Σαπούνι Τασμανίας


Λόγω των ιδιοτήτων του αντικειμένου χρειάζεται να το αναπτύξω λιγάκι, να το κάνω ν’ αφρίσει ενώπιόν σας
Φρανσίς Πονζ, Το σαπούνι

Δεν τον ξέρετε τον Γκρεγκ Τέιλορ και δεν χρειάζεται να τον ξέρετε τον Γκρεγκ Τέιλορ. Αν μπείτε στον κόπο να τον γκουγκλάρετε (Greg Taylor) ίσως (λέω ίσως λόγω του πολυσύχναστου ονοματεπωνύμου και λόγω της σχετικής αφάνειας του ερευνώμενου) μάθετε πως είναι ένας μεσόκοπος γλύπτης απ’ τη Μελβούρνη. Αν πέσετε πάνω σε κάποιο έργο του, θα διαπιστώσετε πως για τον Τέιλορ το σκάνδαλο δεν αποτελεί ταμπού – απεναντίας, πρόκειται περί σεσημασμένου προβοκάτορα. Ενδεχομένως μάλιστα να πληροφορηθείτε για το magnum opus του, το γλυπτό που είχε εγκαταστήσει στην Καμπέρα πριν από δυο δεκαετίες με τίτλο Down by the lake with Liz and Phil. Το εν λόγω installation αναπαριστούσε τη βασίλισσα Ελισάβετ και τον πρίγκιπα Φίλιππο καθιστούς σε παγκάκι πλάι-πλάι σαν πιτσουνάκια να ρεμβάζουν αμέριμνοι τη λίμνη της αυστραλιανής πρωτεύουσας. Λεπτομέρεια: Οι γαλαζοαίματοι ήταν ολόγυμνοι και ηλιοκαμένοι σαν εγκαυματίες. Είχε ξεσπάσει τότε φρενήρες ντιμπέιτ στους Αντίποδες, όμως οι πρώην Άγγλοι αποδείχτηκαν έμπειροι απολογητές του αγγλικού εμπειρισμού και δεν έμειναν μόνο στα λόγια. Γνωστοί-άγνωστοι αποκεφάλισαν την νυν βασίλισσά τους και για αντίποινα άλλοι γνωστοί-άγνωστοι επένδυσαν τους βασιλείς με φορεσιές των τέως αποικιοκρατών. Εν τέλει, επικράτησε η εσαεί ευκολότερη λύση: το έκθεμα αποσύρθηκε κακήν κακώς.
Παρά τις περγαμηνές του, επιμένω πως αποκλείεται να στιγματιστείτε ένεκα του ότι αγνοείτε την ύπαρξη του Γκρεγκ Τέιλορ. Παρομοίως, κι αν αυτό δεν συμβαίνει ήδη –διότι αν συμβαίνει, άστε το να συμβεί, ποτέ δεν παρατηρήθηκε στον πλανήτη μας πλεόνασμα ευρυμάθειας–, περιττεύει να γνωρίζετε ή να συγκρατήσετε το όνομα Ντέιβιντ Γουόλς (το σίγμα παχύ, Walsh), καίτοι αυτουνού ο βίος είναι πιο προσπελάσιμος (δεν βλάπτει το ότι έχει ολόδικό του λήμμα στη wikipedia – προσοχή στο disambiguation), πλην εξίσου σεμνοπρεπής: στο πάρκινγκ της δουλειάς του γράφει GOD και στο κολλητό GOD’S MISTRESS. Τώρα, για να είμαι ειλικρινής, το τι εκλαμβάνει ως δουλειά, πότε την επισκέπτεται και με ποιο μεταφορικό μέσο ο μεσήλικας, αυτοδημιούργητος (tech φρικιό), δισεκατομμυριούχος (το 2012 οι φορολογικές αρχές διεκδικούσαν εναντίον του 541 εκατομμύρια δολάρια – αυστραλέζικα μεν, δολάρια δε), Τασμανός (Ρίτσαρντ Φλάναγκαν δεν είσαι μόνος), αριθμομνήμων (Άσπεργκερ λένε οι κακές γλώσσες), παρτουζόφιλος (λένε άλλες γλώσσες λιγότερο κακές), συλλέκτης σύγχρονης και παμπάλαιας τέχνης, δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά.
Εγώ αναφέρομαι στο χώρο στάθμευσης που διατηρεί σε κοινή θέα στο μουσείο που ίδρυσε το 2011 σε μια χερσόνησο στη μέση του πουθενά, προσβάσιμο οδικώς και διά θαλάσσης, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά του (την κακάσχημη πρωτεύουσα του νησιού του, το απελπιστικό Χόμπαρτ), για να γιορτάσει μισόν αιώνα ζωής στον μάταιο –όχι για τον ίδιο– τούτο κόσμο. Αναφέρομαι στο μεγαλύτερο ιδιωτικό μουσείο που μπορεί να εντοπιστεί από τον Ισημερινό και κάτω. Αναφέρομαι στην οντότητα εκείνη που ο επίσημος τίτλος της στο αρχείο του Εφόρου Ιδρυμάτων και Σωματείων είναι Museum of Old and New Art. Αναφέρομαι σε εκείνο το νομικό πρόσωπο που ο ιδρυτής του αποκαλεί με παιγνιώδες αρκτικόλεξο (άλλωστε αναγραμματίζω δεν σημαίνει μόνο ξορκίζω· σημαίνει, επίσης, βγάζω τη γλώσσα στο κατεστημένο του βόρειου ημισφαιρίου, είτε αυτό εντοπίζεται στη Μέκκα των τεχνών, είτε στη Mεδίνα της γαστρονομίας) και που οι παροικούντες την εικαστική Ιερουσαλήμ το κουβεντιάζουν με το χαϊδευτικό του. Αναφέρομαι στο Mona· στο υπέροχο, απαράμιλλο Mona. Ας ξεχάσουμε όλα τα άλλα ονόματα, δεν πειράζει, αλλά αυτό ας το κρατήσουμε τουλάχιστον για τη διάρκεια των επόμενων τριών παραγράφων – στην τέταρτη θα το ξανασυναντήσουμε. Αλλά τώρα, ένα σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα.

