Το περιπολικό το είχα παρατήσει με σβηστούς φάρους στο κάθετο δρομάκι ανάμεσα σε δύο άλλα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Περπατούσα ήδη ανηφορικά στη λεωφόρο Καλλιπόλεως απολαμβάνοντας κάτω από τον πορτοκαλή οδικό φωτισμό την ερημιά και παρατηρώντας τα κλειστά μαγαζιά και τα περίεργα βλέμματα μερικών που κοίταζαν σιωπηλοί από τα μπαλκόνια τους. Είτε ήταν περίεργοι να δουν αν ο αστυνομικός που βόλταρε στη γειτονιά τους θα σταματούσε κάποιον για έλεγχο και αν θα λάμβανε χώρα κάποιο ενδιαφέρον σκηνικό, είτε προσπαθούσαν κι αυτοί να συλλάβουν το μέγεθος της τεράστιας αλλαγής που έφερε ο νέος περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμος, ο οποίος όριζε την καταναγκαστική παραμονή όλων στα σπίτια τους για προστασία από τη νεοφανή πανδημία.
Το θέαμα ήταν όντως εξωπραγματικό. Η προσφάτως ανανεωμένη λεωφόρος κάτω από κανονικές συνθήκες ήταν πάντα πλήρης ζωής και κίνησης. Αυτοκίνητα, λεωφορεία, μοτοσικλέτες, ποδήλατα, ακόμα και φορτηγά πορεύονταν όλο το εικοσιτετράωρο προς την κατεύθυνση που επέτρεπε η μονοδρόμησή της. Οι πεζοί πηγαινοέρχονταν μέχρι τις πολύ βραδινές ώρες, και έξω από τα κάθε λογής καταστήματα υπήρχε κόσμος που συζητούσε, είτε μιλώντας ήρεμα και πολιτισμένα, είτε φωνασκώντας και διαταράσσοντας τη γενικότερη τάξη.
Τις τελευταίες μέρες όμως, μετά την επιβολή της καραντίνας, τα οχήματα αραίωσαν σημαντικά, τα περισσότερα καταστήματα είχαν κλείσει –είτε αναγκασμένα από τον Νόμο, είτε εξ αποφάσεως των ιδιοκτητών για προστασία από το κακό– και οι πεζοί έγιναν σπάνιο θέαμα· τους έβλεπες είτε να περπατούν ανά δυάδες το πολύ, είτε παρέα με το σκυλί τους. Μα απόψε η λεωφόρος φαινόταν ακόμα πιο έντονα βγαλμένη από μεταποκαλυπτική ταινία: δέκα λεπτά περπατούσα και δεν είδα ούτε έναν πεζό, δεν πέρασε από δίπλα μου ούτε ένα αυτοκίνητο! Χάζευα τις πινακίδες στις πόρτες των μαγαζιών –κάποιες έγραφαν μόνο «ΚΛΕΙΣΤΟ» και κάποιες είχαν μερικές επιπλέον αράδες εξηγώντας την κατάσταση που όλοι ήδη ήξεραν– και μειδιούσα σαρκαστικά παρατηρώντας τα σημεία στα οποία οι πλάκες στα ολοκαίνουργια πεζοδρόμια είχαν κιόλας σπάσει και η ολόφρεσκια άσφαλτος είχε ραγίσει από τις τελευταίες βροχές.
Φτάνοντας σε ένα από τα σταυροδρόμια, στα οποία τοποθέτησαν φανάρια πριν από μερικές εβδομάδες, έκανα μια στάση να αγκομαχήσω λίγο με την ησυχία μου και, γυρίζοντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά, προσπάθησα να εντοπίσω κάποια κίνηση σ’ εκείνους τους δρόμους. Τίποτε· πέρα από τα λιγοστά δέντρα που αργοκουνιούνταν στο βραδινό αεράκι, τίποτε δεν σάλευε. Χώνεψα πως η βάρδια μου θα κατέρριπτε κάποιο άγραφο ρεκόρ βαρεμάρας και, εκεί που γύρισα το βλέμμα προς την ανηφορική συνέχεια της λεωφόρου, στην κορυφή του δρόμου έκθαμβος είδα να ξεπροβάλλει μια ελπίδα διάψευσης των όσων μόλις είχα σκεφτεί.
Η φιγούρα κατηφόριζε το πεζοδρόμιο προς το μέρος μου με αργά βήματα και, με εξίσου αργές κινήσεις του κεφαλιού, περιεργαζόταν τον άδειο δρόμο και τις έρημες αυλές των πολυκατοικιών. Αποφάσισα ότι, όσο και να ανυπομονούσα, δεν έπρεπε να κάνω απότομες κινήσεις, αλλά να συνεχίσω με σταθερό βήμα την πορεία μου προς το μέρος της. Αν την τρόμαζα ή της προκαλούσα κάποια ανησυχία, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να εξαφανιζόταν σε κάποιο στενό, αναγκάζοντάς με να την κυνηγήσω, κάτι το οποίο δεν ήθελα –και ούτε βρισκόμουν στην κατάλληλη φυσική κατάσταση– να κάνω. Το πορτοκαλί φως του δρόμου χειροτέρευε την ελαφριά ζαλάδα που ένιωθα, μα δεν παραφέρθηκα. Προχωρήσαμε και οι δύο λίγο ακόμα, χωρίς να δείχνει κάποιος ότι ήθελε να επιβληθεί στον άλλον –δύο ίσοι πολίτες της πρωτεύουσας, που συζούν προσωρινά σ’ αυτό το πεζοδρόμιο της Καλλιπόλεως. Σταμάτησε για μισό δευτερόλεπτο, λες και σκέφτηκε στιγμιαία να το βάλει στα πόδια, μετά έκανε άλλα δύο βήματα και έμεινε να με κοιτάζει.
Κοντό, σκουρόχρωμο μαλλί χόρευε στο αεράκι. Το στενό κεφάλι με τα λεπτά χαρακτηριστικά και το λυγερό σώμα επιβεβαίωσαν την υποψία μου για το φύλο της αναπάντεχης παρέας μου. Ήταν όμορφη, με έντονα διαπεραστικό βλέμμα. Σταμάτησα κι εγώ και, παρόλο που ήταν ίσως η πιο αχρείαστη κίνηση που θα μπορούσα να κάνω, σήκωσα ελαφρά το χέρι σε στιλ «αν έχετε την καλοσύνη, αλτ, παρακαλώ». Παρέμεινε ακίνητη και, με παντελή έλλειψη έκπληξης, ανοιγόκλεινε ήρεμα τα μάτια. Η πινακίδα του περιπτέρου δίπλα της άλλαξε από πράσινο σε λευκό και κατάφερα να διακρίνω το πραγματικό χρώμα τους. Είχαν το χρώμα ανοιχτόχρωμου ξύλου. Είχαν το χρώμα του φλοιού του αμυγδάλου...
Με αμύγδαλα συνοδεύσαμε σήμερα το μεσημέρι τη ζιβανία στον σταθμό. Το έχουμε λίγο σαν έθιμο με τους συναδέλφους ένα ποτάκι το μεσημέρι. Μόνο τις αργίες, βέβαια. Τις καθημερινές είμαστε τύποι και υπογραμμοί. Τις καθημερινές είναι και οι αξιωματικοί όλοι στα γραφεία τους. Όλο και κάποιος θα περάσει από το σαλονάκι και δεν το διακινδυνεύουμε. Κάθε αργία, όμως, και τα σαββατοκύριακα, που λείπουν οι αξιωματικοί, χτυπάμε το ποτάκι μας. Τα καλοκαίρια συνήθως προτιμούμε μπίρα μαζί με πατατάκια, αλλά όταν σφίξουν τα κρύα, η επιλογή εναλλάσσεται μεταξύ κρασιού και ζιβανίας. Το κάνουμε μια φορά μόνο την ημέρα, το μεσημέρι που μαζευόμαστε όλοι στον σταθμό· η πρωινή βάρδια για να καταχωρίσει όσα είχε καταγράψει μέχρι εκείνη την ώρα και η απογευματινή βάρδια για να ενημερωθεί και να πάει ο καθένας στο πόστο του.
Σήμερα, βέβαια, δεν είναι αργία. Ούτε και οι τελευταίες εβδομάδες ήταν αργίες, αλλά σαν τέτοιες καταλήξαμε να αντιμετωπίζουμε όλες αυτές τις μέρες, αφού, από τη μια οι αξιωματικοί μας «δουλεύουν από το σπίτι», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, και από την άλλη κι ο ίδιος ο κόσμος νιώθει ότι ζούμε μια παρατεταμένη περίοδο που αποτελείται από τις πρώτες μέρες του Γενάρη, που όλοι πάνε δουλειά, αλλά κανένας δεν δουλεύει και τίποτε δεν έχει μεγάλη σημασία. Εδώ και καμιά εικοσαριά μέρες, λοιπόν, πίνουμε το κρασάκι και τη ζιβανία μας τα μεσημέρια στον σταθμό. Σήμερα ήταν η σειρά μου να φέρω το ποτό και δεν μπορούσα παρά να προσφέρω αυθεντική κοιλανιώτικη ζιβανία, παρέα με αμύγδαλα μαραθεύτικα. Η αλήθεια είναι ότι, μετά που τέλειωσαν τα «εις υγείαν» και όλοι έφυγαν από τον σταθμό, πήρα μαζί μου το μικρό, μισογεμάτο μπουκαλάκι και το έβαλα στην τσέπη μαζί με την αστυνομική μου ταυτότητα. Μια γουλιά που ξέκλεβα σε κάθε νέο πόστο που στάθμευα το περιπολικό, δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα.
Η σκέψη της αστυνομικής ταυτότητας με επανέφερε στην πραγματικότητα και, με κάπως αδέξιες κινήσεις, την έψαξα στην τσέπη του μπουφάν μου. Το χέρι μου έπεσε πρώτα στο βρεγμένο μπουκάλι ζιβανίας και μετά την εντόπισε. Την έβγαλα έξω και την προέταξα προς το έντονο, θηλυκό βλέμμα απέναντι. Εκείνη ανοιγόκλεισε νωχελικά τα μάτια. Χωρίς να δείχνει κάποιο εντυπωσιασμό, πήγε κι έκατσε στο σκαλί της εισόδου του περιπτέρου. Έκανα κι εγώ ακόμα δύο βήματα προς το μέρος της, πάντα με αργές, μη απειλητικές κινήσεις.
«Μπορώ να μάθω πού πηγαίνετε, κυρία μου;», τη ρώτησα με εντελώς φιλικό τόνο.
Για απάντηση πήρα το απόλυτο τίποτα. Καμία κίνηση, καμία αντίδραση. Έβαλα την αστυνομική μου ταυτότητα στην τσέπη του παντελονιού.
«Γνωρίζετε πως απαγορεύεται η κυκλοφορία σε όσους δεν φέρουν το απαραίτητο δικαιολογητικό, σωστά; Κινητό τηλέφωνο βλέπω ότι δεν έχετε μαζί σας –και πού να το είχε, βέβαια;– οπότε μήπως έχετε το ειδικό έντυπο Β, κατάλληλα συμπληρωμένο;»
Ένα βήξιμο απέσπασε την προσοχή μου και γύρισα ψηλά το κεφάλι μονομιάς. Δυο-τρία μπαλκόνια στην απέναντι πολυκατοικία ήταν κατειλημμένα από κόσμο που φαινόταν να κοιτάζει προς το μέρος μου. Τους είδα να συζητούν εύθυμα μεταξύ τους, αλλά δεν κατάφερα να ακούσω τι έλεγαν. Απόρησα πώς με εντόπισαν. Δεν φώναξα ούτε έκανα κάποιον θόρυβο. Ίσως κάποιος περίεργος να βρισκόταν ήδη έξω παρακολουθώντας και, μόλις με εντόπισε, να ειδοποίησε τις υπόλοιπες κατίνες της γειτονιάς. Έτσι είμαστε· μην αφήσουμε τον άλλον να κάνει τη δουλειά του χωρίς να περιμένουμε το παραμικρό λάθος, το απειροελάχιστο ολίσθημά του για να τον κοροϊδέψουμε ή, ακόμα χειρότερα, να τον κάνουμε ρεζίλι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, μετά από εκεί, η ξεφτίλα του να γιγαντωθεί στην τηλεόραση. Για καλό και για κακό χαμήλωσα κι άλλο τον τόνο της φωνής μου, σχεδόν σε ψίθυρο.
«Όμορφή μου κυρία, ξέρετε ότι σε δέκα λεπτά ξεκινά η περίοδος της απαγόρευσης της κυκλοφορίας για όλους, με ή χωρίς δικαιολογητικό; Θα βρείτε τον μπελά σας αν μείνετε εδώ έξω και σας πιάσει κάποιος...»
