Η σύγχρονη διηγηματογραφία της Κύπρου, κατά την τελευταία εικοσαετία, διαφοροποιείται θεματολογικά από την αντίστοιχη ελλαδική, αφού, εκτός της καταγραφής της τρέχουσας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, συνεχίζει να πραγματεύεται με κέντρο την «πληγή του ’74» –η τουρκική εισβολή και οι συνέπειές της– το μείζον θέμα των αγνοουμένων, τον εκτοπισμό, την εδραίωση της κατοχής και την αναζήτηση λύσης του Κυπριακού. Η θεματική αυτή, βεβαίως, χαρακτηρίζει και όλα τα άλλα είδη του πεζού λόγου (περιλαμβανομένου και του θεατρικού) αλλά και την ποιητική δημιουργία. Γράφει σχετικά ο Κώστας Χατζηαντωνίου:
Αν κάποτε καταλογίζεται στους κύπριους συγγραφείς ότι παραμένουν προσκολλημένοι σε κυπριακά θέματα και κυρίως στο τραύμα του ’74, πρέπει ευθαρσώς να πούμε πως η επιμονή στην εντοπιότητα ή η ενασχόληση με το εθνικό θέμα δεν αποτελεί αρνητικό στοιχείο. Αντίθετα, βεβαιώνει την αυθεντικότητα της έμπνευσης από ζητήματα που συνταράσσουν τη συνείδηση του δημιουργού (περιοδικό Δε/κατά, Άνοιξη 2019).
Νοείται ότι η συνείδηση αυτή είναι γνησιότερη, όταν ο συγγραφέας συνδέεται βιοεμπειρικά με τα γεγονότα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτές του Πάνου Ιωαννίδη (γένν. 1935) και της Ρήνας Κατσελλή (γένν. 1938), οι οποίοι, για μισό σχεδόν αιώνα μετά την εισβολή συνεχίζουν να γράφουν κείμενα που συγκλονίζουν (αναφέρω ενδεικτικά το εξαιρετικό διήγημα με τίτλο «Αρίων Λάρας» από την τελευταία συλλογή του Π. Ιωαννίδη Ονειρικά διηγήματα, Λευκωσία 2019). Η Ρήνα Κατσελλή μάλιστα πρόσφερε, εκτός από την πλούσια καταγραφή των όσων έγιναν τις πρώτες μέρες της εισβολής στην πόλη τής Κερύνειας με τη μορφή μαρτυρικού υλικού, και αξιόλογη λογοτεχνία, η οποία αρχίζει από τα πρώτα χρόνια της κατοχής και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, με διηγήματα για την εισβολή (Ψήγματα ανατροπών γ΄, 2019). Η όλη της πνευματική δημιουργία ταυτίζεται, εν πολλοίς, με την κατεχόμενη γενέτειρα πόλη της, την Κερύνεια.
Η έκφραση των βιωμάτων της εισβολής και η απώλεια στοιχείων της πολιτισμικής μας κληρονομιάς στην Αμμόχωστο απασχολούν και τον Δημήτρη Λεβέντη (γένν. 1939), ο οποίος εκδίδει την πρώτη του συλλογή σε μεγάλη ηλικία (Ιστορίες της Αμμοχώστου, 2015). Στη νουβέλα του Κάθε Ιούλιο επιστρέφω ο Γιώργος Μολέσκης (γένν. 1946) συνδυάζει αυτοβιογραφικά και χρονικογραφικά στοιχεία μ’ εκείνα της μυθιστοριογραφίας και ταξιδεύει με τη μνήμη στην καρδιά των γεγονότων του ’74. Ο ακόμα μεγαλύτερος στην ηλικία Πανίκος Παιονίδης (γεν. 1925) στο διήγημά του «Υπάρχει πάντα μια επιστροφή», από τη συλλογή διηγημάτων Βήματα στο θολό τοπίο (2007), διεισδύει στον κοινό πόνο για τους χαμένους γιους δυο φίλων, ενός Ελληνοκύπριου και ενός Τουρκοκύπριου, που συναντώνται στην Αγγλία. Τα δεινά της αιχμαλωσίας του από τους Τούρκους εισβολείς πέτυχε να αποδώσει λογοτεχνικά και ο Γιώργος Χαριτωνίδης (γένν. 1953) με τη νουβέλα Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια.
