Ένας κόσμος θάλασσα


Φορούσαν τη θάλασσα του περιπάτου μου
κι ήταν ντυμένοι μες στα μαύρα.
Εκείνη μου φάνηκε όμορφη,
εκείνος αδιάφορος.
Χαμένη τον οδηγούσε πιο μπροστά
κι αυτός σαν να βημάτιζε
δίχως πέλμα
δίχως κίνηση
βύθιζε μες στην ώρα του
τα μάτια του τα κόκκινα.
Έπειτα στον δρόμο μου συνάντησα ποιήτριες.
Φορούσαν τη θάλασσα του περιπάτου μου
κι ήταν ντυμένες με το βλέμμα τους.
Ανέμιζαν τις λέξεις τους στο δειλινό
κι έγραφαν ήδη για το πένθος
που δεν συνάντησαν
μα γνώριζαν από καταβολής τους.
Σαν περπατώ συμβαίνουν θαύματα
μικρές εκπλήξεις
που αντιστέκονται στην ερημιά του κόσμου.
Απορώ ποια η ανάγκη μου
για τόσο γρήγορους βηματισμούς
και πάλι στρέφομαι στα μάτια του τα κόκκινα
μήπως και βρω σ’ αυτά
κάποιο ενδιαφέρον.

[ Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Εξορίας εγκώμιον ]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: