Χαρτογραφώντας την παλιά μου εμμονή με τους χάρτες (τη χαρτομανία μου), βρίσκω ένα τοπίο καταγωγής στα Μυστικά του βάλτου, σε έκδοση που περιείχε, ακριβώς, έναν χάρτη. Η αντίστοιχη μανία, της Π.Σ. Δέλτα, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όταν ο Ίων Δραγούμης τής έδειχνε στον χάρτη το σημείο ταφής για το κεφάλι του Παύλου Μελά.
Τα σημάδια, λοιπόν, στο χαρτί, βέλη ή σταυροί (ή ό,τι άλλο), όσα υπόσχονται κρυφούς θησαυρούς, είναι τα νεύματα, για να βρούμε ένα κομμένο κεφάλι, το χαμένο αγαπημένο μας πρόσωπο.
Συν τω χρόνω, τόσο που έσκαψα, ανασύροντας άδεια σεντούκια, δόθηκε και σε μένα η χάρη να υποψιαστώ ότι ο χάρτης του θησαυρού είναι ήδη ο θησαυρός που χρειάζομαι, για να χορέψω στο ναρκοπέδιο, κατά προτίμηση την ώρα που βρέχει.
Αυτό κάνω τώρα, κι ας μη βρέχει, καθώς τεντώνω τον χάρτη μου με οίστρο ποιητάρη, ’που Δύσην ώς Ανατολήν, κι απού Βορράν ώς Νότον, μια πρόσκληση σε όλο τον κόσμο, να ακούσει τη δική του ιστορία και, ει δυνατόν, ν’ αρχίσει να κλαίει.
Ξεκινώ απ’ το Πεκίνο του Μεγάλου Χαν, στο οποίο, ιστορεί ο Μάρκο Πόλο, οι δρόμοι ήταν ευθείς σαν τα νήματα, εικόνα που παραπέμπει στη ραφή και, κυρίως, στο ξήλωμα ενός υφαντού. Έτσι ιδρύθηκε, από τους βαρβάρους, η Ευρώπη μου.
Καίτοι το οδικό δίκτυο της Ρώμης δεν αποτελούνταν από ευθείες, ήταν όμως λειτουργικό και συναρμολογούσε ένα σύμπαν, με κέντρο την Αιώνια Πόλη∙ εξάλλου: όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη. Ναι∙ αλλά τώρα οδηγούν μονάχα στην άβυσσο.
Οι λεωφόροι γεμίζουν με βρύα, οι ρωμαϊκές πινακίδες πέφτουν στο ρείθρο: Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι, / με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους…
Η καταστροφή του ρωμαϊκού δρόμου ισοδυναμεί με λυκόφως των ειδώλων, μια εξάρθρωση νοήματος. Αυτή η άκρα σιωπή ίσως θυμίζει την πρώτη ημέρα της Δημιουργίας. Ο αποκλεισμός υποβάλλει την αγωνία της απόδρασης, τον πόθο για μιαν οδό διαφυγής: η έξοδος από τον λαβύρινθο∙ ή: από το κατάμαυρο δάσος.
Θα επιμείνω σ’ αυτό. Στον ασήμαντο βίο μου, δάσος και αφήγηση παιδιόθεν ταυτίζονται, εκβάλλοντας στην αναζήτηση, ή στην ίδρυση μιας καινούριας πατρίδας.
Οι ιστορίες του παππού μου άνθισαν κάτω από τις χαρουπιές, τα κυπαρίσσια και τις συκαμινιές της αυλής. Το χωριό μου, η Χλώρακα, σημαίνει τον χλωρό τόπο. Το παιδικό μας βασίλειο ονομαζόταν Δασοχώρι. Η φαντασίωση για ένα δεντρόσπιτο με βασανίζει ακόμα, ως έλλειμμα. Η τέχνη της τυπογραφίας μού αποκαλύφθηκε με το βιβλίο Η ανθολογία του δάσους, χάρη στον δασολόγο θείο μου, Μάριο Νεοκλέους.
Στο σχολείο, η αναδάσωση ήταν βασικό μάθημα, υπό τους στίχους: Φυτέψτε δέντρα, στην πλαγιά εκεί / να πρασινίσει όλη η γη. Οι πινακίδες στους δρόμους μας είναι φορείς ευσκιόφυλλης μνήμης: η Κοιλάδα των Κέδρων∙ το Δάσος της Πάφου.
Επίσης: το Δάσος των Αγνοουμένων. Τα χαμένα∙ τα αγαπημένα. Ποιος ξέρει;
Σε εκδρομές στο όρος Τρόοδος, ίσως ζήσαμε τη δική μας δασική περιπέτεια, προτού γνωρίσουμε αληθινά δάση, για παράδειγμα στη Σουηδία, καίτοι δεν θα μάθω ποτέ αν τα κίτρινα μάτια που είδα τότε στο φύλλωμα, ανήκαν σε λύκο ή λυκάνθρωπο.
Αλλά μπορεί να επρόκειτο για τον μάγο Μέρλιν, τη μεγαλόποδα Μπέρθα, ή τον Ζίγκφριντ την ώρα που πέθαινε. Το μεσαιωνικό δάσος ήταν κοιτίδα μυθολογίας, καταφύγιο ληστών και ερωτευμένων, αλλά και όριο, ή σύνορο ενός κόσμου.
Ασφαλώς, το μεσαιωνικό δάσος καταγόταν από το ρωμαϊκό: η Ρέα Σύλβια, η μητέρα των Ρωμύλου και Ρώμου, ήταν το Ξωτικό του Δάσους. Ο γιος του Αινεία και της Λαβίνιας ήταν ο Σύλβιος, όνομα που απαντά τετράκις στη γενεαλογία: Αινείας Σύλβιος, Λατίνος Σύλβιος, Τιβερίνος Σύλβιος, Ρωμύλος Σύλβιος.
Για τους Ρωμαίους, και τους διαδόχους τους, το δάσος είναι μια μοίρα, όπως στον Μπρεχτ: Και των δασών η παγωνιά / μέσα μου θα ’ναι, ώς τον θάνατό μου.
Το αντίστοιχο του δρυμού, στην Ανατολή, είναι η έρημος. Οι ευρωπαϊκές περιπλανήσεις στα δάση συνομιλούν με τη νομαδική ζωή στους αμμόλοφους. Η απόδραση απαιτεί να διασχίσω όλες τις εκδοχές της terra incognita, της no man’s land, της selva oscura. Εκεί είναι το ξέφωτο. Εκεί και η όαση.
Τέτοια πέπλα ελπίζω να υφαίνω, στην παρούσα αφήγηση, σαν τα μαντήλια για τον αποχαιρετισμό, ή για να φυλαχτούμε απ’ τον ήλιο, σ’ ένα ταξίδι στην έρημο. Τα ξεδιπλώνω κιόλας, τρομερές σημαίες, ή άδεια πουκάμισα, και με ένα θρόισμα διαγράφεται ο χάρτης του κόσμου, είδος ταπισερί, που την ιστορώ από καταβολής.
Ξαφνικά, βρέχει.
Στη λέξη γεωγραφία βρίσκω τη γραφή της γης, κυρίως της άμμου, κείμενο που άφησε ο Χριστός, σαν τραγουδάκι στο χάος. Ο καλπασμός του ορθολογισμού έχει σβήσει το εργόχειρο, αλλά υπάρχουν τρόποι να το ψηλαφίσουμε, με μάτια κλειστά.
Δεν πιστεύω να πιστεύει κανείς ότι οι χάρτες και οι υδρόγειοι του Μεσαίωνα είχαν την αξίωση να αποτυπώσουν το μυστήριο του κόσμου σε διαστάσεις μινιόν. Οι Αιώνες ήταν Σκοτεινοί∙ όχι ηλίθιοι. Αλλά Σκοτεινός ήταν και ο Ηράκλειτος. Για δες.
Οι μεσαιωνικοί χάρτες ήταν ομιλούσες εικόνες, όπως η αγιογραφία, τα κόμικς, το μυθιστόρημα. Οι mappae mundi, μέθοδοι διδασκαλίας και μνημοτεχνικές, ήθελαν να ιστορήσουν βιβλικές ενότητες, μυθολογικές καταγωγές και εξωτικά φύλα. Ήταν εγκυκλοπαίδειες, και λίγα σχόλια στις προφητείες για την πανανθρώπινη λύτρωση.
Σε δύο εξαιρετικές περιπτώσεις, η ταπεινή ιδιοσυγκρασία των δημιουργών θέτει όριο στις περιπλανήσεις, με τη φράση: Hic sunt dragones∙ εδώ ζουν δράκοι. Πρόκειται για τη χάλκινη υδρόγειο Λένοξ, και την κατά τι αρχαιότερη υδρόγειο που βρέθηκε πρόσφατα, ζωγραφισμένη στο αυγό μιας στρουθοκαμήλου.
Αυτά τα αριστουργήματα τοποθετούνται στις αρχές του 16ου αιώνα, μετά την ανακάλυψη της Αμερικής. Σε παλαιότερους χάρτες, η αντίστοιχη προειδοποίηση για τον ταξιδιώτη είναι μάλλον απλούστερη: Hic sunt leones∙ εδώ ζουν λέοντες.
Με λιοντάρια, ωστόσο, ή και με δράκους, ισχυρίζομαι ότι εδώ ακριβώς πρέπει να πάμε. Κι ο Θεός βοηθός – στο κάτω κάτω, το είπα ότι έχει αρχίσει να βρέχει.
Το αφήγημα, σε εκτενέστερη μορφή, περιέχεται στο ανέκδοτο μυθιστόρημα με τίτλο Εκδικητές, τόμος Ι, Αθήνα 2016.