Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα

Ερείπια του φρουρίου της Βιζύης. Από το βιβλίο των S. Sayger & A. Desarnod, «Album d᾽un voyage en Turquie fait par ordre de sa Majesté L' empereur Nicolas 1er en 1829 et 1830» (1834)
Ερείπια του φρουρίου της Βιζύης. Από το βιβλίο των S. Sayger & A. Desarnod, «Album d᾽un voyage en Turquie fait par ordre de sa Majesté L' empereur Nicolas 1er en 1829 et 1830» (1834)

Απο­κα­τά­στα­ση σε δη­μο­τι­κή θρα­κιώ­τι­κη διά­λε­κτο από τον Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη και τον Σπύ­ρο Φω­τα­κί­δη

Το διήγημα «Διατί ἡ μηλιά δέν ἔγινε μηλέα» του Γεωργίου Βιζυηνού δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εβδομάς στις 27 Ιανουαρίου 1885. Το θέμα του είναι η αντίδραση ενός μαθητή στη διδασκαλία της καθαρεύουσας, και ιδιαίτερα στη «μετονομασία» του δέντρου «μηλιά» σε «μηλέα», την οποία και προσπαθεί να επιβάλει βιαίως ο καινούργιος αρχαιολάτρης δάσκαλος του σχολείου του. Πέρα από τον αυτοβιογραφικό του χαρακτήρα, το διήγημα έχει και προεκτάσεις σε θέματα γλωσσολογίας και ψυχολογίας. Παρά τον σαφή όμως ιδεολογικό προσανατολισμό του διηγήματος υπέρ της δημοτικής, ο συγγραφέας του επιλέγει την καθαρεύουσα για την αφήγηση.
Στόχος της άσκησης ήταν η μεταγραφή του διηγήματος σε δημοτική, και πιο συγκεκριμένα στη θρακική διάλεκτο, την οποία λογικά θα χρησιμοποιούσε ο ποιητής καθώς, όπως υπονοεί και το ψευδώνυμό του, γεννήθηκε στη Βιζύη (το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης). Επιπρόσθετο κίνητρο για τους υπογράφοντες αποτελεί και η καταγωγή τους από χωριά της Ανατολικής Θράκης, μεταξύ των οποίων και η κοντινή στη Βιζύη Μεσσήνη.
Η αρχική εκδοχή του κειμένου αλιεύθηκε από το διαδίκτυο, καθώς κρίθηκαν επουσιώδεις οι τυχόν παραλλαγές του για τη συγκεκριμένη άσκηση. Κάποιες λόγιες εκφράσεις διατηρήθηκαν αναπόφευκτα καθώς είτε ήταν εκφράσεις που θα γνώριζαν οι μαθητές από τα σχολεία (π.χ. η ειρωνική χρήση του «περιγραμμάτου») είτε ήταν όροι που δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν με άλλη «λαϊκότερη» λέξη ή περιφραστικά (π.χ. «απόλυτες γενικές», «απαρέμφατα» κ.ά.).
Υποθέτουμε ότι σε κάποιο βαθμό είναι αναπόφευκτα τα λάθη ή οι αυθαιρεσίες, αν μη τι άλλο και λόγω των μικροδιαφορών στις διαλέκτους μεταξύ διαφορετικών περιοχών/χωριών της Θράκης. Είναι προφανώς αδύνατον, 136 χρόνια μετά τη δημοσίευση του αρχικού διηγήματος, να γνωρίζουμε πόσο κοντινή θα ήταν στη δικιά μας μια πιθανή δημοτική εκδοχή από τον ίδιο τον Βιζυηνό. Ελπίζουμε όμως τουλάχιστον να είναι απολαυστικό το αποτέλεσμα για τον αναγνώστη όσο απολαυστική ήταν και για τους μεταγράφοντες η διαδικασία.
   

———ΤΑΣΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΑΔΗΣ-ΣΠΥΡΟΣ ΦΩΤΑΚΙΔΗΣ

Άποψη της Βιζύης (1920)
Άποψη της Βιζύης (1920)

[  Η ΑΠΟ­ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΑ­ΣΗ  ]


Γε­ωρ­γής Βι­ζυ­η­νός: Για­τί η μη­λιά δε γέ­ν’κε μη­λέ­γα

Πε κι­σμέτ κα­λό, γέ­ν’κε γκιου­ρουλ­τί τε­λευ­ταία σχε­τι­κά με τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, το πιο ου­σια­στι­κό ζή­τη­μα, για μέ­να, απ’ όσα έπρε­πε να απα­σχο­λούν το έθνος μας, ίσως πιο ου­σια­στι­κό ακό­μα και πε τ’ ανα­το­λι­κό ζή­τη­μα το ίδιο. Όμως, ανα­γνώ­στες και ανα­γνώ­στριες, όσοι δεν εί­στε ακό­μα θαυ­μα­στές της Με­γά­λης μας Ιδέ­γας, μην κα­τσιρ­ντί­στε για τ’ν άμε­ση αυ­τή σχέ­ση του πιο σο­βα­ρού πε τα ζη­τή­μα­τα με τη γραμ­μα­τι­κή των δα­σκά­λων της Ελ­λά­δας. Το ξέ­ρω: Οι κα­λο­γέ­ροι πι­στεύ­’να ότι θα πά­μ’ όλοι στον διά­βο­λο, όσοι δεν απο­κλη­ρώ­ν’με τους γιούς και τις κό­ρες μας, για ν’ αφιε­ρώ­σ’με τα χω­ρά­φια μας στα μο­να­στή­ρια, για να σώ­σ’με την ψυ­χή μας. Οι συγ­γρα­φείς πι­στεύ­’να, σαν να ’ν’ αλη­θι­νό άρ­θρο πί­στης, ότι δεν μπο­ρεί να γέ­νει εθνι­κή πρό­ο­δος, όσο κά­θε Έλ­λη­νας δεν τρέ­χει να γρα­φτεί συν­δρο­μη­τής στα βι­βλία τους, δί­νο­ντας σερ­με­γέ, εν­νο­εί­ται, για τη συν­δρο­μή του. Κι εγώ λοι­πόν μπο­ρώ να φα­νώ ότι πι­στεύω πως η Ελ­λά­δα δεν θα λύ­σει τ’ ανα­το­λι­κό ζή­τη­μα με δι­κιά της νί­κη, πα­ρά μό­ν’ με τις από­λυ­τες γε­νι­κές και τα απα­ρέμ­φα­τα. Κι άρα έρ­χο­μαι δω να πα­ρι­στά­νω πως το σύν­θη­μα του αυ­ρια­νού με­γα­λεί­ου της πα­τρί­δας δεν φτιά­χν’ται πε τί­πο­τ’ άλ­λο, πα­ρά πε λό­για, λό­για, λό­για! «Όχι! Ο λό­γος, που συν­δέω το γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα της Ελ­λά­δας με τ’ άλ­λο, αυ­τό π’ από μό­νο του αφο­ρά τ’ν ύπαρ­ξή της έν’… Αλ­λά κα­λύ­τε­ρα να τον μα­ντέψ­τε μό­νοι σας όσο δια­βά­ζ’τε. Τ’ ανά­γνω­σμα όμως, που σας προ­σφέ­ρω, δεν έν’ πα­ρά μία ιστο­ρία. Μία ιστο­ρία τό­σο απλή και συ­νη­θι­σμέ­νη, π’ απο­ρώ πώς δεν τ’ν έχει κα­μιά πε τις με­γά­λες επι­φυλ­λί­δες, κα­νέ­να πε τα χο­ντρά κι­τά­πια, όσα γρά­φ’καν τε­λευ­ταία γύ­ρω πε το ποια πρέ­πει να εί­ν’ η γλώσ­σα των ση­με­ρι­νών Ελ­λή­νων! Ορί­στε η ιστο­ρία.

