Το μουσικό θέατρο του τραύματος και το πρόταγμα του φυσικού ανθρώπου

Κρά­τα τον εαυ­τό σου στον Άδη και μην απελ­πί­ζε­σαι
————
ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ


Πρό­λο­γος

Μπο­ρεί η τέ­χνη του θε­ά­τρου να συ­νο­μι­λή­σει με τις κα­τα­στρο­φές του και­ρού μας; Με ποιον τρό­πο; Ποια μορ­φή έκ­φρα­σης μπο­ρεί να γεν­νη­θεί μέ­σα από τα τραύ­μα­τα μιας επο­χής; Σε αυ­τές τις ορια­κές στιγ­μές για τη ζωή και την τέ­χνη μας, η απά­ντη­ση δεν μπο­ρεί να δο­θεί μό­νο από τη σκέ­ψη, χρειά­ζε­ται όλο το σώ­μα να μι­λή­σει, να σκε­φθεί, να τρε­λα­θεί, να εκρα­γεί η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τά του. Στην εξέ­γερ­σή του εί­ναι που το σώ­μα θα βρει τον τρό­πο να εκ­φρά­σει τη βία που ασκεί­ται μέ­σα μας και πά­νω μας, σε μια επο­χή χω­ρίς ψυ­χή και πνεύ­μα, όπου θριαμ­βεύ­ει ο φό­βος, η (αυ­το) απο­μό­νω­ση και η από­γνω­ση, όταν το όποιο φως στο όποιο τού­νελ δεν εί­ναι πλέ­ον ορα­τό, ή έσβη­σε πρό­σφα­τα μα­ζί με τους προ­βο­λείς των τε­λευ­ταί­ων θε­ά­τρων που κι αυ­τά προ­σπά­θη­σαν να προσ­δώ­σουν μια εφή­με­ρη πνοή ζω­ής σε έναν κό­σμο που σπα­ράσ­σε­ται από τις ίδιες του τις αντι­φά­σεις.
Ωστό­σο, κά­θε μέ­ρα ανοί­γου­με την πόρ­τα και μπαί­νου­με στο ερ­γα­στή­ριο, με τους φό­βους και τις προσ­δο­κί­ες, με τα όνει­ρα και τις αμ­φι­βο­λί­ες μας. Πώς να αγ­γί­ξεις το ανέγ­γι­χτο; Πώς να ανοί­ξεις δρό­μο σε αυ­τό-που-δεν-υπάρ­χει-ακό­μα; Αυ­τά τα ερω­τή­μα­τα μας βα­σα­νί­ζουν, γι­’αυ­τά ανα­ζη­τού­με απα­ντή­σεις με τη φω­νή και το σώ­μα, με την ψυ­χή και το πνεύ­μα κι όσο ανα­ζη­τού­με απα­ντή­σεις νέα ερω­τή­μα­τα επι­μέ­νουν να γεν­νιού­νται.

Από τη «Σωφρονιστική Αποικία». (Φωτ. Εύη Φυλακτού)
Από τη «Σωφρονιστική Αποικία». (Φωτ. Εύη Φυλακτού)