Όλο το φάσμα των συνεπειών του ’74 καλύπτεται κατά την εικοσαετία από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς αυτής: Χρίστος Χατζήπαπας (γένν. 1947), Λεύκιος Ζαφειρίου (γένν. 1948), Νίκη Μαραγκού (γένν. 1948), Νίκος Νικολάου- Χατζημιχαήλ (γένν. 1948), Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου (γένν. 1949), Νίκος Ορφανίδης (γένν. 1949), Κώστας Λυμπουρής (γένν. 1950), Ανδρέας Χατζηθωμάς (γένν. 1950), Μαρία Περατικού-Κοκαράκη (γένν. 1953), Γιάννης Γαρπόζης (γένν. 1955), Ανδρέας Μαλόρης (γένν. 1955), Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη (γένν. 1958), Αντώνης Γεωργίου (γένν. 1969), Νένα Φιλούση (γένν. 1969), Αιμίλιος Σολωμού (γένν. 1971), Κωνσταντία Σωτηρίου (γένν. 1975).
Η τελευταία, αν και γεννήθηκε μετά την εισβολή, κατόρθωσε με την τριλογία της (τις νουβέλες Η Αϊσέ πάει διακοπές, Φωνές από χώμα και Πικρία Χώρα), να αποδώσει λογοτεχνικά τα δραματικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, ιδιαίτερα από το 1963-1964 μέχρι και το 1974. Η δημιουργία της επιβεβαιώνει την άποψη του Κώστα Στεργιόπουλου ότι στη λογοτεχνική δημιουργία της Κύπρου παρατηρείται μεγάλη στροφή στην έκφραση του παρόντος και στην καλύτερη συνειδητοποίηση του παρελθόντος.
Πάντως, μια προσπάθεια μερικών θεωρητικών της λογοτεχνίας να διακρίνουν μέσα από τη λογοτεχνική απόδοση της τραγωδίας της Κυπρίας γυναίκας σε σχέση με τους αγνοουμένους, ένα «γυναικείο κίνημα στη λογοτεχνία» δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτή, αφού και οι άντρες συγγραφείς δεν υστέρησαν καθόλου στη καταγραφή αυτής της θεματικής.
Σε σχέση πάντα με το ’74 και τις συνέπειές του, παραπέμπουμε και στην έκδοση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (Λευκωσία 2013) Διηγήματα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Δίγλωσση Ανθολογία, με επιμέλεια του Λευτέρη Παπαλεοντίου, ο οποίος αναφέρει: Η Ανθολογία [...], η οποία κυκλοφορεί στα ελληνικά και τα τουρκικά, δεν μπορεί παρά να έχει και πολιτικό χαρακτήρα. Θα μπορούσε να συμβάλει στην αλληλογνωριμία και κατανόηση ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες κοινότητες της Κύπρου. Στην Ανθολογία περιλαμβάνονται 26 Ελληνοκύπριοι και 18 Τουρκοκύπριοι συγγραφείς. Και συνεχίζει ο επιμελητής: Σε πολλές περιπτώσεις αναπαράγονται εθνικά στερεότυπα, με απώτερο σκοπό την ανατροπή και την κατάλυσή τους. Σημειώνεται ότι το χρονικό εύρος το οποίο καλύπτει η έκδοση εκτείνεται πολύ πέραν της περιόδου της εισβολής.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η συλλογή διηγημάτων του Χρίστου Χατζήπαπα Αλλόφυλοι εραστές (Αθήνα 2018), με την οποία, όπως γράφει ο ίδιος, ακτινογραφεί με συγκινητικό τρόπο την κυπριακή ψυχή, τη φορτισμένη από την εισβολή και την κατοχή και τα «εμφύλια» πάθη.
Οφείλουμε, πάντως, να τονίσουμε ότι, παρά τις συστηματικές προσπάθειες, κυρίως από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, η οποία, α) συμπεριλαμβάνει στο Διοικητικό της Συμβούλιο Τουρκοκύπριους ομοτέχνους, β) έχει καθιερώσει κοινά βραβεία και γ) προχώρησε στην έκδοση δίγλωσσων εκδόσεων, η γνώση της λογοτεχνικής παραγωγής κάθε πλευράς παραμένει ανεπαρκής στο ευρύ αναγνωστικό κοινό της. Αυτό υποδηλώνει ότι και η ενσωμάτωση σε μια ενιαία Κυπριακή Λογοτεχνία θα παραμείνει ως μετέωρο ζητούμενο λόγω των γλωσσικών διαφορών, αλλά και εξαιτίας του άλυτου ακόμα πολιτικού ζητήματος. Από την άλλη, ο πανεπιστημιακός Mattias Kappler αναφέρεται σε «κυπριακές λογοτεχνίες» αμφισβητώντας την όποια ενιαία μορφή της Κυπριακής Λογοτεχνίας.
Τεχνοτροπικά, τόσο σ’ ό,τι αφορά τη λογοτεχνία του ’74 όσο και στην υπόλοιπη θεματογραφία, ακολουθείται η σύγχρονη τάση «χαλάρωσης» της παλαιάς διηγηματικής μορφολογίας. Ως ενδεικτική περίπτωση αναφέρουμε τη Νάσια Διονυσίου (γένν. 1979), η οποία με το πρώτο της βιβλίο Περιττή ομορφιά, προσέδωσε στη διηγηματική γραφή της έντονη ποιητικότητα. Πρόκειται για κείμενα υπαρξιακής αναζήτησης, με επίκεντρο τη γυναικεία φιγούρα.
Τη λυρικο-ποιητική προσέγγιση στη διηγηματογραφία την είχαμε δει, βέβαια, και σε παλαιότερα κείμενα, όπως λ.χ. του κορυφαίου μας ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη (γένν. 1941).
Σε μεγάλο βαθμό η ίδια η θεματική καθορίζει και την τεχνοτροπία, όπως λ.χ. συμβαίνει και με όσους ασχολούνται με το αστυνομικό ή το φανταστικό διήγημα. Στην πρώτη περίπτωση το «μυστήριο» και η ανάγκη διαλεύκανσής του επιβάλλουν συγκεκριμένη πλοκή, ενώ στη δεύτερη το υπερρεαλιστικό στοιχείο είναι απαραίτητο εργαλείο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα είδη αυτά έχουν υπηρετήσει κατά την τελευταία εικοσαετία ο Ανδρέας Καπανδρέου (γένν. 1972) και ο Στέφανος Σταυρίδης (γένν. 1972).
Η σύγχρονη τάση του μικροδιηγήματος βρήκε τη θέση της και στην κυπριακή διηγηματογραφία, όχι, βέβαια, με τη συστηματική προσέγγιση που γίνεται εδώ και χρόνια στην πανελλήνια δημιουργία. Σημειώνουμε την έκδοση του «Παρακέντρου», με τον τίτλο μικρό, την οποία έχει επιμεληθεί ο φιλόλογος και ποιητής Πάμπος Κουζάλης και η οποία φιλοξενεί 19 μικροϊστορίες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων λογοτεχνών. Επίσης, το έργο της Άρτεμης Χρυσοστομίδου (γένν. 1987) Τα σκυλιά δεν γαβγίζουν στη Γαλλία / Γλυπτική. Σ’ αυτό η συγγραφέας προβληματίζεται με σύντομα κείμενα, που έχουν ταυτόχρονα πεζογραφική και ποιητική διάσταση. Με τη μικρή φόρμα ασχολείται επίσης και η Μαρία Τζιαούρη-Hilmer (γένν. 1972), στο συλλογικό έργο με τίτλο Λαίμαργα (σε επιμέλεια της ίδιας) και στη συλλογή της Γραμμή ανάμεσά μας – μικρά και μεγάλα πεζά
). Με σποραδικές δημοσιεύσεις τους, σε ηλεκτρονικές κυρίως σελίδες, καταπιάνονται με το μικροδιήγημα η Αυγή Λίλλη (γένν. 1980) και η Ερατώ Ιωάννου (γένν. 1978).
Νεοτερικό εγχείρημα στη λογοτεχνία συνιστά και το φεστιβάλ «ΣΑΡΔΑΜ: Η λογοτεχνία αλλιώς». Υπεύθυνη είναι η Μαρία Α. Ιωάννου (γένν. 1982), λογοτέχνιδα με πλούσιο διηγηματικό έργο κατά την εικοσαετία και με ιδιαίτερη προσήλωση στο μικρό κείμενο.
Στο φετινό (2020) ενημερωτικό σημείωμα για το φεστιβάλ διαβάζουμε:
Για μια ακόμη χρονιά (σημ.: όγδοη στη σειρά) συγγραφείς - περφόρμερ και άλλοι καλλιτέχνες από την Κύπρο και το εξωτερικό μοιράζονται πρωτότυπους τρόπους συγγραφής, ανάγνωσης και, γενικότερα, παρουσίασης/επιτέλεσης της λογοτεχνίας και του λόγου, μέσα από ποικιλία από δρώμενα και εργαστήρια. Κοινό τους χαρακτηριστικό ο συνδυασμός της λογοτεχνίας και του λόγου με σύγχρονα και κλασικά μέσα έκφρασης, όπως θέατρο, τεχνολογία, ήχο / μουσική, slamming / spoken word, εικαστικές τέχνες, ηχητική ποίηση (sound poetry) κ.ά. Το φεστιβάλ πήρε την Ευρωπαϊκή πιστοποίηση EFFLabel το 2019, ως ένα από τα σημαντικά της Ευρώπης.
Σημειώνουμε επίσης την πρωτότυπη ιδέα του περιοδικού λόγου, τέχνης και προβληματισμού Άνευ, να προχωρήσει στην έκδοση (2018) ενός συλλογικού εγχειρήματος, με τίτλο Άνευ, το διήγημα των έξι. Έλαβαν μέρος οι συγγραφείς Χρίστος Κυθρεώτης, Κωνσταντία Σωτηρίου, Γιώργος Τριλλίδης, Νένα Φιλούση, Στέφανος Σταυρίδης και Μυρτώ Αζίνα. Συλλογική είναι και η έκδοση της εφημερίδας Ο Φιλελεύθερος (2014) 10+1 Διηγήματα, Λογοτεχνικός Διαγωνισμός στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού, με κεντρική ιδέα «Κρίση, μια έννοια πολλαπλών αναγνώσεων. Η νεύρωση της εποχής που αγγίζει όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας». Συμμετείχαν έντεκα διηγηματογράφοι.
Την ποικιλία της διηγηματικής θεματικής εμπλουτίζει τα τελευταία χρόνια και ο καθηγητής της Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Κυριάκος Ν. Δημητρίου (γένν. 1964), ο οποίος κατορθώνει να δώσει με υψηλές λογοτεχνικές αξιώσεις ζητήματα στοχασμού και φιλοσοφίας. Από το 2016 μέχρι και το 2020 εξέδωσε εννιά έργα (εφτά νουβέλες και δύο συλλογές διηγημάτων).
Προσθέτω, ενδεικτικά πάντα, και άλλους συγγραφείς οι οποίοι εμπλουτίζουν αυτή την πολυθεματική δημιουργία, όπως είναι οι Κώστας Πατίνιος (γένν. 1971), Χρήστος Αργυρού (γένν. 1972), Σάββας Βαρναβίδης (γένν. 1962), και τους διαμένοντες στην Αθήνα Κυπρίους, Μάριο Μιχαηλίδη (γένν. 1948), Ευριπίδη Κλεόπα (γένν. 1953) και Τίτσα Διαμαντοπούλου (γένν. 1959).
Πάντως, την τελευταία προπάντων δεκαετία, έκανε την εμφάνισή της μια αξιόλογη ομάδα νέων πεζογράφων, οι οποίοι διακρίθηκαν σε πανελλήνιο επίπεδο. Πέρα από το ταλέντο τους, σ’ αυτό πιθανόν να συνέτεινε και το γεγονός ότι πια οι περισσότερες εκδόσεις έργων των Κυπρίων δημιουργών γίνονται από ελλαδικούς εκδοτικούς οίκους και τυγχάνουν έτσι μεγαλύτερης προβολής πανελληνίως απ’ ό,τι στο παρελθόν. Σημαντικά, ως προς τούτο, είναι και τα αφιερώματα ελλαδικών λογοτεχικών περιοδικών (εντύπων ή και ηλεκτρονικών) στην Κυπριακή Λογοτεχνία, τα οποία παρουσιάζονται με μεγαλύτερη συχνότητα. Να προσθέσουμε ακόμα και τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρουν σήμερα στον τομέα της προβολής τα ποικίλα μέσα της ηλεκτρονικής τεχνολογίας.
Όλα αυτά συνέτειναν στο να τύχουν μεγάλων διακρίσεων στον ελλαδικό χώρο έργα νέων Κυπρίων συγγραφέων, κάποιοι μάλιστα από τους οποίους (όπως λ.χ. η Κωνσταντία Σωτηρίου, ο Αντώνης Γεωργίου, ο μυθιστοριογράφος Σωφρόνης Σωφρονίου και η συγγραφέας παιδικής-νεανικής λογοτεχνίας Άννα Κουππάνου) αποδόμησαν και μακρόχρονα στερεότυπα στα λογοτεχνικά πράγματα της Ελλάδας, ότι λ.χ. «η Κύπρος δεν πουλάει» ή ότι «η χρήση της κυπριακής διαλέκτου απωθεί τον Ελλαδίτη αναγνώστη».
Το σημαντικό είναι ότι η ελληνόφωνη λογοτεχνία της Κύπρου συντάσσεται προσθετικά και ποιοτικά στο σύνολο της ελληνικής λογοτεχνίας.