«Να θυμάσαι να ζεις!»
Αυτό μου φώναξε η μπάμπω μας από το ντιβάνι της εκείνη τη φθινοπωριάτικη Κυριακή. Σκεβρωμένη από τα χρόνια τα πολλά η πλάτη της, τυλιγμένοι στη μαύρη, πλεκτή ζακέτα οι ώμοι της, βυθισμένη εδώ και χρόνια η ύπαρξή της στη σιωπή, άφησε για λίγο τον κόσμο της και μου μίλησε.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η γιαγιά μου, μάνα του πατέρα μου, η μπάμπω μας, κάθεται στο ντιβάνι της, χειμώνα καλοκαίρι. Δίπλα από το παράθυρο του σαλονιού που έβλεπε στον απέναντι δρόμο, εκεί που διασταυρώνονταν βιαστικά διαβάτες και αυτοκίνητα, μετρά ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα. Τσιμέντο και κράσπεδο παντού, με μόνη όαση την αιωνόβια ελιά του γείτονα, που άπλωνε τους κλώνους της μέχρι τον διπλανό φράχτη, εισβάλλοντας σε άλλη αυλή. Κι αν είχε δει κι ακούσει καβγάδες η γιαγιά για χάρη της· μήλον της έριδος εδώ και χρόνια ο κλάδος ελαίας...
Άνοια μας είπαν πως είχε. Κι εγώ σαν όνειρο θυμάμαι μερικές μόνο στιγμές της, εκείνης και του πατέρα μου. Αν ήταν χαρούμενες ή στενάχωρες, χαμογελαστές ή λυπημένες δεν ξέρω. Θολές οι εικόνες τους, μα θαρρώ πως είχα ακούσει τα γέλια τους. Ήμουν μόλις τεσσάρων όταν μας έφυγε εκείνος και έκτοτε η ζωή στο σπίτι μας έχασε το νόημά της. Η μάνα μου έντυσε τα νιάτα της στο μαύρο και η γιαγιά μου έσβησε ό,τι κι αν υπήρχε μέσα της. Έμεινε, λοιπόν, εκεί, θεατής τυφλός, ακροατής κωφός.
Δεν με αναγνώριζε πάντοτε. Άλλοτε με περνούσε για τον γιο της, τον μακαρίτη τον πατέρα μου, κι άλλοτε με κοίταζε απλώς με βλέμμα απλανές. Αυτό το βλέμμα της στο πουθενά με γοήτευε. Αναρωτιόμουν πού βρισκόταν ο νους της εκείνες τις στιγμές, ποιες εικόνες ξεπηδούσαν από μέσα της και προς τα πού αρμένιζαν.
Όταν μεγάλωσα λιγάκι και ζωήρεψαν η γλώσσα και οι πράξεις μου, καθόμουν με τις ώρες μαζί της. Μόνοι οι δυο μας, εγώ να της μιλώ ασταμάτητα για τα όνειρα και τα θέλω μου, κι εκείνη να μη βλεφαρίζει καν τα μάτια της. Μα με άκουγε, είμαι σίγουρος. Με άκουγε, με καταλάβαινε και με πονούσε. Κι εγώ της εμπιστευόμουν τα εσώψυχά μου. Και ένα σωρό σκανταλιές και μυστικά κρυφά από όλους. Ήξερα καλά πως δεν υπήρχε περίπτωση να με μαρτυρήσει...
Και μια μέρα, από το πουθενά, εκεί που καθόμουν στο πάτωμα του σαλονιού μπροστά της και έλυνα τις πολύπλοκες μαθηματικές εξισώσεις για το διαγώνισμα της επόμενης μέρας, άκουσα τη φωνή της. Και ξαφνιάστηκα τόσο πολύ, που νόμισα πως το φαντάστηκα. Μα η βραχνιασμένη, τρεμουλιαστή φωνή της ξανακούστηκε, κι εγώ έμεινα αποσβολωμένος να την κοιτάζω στα μάτια. Και τα δικά της απέναντί μου ήταν ορθάνοιχτα και λίγο υγρά στις άκρες τους, μόλις επανέλαβε εκείνες τις λέξεις.
«Να θυμάσαι να ζεις!»
Της έγνεψα καταφατικά σχεδόν βουρκωμένος. Άλλη φράση δεν είχε ξεστομίσει μέχρι τότε. Ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ζεσταίνομαι ή κρυώνω. Ούτε στη μάνα μου μίλησε ποτέ. Σε μένα μόνο, εκείνο το απόγευμα.
Ταράχτηκα πολύ. Όχι τόσο από το ξάφνιασμα ή το αναπάντεχο γεγονός, όσο επειδή το ένιωσα ότι το έλεγε για μένα. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ή τι νόμιζε. Ήμουν όμως σίγουρος. Σ’ εμένα απευθυνόταν. Μαθητής όμως ήμουν ακόμα, τι ήξερα εγώ από τη ζωή;
Μέσα σε αυτή τη φράση της έκρυψε και προτροπή και συμβουλή, μα και μια υπόσχεση. Από μένα σε εκείνη. Οι ψυχές μας είχαν συντονιστεί. Κι εγώ θα φύλαγα βαθιά μέσα μου για πάντα εκείνη τη στιγμή.
Την επομένη η μπάμπω μας δεν ξύπνησε. Και η καρδιά μου την έκλαψε γοερά καθώς σκεφτόμουν πως μόνο εμένα είχε αποχαιρετήσει. Μέσα στη θολούρα του μυαλού και του πόνου της, διάλεξε πριν φύγει να μου μιλήσει. Έστω και με αυτές τις λίγες λέξεις. Να τις θυμάμαι μαζί με την ανάμνησή της τα χρόνια που θα έρχονταν και το ντιβάνι της θα έμενε αδειανό.
Καθώς τώρα κάθομαι σ’ αυτό το ίδιο το ντιβάνι και αναλογίζομαι τα χρόνια που πέρασαν, τη νιώθω την απογοήτευσή της. Φάνηκα πολύ μικρός μπροστά της. Μικρός και λίγος. Φρούδες οι υποσχέσεις, ανείσπρακτη η κληρονομιά.
Όλες τις στιγμές μου τις χαλάλισα. Έμεινα ολομόναχος. Άκληρος και μίζερος και σκυθρωπός. Νιάτα, οικογένεια και χαρές δεν γνώρισα. Στη βιοπάλη σαν έπεσα, σε ξένες δουλειές, για να θησαυρίσουν άλλων οι τσέπες, λεπτό δεν σταμάτησα για να τη θυμηθώ. Η μνήμη μου αδυνάτισε. Η ζωή μου ξεστράτισε από τα όνειρα που της εκμυστηρευόμουν. Μαζί και τα θέλω μου που έσβησαν από τα πρέπει. Και τα χρόνια πέρασαν... Και το μόνο που κράτησα τελικά από εκείνη είναι αυτό εδώ το ντιβάνι...
Στην αρχή διαπραγματευόμουν σθεναρά τα όνειρά μου. Ζητιάνευα από τους γύρω μου μια ευκαιρία να μου επιτρέψουν να τα πραγματοποιήσω. Μα γρήγορα τα παράτησα... Και παρακαλετά και προσπάθειες και πείσμα. Κι απλώς αφέθηκα σε αυτό που οι άλλοι έφτιαχναν για μένα. Σε αυτό που ήθελαν εκείνοι από μένα. Μέχρι που πείστηκα κι εγώ επιθυμίες και προσδοκίες να μην έχω. Έτσι, ξεκίνησα να περπατώ σε κάθε κατεύθυνσης δρόμους. Δυτικά και ανατολικά, νότια και βόρεια. Να προσπαθώ, να προσαρμόζομαι, να σιωπώ, να καταπνίγω και να καταπνίγομαι. Και παντού γύρω μου πινακίδες για νέες διαδρομές. Άλλων όμως ήταν οι χαραγμένοι προορισμοί στα ταξίδια τα δικά μου. Τόσοι πολλοί που ακολουθώντας τους έχασα και νου και λογικά. Και στο τέλος, ακόμη κι εμένα...
Στον απολογισμό μου απέτυχα παταγωδώς. Κι ας λέω πως είχα πάντοτε τας φρένας σώας... Εκείνης η διαύγεια, που τάχα δεν την είχε, ήταν καλύτερη από τη δική μου. Εκείνη, που ούτε γράμματα έμαθε ούτε τον κόσμο γνώρισε, ήξερε περισσότερα από όσα θα μάθαινα εγώ ποτέ. Κι αν ταξίδεψα σε λιμάνια, αεροδρόμια και σταθμούς, κι αν γνώρισα ανθρώπους μεγάλους και τρανούς, κι αν έμαθα να λύνω προβλήματα και αλγόριθμους, σπατάλησα όλη μου τη ζωή σε αυτά, ενώ εκείνη σε όλη τη ζωή της φρόντιζε τους άλλους. Μέχρι τη στιγμή που παραιτήθηκε από αυτήν, από μόνη της... Ενώ εγώ... Νομίζω πως τελικά ήταν η ζωή που παραιτήθηκε από μένα... Γιατί την είχα στο περιθώριο και στην αναμονή, συχνά την αγνοούσα, μέχρι που την ξέχασα εντελώς. Και με ξέχασε κι εκείνη.
Τα όνειρά μου σκούριασαν. Δεν τα θυμάμαι πια, δεν τα αισθάνομαι καν ως κάποτε δικά μου. Και τη χροιά της ίδιας της φωνής μου ακόμα ξέχασα. Και σαν την ακούω τώρα, αναρωτιέμαι αν πρόκειται όντως για τη δική μου. Τόσο βουβός υπήρξα... Σαν την μπάμπω μας, μα από άγνοια εγώ...
Σήμερα δεν έχω σε κανέναν κληρονομιά τις λέξεις μου να αφήσω. Μα αν είχα έστω σε κάποιον να μιλήσω, κι εγώ αυτό θα του έλεγα, γιαγιά:
«Να θυμάσαι να ζεις!»
Με την ευχή η παραδοχή μου αυτή το χώμα σου να αλάφρυνε τώρα πια...