Το Υλι­κό

Το υλι­κό μας εί­ναι το σύ­ντο­μο δι­ή­γη­μα του Φραντς Κάφ­κα «Ανα­φο­ρά σε μια Ακα­δη­μία». Ανα­φέ­ρε­ται σε έναν πί­θη­κο, τον Rotpeter. Μια ομά­δα κυ­νη­γών της εται­ρεί­ας Χά­γκεν­μπεκ[1] τον πυ­ρο­βό­λη­σε σε μια ζού­γκλα της Χρυ­σής Ακτής, κά­θως πή­γαι­νε με την αγέ­λη του να πιούν νε­ρό. Δέ­χτη­κε δύο σφαί­ρες. Η μία στο πρό­σω­πο, από την οποία του έμει­νε μια ου­λή και η άλ­λη κά­τω από το γο­φό. Αυ­τή χτύ­πη­σε τα γεν­νη­τι­κά του όρ­γα­να και τον ευ­νού­χι­σε. Κα­τό­πιν, τον αιχ­μα­λω­τί­σα­νε, τον με­τα­φέ­ρα­νε στο πλοίο τους και τον κλεί­σα­νε σε ένα κλου­βί. Αυ­τός, σε κα­τά­στα­ση σοκ, έχο­ντας χά­σει τη μνή­μη της ως τώ­ρα ζω­ής του, πά­σχι­σε να δια­φύ­γει. Ήταν αδύ­να­τον. Τό­τε άρ­χι­σε να πα­ρα­τη­ρεί αυ­τούς που ήταν γύ­ρω του, τους σκλά­βους/ναύ­τες της εται­ρεί­ας Χά­γκεν­μπεκ, αν­θρώ­πους αλ­λο­τριω­μέ­νους, εξα­θλιω­μέ­νους και απο-αν­θρω­πο­ποι­η­μέ­νους από κά­θε άπο­ψη. Προ­σπά­θη­σε να μι­μη­θεί τη συ­μπε­ρι­φο­ρά τους, τις κι­νή­σεις τους, τις συ­νή­θειες τους. Για πα­ρά­δειγ­μα, προ­σπά­θη­σε να φτύ­σει κι αυ­τός, να κα­πνί­σει πί­πα ή να πιεί κρα­σί. Οι άν­θρω­ποι με τη σει­ρά τους, παί­ζο­ντας με το άγριο ζώο, άρ­χι­σαν να το βα­σα­νί­ζουν: γε­λοιο­ποί­η­ση, μα­στι­γώ­μα­τα, σβη­σί­μα­τα τσι­γά­ρων πά­νω στο τρί­χω­μά του κι άλ­λες αντί­στοι­χες συ­μπε­ρι­φο­ρές κο­σμού­σαν την εκ­παί­δευ­ση του Rotpeter, τη μύ­η­ση του στον κό­σμο των αν­θρώ­πων. Οι ναύ­τες έχο­ντας απο­δε­χθεί την κα­τα­πί­ε­ση που υφί­στα­νται αυ­τοί οι ίδιοι, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή άνε­ση την ασκού­σαν με τη σει­ρά τους σε ένα ήδη τραυ­μα­τι­σμέ­νο και ανή­μπο­ρο άγριο ζώο.
Τε­λι­κά, ο Rotpeter απο­κά­λυ­ψε ιδιαί­τε­ρες μι­μη­τι­κές ικα­νό­τη­τες κι έτσι όταν το κα­ρά­βι έφτα­σε στο Αμ­βούρ­γο μπο­ρού­σε να δια­λέ­ξει ανά­με­σα στο ζω­ο­λο­γι­κό κή­πο και το βα­ριε­τέ (μου­σι­κό θέ­α­τρο). Αυ­τός διά­λε­ξε το βα­ριε­τέ. Ολο­κλή­ρω­σε την εκ­παί­δευ­σή του στην αν­θρώ­πι­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά και πλέ­ον πα­ρου­σιά­ζει ως περ­φόρ­μανς την ίδια τη δια­δι­κα­σία του βί­α­ου εξαν­θρω­πι­σμού του. Πά­νω στη σκη­νή απο­κα­λύ­πτε­ται, απο­γυ­μνώ­νε­ται, με όρους μου­σι­κού θε­ά­τρου. Δη­μιουρ­γεί το βα­ριε­τέ του τραύ­μα­τος. Με­τα­δί­δει τη γνώ­ση αυ­τού του βιώ­μα­τος. Επι­μέ­νει να το ζει ξα­νά και ξα­νά, να θυ­μά­ται ξα­νά και ξα­νά. Ο Rotpeter, ένα ζω­αν­θρώ­πι­νο αν­δρό­γυ­νο ον στη σκη­νή του θε­ά­τρου, χο­ρεύ­ει και τρα­γου­δά αφη­γού­με­νο το τραύ­μα του εξαν­θρω­πι­σμού του. Σαρ­κά­ζει τους πά­ντες και τα πά­ντα, αυ­το­σαρ­κά­ζε­ται, κα­τα­δει­κνύ­ει τη βία που υπέ­στη. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι το “θέ­α­τρο της σκλη­ρό­τη­τας”, όπως το ορα­μα­τί­στη­κε ο Αρ­τώ αλ­λη­λε­πι­δρά με το επι­κό θέ­α­τρο του Μπρε­χτ. Σαρ­κα­σμός και σκλη­ρό­τη­τα. Σω­μα­τι­κή βία, χο­ρός και τρα­γού­δι.

Τι εί­ναι ο Rotpeter; Δεν εί­ναι πλέ­ον πί­θη­κος. Όπως μας λέ­ει, έχει κα­τα­πο­λε­μή­σει ως τα ακραία της όρια την πι­θη­κί­σια φύ­ση του. Δεν εί­ναι όμως και άν­θρω­πος. Το τρί­χω­μα του θα απο­κα­λύ­πτει πά­ντα και για πά­ντα τη ζω­ώ­δη κα­τα­γω­γή του. Επί­σης εί­ναι ευ­νου­χι­σμέ­νος, ού­τε θη­λυ­κό ού­τε αρ­σε­νι­κό. Ταυ­τι­ζό­με­νος κι αυ­τός με τους βα­σα­νι­στές του, έχει στο σπί­τι του μια πι­θη­κί­να την οποία βα­σα­νί­ζει, προ­σπα­θώ­ντας να την εξαν­θρω­πί­σει. Μά­λι­στα, τη βλέ­πει μό­νο τη νύ­χτα για­τί το πρωί βλέ­πει στα μά­τια της το τρε­λό βλέμ­μα του συγ­χυ­σμέ­νου ημιεκ­παι­δευ­μέ­νου ζώ­ου κι αυ­τό δεν το αντέ­χει.


Η φυ­σι­κο­ποί­η­ση του αν­θρώ­που και η αν­θρω­πο­ποί­η­ση της φύ­σης

Το δι­ή­γη­μα του Κάφ­κα έχει το όνο­μα «Ανα­φο­ρά σε μια Ακα­δη­μία» από την άπο­ψη ότι ο Rotpeter ανα­φέ­ρει σε κά­ποιους πα­ρό­ντες/από­ντες ακα­δη­μαϊ­κούς τη δια­δι­κα­σία του βί­α­ου εξαν­θρω­πι­σμού του. Αξί­ζει να δού­με ποια εί­ναι τα αν­θρω­πο­λο­γι­κά μο­ντέ­λα που εμ­φα­νί­ζο­νται μέ­σα στο κεί­με­νο. Από τη μία, οι ναύ­τες/σκλά­βοι της εται­ρεί­ας Χά­γκεν­μπεκ, δου­λειά των οποί­ων εί­ναι να κυ­νη­γούν, να πυ­ρο­βο­λούν και να βα­σα­νί­ζουν άγρια ζώα για λο­γα­ρια­σμό της εται­ρεί­ας. Από την άλ­λη, οι πα­ρό­ντες/από­ντες ακα­δη­μαϊ­κοί, φο­ρείς του πνεύ­μα­τος του Δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού, τα επι­στη­μο­νι­κά, καλ­λι­τε­χνι­κά και τε­χνι­κά επι­τεύγ­μα­τά του οποί­ου πα­τούν πά­νω στις εκα­τόμ­βες νε­κρών ζώ­ων και αν­θρώ­πων σε αποι­κί­ες και μη­τρο­πό­λεις... «Κά­θε μνη­μείο πο­λι­τι­σμού εί­ναι και τεκ­μή­ριο βαρ­βα­ρό­τη­τας», επι­μέ­νει να μας θυ­μί­ζει ο Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν.
Ο Rotpeter, το ζω­αν­θρώ­πι­νο και αν­δρό­γυ­νο ον, εί­ναι μια όψη από τα σπλά­χνα της χει­μα­ζό­με­νης αν­θρω­πό­τη­τας – και – φύ­σης σε μια από τις σκο­τει­νό­τε­ρες σε­λί­δες της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, όπου η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση στην αλ­λη­λε­πί­δρα­σή της με την παν­δη­μία, γεν­νούν αυ­τό