——— ≈ ————

Οι ελπίδες για διατήρηση μιας αν όχι πλεονεκτικής, τουλάχιστον ασφαλούς θέσης στον ψυχρό πόλεμο που βρίσκεται στο απόγειό του όταν η αποχωρούσα νιότη γραπώνεται από τα πόμολα του δωματίου επιχειρήσεων και το επελαύνον γήρας αποστηθίζει με δυσκολία τους κωδικούς των πυρηνικών, άρχισαν προ διετίας –στην περίπτωσή μου– να εμφανίζουν ενδείξεις εγκατάλειψης του ζωτικού χώρου που τους είχε δοθεί το ελεύθερο –ελλείψει βιώσιμης εναλλακτικής και απουσία σοβαρότερου αντιπάλου– να καταλάβουν στον –πόρρω απέχοντα από το να χαρακτηριστεί ολόδροσος– ψυχισμό κάποιου που ατενίζει το λυκαυγές της πέμπτης δεκαετίας του με όσο καθαρή ματιά επιτρέπει το πρώτο κρούσμα πρεσβυωπίας. Η διαδικασία γήρανσης, κοινή σε όλους τους θνητούς, φανερώνει, όπως κάθε ανθρώπινη εμπειρία, το αληθινό της πρόσωπο διά της εξατομίκευσης. Ακόμη κι ένας ασκούμενος δικηγόρος γνωρίζει πως, για να επιβληθεί η αρμόζουσα ποινή, απαιτείται να έχουν προηγουμένως ληφθεί υπ’ όψιν οι προσωπικές συνθήκες του δράστη. Αρνούμαι οτιδήποτε το αξιόποινο και παραθέτω τηλεγραφικά τις δικές μου: το 2017 είχα σαρανταρίσει, ήμουν άγαμος και άτεκνος, χωρίς ορατή προοπτική νυμφώνος ή πατρότητας. Ζούσα μόνος, σε 65 αντισηπτικά τετραγωνικά στους Αγίους Ομολογητές κοντά στο κέντρο της Λευκωσίας.  

Τη διαδρομή που έχει ως –ενδεχομένως γοητευτική– αφετηρία τον καριερίστα εργένη και –αναμφιβόλως φρικώδες– τέρμα το νεανίζον γεροντοπαλίκαρο, μεριμνούσα να διανύω με σταθερή ταχύτητα και ζηλευτή προσήλωση (ή, εδώ που τα λέμε, όχι και τόσο ζηλευτή δεδομένου του όγκου των πληροφοριών που ρουφούσα μανιωδώς ως προς τις στρατηγικές πλοήγησης αυτής ακριβώς της ρότας εφαρμοσμένες από άνδρες απείρως σοφότερους εμού, των οποίων οι τροχιές έλαχε να βρεθούν στις ίδιες συντεταγμένες γύρω στα σαράντα – σημειώνω εδώ πως το πολυσυλλεκτικό δείγμα τούτων των αρσενικών ήταν τόσο δημοκρατικά ανεκτικό ώστε να χωρούν, δίχως οι εκκωφαντικές διαφορές τους να κρούουν οποιονδήποτε κώδωνα για τον βαρήκοο αφηγητή σας, στην ίδια αναμνηστική ενσταντανέ τόσο ο Σιόρεν Κίργκεγκαρντ όσο και ο Γώγος Παρασκευαΐδης, τόσο ο Κωστής Παπαγιώργης όσο και ο Kιάνου Ρηβς). Όπως και να ’χει, υποχρεούμαι εδώ σ’ ένα disclaimer: η διαδρομή για την οποία σας μιλώ –από τον αποσυνάγωγο στον αποδιοπομπαίο– μακράν απείχε από του να ισοδυναμεί με μακρά οδό απανδόκευτο, αφήστε δε, που παρέλειψα να αναφέρω ότι το δρομολόγιο εκτρεπόταν συχνά-πυκνά για κάτι υπόθεσες πλήρους επαγγελματικής φύσεως, μερικώς ψυχικής ενασχολήσεως.
Προσπαθώ να πω ότι την εποχή που έσκασε η βόμβα Χάρβεϊ Γουάινστιν, έτυχε να βρίσκομαι στην πόλη που τέσσερις ολυμπιάδες προηγουμένως ο Κώστας Κεντέρης άναβε το φυτίλι για τη δική του. Επρόκειτο για το ετήσιο συνέδριο των απανταχού δικηγόρων. Κάθε Σεπτέμβρη, αγέλες ολόκληρες της συμπαθέστατης αυτής συνομο-ταξίας συρρέουν από κάθε γωνιά της γης σε κάποια πανάκριβη μητρόπολη για ένα πενθήμερο ιντερλούδιο μακριά από δικαστικά έδρανα, αίθουσες συσκέψεων και συζυγικές κλίνες. Η ψαρωτική ομορφιά του Σίδνεϋ (στις ελάχιστες γωνιές όπου η ανθρώπινη παρέμβαση δεν αναδεικνύει το αποστομωτικό φυσικό κάλλος τού αναγνωρίζει πάντως την πρωτοκαθεδρία) ουδόλως διαταράχθηκε από τέσσερις χιλιάδες κουστουμαρισμένους συνέδρους με αποστολή να κορδώνονται σε exclusive μπαρ ανταλλάσσοντας business cards, αλκοολούχες ματιές και μεταμεσονύχτια πονηρά λογάκια σε ημι-ακατάληπτα εγγλέζικα. Δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ το ίδιο και για τη διανοητική μου ισορροπία· στο τριήμερο πάνω είχε ταραχθεί καταφανέστατα – μπορεί και ανεπανόρθωτα. Με το πέρας των εκδηλώσεων, για σκοπούς ιάσεως, κατηφόρισα εσπευσμένα στη Μελβούρνη (το αλήτικο, ακαταμάχητο σεξαπίλ της ανιχνεύεται αποκλειστικά στον ανθρώπινο παράγοντα) και, εγγύτητας δοθείσης, αποφάσισα να κατρακυλήσω κι άλλο για μια διανυκτέρευση στο Χόμπαρτ. Όχι, η μεταφορική σημασία της έκφρασης «πάω νότια» στη γλώσσα που μιλάνε σε κείνα τα μέρη, δεν μου διέφευγε.  

——— ≈ ————

Το έκθεμα στο Mona έφερε τον πανουσικό τίτλο Cuntsand other conversations και τον είχα αρχικά εκλάβει ως σαρκαστική αντίστιξη στο υπερδημοφιλές θεατρικό Vagina Monologues, αλλά όσο περνά ο καιρός αμφιβάλλω όλο και λιγότερο για την αυτοτέλειά του. Το σίγουρο είναι πως το σημαίνον του τίτλου αντιφέγγιζε (πρακτική όχι εξαιρετικά συνήθης στη σύγχρονη τέχνη) το σημαινόμενο του έργου. Το ίδιο το έργο; Σε μια πλευρά ενός θεοσκότεινου, κατάμαυρου διαδρόμου, στο ύψος του ματιού, παραταγμένα, στη σειρά, σαν σε εκτελεστικό απόσπασμα, 151 πάλλευκα αιδοία φυσικού μεγέθους, αμέμπτως στοιχισμένα, ακροβολισμένα και αλφαδιασμένα σε μια ευθυγράμμιση κοντά τριάντα μέτρα. Ανατομικά ακριβή, κατασκευαστικώς εντελή, ποικιλόμορφα και αληθοφανή, τα εκθέματα ήταν λουσμένα με φως κόντρα σ’ ένα μαύρο φόντο που καταύγαζε περαιτέρω την ξέξασπρη πορσελάνη τους. Στο ipod, ο επισκέπτης πληροφορούνταν πως ο καλλιτέχνης –ένας Γκρεγκ Τέιλορ που δεν είχα ακουστά– είχε ζητήσει από γυναίκες κάθε ηλικίας, φυλής, σεξουαλικής προτίμησης, θρησκευτικής πεποίθησης, αισθητικής απόκλισης, προσωπικής υγιεινής και αισθηματικής αγωγής να ανοίξουν τα πόδια τους για τις ανάγκες του έργου. Κοντολογίς, αγαπητέ αναγνώστη: όλα τα μουνάκια είχαν ποζάρει. Έμεινα χάσκοντας.

Ποιος μπορεί να πει ποια αφορμή την όρεξη; Δεν ξέρω για το μυαλό μου πάντως το σώμα μου υπαγόρευσε πως είχε έρθει η στιγμή να εντρυφήσω στη δισυπόστατη έννοια –μια και καταπιαστήκαμε με τις πολυσημίες της αγγλικής– του ρήματος digest. Καθ’ οδόν προς το εστιατόριο, σταμάτησα στο πωλητήριο για να καταστώ αυτόπτης μάρτυς ενός ακόμα επιτυχούς συνοικεσίου αρτιστίκ ιδιοσυγκρασίας και επιχειρηματικού δαιμονίου. Αιδοιόσχημα σαπούνια, φέροντα την ιδιόχειρη έγκριση του ίδιου του Γκρεγκ του Τέιλορ, εγκιβωτισμένα –διά τον φόβον των Ιουδαίων (ή διά τον φόβον διασυρμού ενώπιον των Τελωνών)– σε πολυτελή συσκευασία, προσφέρονταν σε όσους έψαχναν αλκαλική συντροφιά. Προσφέρονταν προς αγορά έξι διαφορετικά σχήματα, έξι διαφορετικά αρώματα, έξι διαφορετικά ονόματα – τρία εξάρια στη σειρά, ο πιο ευωδιαστός εξαποδώ στο μπάνιο σας. Όλα ίσου μεγέθους (ελαφρώς μικρότερα του ανθρώπινου), όλα στην ίδια τιμή – τιμή, ειρήσθω, που θα άφηνε σύξυλο τον Τάιλερ Ντέρντεν. Όπως ίσως έχει γίνει ήδη αντιληπτό, ήταν απολύτως ουτοπικό, αγαπητή αναγνώστρια, να βρίσκομαι στις εσχατιές της Ωκεανίας και να αναμένεται από εμένα να αντισταθώ στην απόκτηση ενός τόσο βασικού, κοινόχρηστου, οικουμενικού αγαθού, ενός αγαθού τόσο κρίσιμου για την ομαλή συμβίωση με τον συνάνθρωπό μας. Soap, είπε ο σεναριογράφος, the yardstick of civilisation.  
Μερικές συμπτώσεις, είπε ο ποιητής, χρειάζεται και να ντρέπονται. Στο παραδίπλα τραπέζι του εστιατορίου ακούγονταν –αν έχετε το Θεό σας– κυπριακά. Μια χαριτωμένη τριαντάρα μιλούσε στο κινητό, πάνω από ένα πατέ κι ένα άσπρο κρασί. Με θάρρος ευθέως ανάλογο της απόστασης από τη σκλαβωμένη πατρίδα μας, την έπιασα κουβέντα. Ήταν από τη Λεμεσό, είχε αδελφό παντρεμένο στο Χόμπαρτ, εργαζόταν στον Πειραιά, ναι, είχε παλαβώσει με το Mona, όχι, δεν είχε σχέδια για μετά, ναι, θα έπινε ακόμη ένα. Μοιραστήκαμε το γιωτ της επιστροφής από το μουσείο στην πόλη και τα ιμέιλ μας για να συναντηθούμε το βράδυ – το πρωί θα αναχωρούσα. Στο ξενοδοχείο περιεργάστηκα το δωράκι μου. Λεγόταν Cath (Catherine για σας), είχε έντονο άρωμα (ροζ γερανιού· έτσι έγραφε), αδρά, κάπως διανοιγμένα (για τα γούστα μου) χείλη, καλοκρυμμένη (για την όρασή μου) κλειτορίδα και σγουρό, πυκνό, παλιομοδίτικο εφήβαιο (καταδικάζουμε τη νοσταλγία απ’ όπου κι αν προέρχεται;).

Βγαίνοντας απ’ το ντους (αρκέστηκα στο δωρεάν αφρόλουτρο του δωματίου, την Cath την καταχώνιασα στην αποσκευή), τσέκαρα το τηλέφωνό μου. Η συμπατριώτισσα λυπόταν –σε άπταιστα αγγλικά– αλλά την είχε καταβάλει το μουσείο και ο αδελφός της άναψε μπάρμπεκιου και ίσως μια άλλη φορά. Πακέταρα, παρήγγειλα room service και είδα ένα ντοκιμαντέρ για τον Μπόουι στην τασμανική τηλεόραση. Σαράντα ώρες αργότερα, άπλυτος και ζαβλακωμένος, ήμουν στη Λευκωσία, χωρίς τη Cathy. Η βαλίτσα είχε ξεμείνει στο τράνζιτ στη Ντόχα.
Όταν ήρθε επιτέλους, την έβαλα στο ασανσέρ, την ανέβασα σπίτι, την έσυρα στο σαλόνι, την ξάπλωσα στο παρκέ, της ξεκούμπωσα τις ασφάλειες, της τράβηξα τα φερμουάρ, της σήκωσα το πάνω μέρος, την ορθάνοιξα.

Μοσχοβολούσε το δυαράκι για μέρες.    

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: