Είναι που λες ένας τύπος. Κλισέ τρόπος να ξεκινήσει κανείς μια ιστορία, το ξέρω. Είναι που λες ένας τύπος. Περιμένει στην ουρά κάποιο συνεργείο οικοδομών. 40 βαθμοί, 8 π.μ. Είναι που λες ένας τύπος, περιμένει στην ουρά κάποιο συνεργείο οικοδομών, στους 40 βαθμούς, έστω κι αν είναι 8 π.μ., φορώντας καπέλο και πράσινα παπούτσια, χειρουργική μάσκα κάτω από το πηγούνι, χρησιμοποιημένη υπερβολικά για να είναι χρήσιμη. «Περιμένουν όπως τους λίμπουρους»,* λέει ένας τριχωτός άντρας, όχι, όχι τριχωτός, στερεότυπο, ένας άντρας σκέτο, ένας άντρας από συνεργείο οικοδομών. «Εσύ! Όι, εσύ! Έσιεις δυνατά σιέρκα, κάμνεις την δουλειάν». Είναι που λες ένας τύπος, περιμένει στην ουρά κάποιο συνεργείο οικοδομών, στους 40 βαθμούς, έστω κι αν είναι 8 π.μ., φορώντας καπέλο και πράσινα παπούτσια, χειρουργική μάσκα κάτω από το πηγούνι, χρησιμοποιημένη υπερβολικά για να είναι χρήσιμη, «Περιμένουν όπως τους λίμπουρους», αυτό είπε ο άντρας που μόλις φώναξε κάποιον από την ουρά, με μουστάκι, όχι ο άντρας που μόλις φώναξε κάποιον από την ουρά, ο τύπος, ο τύπος είναι με μουστάκι, και σκελετωμένος, σκελετωμένος μέχρι αηδίας. Κράτα αυτή τη λεπτομέρεια, είναι σημαντική για την ιστορία. Είναι που λες ένας τύπος, τον συναντώ κάθε μέρα οδηγώντας για τη δουλειά, μέσα στο κόκκινο Peugeot, κάμπριο, έχει ν’ ανοίξω την οροφή χρόνια, με βλέπει, τον βλέπω, μπορεί να φταίει το κόκκινο αυτοκίνητο, μπορεί η πολύχρωμη μάσκα, τι άλλο να ’ναι, δεν είμαι συνεργείο οικοδομών, δεν χρειάζομαι χέρια για να κάνουν τη δουλειά, μπορεί να είναι απλά ο τρόπος που βλέπει κάποιος τα πράγματα να περνούν μπροστά από τα μάτια του. Είναι που λες ένας τύπος, το ξέρω, επαναλαμβάνομαι, αλλά αυτή είναι η ιστορία μου. Ναι, είναι που λες ένας τύπος, ο τελευταίος που στέκεται, ο τελευταίος που στέκεται, αυτό μουρμουρίζω στον εαυτό μου κάθε φορά που τον ξαναβλέπω, καθώς επιστρέφω σπίτι από τη δουλειά, καθώς ξεκολλώ τις καμένες πατάτες, καθώς βλέπω Netflix, καθώς τον ονειρεύομαι που περιμένει στην ουρά, πάλι κλισέ, το είπαμε, μα πώς αλλιώς να συνεχίσω αυτή την ιστορία; Είναι που λες ένας τύπος, τώρα σε όνειρο, γιατί γελάς; Είναι που λες ένας τύπος, ο τύπος μου, στην ιστορία μου, βρίσκεται σε σκοτεινό δωμάτιο, ή καλύτερα πυκνό χωράφι, κάτω από μια γέφυρα, κόβει τα σφουγγάρια ενός εγκαταλελειμμένου καναπέ, μαζεύει τα κομμάτια, γεμίζει τα μανίκια του πουκαμίσου, φουσκώνει τον εαυτό του, γίνεται τεράστιος, όπως τον bodybuilder με τη γλώσσα έξω στο γυμναστήριο της γειτονιάς, μπαίνει στην ουρά με τους άλλους, όχι ο bodybuilder στο γυμναστήριο της γειτονιάς, ο τύπος, ο τύπος μπαίνει στην ουρά με τους άλλους, στους 40 βαθμούς, έστω κι αν είναι 8 π.μ., στάζει, ο πρώτος που θα φωνάξουν αυτή τη φορά, μου χαμογελά, «Εν ωραίοι οι μυς μου, έννεν;» Είναι που λες ένας τύπος, το εννοώ, τον συναντώ κάθε μέρα οδηγώντας για τη δουλεία, συγγνώμη, λάθος τόνος, τον συναντώ κάθε μέρα οδηγώντας για τη δουλειά, μέσα στο κόκκινο Peugeot, κάμπριο, έχει ν’ ανοίξω την οροφή χρόνια, με καφέ Guatemalan που τρέμει, καινούρια λεπτομέρεια, έτοιμο να χυθεί, τον βλέπω, με βλέπει, πρέπει να με πιστέψεις. Είναι που λες ένας τύπος, περιμένει στην ουρά κάποιο συνεργείο οικοδομών, στους 40 βαθμούς, έστω κι αν είναι 8 π.μ., φορώντας καπέλο και πράσινα παπούτσια, χειρουργική μάσκα κάτω από το πηγούνι, χρησιμοποιημένη υπερβολικά για να είναι χρήσιμη, «Περιμένουν όπως τους λίμπουρους», αυτό είπε ο άντρας που μόλις φώναξε κάποιον, ο πρώτος που στέκεται, ο τελευταίος που στέκεται, σκελετωμένος, σκελετωμένος μέχρι αηδίας, τον βλέπω, με βλέπει, μπορεί και αντίστροφα, οδηγώντας για τη δουλεία, με καφέ Guatemalan που τρέμει, έτοιμο να χυθεί, μέσα στο κόκκινο Peugeot, κάμπριο, έχει ν’ ανοίξω την οροφή χρόνια, με βλέπει, με βλέπει, όπως βλέπει κάποιος τα πράγματα να περνούν, συγγνώμη, να χάνονται μπροστά από τα μάτια του.
————————
* λίμπουρος = μυρμήγκι στην κυπριακή διάλεκτο.