Με άκρα μυστικότητα άρχισαν να γνωστοποιούνται οι αποφάσεις. Ο Στέφανος, γνώστης των μυστικών μεθόδων, ανέθεσε την ευθύνη στους πιο έμπιστους. Κανείς δεν μιλούσε φανερά για το ζήτημα αυτό. Όμως, καθώς περνούσαν οι μέρες, όλο και πιο πολύ ένιωθε κανείς πως, όπου να ’ναι, κάτι εντυπωσιακό επρόκειτο να συμβεί. Και καθώς πλησίαζε η ποθητή μέρα, ο βηματισμός, οι κινήσεις και το θαρρετό ύφος, δεν μπορούσαν ν’ αποκρύψουν άλλο τον ανασασμό της ψυχής.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει κάθε φορά, άρχισαν να κυκλοφορούν πληροφορίες για δήθεν οργανωμένες αντιδράσεις από ακραίες ομάδες με σκοπό να υπονομεύσουν τα εμπνευσμένα σχέδια του κράτους… κ.τ.λ. Μετά ακολούθησε η ίδια η πολιτεία που με επίσημες ανακοινώσεις αποκάλυπτε ότι από «γνωστούς κύκλους εξυφαίνονται σχέδια και υπονομευτικές κινήσεις» κ.τ.λ… κ.τ.λ… Τίποτε, όμως, δεν φαινόταν ικανό να ανακόψει τη φορά των πραγμάτων.
Πολύ νωρίς, άρχισαν να χτυπούν πένθιμα οι καμπάνες. Οι ήχοι, στην αρχή, γυρόφερναν στους δρόμους και τα στενά της πόλης. Μετά, όσο περνούσε η ώρα, ολοένα και πλήθαιναν και σαν αερικά υψώνονταν και έπεφταν με ορμή στους τοίχους των κτηρίων, διασύροντας ρεκλάμες, συνθήματα και αποκολλώντας λέξεις, γράμματα και σημεία στίξεως. Τότε, ανάκατα λόγια μιας γλώσσας πρωτόλαλης άρχισαν να υψώνουν το ανάστημά τους και να πέφτουν με δύναμη σε δημόσια κτήρια, ευαγή ιδρύματα, δικαστήρια… Κι ο κόσμος να τρέχει και η μεγάλη πλατεία της πόλης να γεμίζει με ανείπωτο θυμό.
Κι εκεί που τα συνεργεία με τους τρίποδες αναζητούσαν θέσεις κοντά σε βάθρα ομιλητών, για να απαθανατίσουν πρόσωπα και σκηνές διθυράμβων, ακούστηκε μια βουή να διασχίζει τον αέρα και να περιλούζει με αλλεπάλληλες ηχοβολές ό,τι έβρισκε μπροστά της. Το σύνθημα είχε δοθεί και τότ’ ευθύς ένα μυριόστομο αχ… βγήκε σαν από σπλάχνα βαθιά πληγωμένων την ίδια στιγμή που χιλιάδες κορμιά λύγιζαν, γονάτιζαν κι αφήνονταν χάμω σαν παραδαρμένα από θανατικό που κάλπαζε ασταμάτητα μες στην πλατεία. Ύστερα σιγή. Τίποτα. Μέχρι που ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, βλέποντας τρεμάμενοι, άρχισαν να σταυροκοπιούνται, μα και άλλοι που, απορώντας, έμειναν στήλες άλατος.
Ο Στέφανος, κατάπληκτος, στεκόταν αμίλητος δίπλα στον Γεράσιμο που κι αυτός δεν πειθόταν πως όλα αυτά έγιναν μπροστά τους. Ναι. Η «Ωραία Ελλάς» κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Οι άνθρωποι που κείτονταν σαν νεκροί στην πλατεία της πόλης ήταν η απάντηση στα σχέδια που τα γέννησαν αρρωστημένα μυαλά. Το συμβόλαιο πλανιόταν καταξεσκισμένο παντού, καθώς κάποιοι, συνεννοημένοι κι αυτοί, σκορπούσαν χιλιοκομμένα χαρτιά από τα μπαλκόνια, την ίδια στιγμή που η ατμόσφαιρα γέμιζε από τους ήχους μιας ελάσσονος κλίμακας. Ήταν το ρέκβιεμ που κάποιοι, ασύγγνωστα ετοίμαζαν για τον εαυτό τους, από τη στιγμή που αποφάσιζαν να διαγράψουν τη ζωή τόσων και τόσων ανθρώπων.
Το θλιβερό θέαμα, με τα πεσμένα κορμιά που ακινητούσαν, έφτανε το τέλος του, καθώς οι ήχοι έσβηναν και τα μάτια ολονών ήταν στραμμένα στην πλατεία. Μα τι περίεργο… Τίποτα… Καμιά κίνηση. Παντού σιωπή. Μόνο κάποια αδέσποτα σκυλιά αναθάρρεψαν κι άρχισαν δειλά να γυροφέρνουν, να σκύβουν, να οσμίζονται και φοβισμένα να ξαφνιάζονται, όταν κάποιο χέρι έδειχνε ν’ αργοσαλεύει. Κι όταν κάποιοι, λιγοστοί, πάσχιζαν τρεμάμενοι να σηκωθούν, εκείνα αγριεύονταν και στύλωναν τα πόδια τους αλυχτώντας. Κι εκείνοι ξανάπεφταν, ανήμποροι ν’ αντιπαλέψουν τη μοίρα που τους έλαχε.
Ο Στέφανος και ο Γεράσιμος κοιτάχτηκαν φανερά ανήσυχοι για το δυσεξήγητο, τη στιγμή που τα βλέμματα γύρω τους αναζητούσαν μια κάποια απάντηση. Τίποτα… Μόνο εκείνο το βουητό που από νωρίς μονότονα ακουγόταν, άρχισε να δυναμώνει όλο και πιο πολύ. Κι όταν ανέλπιστα πήρε να σκοτεινιάζει, άρχισαν με ορυμαγδό να κατρακυλούν από το σύμπαν αστραπόβροντα, ξεσκίζοντας τον ουρανό.
Το κακό έμοιαζε πυρωμένο χνώτο που ξεπηδούσε ακανόνιστα από λαιμούς τεράτων και στο διάβα του κατάκαιγε ό,τι εύρισκε μπροστά του. Το ίδιο έγινε και με την ίδια τη ζωή, τη στιγμή που κάποιοι αποφάσισαν να την υπερασπιστούν. Το τίμημα, βαρύ. Η πλατεία ασάλευτη με διάσπαρτα κορμιά έμοιαζε με εικόνα βγαλμένη από την κόλαση. Και τι περίεργο… Κάποια χέρια έμεναν υψωμένα μ’ ανοιχτές τις παλάμες σε σχήμα κατάρας. Όλα έδειχναν πως το αναπάντεχο τους βρήκε στην κόψη ενός ονείρου που πάσχιζε να διασώσει την ελπίδα μαζί και την αξιοπρέπεια για τη ζωή. Κι εκείνοι δεν πρόλαβαν…
Μπροστά στο δυσεξήγητο, το πλήθος στεκόταν ακίνητο. Γιατί όσα είδαν τα μάτια τους δεν ήταν αυτού του κόσμου. Καμιά φωνή. Μόνο φόβος. Μαζί κι απορία. Μέχρι που άρχισαν απόμακρα ν’ ακούγονται σειρήνες και φωνές προστακτικές που όλο και δυνάμωναν. Το ανθρωπομάνι άρχισε να σαλεύει και πολλοί σπρώχνονταν για να φύγουν. Μόνο κάποιοι εξακολουθούσαν να μένουν αποσβολωμένοι σαν σκιάχτρα καρφωμένα στους δρόμους.
Η νύχτα έπεσε βαριά. Ο φόβος κι η αγωνία σκέπασαν την πόλη και κανείς δεν τολμούσε ούτε να βγει μα ούτε και να κοιτάξει έξω στο δρόμο. Όλοι έμεναν ξάγρυπνοι και περίμεναν κάτι ν’ ακούσουν. Κάτι, μια εξήγηση γι’ αυτά που είχαν συμβεί. Τίποτα. Το μόνο που άκουγαν ήταν τα ασθενοφόρα που δεν είχαν σταματημό. Μέχρι που προστέθηκε σ’ όλα αυτά ο βόμβος και το μουγκρητό από καμιόνια. Παντού απελπισία και τρόμος απερίγραπτος. Και το μυαλό ολοένα να πλάθει εικόνες ανείπωτης καταστροφής.
Άρχισε δειλά να ξημερώνει, μα και τότε ακόμη, η ίδια σιωπή. Οι ειδήσεις, αγνοώντας προκλητικά την πραγματικότητα, πληροφορούσαν για αλλαγές του καιρού και προμήνυαν «μεγάλα διαστήματα ηλιοφάνειας, με άνοδο της θερμοκρασίας και παύση των ισχυρών ανέμων». Και μετά από μουσικές παρεμβολές, επανέρχονταν μιλώντας για «θαυματουργές κρέμες εντριβής», καθώς και για άλλες «που εξαφανίζουν ρυτίδες». Για την πόλη όμως, που τόσο απρόσμενα ρυτίδιασε από θανατερούς ανέμους, κανείς δεν μιλούσε. Και το πιο απρόσμενο, πολύ νωρίς, πριν ακόμη ανατείλει για τα καλά ο ήλιος, όλοι ξύπνησαν από τα βουητά των σειρήνων και τις φωνές που πρόσταζαν να μείνουν όλοι στα σπίτια τους.
Τα βράδια που ακολούθησαν ήταν για όλους βασανιστικά. Γιατί εκείνα τα υψωμένα χέρια που πετάγονταν σαν απρόσκλητοι επισκέπτες μέσα στα όνειρά τους, γίνονταν εφιάλτες και επίμονα ζητούσαν δικαίωση. Μάταια οι έγκλειστοι αναζητούσαν έναν λόγο πειστικό γι’ αυτά που είδαν να συμβαίνουν στην πλατεία της πόλης. Πολλά λέγονταν. Όμως, κανείς δεν μπορούσε να δώσει μια λογική εξήγηση. Άλλοι μιλούσαν για ένα κράτος-τιμωρό που θέλησε να εκδικηθεί όλους εκείνους που τόλμησαν να αμφισβητήσουν την ορθότητα των αποφάσεών του σχετικά με το συμβόλαιο. Μιλούσαν για ένα σχέδιο που το γέννησαν νοσηρά μυαλά, και το εκτέλεσαν, αφού πρώτα κατόρθωσαν να παγιδεύσουν τους ηλικιωμένους και να τους φέρουν στην πλατεία.
Και το πράγμα έπαιρνε ολοένα και πιο επικίνδυνη τροπή, γιατί δήθεν αποκάλυπταν το μυστικό της νοσηρής δράσης ανθρώπων που θέλησαν να μιμηθούν τη βαρβαρότητα των Ναζί με τις μαζικές εκτελέσεις των Εβραίων. Έφταναν μάλιστα στο σημείο να ξεσηκώνουν τον κόσμο καλώντας τον να συμμετάσχει στην κατάληψη των αποτεφρωτηρίων «για να αποκαλυφθεί η αλήθεια». Ψίθυροι… διαδόσεις και, πάνω απ’ όλα, «ασφαλείς πληροφορίες από αδιαμφισβήτητες πηγές…».
Την αλήθεια δεν μπορούσε κανείς να την γνωρίζει. Κανένας και τίποτα δεν μπορούσε να δώσει μια καθαρή εξήγηση. Κοντά σ’ όλα αυτά, τα καθημερινά δελτία εξακολουθούσαν να μιλούν για ηπιότερους καιρούς, ενώ οι μαγγανείες που συνόδευαν διάφορα κρεμοσάπουνα και άλλες υγρές αλχημείες, υπόσχονταν ευρωστία και κάλλος, εκεί που ο χρόνος επέφερε τον φυσικό μαρασμό. Το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί. Μέρα με τη μέρα, μια επίπλαστη νηνεμία, σαν διάφανο πέπλο, άρχισε να απλώνεται παντού.
Εν τω μεταξύ, τα συνεργεία του Δήμου δούλευαν χωρίς σταματημό και πολύ σύντομα η πόλη άλλαξε όψη. Όταν έληξε ο εγκλεισμός και όλοι άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους, έμειναν κατάπληκτοι με αυτό που αντίκρισαν στην πλατεία. Το νερό στα σιντριβάνια χόρευε ασταμάτητα και ο ήχος τους έσμιγε χαρωπά με τις φιλαρμονικές και τις φωνές των πλανόδιων θιάσων.
Πολλοί ήταν εκείνοι που απορούσαν στην αρχή, μα γρήγορα φάνηκε πως οι πλανερές εικόνες με τα κάθε λογής ευφρόσυνα ακούσματα τους παρέσυραν και κανείς δεν ήθελε, ούτε να σκεφτεί ούτε και να μιλήσει για όσα προηγήθηκαν. Περνώντας ο καιρός, όλα έδειχναν πως το κακό, σαν αερικό, πέρασε και χάθηκε. Το ’νιωθε κανείς στο φύσημα του ανέμου και στο πέταγμα των πουλιών, λες και ένας μυστικός ρυθμός κανοναρχούσε τα πάντα, ακόμα και τον βηματισμό των ανθρώπων.
[ Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα Το συμβόλαιο ]