Όταν ήμαν μα­θη­τής του αλ­λη­λο­δι­δα­κτι­κού σχο­λειού της πα­τρί­δας μου, εί­χα με­γά­λη αδυ­να­μία στη μη­λιά. Δεν εν­νοώ τη Μη­λιά την κό­ρη του γεί­το­νά μου, αλ­λά τη γλυ­κο­μη­λιά, το δέ­ντρο, που στό­λ’ζε τον αγάτς μπα­ξέ μας. Ήταν πο­λύ πε­ρί­ερ­γο δέ­ντρο αυ­τή η μη­λιά: Έκα­νε λου­λού­δια και καρ­πούς, όπως κά­θε ξα­δέρ­φη της, κα­τά το κα­λο­καί­ρι και πά­λι λου­λού­δια και καρ­πούς κα­τά το φθι­νό­πω­ρο. Κι επει­δή ήταν η πρώ­τη μη­λιά, που γνώ­ρ’σα στη ζωή μου, και η μό­νη, που μ’ άρε­σε πιο πο­λύ πε τις άλ­λες, έμα­θα να ονο­μά­ζω και όλα τα δέν­δρα μη­λιές, όσα εί­χα­νε το ίδιο σου­λού­π’ κι έκα­ναν μή­λα σαν αυ­τά της δι­κής μας, αν και δεν βγά­ζα­νε καρ­πούς εκεί­νες, σαν αυ­τή, δύο φο­ρές τον χρό­νο. Όμως, μ’ όλη την πα­λιά φι­λία και συ­μπά­θεια ανά­με­σα στη μη­λιά κι εμέ­να, δε μπο­ρώ να πω ότι ήξε­ρε κα­λά-κα­λά ο ένας τον άλ­λον. Δε ξέ­ρω αν και η μη­λιά προ­σπά­θ’σε πο­τέ να κα­τα­λά­βει τι πράγ­μα ήμουν εγώ, που έπαι­ζα τό­σο συ­χνά κά­τ’ απ’ τη σκιά της ή κα­θό­μαν κα­βά­λα επά­ν’ στα ντά­λια της. Θυ­μού­μαι όμως πο­λύ κα­λά ότι εγώ, προ­πά­ντων τον και­ρό που άν­θι­ζε, συ­νή­θι­ζα να στέ­κο­μαι σε κά­ποια από­στα­ση απ’ αυ­τήν, με τα χέ­ρια στη­ριγ­μέ­να στη μέ­ση μου, τα μα­τό­πλα στραμ­μέ­να στα θαυ­μά­σια, τ’ ασπρο­κόκ­κι­νά της τέ­λια, κι απο­ρού­σα μό­νος μου πολ­λή ώρα τι πρά­μα να έν’ άρα­γε αυ­τό το δέ­ντρο! Τι πρά­μα να έν’. Αλ­λ’ όσο κι αν απο­ρού­σα, όσο κι αν ρω­τού­σα τους γύ­ρω μου, η απά­ντη­ση πά­ντο­τε η ίδια, ότι δη­λα­δή το δέ­ντρο εκεί­νο ήταν μη­λιά. Κα­λά! Αλ­λά η μη­λιά τι πράγ­μα έν’;…

Όταν έφε­ραν στο χω­ριό μας νέο δά­σκα­λο πί­στε­ψα κρυ­φά πως θα μά­θαι­να επι­τέ­λους τι πράγ­μα έν’ η μη­λιά, για­τί πριν φτά­σει ο φρα­γκο­φο­ρε­μέ­νος εκεί­νος κύ­ριος στο χω­ριό μας γέ­νη­κι μπου­γιουρ­ντί μι­τα­ξύ των πι­διών πως ήταν πο­λύ κα­λύ­τε­ρος πε τον πα­λιό και τα ‘ξε­ρε όλα «πε­ρι­γραμ­μά­του». Η φή­μη έλι­γιν αλή­θεια. Για­τί, σαν ήρ­τε κεί­νος ο χτι­κιά­ρης νέ­γος, διά­βα­σε τα ονό­μα­τά μας πε το τε­φτέ­ρι κι αμέ­σως βρή­κε πως ήταν όλα λά­θος και πως ο τε­λευ­ταί­ος δά­σκα­λός μας ήταν μπου­νά­κης. Και πή­ρε λοι­πόν το κο­ντύ­λι και αρ­χί­νη­σε να μας σου­λου­πώ­ν’ τα ονό­μα­τά μας.

― Πως σε λέ­γουν εσέ­να;
― Θε­ό­δω­ρο Μπε­ρά­το­γλου.
― Όχι, βρε χαϊ­βά­νι! Θου­κυ­δί­δη σε λέ­γουν. Θου­κυ­δί­δη Μπε­ρά­το­γλου. Εσέ­να, πως σε λεν;
― Δη­μή­τρη Ντε­μιρ­τζό­γλου.
― Όχι, βρε χαϊ­βά­νι! Δη­μο­σθέ­νη Ντε­μιρ­τζό­γλου.

Κι έτσι σε μια μέ­ρα άλ­λα­ξε, ο αθε­ό­φο­βος, όλα τα βα­φτι­στι­κά μας ονό­μα­τα, αντρι­κά και γυ­ναι­κεία, με τέ­τοιον τρό­πο που, αν γί­νο­νταν να έρ­τ’ εκεί­νη τ’ν επο­χή στο χω­ριό μας κα­νέ­νας ξέ­νος πε τους ζεβ­ζέ­κη­δες φι­λέλ­λη­νες, θα νό­μ’ζε σί­γου­ρα πως ανα­κά­λυ­ψε ξαφ­νι­κά τ’ν αρ­χαία Ελ­λά­δα ολο­ζώ­ντα­νη, με όλους της τους θε­γούς, τις θε­γές, τους ημί­θε­γους και τους ήρω­γες, τους ποι­η­τές και τους σο­φούς της να πα­’αί­νουν στο αλ­λη­λο­δι­δα­κτι­κό σχο­λειό, ξυ­πό­λη­τοι και χω­ρίς σάπ­κα, όπως πα­λιά, αλ­λά φο­ρώ­ντας βρα­κιά και γε­λέ­κα κι αντε­ριά!

Οπωσ­δή­πο­τε, όταν κεί­νος ο σερ­σέ­μης, έπει­σι τον κό­σμο πως εγώ δεν εί­μαι του Γε­ωρ­γή του χω­ριού μου, αλ­λά ο Γορ­γί­ας, το πράγ­μα δεν μ’ άγ­γι­ξι τό­σο δα την καρ­διά μου. Το πή­ρα γι’ αστείο. Άλ­λω­στ’ εγώ δεν ονό­μα­ζα πο­τέ τον εαυ­τό μου και η αλ­λα­γή ήταν για όσους θα με φώ­να­ζαν με το νέο μου όνο­μα στο μέλ­λον.

Αλ­λά τα «πε­ρι­γραμ­μά­του» του δα­σκά­λου μας δεν στα­μά­τη­σαν μό­νο στα ονό­μα­τά μας. Δυο ή τρεις φο­ρές τη βδο­μά­δα αγ­γά­ρευε με­ρι­κούς πε μας για να ξε­χορ­τα­ριά­ζ’με τον μπα­ξέ της μη­τρό­πο­λης. Εγώ δεν έβλε­πα τ’ν ώρα να έρ­τ’ η σει­ρά μου. Στον μπα­ξέ εί­χ’ ένα δέ­ντρο λου­λου­δι­σμέ­νο σαν το δι­κό μας. Χω­ρίς άλ­λο θα μά­θαι­να τι πράγ­μα έν’ αυ­τό το δέ­ντρο. Όταν, τέ­λος, αγ­γα­ρεύ­τ’κα κι εγώ, βρέ­θη­κα μα­ζί με τον δά­σκα­λο μπρο­στά στη μη­λιά:

― Τι πράγ­μα έν’ αυ­τό το δέ­ντρο, δά­σκα­λε, τον ρώ­τη­σα, κι έδει­ξα με το παρ­μά­κ’.
― Μη­λέα, απά­ντη­σ’ εκεί­νος.
― Όχι! απά­ντη­σα εγώ, δεν το ξέ­ρεις! Αυ­τό έν’ μη­λιά!

Ήταν η κα­κή ώρα που το ‘πα, για­τί πε τό­τε αρ­χί­νη­σαν τα βά­σα­νά μου μ’ αυ­τόν τον δά­σκα­λο. Τ’ ορ­κί­ζο­μαι σε θε­γούς και αν­θρώ­πους, ότι εγώ ρώ­τη­σα όχι για το όνο­μα ―το όνο­μα το ήξε­ρα― αλ­λά για το πράγ­μα: τι πράγ­μα έν’ το δέ­ντρο ήθε­λα να μά­θω, τί­πο­τες άλ­λο. Ο δά­σκα­λός μου όμως, δεν ξέ­ρω τι έπα­θε, απε­φά­σι­σε πε κεί­νη τη στιγ­μή να με μά­θει ντε και κα­λά ότι η μη­λιά δεν έν’ μη­λιά, αλ­λά μη­λέ­γα!

― Πες πως το λέ­νε μη­λέα! φώ­να­ζε γα­νια­σμέ­νος ο χτι­κιά­ρης και κι­τρι­νιά­ρης νιος, τσα­κώ­νο­ντάς με πε τ’ αυ­τί και δεί­χνο­ντας το δέ­ντρο.
― Μπα, π’ ανά­θε­μά τον! Σκε­φτό­μ’να εγώ αγα­να­κτι­σμέ­νος, πώς μπο­ρεί αυ­τό πο­τέ, να γέ­νει η μη­λιά μη­λέ­γα! Αυ­τό έν’ το ίδιο δέ­ντρο που έχου­με στον μπα­ξέ μας, κά­νει τα ίδια λου­λού­δια, τα ίδια φύλ­λα, τους ίδιους καρ­πούς, δεν μπο­ρεί πα­ρά να έν’ κι αυ­τό μη­λιά, όπως η δ’κή μας. Το ξέ­ρω πε πι­δί, μου το ‘μα­θε η νι­νέ μου. Το λέ­γει όλος ο κό­σμος! Εγώ ποιον να πι­στέ­ψω πε­ρισ­σό­τε­ρο, τη νι­νέ μου και τους χω­ρια­νούς μου ή αυ­τόν τον ξέ­νο, που ήρ­τε να μας αλ­λά­ξει τα ονό­μα­τά μας!
― Όχι δά­σκα­λε, δεν το ξέ­ρεις! Απα­ντού­σα όσες φο­ρές με ρώ­τα­γε, αυ­τό έν’ μη­λιά!
― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊ­βά­νι; Τώ­ρα να σε δεί­ξω εγώ πώς το λέν.

Και –αυ­τού σε τρώ­γει, αυ­τού σε πο­νεί– με δώ­κε ο αθε­ό­φο­βος σα­ρά­ντα πα­ρά μία, φω­νά­ζο­ντας δυ­να­τά στο με­τα­ξύ να πω ότι η μη­λιά δεν έν’ μη­λιά, αλ­λά μη­λέ­γα!