που θα μπο­ρού­σα­με να ονο­μά­σου­με αν­θρω­πο­λο­γι­κή κρί­ση, μια μορ­φή ζω­ής πλή­ρους απο­διάρ­θρω­σης των αν­θρώ­πι­νων σχέ­σε­ων και δε­σμών, γε­μά­τη φό­βο και αι­σθή­μα­τα αδιε­ξό­δου, όπου το αν­θρώ­πι­νο μέ­σα στον άν­θρω­πο, η ίδια η αξιο­πρέ­πεια του ζην, δέ­χε­ται σο­βα­ρό­τα­τα πλήγ­μα­τα.
Στη σκη­νή του μου­σι­κού του θε­ά­τρου, ο αν­δρό­γυ­νος πι­θη­κάν­θρω­πος, εκ­φρά­ζει με κά­θε κύτ­τα­ρο του βα­σα­νι­σμέ­νου σώ­μα­τός του το βά­ναυ­σο βί­ω­μα της βί­αι­ης κα­νο­νι­κο­ποί­η­σης του. Το προ­σω­πι­κό του βί­ω­μα κα­τα­δει­κνύ­ε­ται και πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται, γί­νε­ται βί­ω­μα του κά­θε αν­θρώ­που στη δια­δι­κα­σία βί­αι­ης προ­σαρ­μο­γής του σε ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο αλ­λο­τριω­τι­κό σύ­νο­λο ηθών, θε­σμών και αξιών, που κα­τα­στέλ­λει έν­στι­κα κι επι­θυ­μί­ες, φα­ντα­σία και πρω­το­βου­λία, δη­μιουρ­γώ­ντας τα­πει­νω­μέ­να αν­θρω­ποει­δή, προ­σαρ­μο­σμέ­να στις επι­τα­γές ενός απρό­σω­που συ­στή­μα­τος, πο­λύ κο­ντά στην όψη του βι­βλι­κού Λε­βιά­θαν. Ο Rotpeter, εκ­φρά­ζει ως κραυ­γή αγω­νί­ας την αλό­γι­στη βία που ασκεί ο άν­θρω­πος στη φύ­ση με σκο­πό το κέρ­δος, κα­τα­στρέ­φο­ντας δά­ση και ζού­γκλες, εξα­φα­νί­ζο­ντας εί­δη ζώ­ων και φυ­τών, μο­λύ­νο­ντας τις θά­λασ­σες και τους ου­ρα­νούς, κλέ­βο­ντας, επί της ου­σί­ας, τον κό­σμο από τις μέλ­λου­σες γε­νιές για χά­ρη μιας άθλιας και απο­λύ­τως αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κής ψευ­δο­ευ­η­με­ρί­ας των μο­νο­πω­λια­κών ομί­λων και των πο­λυ­ε­θνι­κών εται­ρειών! Στο νε­α­νι­κό του έρ­γο, τα Οι­κο­νο­μι­κά και Φι­λο­σο­φι­κά Χει­ρό­γρα­φα, ο Καρλ Μαρξ χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κομ­μου­νι­σμό ως τη στιγ­μή της «φυ­σι­κο­ποί­η­σης του αν­θρώ­που και της αν­θρω­πο­ποί­η­σης της φύ­σης». Πα­ρ’ όλη την τρα­γι­κή έκ­βα­ση των χει­ρα­φε­τη­τι­κών κι­νη­μά­των στον 20ο αιώ­να, το πρό­ταγ­μα του Μαρξ, δεν μπο­ρεί να μας αφή­σει ανε­πη­ρέ­α­στους στη δυ­στο­πι­κή δί­νη των χα­λε­πών και­ρών που ζού­με.


Ελευ­θε­ρία ή Διέ­ξο­δος;

