Απόκρυφη ραψωδία

Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε
στο φως της παραστιάς
Γιάννη Ρίτσου, «Η απόγνωση της Πηνελόπης»


Σηκώθηκε από την κλίνη σιγανά, σπρώχνοντας προς τα πίσω τα κεντητά σεντόνια και τις φλοκάτες που ήταν απ’ τη μεριά της. Στο ελάχιστο φως που έριχναν τα αστέρια μέσα από το καμαρωτό παράθυρο, είδε το κεφαλάρι με τα ασημένια και τα μαλαματένια σκαλίσματα να λάμπει κι αναρίγησε∙ αυτή η λάμψη τής φάνηκε ίδια ακονισμένου δόρατος. Βάδισε αμέσως προς την πόρτα, πάντα ωστόσο αχνοπατώντας μην τον ξυπνήσει, ακούγοντας τον ήχο της αναπνοής του που άφηνε μαζί κι ένα συρτό σφύριγμα∙ κάτι της θύμιζε∙ τι όμως; Όχι τα κύματα, όχι τη φρεσκάδα δροσερού αφρού, αλλά ξεψυχισμένο βουητό ηφαιστείου που ’χε ξεθυμάνει μες στις στάχτες του, αυτό της θύμιζε.

Έκλεισε την πόρτα, ρούφηξε λαίμαργα καθαρό αέρα, κατέβηκε τα σκαλιά, ένα - δύο - τρία. Πόσες φορές είχε διαβεί αντίστροφα αυτή τη σκάλα, μήνες και χρόνια ολόκληρα, μετρώντας ένα προς ένα τα βήματα, μία προς μία τις ευκαιρίες να σταματήσει και να γυρίσει κάτω. Τότε που ένιωθε τα υψωμένα βλέμματα των αντρών να παρακολουθούν το ανέβασμα του κάθε ποδιού της, το παραμικρό λίκνισμα των γλουτών της, τον ελάχιστό της δισταγμό και που κρατιόταν όλο και πιο γερά από το κρύο χέρι της σκάλας. Ένα - δύο - δεκαπέντε μέχρι το κεφαλόσκαλο, μέχρι να κλείσει πίσω της τη βαριά πόρτα, να μην τους ακούει που θα λύνονταν πάλι σε μεθυσμένες φωνές και σε γέλια, να μην ακούει ούτε τα πνιχτά ξεφωνητά των δούλων, που γίνονταν βογκητά όσο περνούσε η νύχτα κι έκαναν τα ξύλινα δοκάρια και τους λιθόκτιστους τοίχους να πάλλονται φρενιασμένα, ενώ εκείνη θερμοπαρακαλούσε τον γλυκό ύπνο απλώς να της σφαλίσει τα μάτια. Τα πρωινά ξυπνούσε ακούγοντας τις δούλες να σιγοτραγουδούν κι όταν της έσφιγγαν τις ζώνες στα φουστάνια, για να αναστήσουν τα μαραμένα στήθη της, και με τις βούρτσες τής χτένιζαν τα θαμπά μαλλιά κι έπειτα περνούσαν τις μεταξωτές κλωστές στον αργαλειό της, παρατηρούσε τα ροδαλά τους μαγούλα, τη σπιρτάδα μες στα μάτια, τα σημάδια των φιλιών σαν λάφυρα, κι ίσιωνε τον δικό της πάλλευκο λαιμό και τους ώμους, μη φανερώσει την ταπείνωσή της – σκύλες!

Όμως τώρα οι δούλες βρίσκονταν έξω απ’ το παλάτι, πέρα απ’ την αυλή, πίσω απ’ τον φράχτη, κρεμασμένες σαν απλοφτέρουγες πέρδικες στην αλυσίδα κυνηγού που κορδώνει. Βαριά πλήρωσαν τις χαρές της Αφροδίτης, σκέφτηκε, πολύ βαριά, δώδεκα - δεκατρία - δεκατέσσερα, ποιο είναι όμως το τίμημα για όποιον τις αρνιέται; Δεν ήταν σίγουρη, δεν μπορούσε να πει, δεκαπέντε και πατά το πόδι της στο επίπεδο της σάλας∙ ευθύς νιώθει να την περιτριγυρίζουν οι λυγερόκορμες σκιές απ’ τις κουρτίνες. «Αλέα από κυπαρίσσια», ψιθύρισε, «ή μήπως το σπίτι μου;». Μια γλυκερή μυρωδιά, που θύμιζε φρεσκοπατημένο μούστο μαζί με σκουριά, χτύπησε τα ρουθούνια της. Κι ας ήξερε πως τα δάπεδα, οι θρόνοι, οι σαΐτες και πως όλα είχαν καθαριστεί με τα σφουγγάρια· ξέρει πως το αίμα ποτέ δεν καθαρίζεται.

Προχώρησε προς τον μεσαίο τοίχο, η μυρωδιά γινόταν πιο έντονη, το ίδιο και η σιγή που απλωνόταν σαν μακρύ φαντό ανάμεσα σ’ εκείνη και στον τοίχο, σαν καταχνιά αραχνοΰφαντη που την ανάγκαζε με κάθε της κίνηση να τη διαταράζει. «Πόσα ακόμη βήματα;» αναρωτήθηκε, συνειδητοποιώντας πως ποτέ πιο πριν δεν είχε χρειαστεί να μετρήσει την απόσταση από τη σκάλα μέχρι εκεί. Εκεί που τώρα κείτονταν άκαμπτα τα σώματα των αντρών, γερμένα πλάι το ένα στο άλλο, σαν κορμοί αποδεκατισμένων δέντρων. Έμεινε τώρα να τα κοιτά, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα σχήματα ή κάποια αμυδρά χαρακτηριστικά που ίσως τη βοηθούσαν να αναγνωρίσει ποιανού ήταν εκείνο το πρόσωπο με το σχισμένο μέτωπο, ποιανού εκείνο το κατάστικτο στήθος, ποιανού το σβέρκο το ανοιγμένο πέρα ώς πέρα. Ποιο κουφάρι υπήρξε ο περήφανος Αντίνοος και ποιο ο Αμφιμέδων, ποιο ο γενναίος Ευρύμαχος και ποιο ο τραχύς Έλατος, ποιο ο γλυκός Πείσανδρος κι ο Μελάνθιος ο αλαζόνας ποιο;

Κι όμως κάποιος απ’ όλους αυτούς θα μπορούσε να την είχε αγαπήσει, ίσως και στ’ αλήθεια να την αγάπησε. Και θυμήθηκε μέσα σ’ όλες τις φωνές που την διεκδικούσαν σαν να ήταν βιος, μέσα στη οχλοβοή και τους ανόσιους ήχους –χαχανητά και κιθάρες και ποτήρια να τσουγκρίζονται στον αέρα– μια φωνή αβρή κι αλαφροπάτητη (όχι, δεν ήταν της φαντασίας της, τ’ ορκίζεται πως δεν ήταν) μια και δυο και τρεις φορές, είσαι εσύ, να της λέει, κι εγώ πάντα η σκιά σου. Ο έρωτας, σκέφτηκε, νοσταλγία ζωντανού εαυτού ολόκληρου.

Όμως ήξερε καλά πως δεν ζητάς τον έρωτα όταν καίγεται μια Τροία κι εσύ είσαι βασίλισσα ακόμη και τούτης της λιγοστής Ιθάκης.

Εικοσιένα βήματα. Τόσα χρειάστηκε τελικά να διανύσει από τη σκάλα μέχρι εδώ· εδώ, πλάι στον τοίχο, εδώ που ξάπλωναν οι άντρες οι σφαγμένοι από το χέρι του άντρα της. «Όλα αυτά τα χρόνια και δεν χόρτασες ακόμη φονικό;», θέλησε να τον ρωτήσει, μα η παραμάνα είχε στρώσει ήδη τα κεντητά σεντόνια, εκείνος είχε βγάλει την πορφυρή, διπλόφαρδη χλαμύδα του κι η ίδια ήξερε πως ήταν η ώρα τους για να πλαγιάσουν – η ώρα του να κατακτήσει πέρα ώς πέρα το βασίλειο, τον θρόνο και τα τρόπαιά του. Απ’ τις κλειστές κουρτίνες άρχιζε σιγά σιγά να τρυπώνει λεπτεπίλεπτο το φως κι οι άντρες, αλαβάστρινοι κι όμορφοι πια σαν αποκαθηλωμένα αγάλματα, της φάνηκε τώρα πως κοιμούνταν. «Κι αν ξημερώσει;» αναρωτήθηκε κι ένιωσε ξαφνικά τις κουρτίνες να βαδίζουν προς τα μέσα και να στενεύουν τριγύρω της. «Μα φυσικά και θα ξημερώσει», συνειδητοποιούσε, σε λίγο θα φτάσει η ροδοδάκτυλη αυγή και μαζί οι δικοί τους, θρηνώντας κι αλαλάζοντας, και θα τους πάρουν. Θα της τους πάρουν κι αυτή πια, για φαντάσου, ούτε φιλί, ούτε δάκρυ, μήτε πριν, μήτε ποτέ.

Άφησε τότε τα γόνατά της να λυγίσουν, άφησε ν’ ανοίξουν τα χέρια κι οι λαγόνες της, η μέση να διπλώσει ώς τα κάτω, να γείρουν οι ώμοι, ο λαιμός και το κεφάλι, σαν τις κλωστές του αργαλειού να ξεχυθούν τα μαλλιά της, να ξεχυθούν τα δάχτυλα, τα στήθη και τα μουσκεμένα χείλη της πάνω στα ξοδεμένα σώματα, πάνω στα ξοδεμένα χρόνια, σ’ ένα θρήνο εκστατικό κι ανώφελο.

Οκτώβρης 2020

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: