Χώρεσε ο ήλιος απ’ τα ανοιχτά παράθυρα,
βάφτηκαν άσπροι οι τοίχοι
και οι πόρτες φόρεσαν χρώμα γαλάζιο σαν μακρινές θάλασσες,
κι ας είναι Άνοιξη,
κι ας βιάζομαι να σαλπάρω
όπου δεν τόλμησα όταν κρύωνα,
όταν βροντούσε η ζωή τους αρχαίους μύθους
και τ’ άγραφα παραμύθια στα κεραμίδια
μέσα στο καταχείμωνο.
Πλησιάζει η ώρα και βιάζομαι,
όσο είναι καιρός για το νησί τ’ αλησμόνητο
που περίμενε χρόνια τώρα
να προλάβω να το κατοικήσω, άξια,
προτού οι δρόμοι κλείσουν κι αναγκαστώ
περίτεχνα ακόμη μια φορά να ζωγραφίσω τον παράδεισο
που δεν θέλησα, μα μου χαρίστηκε
πριν ακόμα απ’ την γέννησή μου.
Άραγε δίχως τη θέλησή μου;
Λίγες είναι οι πραμάτειες της ψυχής
μες στην αιωνιότητα.
Όσα ταξίδια κι αν πράξει κανείς,
η φαντασία μονάχα μπορεί
τον άνθρωπο να τον κάνει άνεμο,
μικρό Θεό μα κι ολάκερο ήλιο, όταν χρειάζεται.
Είναι καιρός να εισχωρήσω στον χρόνο με την μωβ βαλίτσα,
και την πένα με το μπλε μελάνι,
κι ας ξεμακραίνει η μεσόγειος της παλιάς γειτονιάς.
Όταν επέστρεφα, δεν ήξερα πως η Ιθάκη
δεν υπήρξε ποτέ στο νησί των ανθρώπων,
παρά μόνο στη γη, όπου ο στίχος ευδοκιμεί.