο
το συμβατικό έτος 2015.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: