Τελειώνοντας ένα μισάωρο παιχνίδι μπάσκετ με το παιδί,
αποφάσισα γυρίζοντας σπίτι
πως θα έπρεπε επιτέλους να δω
τι συμβαίνει με το ντουλάπι μου.
Η μυρωδιά του μου θύμιζε
τις βρισιές των διπλανών
που πρωί και βράδι ανελέητα τα βάζαν
με Παναγία
και με Χριστό.
Προσεχτικά έβγαλα
τα παλιά μου όλα τα ρούχα
– πως σας φέρθηκε ο χρόνος, σκέφτηκα,
η απομόνωση
σας έκανε κακό.
Ρίχνοντας στις έξι πάνω μου
το άσπρο μου ριγέ κασκόλ
αυτό αντέδρασε, μούτρωσε
και έγινε ωχρό.
Αναταράχτηκα και σκέφτηκα
– το ντουλάπι μου
δεν μπορεί να ευθύνεται για αυτό
εγώ μάλλον δηλητήριο σκορπάω
τρυπημένη απ’ το τόσο μου κενό.
Στο κινητό κάλεσα
την Οσία Σοφία
στην κλεισούρα της Καστοριάς.
– «Μέρα-νύχτα επαναπροσδιορίζω τα όρια μου,
με ρίχνει η εποχή μου
σε ακατάπαυστο διωγμό.
Στο βραδινό έχω
περισσότερα δόντια
απ’ όσα έχω στο πρωινό
και καμιά νύχτα
–ούτε και μία–
δεν βραδιάζει όπως βράδιαζε πριν.»
–«Παιδί μου φάτνη μη στολίσεις το Δεκέμβρη
μα να θυμάσαι τη γέννα αυτή.»
Η γκαρνταρόμπα μου είναι πια λιτή.
Μάσκες, παπούτσια, είδωλα και μιζέρια,
η τελευταία λέξη της μόδας
στη νέα αυτή εποχή.