Όπως, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά λέ­ει ο Rotpeter «Όχι, δεν ήθε­λα ελευ­θε­ρία. Μό­νο μια διέ­ξο­δο».[2] Η κρι­τι­κή/σαρ­κα­στι­κή και από κά­θε άπο­ψη αυ­το-σαρ­κα­στι­κή στά­ση του Κάφ­κα μέ­σα από τον αντι-ήρωα του εί­ναι ανε­λέ­η­τη. Στις συν­θή­κες του εγκλει­σμού του, ο Rotpeter ανα­ζή­τη­σε μια διέ­ξο­δο, όχι την ελευ­θε­ρία. Χά­ριν αυ­τής της ανα­ζή­τη­σης δέ­χτη­κε τα βα­σα­νι­στή­ρια, προ­σαρ­μό­στη­κε στις απαι­τή­σεις του κό­σμου των αν­θρώ­πων, στον οποίο, όπως θα μας πει νιώ­θει πιο άνε­τα, πιο ενταγ­μέ­νος. Σκο­πός του ήταν η επι­βί­ω­ση, η διέ­ξο­δος από την κα­τά­στα­ση εγκλει­σμού σε ένα ζω­ο­λο­γι­κό κή­πο.
Μή­πως η απο­φυ­γή ενός τύ­που εγκλει­σμού, τον οδη­γεί σε έναν άλ­λο τύ­πο εγκλει­σμού; Στον εγκλει­σμό της κα­νο­νι­κο­ποί­η­σης, σε αυ­τό το αφό­ρη­το βά­ρος της νόρ­μας, της ασφα­λούς και πει­θαρ­χη­μέ­νης ύπαρ­ξης, σε έναν εκ των προ­τέ­ρων κα­θο­ρι­σμέ­νο τρό­πο ζω­ής, με πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νους όρους και όρια, χω­ρίς τη δυ­να­τό­τη­τα κα­μί­ας δια­φυ­γής, κα­μί­ας εναλ­λα­κτι­κής; Σε μια μορ­φή ζω­ής όπου τα έν­στι­κτα και οι ενορ­μή­σεις έχουν απω­θη­θεί πλή­ρως, όπου η φα­ντα­σία ασφυ­κτιά υπό το βά­ρος ενός θε­σμο­θε­τη­μέ­νου τρό­που αί­σθη­σης και σκέ­ψης, όπου η επι­θυ­μία δεν υφί­στα­ται πλέ­ον πα­ρά μό­νο ως επι­θυ­μία να υπη­ρε­τεί κα­νείς τη νόρ­μα, το συ­γκε­κρι­μέ­νο αυ­τό αν­θρω­πο­λο­γι­κό μο­ντέ­λο της εγκι­βω­τι­σμέ­νης ψυ­χι­κά, σω­μα­τι­κά και πνευ­μα­τι­κά ύπαρ­ξης.

Ο Rotpeter στην ανα­φο­ρά του κα­τα­λή­γει ως εξής: «Κοι­τά­ζο­ντας πί­σω την εξέ­λι­ξή μου και τον έως τώ­ρα στό­χο της, ού­τε πα­ρα­πο­νιέ­μαι ού­τε και ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος εί­μαι. Με τα χέ­ρια στις τσέ­πες, το μπου­κά­λι το κρα­σί στο τρα­πέ­ζι, μι­σο­κα­θι­στός μι­σο­ξα­πλω­μέ­νος στην κου­νι­στή πο­λυ­θρό­να, κοι­τά­ζω έξω απ’ το πα­ρά­θυ­ρο. Εάν έρ­θουν επι­σκέ­ψεις, τις υπο­δέ­χο­μαι όπως αρ­μό­ζει. Ο ιμπρε­σά­ριός μου κά­θε­ται στον προ­θά­λα­μο· εάν χτυ­πή­σω το κα­μπα­νά­κι, έρ­χε­ται και ακού­ει τι έχω να του πω. Σχε­δόν κά­θε βρά­δυ έχω πα­ρά­στα­ση, και η επι­τυ­χία μου εί­ναι πια σχε­δόν αξε­πέ­ρα­στη. Όταν γυρ­νάω αρ­γά από δε­ξιώ­σεις, από επι­στη­μο­νι­κές πα­ρέ­ες, από φι­λι­κές μα­ζώ­ξεις σε σπί­τια, με πε­ρι­μέ­νει μια μι­κρή ημιεκ­παι­δευ­μέ­νη χι­μπα­τζί­να, και μα­ζί της περ­νάω κα­λά με πι­θη­κί­σιο τρό­πο. Την ημέ­ρα δεν θέ­λω ού­τε να την βλέ­πω· για­τί έχει στο βλέμ­μα της την τρέ­λα του συγ­χυ­σμέ­νου εκ­παι­δευ­μέ­νου ζώ­ου· αυ­τό μό­νο εγώ το ανα­γνω­ρί­ζω, και δεν το αντέ­χω».

