Το σπίτι
Έκλεισα καλά την εξώπορτα και έριξα το κλειδί στον υπόνομο.
Julio Cortázar, «Η κατάληψη του σπιτιού»
Μας άρεσε το σπίτι
η θέα της θάλασσας που απλώνονταν μπροστά μας
του μισογκρεμισμένου κάστρου πάνω στον βράχο
και του καθεδρικού
στο βάθος του κήπου.
Και στους φίλους που έρχονταν άρεσε το σπίτι
ήταν μικρό αλλά άνετο.
Κανείς δεν ήξερε πότε χτίστηκε
ο σοβάς στους τοίχους φαινόταν να είχε ρουφήξει
τον ήχο των χρόνων που πέρασαν.
Το πρωί ακούγαμε τις μηχανότρατες που ψάρευαν με κιούρτους
αστακούς.
Το βράδυ μεθυσμένες φωνές
διαπερνούσαν τον σοβά
καθώς γύριζαν απ’ τα μπαρ. Την άνοιξη
η κουζίνα έλαμπε με πυροτεχνήματα
που εκτοξεύονταν απ’ το Castle Sands
τα μεσάνυχτα
ενώ τα καλοκαίρια τα τούβλα γέμιζαν
με τα μουρμουρητά των τουριστών και των γκόλφερ
που πόζαραν στις κάμερες.
Όλο τον χρόνο
ο βρυχηθμός των αυτοκινήτων γίνονταν ένα με το κρώξιμο των γλάρων
και μια φορά τη βδομάδα με το αλάρμ του σκουπιδιάρικου
που στριμώχνονταν
με την όπισθεν στο αδιέξοδο.
Οι γείτονες
φοιτητές
οι πιο πολλοί
πηγαινοέρχονταν.
Θυμάμαι τη μέρα που συνέβη
ακούσαμε ένα υπόκωφο βουητό στο ένα απ’ τα δωμάτια.
Μας είπαν να αποφύγουμε την επαφή
όσο γίνεται.
Πρώτοι έφυγαν οι γείτονες
πέταξαν βιαστικά για τις χώρες τους.
Οι φίλοι στην αρχή αραίωσαν
έπειτα χάθηκαν.
Τις επόμενες μέρες
το βουητό κατέλαβε το σαλόνι.
Μας ενοχλούσε. Έπρεπε να μείνουμε έγκλειστοι στο σπίτι.
Ούτε μηχανότρατες
ούτε μεθυσμένες φωνές
ούτε πυροτεχνήματα, ούτε μουρμουρητά
το σκουπιδιάρικο ήρθε μια δυο φορές
ύστερα σταμάτησε. Το ίδιο και τα αυτοκίνητα.
Μόνο οι πεινασμένοι γλάροι και το βουητό
έσπαγαν τη σιωπή.
Αρχίσαμε να μιλάμε και να τραγουδάμε δυνατά
χτυπούσαμε τα χέρια να κάνουμε θόρυβο στο σπίτι
μα μέρα με τη μέρα η σιωπή δυνάμωνε.
Το βουητό δεν μας ενοχλούσε πια.
Κάθε δυο βδομάδες βλέπαμε τον εισβολέα
να αφήνει πράγματα στο κατώφλι
έπρεπε να είμαστε προσεχτικοί – κουνούσαμε τα χέρια απ’ το παράθυρο.
Στον μήνα
οι γλάροι
ήταν το μόνο που υπήρχε ανάμεσα σ’ εμάς
και τη σιωπή.
Κάθε μέρα κοιτάζαμε τον έξω κόσμο με ελπίδα
και απόγνωση.
Ακόμα και οι γλάροι είχαν φύγει τώρα.
Τις τελευταίες μέρες
καθίσαμε μπροστά στην πόρτα
περιμένοντας με αγωνία
τον εισβολέα.
Δεν ήρθε. Ήταν
η μόνη μας ελπίδα.
Η σιωπή
είχε καταλάβει το σπίτι. Κλειδώσαμε
καλά την πόρτα, αφήσαμε
το κλειδί να πέσει στον υπόνομο και φύγαμε
τρέχοντας.