Tον Ιούλιο του 2019 το Βραβείο Διηγήματος της Κοινοπολιτείας (The 2019 Commonwealth Short Story Prize) απονεμήθηκε στην Κωνσταντία Σωτηρίου για το διήγημά της «Έθιμα θανάτου». Δεκαπέντε χρόνια πριν, το 2004, όταν η Κύπρος έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με άλλες εννέα χώρες, το ποίημα της Νίκης Μαραγκού «Οι τριανταφυλλιές» επιλέχτηκε να εκπροσωπήσει την Κύπρο μέσα στο πλαίσιο του προγράμματος «Ποιήματα για...τον τοίχο» (Poems for... the Wall)[1] και να αναρτηθεί σε αίθουσες αναμονής σε νοσοκομεία του βρετανικού Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) σε δίγλωσση μορφή, στο πρωτότυπο και σε αγγλική μετάφραση (από τον Στέφανο Στεφανίδη) – το Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν φυσικά στην προ-Brexit εποχή. Οι περιπτώσεις των δύο αυτών συγγραφέων είναι αντιπροσωπευτικές της δυναμικής της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας σε σχέση με το ερώτημα της λεγόμενης «παγκόσμιας λογοτεχνίας». Θα τις προσεγγίσουμε ανιχνεύοντας συνέχειες και ασυνέχειες, προσωπικά στίγματα, επιτεύγματα και διαλόγους.
Οι δύο συγγραφείς ανήκουν σε διαφορετικές γενιές. Η Μαραγκού γεννήθηκε το 1948 στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ανήκει στους συγγραφείς που εμφανίστηκαν μετά την εισβολή του 1974: το πρώτο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή Τα από κήπων (Άγρα), εκδόθηκε το 1980, ενώ το σύνολο του έργου της, που περιλαμβάνει επίσης διηγήματα και τρία μυθιστορήματα, ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2013 με τη μεταθανάτια έκδοση της ποιητικής συλλογής Προς αμυδράν ιδέαν (Το Ροδακιό) – η Μαραγκού σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα κοντά στο Κάιρο, τον Φεβρουάριο του 2013.
Η Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 αμέσως μετά την εισβολή και η εκδοτική της πορεία μέχρι τώρα κινείται στο χώρο της πεζογραφίας, συμπληρώνοντας πέντε χρόνια έντονης παρουσίας, με τρία βραβευμένα έργα που σχηματίζουν μια κυπριακή τριλογία: Η Αϊσέ πάει διακοπές (Πατάκης, 2015), Φωνές από χώμα (Πατάκης, 2017) και Πικρία χώρα (Πατάκης, 2019). Η δεύτερη δεκαετία του εικοστού-πρώτου αιώνα είναι η περίοδος «συνύπαρξης» των δύο συγγραφέων, όπου η τελευταία –και πιο δημιουργική– περίοδος της Μαραγκού συναντά τα πρώτα βήματα της Σωτηρίου. Αξίζει να αναφέρουμε μόνο πως το τελευταίο έργο που εξέδωσε η Μαραγκού πριν τον αδόκητο θάνατό της, οι Δεκαοκτώ αφηγήσεις (Το Ροδακιό, 2013), αποτελείται από αφηγήσεις δεκαοκτώ Κύπριων γυναικών σε κυπριακή διάλεκτο και ανέβηκε σε θεατρική διασκευή το 2016. Τα έργα της Σωτηρίου, μέσα από το δικό τους ιδιαίτερο αφηγηματικό στίγμα και πρίσμα, αφορούν και αυτά σε αφηγήσεις Κύπριων γυναικών και έχουν έντονη θεατρική διάσταση (τα δύο πρώτα έχουν ήδη ανεβεί σε θεατρική διασκευή).