Ο καφ­κι­κός ζω­αν­θρώ­πι­νος αντι-ήρω­ας εκ­φρά­ζει από σκη­νής το τραύ­μα του βί­α­ου εξαν­θρω­πι­σμού, του εγκλει­σμού και της κα­νο­νι­κο­ποί­η­σης του. Όπως μας λέ­ει: «...δεν θέ­λω την κρί­ση κα­νε­νός αν­θρώ­που, το μό­νο που θέ­λω εί­ναι να δια­δί­δω τη γνώ­ση, ανα­φο­ρές κά­νω μό­νο, και σ’ εσάς, αξιό­τι­μοι κύ­ριοι της Ακα­δη­μί­ας, μια ανα­φο­ρά έκα­να μό­νο». Ο Κάφ­κα δεν θα μπο­ρού­σε πα­ρά να λει­τουρ­γή­σει αυ­το-σαρ­κα­στι­κά για να απο­κα­λύ­ψει τον τρα­γι­κό πυ­ρή­να της αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης. O Rotpeter, όπως ήδη ανα­φέ­ρα­με, δεν εί­ναι πα­ρά η ει­κό­να της χει­μα­ζό­με­νης αν­θρω­πό­τη­τας – και – φύ­σης.

Διέ­ξο­δος ή ελευ­θε­ρία; Αν αυ­τό εί­ναι το ερώ­τη­μα, τό­τε δεν υπάρ­χει πα­ρά μία απά­ντη­ση, ελευ­θε­ρία με κά­θε κό­στος και μά­λι­στα, όχι απλώς «ελευ­θε­ρία από κά­τι», αλ­λά η ελευ­θε­ρία ως μορ­φή ζω­ής κα­θε­αυ­τή, χω­ρίς συμ­βι­βα­σμούς και δια­πραγ­μα­τεύ­σεις, ένας τρό­πος του ζην ισά­ξιος της ίδιας της αν­θρώ­πι­νης ου­σί­ας στις υψη­λό­τε­ρες μορ­φές της.

Από τη «Σωφρονιστική Αποικία». (Φωτ. Εύη Φυλακτού)
Από τη «Σωφρονιστική Αποικία». (Φωτ. Εύη Φυλακτού)


Το θε­α­τρι­κό ερ­γα­στή­ρι

Γρά­φο­ντας για όλα τα πα­ρα­πά­νω υπό το πρί­σμα της θε­α­τρι­κής πρά­ξης, τί­θε­ται, βέ­βαια, το ερώ­τη­μα σε τι βαθ­μό μπο­ρεί αυ­τό το σώ­μα ιδε­ών να πραγ­μα­τω­θεί επί σκη­νής. Η απά­ντη­ση πο­τέ δεν εί­ναι εύ­κο­λη, άλ­λω­στε, με­τα­ξύ άλ­λων, αυ­τή εί­ναι και η ομορ­φιά της θε­α­τρι­κής τέ­χνης. Η Ομά­δα Ση­μείο Μη­δέν εί­ναι κα­τά βά­ση ερευ­νη­τι­κή ομά­δα. Οι πρό­βες εί­ναι πο­λύ­μη­νες, κα­τά τη διάρ­κεια των οποί­ων οι ηθο­ποιοί ασκού­νται με βά­ση τη «Μέ­θο­δο του Θ. Τερ­ζό­που­λου»,[3] χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της οποί­ας εί­ναι το ψυ­χο-σω­μα­τι­κό άνοιγ­μα του ηθο­ποιού σε όλο το φά­σμα των σω­μα­τι­κών και φω­νη­τι­κών, εκ­φρα­στι­κών και συ­γκι­νη­σια­κών δυ­να­το­τή­των του. 
Στην πρώ­τη φά­ση της δια­δι­κα­σί­ας των προ­βών η ομά­δα των 7 ηθο­ποιών, για ένα διά­στη­μα πε­ρί­που τριών εβδο­μά­δων, επι­κε­ντρώ­θη­κε στους τρό­πους εκ­παί­δευ­σης της με­θό­δου και τις ψυ­χο­σω­μα­τι­κές αρ­χές ενερ­γο­ποί­η­σης και αυ­το­συ­γκέ­ντρω­σης που πε­ριέ­χει, ώστε τα πα­λαιό­τε­ρα μέ­λη της ομά­δας να ξα­να­συν­δε­θούν με τις αρ­χές αυ­τές σε ένα βα­θύ­τε­ρο επί­πε­δο, ενώ τα νε­ό­τε­ρα μέ­λη να έχουν αρ­κε­τό χώ­ρο και χρό­νο να τις εν­σω­μα­τώ­σουν και να απο­κτή­σουν την αί­σθη­ση της λει­τουρ­γί­ας τους μέ­σα στο σώ­μα.
Η δια­δι­κα­σία ξε­κί­νη­σε με το σω­μα­τι­κό τρέι­νινγκ, το οποίο γί­νε­ται ταυ­τό­χρο­να από όλη την ομά­δα. Το τρέι­νινγκ στη­ρί­ζε­ται στην ανά­πτυ­ξη της δια­φραγ­μα­τι­κής ανα­πνο­ής, μέ­σα από την αί­σθη­ση της ελεύ­θε­ρης κυ­κλο­φο­ρί­ας του ει­σπνε­ό­με­νου και εκ­πνε­ό­με­νου αέ­ρα σε όλο το σώ­μα και απο­σκο­πεί στην καλ­λιέρ­γεια της τε­χνι­κής της αυ­το­συ­γκέ­ντρω­σης, στην ενερ­γο­ποί­η­ση των σω­μα­τι­κών αξό­νων, των αι­σθή­σε­ων και των αντα­να­κλα­στι­κών του ηθο­ποιού, οξύ­νο­ντας σα­φώς την ψυ­χο­σω­μα­τι­κή αντο­χή. Ακο­λού­θη­σε το φω­νη­τι­κό τρέι­νινγκ, ως φυ­σι­κή εξέ­λι­ξη της δου­λειάς με το σώ­μα, η οποία, βέ­βαια, δεν στα­μα­τά. Οι ηθο­ποιοί ανα­πτύσ­σουν τις ίδιες αρ­χές ενερ­γο­ποί­η­σης και αυ­το­συ­γκέ­ντρω­σης, αυ­τή τη φο­ρά με σκο­πό την απε­λευ­θέ­ρω­ση του φω­νη­τι­κού δυ­να­μι­κού. Η δου­λειά με τη φω­νή έχει σα­φώς σω­μα­τι­κή ρί­ζα, κα­θώς δεν νο­εί­ται ασώ­μα­τος ήχος ή μια φω­νή που πα­ρά­γε­ται από ένα ανε­νερ­γό σώ­μα. Σω­μα­τι­κό και φω­νη­τι­κό τρέι­νινγκ ανα­πτύσ­σο­νται και εμπλου­τί­ζο­νται σε όλη τη διάρ­κεια αυ­τής της πρώ­της πε­ριό­δου προ­βών και γί­νο­νται πιο σύν­θε­τα και απαι­τη­τι­κά. Οι ηθο­ποιοί δεν επα­να­λαμ­βά­νουν μη­χα­νι­κά κά­ποιες σει­ρές ασκή­σε­ων. Κα­λού­νται να επα­να­συν­δε­θούν κά­θε μέ­ρα εκ νέ­ου, όλο και βα­θύ­τε­ρα, με μια συ­γκε­κρι­μέ­νη παρ­τι­τού­ρα ψυ­χο­σω­μα­τι­κών λει­τουρ­γιών, δια­δι­κα­σία η οποία προ­ϋ­πο­θέ­τει τη σω­μα­τι­κή, αι­σθη­τη­ρια­κή, ενερ­γεια­κή και πνευ­μα­τι­κή συμ­με­το­χή τους στιγ­μή-τη-στιγ­μή σε όλη τη διάρ­κεια του τρέι­νινγκ.

Από τη «Μεταμόρφωση» (Φωτ. Χρήστος Κυριακόγγονας)
Από τη «Μεταμόρφωση» (Φωτ. Χρήστος Κυριακόγγονας)

Η άσκη­ση της «Απο­δό­μη­σης» απο­τε­λεί την επό­με­νη φά­ση της εκ­παί­δευ­σης. Μέ­σα από μια σει­ρά λει­τουρ­γιών δια­φραγ­μα­τι­κής ανα­πνο­ής, το διά­φραγ­μα αρ­χί­ζει να δο­νεί­ται στέλ­νο­ντας δο­νή­σεις στην πε­ριο­χή της λε­κά­νης κι από εκεί, στα νε­φρά, στη σπον­δυ­λι­κή στή­λη, στο στέρ­νο, στους ώμους και το κε­φά­λι. Κα­θώς το σώ­μα δο­νεί­ται από την κί­νη­ση του αέ­ρα, οι ηθο­ποιοί περ­πα­τούν ελεύ­θε­ρα σε δια­φο­ρε­τι­κές κα­τευ­θύν­σεις στο χώ­ρο, κα­τε­βαί­νουν στο δά­πε­δο, ανα­ζη­τούν ανοί­κειες σω­μα­τι­κές θέ­σεις, έρ­χο­νται πά­λι στην όρ­θια θέ­ση, επι­τα­χύ­νο­ντας την τα­χύ­τη­τα των δο­νή­σε­ων. Η δια­δι­κα­σία αυ­τή επα­να­λαμ­βά­νε­ται σε όλη τη διάρ­κεια της άσκη­σης της «Απο­δό­μη­σης». Στη συ­νέ­χεια, μέ­σα από το δο­νού­με­νο σώ­μα οι ηθο­ποιοί δου­λεύ­ουν τη φω­νή τους. Ο ήχος πα­ρά­γε­ται δο­νού­με­νος, κυ­κλο­φο­ρεί ελεύ­θε­ρα σε όλο το σώ­μα, ενερ­γο­ποιού­νται σω­μα­τι­κά αντη­χεία, ώσπου το σώ­μα με­τα­τρέ­πε­ται κα­θο­λι­κά σε αντη­χείο.
Σε όλη αυ­τή την πρώ­τη φά­ση των προ­βών, με­τά το τρέι­νινγκ ακο­λου­θού­σε θε­ω­ρη­τι­κή με­λέ­τη και συ­ζή­τη­ση πά­νω στο υλι­κό του καφ­κι­κού δι­η­γή­μα­τος. Στους ηθο­ποιούς δό­θη­κε βι­βλιο­γρα­φία να με­λε­τή­σουν. Ωστό­σο η έμ­φα­ση δό­θη­κε στο να συ­ντο­νι­στεί η ομά­δα στο σκε­πτι­κό προ­σέγ­γι­σης του υλι­κού, στο να αρ­χί­σει να ερε­θί­ζε­ται η φα­ντα­σία, να δη­μιουρ­γού­νται ιδιαί­τε­ροι συ­νειρ­μοί, ει­κό­νες και ενορ­μή­σεις στον κά­θε ηθο­ποιό, ανοί­γο­ντας σι­γά-σι­γά τον δρό­μο προς την ψυ­χο­σω­μα­τι­κή έρευ­να και τον αυ­το­σχε­δια­σμό. Οι ηθο­ποιοί δεν στέ­κο­νταν στη θε­ω­ρη­τι­κή πλη­ρο­φο­ρία, αλ­λά στους ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κούς κρα­δα­σμούς και τις δο­νή­σεις που γεν­νού­σε η με­λέ­τη του υλι­κού.

Από τα «Θραύσματα από τον Κάφκα» (Φωτ. Αντωνία Κάντα)
Από τα «Θραύσματα από τον Κάφκα» (Φωτ. Αντωνία Κάντα)


Επί­λο­γος

Για­τί κα­νείς χρειά­ζε­ται να γρά­ψει για την πο­ρεία μιας ερευ­νη­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας; Δεν αρ­κεί η πρά­ξη; Σα­φώς και αρ­κεί. Στην τέ­χνη του θε­ά­τρου τα πά­ντα υφί­στα­νται στην κλί­μα­κα της σκη­νι­κής και ψυ­χο­σω­μα­τι­κής τους ύπαρ­ξης, όχι στη σφαί­ρα των ιδε­ών. Ωστό­σο, η γρα­φή εί­ναι απο­τέ­λε­σμα ενός εσω­τε­ρι­κού δια­λό­γου του δη­μιουρ­γού με το ως τώ­ρα βί­ω­μά του και προ­κύ­πτει από την ανά­γκη του ανα­στο­χα­σμού. Αυ­τή τη δια­δρο­μή προ­σπα­θή­σα­με να δια­νύ­σου­με στο συ­γκε­κρι­μέ­νο κεί­με­νο, από το βί­ω­μα στον ανα­στο­χα­σμό και πά­λι στο βί­ω­μα, σε ένα ου­σια­στι­κό­τε­ρο επί­πε­δο, σε μια δια­δι­κα­σία που δεν έχει τέ­λος.