Το βλέμμα της, χωρίς να χάσει την έντασή του, έδιωξε την αδιαφορία και την αντικατέστησε με μια λάγνα γλύκα. Γονάτισα μπροστά της. Στα απέναντι μπαλκόνια ήχησαν κάτι υπόκωφα χαχανητά. Ούτε που ασχολήθηκα.
«Ξέρεις, θα βρεις τον μπελά σου αν σε καταγγείλω και, ξέρεις, δεν το θέλω... Παρόλο που το καθήκον μου αυτό επιβάλλει. Όμως... Γιατί να βάλω σε μπελάδες μια κούκλα σαν εσένα; Θα μου πεις πού πας;»
Μουρμουρητά ακούστηκαν κι από τα μπαλκόνια πάνω από το περίπτερο, του οποίου η πινακίδα πλέον αναβόσβηνε πράσινο και λευκό τόσο γρήγορα, λες και προσπαθούσε να προκαλέσει επιληψία μέχρι και στα δέντρα της γειτονιάς. Από απέναντι τα γέλια έσκιζαν το κρύο της νύχτας και έφταναν στα αφτιά μου σαν χέρια που κουνιούνταν περιπαικτικά μπροστά στα μούτρα μου, μπροστά στα μούτρα του τελειόφοιτου Λυκείου που, γνωρίζοντας πως ένα Πανεπιστήμιο θα ήταν δύσβατο γι’ αυτόν, αποφάσισε να φορέσει τη σιγουριά που θα του πρόσφερε μια στολή. Διάφορες βρισιές αναμείχτηκαν μέσα στα αγενή χασκόγελα, μεταξύ των οποίων άκουγα ξεκάθαρα τα κοσμητικά επίθετα με τα οποία με στόλισε ο έρωτας της ζωής μου μόλις της εξομολογήθηκα τα αισθήματά μου. Μα το βλέμμα που είχα τώρα απέναντί μου με ξεμυάλιζε κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε.
«Θα σε προστατέψω», της είπα. «Δεν θα σε καταγγείλω, σου τ’ ορκίζομαι. Ας φύγουμε από αυτό το κακόβουλο μέρος. Οι άνθρωποι εδώ θέλουν μόνο το κακό μας και θα ψάξουν κάθε τρόπο για να το πετύχουν. Θα έρθεις μαζί μου; Δάκρυα ξεκίνησαν να στοιβάζονται στις άκρες των ματιών μου, θολώνοντας την όραση, μα είμαι σίγουρος ότι εκείνη τη στιγμή είδα την πρώτη επίδειξη συναισθήματος από κείνην! Οι μύες του προσώπου της συσπάστηκαν απαλά, στο στόμα της σχηματίστηκε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, αποκαλύπτοντας μικρά, λευκά δόντια. Μου χαμογέλασε! Χαμογέλασα κι εγώ επιτέλους.
«Θα σε πάρω και θα φύγουμε από ’δώ. Θα σε κάνω ευτυχισμένη, στο υπόσχομαι!», της είπα ενθουσιασμένος.
Γονατισμένος όπως ήμουν, άνοιξα τα χέρια μου σε μια διάπλατη αγκαλιά, πολύ μεγαλύτερη από όσο χρειαζόταν για να χωρέσει η καινούργια μου αγάπη, και, τεντώνοντας τα γόνατά μου, πετάχτηκα κατά πάνω της, να τη χώσω στην αγκαλιά μου, να την αρπάξω και αγκαλιασμένοι να εξαφανιστούμε από τη βρομερή αυτή γωνιά της ανθρωπότητας. Μα πριν τα χέρια μου τη φτάσουν, αυτή πήδηξε από τη θέση της, τα μούτρα μου καρφώθηκαν στο λερωμένο σκαλί του περιπτέρου, αγκάλιασα το τσιμεντένιο πάτωμα, και το μόνο που κατάφερα να κάνω, ζαλισμένος όπως προσγειώθηκα, ήταν να την ψάξω μια τελευταία φορά. Γύρισα το κεφάλι, την είδα να πηδάει πάνω στον κάδο σκυβάλων εκεί δίπλα, να μου δείχνει ξανά τα όμορφα, σουβλερά της δόντια και, με ένα ενοχλημένο νιαούρισμα, να χάνεται ανάμεσα στα κτίρια της έρημης λεωφόρου Καλλιπόλεως, σκορπώντας στο κρύο κάθε μου ελπίδα για παρέα κι απόψε.
[1-2.4.20]