Η μικροϊστορική προσέγγιση, η έμφαση στη γυναικεία φωνή και τον «άλλον», η θεματική του κυπριακού τραύματος με έλεγχο της συγκινησιακής φόρτισης μέσα από μια σύγχρονη γραφή αποτελούν τον κοινό χώρο της Μαραγκού και της Σωτηρίου.[2] Αλλά η αφηγηματική τεχνική των δύο συγγραφέων είναι διαφορετική. Από τη μία πλευρά, στη γραφή της Σωτηρίου οι συγγραφικές επιλογές και τεχνικές είναι περισσότερο εμφανείς, με έντονα τα στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού. Από την άλλη πλευρά, η γραφή της Μαραγκού έχει μια πιο «παραδοσιακή» μορφή που χαρακτηρίζεται από τη χρήση προσωπείων και αποσιωπήσεων με τρόπο «αμυδρό», για να παραφράσουμε τον τίτλο της τελευταίας της ποιητικής συλλογής. Έτσι π.χ. σε ένα από τα πιο γνωστά διηγήματά της, το πρωτοπρόσωπο «αυτοβιογραφικό» «Nicossienses» (που κλείνει ακριβώς με το ποίημα «Οι τριανταφυλλιές»), η σύγχρονη διχοτομημένη Λευκωσία συνδέεται με σκηνές των παιδικών και εφηβικών χρόνιων της αφηγήτριας (που ταυτίζονται με αντίστοιχες της ίδιας της Μαραγκού)· η συγκίνηση συγκρατείται διαρκώς πίσω από μία «απλή» γραφή, με τον ίδιο τρόπο που ο τίτλος του διηγήματος παραπέμπει στο έργο Lacrimae Nicossienses [Δάκρυα της Λευκωσίας] (1894) του Tankerville H. Chamberlayne, παραλείποντας όμως τη συγκινησιακή λέξη «Δάκρυα» (Lacrimae).[3] Από την άλλη πλευρά, στο μυθιστόρημα της Σωτηρίου Η Αϊσέ πάει διακοπές ο διχοτομημένος τόπος σωματοποιείται, μπορεί κανείς να πει, στη μορφή μιας Κύπριας γυναίκας: της εβδομηνταπεντάχρονης τώρα Τουρκοκύπριας Χατισέ που πριν το γάμο της με τον Τουρκοκύπριο Αρίφη, πολλές δεκαετίες πριν, ήταν η Ελληνοκύπρια Ελένη. Η διχοτόμηση εγγράφεται γλωσσικά στη σταθερή εναλλαγή ανάμεσα σε μια δευτεροπρόσωπη αφήγηση σε κοινή ελληνική και σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε κυπριακή διάλεκτο, οι οποίες αφορούν και οι δύο τη Χατισέ-Ελένη. Όπως συμβαίνει πολλές φορές στον «αυτοβιογραφικό» λόγο της Μαραγκού, έτσι και στο μυθιστόρημα της Σωτηρίου εγγράφεται ο συγγραφέας, αλλά με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο: στις δύο υποσημειώσεις που εμφανίζονται στο έργο (σ. 29 και 44), γραμμένες σε κοινή ελληνική σε τμήματα όπου η Ελένη-Χατισέ μιλά στην κυπριακή διάλεκτο, γίνονται δύο «αυτοβιογραφικές» αναφορές, που πληροφορούν τον αναγνώστη σχετικά με την προέλευση συγκεκριμένων εκφράσεων ή ιστοριών: «από παραμύθι που μου έλεγε η γιαγιά μου» ή «από προσωπικές διηγήσεις του παππού μου, ερασιτέχνη εκτροφέα μεταξοσκώληκα».
Η προσοχή στη χρήση της κοινής ελληνικής και της κυπριακής διαλέκτου στις δύο συγγραφείς συνδυάζεται με τη φροντίδα τους για τη μετάφραση των έργων τους – μια κοινή φροντίδα που κάνει για άλλη μια φορά πιο ενδιαφέρουσες τις διαφορές τους. Το διήγημα «Nicossienses» της Μαραγκού, π.χ., δημοσιεύτηκε και αυτοτελώς σε τρίγλωσση έκδοση (αγγλικά, ελληνικά και τουρκικά) και συμπεριλήφθηκε σε γερμανική μετάφραση στον συλλογικό τόμο Το τόλμημα της μνήμης (υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Goethe), ενώ η τελευταία ποιητική συλλογή της Προς αμυδράν ιδέαν σχεδιάστηκε και κυκλοφόρησε εξαρχής ως δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-αγγλικά, σε μετάφραση της Ξένιας Ανδρέου). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μαραγκού θεώρησε σημαντική τη συμπερίληψη του ποιήματός της «Οι τριανταφυλλιές» στο πρόγραμμα «Ποιήματα για...τον τοίχο», προσθέτοντας τη σχετική πληροφορία στο σύντομο βιογραφικό που εμφανίζεται στην ιστοσελίδα της.[4] Αλλά φαίνεται αδύνατο να μην πρόσεξε ότι στη δίγλωσση ανάρτησή του στα βρετανικά νοσοκομεία το ποίημά της έφερε την εξής λανθασμένη πληροφορία ως προς τη γλώσσα προέλευσης της μετάφρασης: «από τα κυπριακά ελληνικά» («from the Greek Cypriot»)· το πρωτότυπο ποίημα ήταν στην κοινή ελληνική και όχι στην κυπριακή διάλεκτο.[5] Το σίγουρο είναι πως στη δίγλωσση συλλογή της Προς αμυδράν ιδέαν η Μαραγκού συμπεριέλαβε δύο ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο, τα οποία άφησε αμετάφραστα, όπως δήλωνε και ο τίτλος της σχετικής ενότητας: «Τα Αμετάφραστα». Από την άλλη πλευρά το διήγημα της Σωτηρίου «Έθιμα θανάτου», το οποίο αποτελεί σύνθεση μερών της Πικρίας χώρας, ήταν το πρώτο στην ιστορία του θεσμού του Διαγωνισμού Διηγήματος της Κοινοπολιτείας, που βραβεύτηκε από μετάφραση (στα αγγλικά, της Λίνας Πρωτόπαπα).[6] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο η Μαραγκού όσο και η Σωτηρίου (και μέσα από τις σπουδές τους, Κοινωνιολογία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου η πρώτη, Τουρκικές και Μεσανατολικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Ιστορία της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ η δεύτερη) είναι από τους συγγραφείς που γνωρίζουν και σε θεωρητικό επίπεδο την πολυπλοκότητα στην προσέγγιση της κυπριακής διαλέκτου μέσα στο πλαίσιο των μεταποικιακών σπουδών. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που στις σημειώσεις της μεταφράστριας που συνόδευαν το κείμενο της Σωτηρίου στο διαγωνισμό της Κοινοπολιτείας δεν έγινε καμία αναφορά στη χρήση της διαλέκτου που υπάρχει στο πρωτότυπο. Μόνο το διαλεκτικό «Καλές Γεναίτζιες» κρατήθηκε στα αγγλικά ως «Kales Yenejes», με επεξήγηση σχετικά με τη λαογραφική σημασία τους.[7]
Και στις δύο συγγραφείς η κυπριακή διάλεκτος εμφανίζεται ως φωνή γυναικών (αξίζει να θυμόμαστε βέβαια και το γνωστό ποίημα της Μαραγκού «Πρόσφυγας από την Καρπασία» ή το διήγημά της «Δι’ εσόπτρου» για αντρικές φωνές σε κυπριακή διάλεκτο). Αλλά εκτός από τη θεματική ενασχόληση με τον κόσμο των γυναικών, οι δύο συγγραφείς εκπροσωπούν τη λεγόμενη «γυναικεία γραφή» κυρίως μέσα από την άρνηση κάθε ουσιοκρατικού μηνύματος. Ένα είδος ρευστότητας της γραφής, η οποία αποκλείει την καταφυγή στις βεβαιότητες που συνδέονται με την πατριαρχική οπτική, υπάρχει και στις δύο συγγραφείς, αν και με διαφορετικό (αλλά πολλές φορές το ίδιο ακραίο) τρόπο, οδηγώντας τον αναγνώστη σε συνεχείς αναρωτήσεις που δεν επιδέχονται μονοσήμαντες απαντήσεις. Έτσι, η Μαραγκού στο εισαγωγικό της σημείωμα στις Δεκαοκτώ αφηγήσεις τονίζει ότι οι αφηγήσεις ανήκουν αποκλειστικά στις γυναίκες με τις οποίες συνομίλησε· η δική της συνεισφορά αφορά στην επιμέλεια του κειμένου ως προς την πύκνωσή του: «Από μια αφήγηση πολλών ωρών μπορούσα να καταλήξω σε μια ολιγόλεπτη αφήγηση που είναι όμως ουσιαστική». Ο αναγνώστης αναρωτιέται τι σημαίνει αυτό, ιδιαίτερα καθώς στην ποιητική συλλογή της Μαραγκού Προς αμυδράν ιδέαν το ποίημα «Ιστορίες της Σαβούς» από την ενότητα «Τα Αμετάφραστα» συγκροτείται σε μεγάλο μέρος από φράσεις που βρίσκουμε ακριβώς στην αφήγηση της Ελισάβετ στις Δεκαοκτώ αφηγήσεις. Ποιος είναι τελικά ο ρόλος του συγγραφέα σε κάθε περίπτωση; Επίσης στο ίδιο εισαγωγικό σημείωμα στις Δεκαοκτώ αφηγήσεις, η Μαραγκού υποστηρίζει ότι δεν μπόρεσε να συμπεριλάβει περισσότερες αφηγήσεις Τουρκοκύπριων γυναικών εξαιτίας του διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων. Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί, η αναλογία ανάμεσα στις αφηγήσεις Τουρκοκύπριων και Ελληνοκύπριων γυναικών (3/15) αντιστοιχεί περίπου στην αναλογία του πληθυσμού των δύο κοινοτήτων όπως ήταν το 1974 (18% και 80% αντίστοιχα του συνολικού πληθυσμού).[8] Ο αναγνώστης αναρωτιέται και πάλι, χωρίς να μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα, αν ο αριθμός των αφηγήσεων είναι τελικά προϊόν συνθηκών ή/και επιλογής. Στη Σωτηρίου, από την άλλη πλευρά, ένα από τα θεμελιώδη δομικά στοιχεία του μυθιστορήματος Η Αϊσέ πάει διακοπές, η εναλλαγή ανάμεσα στην κοινή ελληνική και την κυπριακή διάλεκτο, δεν υπάρχει στη θεατρική διασκευή του έργου, το οποίο ακούστηκε ολόκληρο στην κυπριακή διάλεκτο.[9] Ποια είναι τελικά η σημασία και λειτουργία της παρουσίας των δύο γλωσσικών μορφών στο μυθιστόρημα; Επίσης, στη νουβέλα της Σωτηρίου Φωνές από χώμα η αφήγηση της Τζεμαλιγιέ, που είναι ιστορικό πρόσωπο (η Τουρκοκύπρια πόρνη «που μαζί με τον Τουρκοκύπριο εραστή της Ζεκή υπήρξαν οι πρώτοι νεκροί» στον «σκοτεινό Δεκέμβρη του 1963 που οδήγησε στις διακοινοτικές ταραχές και στη χάραξη της Πράσινης Γραμμής που χώρισε τη Λευκωσία στα δύο», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου), γίνεται στην κοινή ελληνική και σε σταθερή εναλλαγή με τις αφηγήσεις δώδεκα Ελληνοκύπριων ομιλητριών στην κυπριακή διάλεκτο. Όμως η Τζεμαλιγιέ στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να μιλά στην κοινή ελληνική. Πώς πρέπει να ακούσουμε την αφήγησή της; Και είναι άραγε τυχαίος ο αριθμός των γυναικών ή έχει κάποια σημασία; Κάθε απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις είναι από μόνη της «ρευστή». Το μόνο σίγουρο φαίνεται να είναι πως οι αφηγήσεις των δώδεκα Ελληνοκύπριων γυναικών στις Φωνές από χώμα (οι οποίες εισάγονται επίσης με κάποια στοιχεία ταυτότητας, όπως π.χ. «Μιλά η Αθηνούλα Τ., που ο σύζυγός της εργαζόταν στο υποδηματοποιείο Άριστον μέχρι το 1982») μπορούν να συγκριθούν με τις («πραγματικές») αφηγήσεις των γυναικών, Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων, στις Δεκαοκτώ αφηγήσεις της Μαραγκού.
Η Νίκη Μαραγκού και η Κωνσταντία Σωτηρίου, δίνοντας έμφαση στην εντοπιότητα και τη γυναικεία οπτική, και μέσα από μια σύγχρονη γραφή που είναι ιδιαίτερη για κάθε μία συγγραφέα, συνομιλούν με την «παγκόσμια λογοτεχνία» και εγγράφονται σε αυτήν. Μία αναλυτική σύγκριση ανάμεσα στις δύο συγγραφείς ξεπερνά τα όρια του παρόντος κειμένου, αλλά θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στη χαρτογράφηση της πορείας της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνίας και της προσωπικής συνεισφοράς συγκεκριμένων συγγραφέων. Η Μαραγκού ήταν από τις πρώτες κυπριακές φωνές που κινήθηκαν συστηματικά προς μία «παγκόσμια» κατεύθυνση ή, όπως έχει ειπωθεί, ένα είδος «εξακτίνωσης» τόσο προς τη Δύση όσο και προς την Ανατολή με κέντρο την Κύπρο· είναι ενδεικτική η συνύπαρξη των τριανταφυλλιών διαφορετικής προέλευσης στον λευκωσιάτικο κήπο της αφηγήτριας στο ποίημα της Μαραγκού «Οι τριανταφυλλιές», όπου η «εξηντάφυλλη που έφερε ο Μίδας από τη Φρυγία» και η «Μπαγκσιανή που ήρθε από την Κίνα» εμφανίζονται δίπλα στη «Rosa Gallica που έφεραν οι σταυροφόροι», και όλες μαζί δίπλα στην πρώτη τριανταφυλλιά που παρουσιάζεται στο ποίημα, την «εκατόφυλλη από το σπίτι με το πένθος στον Άγιο Θωμά».[10] Η νεότερη Σωτηρίου από την άλλη πλευρά με την εντυπωσιακή πενταετή εκδοτική παρουσία της έχει ήδη αναδειχτεί ως μια διακριτή περίπτωση εξωστρέφειας της νεότερης γενιάς στη δική της προσπάθεια να κάνει την κυπριακή φωνή να ακουστεί έξω από τα όρια του τραυματισμένου νησιού της Ανατολικής Μεσογείου.