Τώ­ρα πρέ­πει να ξέ­ρε­τε ότι στο χω­ριό μου επι­κρα­τεί ένα φυ­σι­κό μί­σος για τη χα­σμω­δία, ιτσ’ ώστε οι πε­ρ’σ­σό­τε­ρες πε τις λέ­ξεις μας πα­θαί­νουν πολ­λές εκ­θλί­ψεις και συ­νι­ζή­σεις, ενώ κά­ποιες άλ­λες παίρ­νουν το γ ανά­με­σα στα φω­νή­ε­ντα, όπως τα θε­γός, νέ­γος, ωραί­γα, αντί θε­ός, νέ­ος, ωραία κτλ. Εί­χα λοι­πόν εγώ ο δυ­στυ­χής όχι μό­νο να θυ­σιά­σω τη μη­λιά στη μη­λέ­αν, αλ­λά και να ξε­πε­ρά­σω αυ­τό το μί­σος, να προ­φέ­ρω δη­λα­δή μη­λέα αντί μη­λέ­γα. Κα­τόρ­θω­μα, για το οποίο δεν με βοη­θού­σαν τό­τε τα φω­νη­τι­κά μου όρ­γα­να. Φα­ντά­ζε­στε λοι­πόν τι υπέ­φε­ρα πε το δά­σκα­λο κεί­νο τον ουρ­σού­ζη, ώσπου να κα­τορ­θώ­σω και το ‘να και τ’ άλ­λο, και να πω επι­τέ­λους πως η μη­λιά έν’ μη­λέα!
Όμως, όταν με­τά πε λί­γο, πα­’αί­νο­ντας στο σπί­τι μας, εί­δα το ωραίο μας δέ­ντρο ν’ αν­θί­ζει και να μο­σχο­βο­λά στον μπα­ξέ, με μέ­λισ­σες πε­τού­με­νες να βουί­ζουν γύ­ρω του, αι­σθάν­θη­κα τό­ση ντρο­πή, τό­ση ντρο­πή! Νό­μι­ζα κά­θε πρά­σι­νο μα­τό­πλο του μ’ έβλε­πε καϊ­κια­σμέ­νου· κά­θε λου­λού­δι τ’ άνοι­γε τα χεί­λη να με πει ότι τα πρό­δω­σα… Και μου φά­ν’κε ότι όλο κεί­νο το βού­ι­σμα κο­ρόι­δευε πι­κρά τ’ν ανοη­σία μου! Και πώς να μη με πουν ανό­η­το και πώς να μη με κρί­νουν, αφού το δέ­ντρο, που έγλε­πα ομπρός μου, ήταν ολόι­διο με το δέ­ντρο της μη­τρό­πο­λης και όμως εγώ το αρ­νή­θ’κα και εί­πα ότι δεν έν’ μη­λιά, αλ­λά μη­λέα!
Θυ­μού­μαι πως όλη κεί­νη τη νύ­χτα λό­για­ζα στον ύπνο μου τα λου­λού­δια της μη­λιάς σαν τσούρ­μο ατέ­λειω­το πε μι­κρού­τσι­κα ωραί­γα ασπρο­ντυ­μέ­να κο­ρί­τσια, που βού­ι­ζαν γύ­ρω μου όλο πα­ρά­πο­νο, μα­λώ­νο­ντάς με, κρί­νο­ντάς με για τ’ν ανοη­σία μου.
Όταν τ’ν επό­με­νη μπή­κα στο σχο­λειό, έρι­ξα στον δά­σκα­λο μια πε­ρι­φρο­νη­τι­κή, προ­κλη­τι­κή μα­τιά.

― Πως το λέ­γουν το δέν­δρο που σε εί­πα, βρε χαϊ­βά­νι; με ρώ­τη­σ’ εκεί­νος χαι­ρέ­κα­κα.
― Μη­λιά, δά­σκα­λε, γι­να­τσέ­φ’κα εγώ και πή­γα στη θέ­ση μου.

Αλ­λά δεν πρό­φτα­σα να κα­θί­σω και με τσά­κω­σ’ ο σκλη­ρός πε τ’ αφτί και αρ­χί­νη­σε πά­λι να με βα­σα­νί­ζει. Δεν έν’ πο­λύ τι­μη­τι­κό για τη φά­ρα των δα­σκά­λων να σας δι­η­γη­θώ πό­σες φο­ρές τι­μω­ρή­θ’κα για να πω ντε και κα­λά ότι η μη­λιά έν’ μη­λέ­γα· για­τί εν­νο­εί­ται πως έπρε­πε επι­τέ­λους να υπο­χω­ρή­σω και να το πω, αλ­λιώς κι­ντύ­νευε η ζωή μου. Εντού­τοις –το λέ­γω προς ικα­νο­ποί­η­ση της δι­κής μας της μη­λιάς– αυ­τήν δεν την πρό­δω­σα. Και να πώς:

Αφού εί­δα ότι δεν μπο­ρού­σα ν’ αντέ­ξω άλ­λο πια στη σκλη­ρό­τη­τα εκεί­νου του πα­λιαν­θρώ­που, έκα­μα τον εξής λο­γα­ρια­σμό με τ’ ακίλ μου κι εί­πα: αυ­τή η μη­λιά, που έν΄ μες στον μπα­ξέ της μη­τρό­πο­λης, μπο­ρεί να έν’ μη­λέ­γα· κι έν’ μη­λέ­γα όχι γι’ άλ­λον λό­γο, πα­ρά για­τί ο δά­σκα­λος δέρ­νει! Η μη­λιά όμως, όπου έν’ μες στον μπα­ξέ μας, έν’ μη­λιά, για­τί έν’ μη­λιά! Ιτσά τα βρή­κα­με με τον δά­σκα­λο.

Αλ­λά έλα τώ­ρα π’ αρ­χί­νη­σ’ ένας τρο­με­ρός κα­βγάς με­τα­ξύ της μη­λιάς και της μη­λέ­γας μες στο κε­φά­λι μου! Το πρά­μα μπο­ρεί να φαί­ν’ται πα­ρά­ξε­νο, να φαί­ν’ται αστείο, αλ­λ’ εγώ δεν χω­ρα­τεύω.

Η μη­λιά –δη­λα­δή, όπως λέ­γουν οι ψυ­χο­λό­γοι, το σου­λού­π’ της λέ­ξης μη­λιά– ρου­κώ­θ’κε στην ψυ­χή μου συγ­χρό­νως με το σου­λού­π’ του δέ­ντρου και σε μια επο­χή, κα­τά την οποία όλες οι αι­σθή­σεις μου εί­χαν ανοι­χτές τ’ς πόρ­τες και δέ­χο­νταν ευ­χα­ρί­στως κά­θε τι, που ερ­χό­ταν συ­στη­μέ­νο ή πε τη νι­νέ μου ή πε τους γνω­στούς μου να μέ­ν’ μες στο κε­φά­λι μου. Κι επει­δή τό­τες υπήρ­χε πο­λύ ορ­τα­λί­κι λέ­φτε­ρο, κά­θε σου­λού­π’ που ‘μπαι­νε, έστη­νε τον θρό­νο του και γυρ­λι­στού­σε όσο και όπως τ’ άρε­σε κα­λύ­τε­ρα και ήταν σαν νοι­κο­κυ­ρά μες στο κο­νά­κι της. Ιτσά το έκα­μαν τό­σα άλ­λα, ιτσά το έκα­με κι η μη­λιά. Αλ­λά αυ­τή η τε­λευ­ταία, εκεί που κά­θο­νταν τό­σα χρό­νια στην ησυ­χία της και εί­χε πλέ­ον το σπι­τι­κό της και τους φί­λους της -σου­λού­πια, με τα οποία έζη­σε μα­ζί τό­σο και­ρό στην ψυ­χή μου και τ’ν ένω­σαν τό­σες σχέ­σεις προς αυ­τά και συγ­γέ­νειες- λο­γιά­ζει μία μέ­ρα την κυ­ρά τη μη­λέ­γα, που ρου­κώ­θ’κε μέ­σα στο κε­φά­λι μου ξαφ­νι­κά-ξαφ­νι­κά, τό­σο μο­νά­χη κι όμως τό­σο ξι­πα­σμέ­νη, να της λέ­γει της μη­λιάς «σή­κω συ να κά­τσω εγώ!». Μπα! εί­πε η μη­λιά, και πώς γί­ν’ται αυ­τό! Εγώ ‘μαι εδώ τό­σα χρό­νια, τ’ ορ­τα­λί­κ’ που βα­στώ το βρή­κα αδέ­σπο­το και το ζά­πω­σα πρώ­τη-πρώ­τη. Και ποια εί­σαι συ, που ήρ­τες να μου το πά­ρεις; Και φώ­να­ξε την πα­ρέα της και τη ρώ­τη­σε: Ποιά εί­ν’, πα­ρα­κα­λώ, του λό­γου της; Την ξέ­ρε­τε; Όχι, όχι! Απάντ’σαν όλες με μια φω­νή και συμ­μά­χη­σαν με τη μη­λιά και αρ­χί­νη­σαν να διώ­χνουν τη μη­λέ­γα κα­κήν κα­κώς έξω! Έξω, ξέ­νη. Δεν ται­ριά­ζεις μα­ζί μας! Δεν σε ξέ­ρου­με! Δεν σε θέ­λου­με! Τό­τε το σου­λού­π’ της μη­λέ­γας πή­ρε τη βο­ή­θεια της πε το σου­λού­π’ του δα­σκά­λου, τα σου­λού­πια των τι­μω­ριών και ξα­να­μπαί­νει πά­λε στ’ ακίλ μου, ως άν­θρω­πος, που θέ­λει να νε­κα­τω­θεί στο κο­νά­κι των άλ­λων με τ’ν άδι­κη βο­ή­θεια τσια­νταρ­μά­δων. Αλ­λά κα­τα­λα­βαί­ν’τε πως ο δά­σκα­λος τι­μω­ρεί, όχι όμως και το σου­λού­π’ του· πως οι ξυ­λιές προ­κα­λούν πό­νο, όχι όμως και οι θύ­μη­σες των ξυ­λιών. Και λοι­πόν δια­μαρ­τυ­ρή­θ’κε άφο­βα πλέ­ον ενα­ντί­ον αυ­τής της πα­ρέμ­βα­σης ολά­κε­ρη η ψυ­χή μου και:

― Έξω! Έξω! έστει­λα τους ει­σβο­λείς στο διά­βο­λο.

Μό­νο όσες φο­ρές με ρω­τού­σι ο αλη­θι­νός δά­σκα­λος πώς το λεν το δέ­ντρο απα­ντού­σα ότι το λέ­νε μη­λέ­αν, αφού δα δεν ήταν για το δέ­ντρο του μπα­ξέ μας. Μα κι αυ­τό έπα­ψε με­τά πε λί­γο· επει­δή και ο αλη­θι­νός δά­σκα­λος σι­κτιρ­ντί­στ’κε κα­κήν κα­κώς όχι μό­νον πε την ψυ­χή μου, αλ­λά και πε το χω­ριό μας. Πως μα­ζί του έφυ­γαν και όλοι εκεί­νοι οι ονο­μα­στι­κοί θε­γοί και ήρω­γες, που εί­χαν πλημ­μυ­ρί­σει το χω­ριό μας, δεν χρειά­ζε­ται να σας το πω. Εκεί­νο, που μας εν­διέ­φε­ρε εδώ, έν’ ότι η μη­λιά δεν έγι­νε μη­λέ­γα και ότι εγώ, με όλο κεί­νο το δάρ­σι­μο και τα μα­λώ­μα­τα, έμει­να χω­ρίς να μά­θω στο σχο­λειό τι πράγ­μα έν’ η μη­λιά!

Όσοι πε τους ανα­γνώ­στες της Εβδο­μά­δος ανή­κουν σ’ αυ­τούς που δια­βά­ζ’νε πά­ντα οποιο­δή­πο­τε άρ­θρο πε τ’ν αρ­χή ως το τέ­λος μπο­ρούν να στα­μα­τή­σ’ν’ εδώ το διά­βα­σμα, για­τί η ιστο­ρία μου τέ­λειω­σε. Όσοι όμως έχουν την κα­κιά συ­νή­θεια να δια­βά­ζ’νε μό­νον τους επι­λό­γους, ας μά­θουν του­λά­χι­στον πε δω πως η μα­νία αυ­τών που θέ­λουν να δι­δά­σκουν όχι τη φύ­ση των πραγ­μά­των, ντα­για­ντώ­ντας τα με τα γνω­στά τους ονό­μα­τα, αλ­λά άγνω­στα λό­για, με τα οποία απαι­τούν να ονο­μά­ζο­νται άγνω­στα πράγ­μα­τα, κά­νει τ’ν ελ­λη­νι­κή μόρ­φω­ση κού­ρα­ση χω­ρίς τε­λειω­μό και κα­τα­δι­κά­ζει το έθνος πε πνευ­μα­τι­κή πεί­να στον χει­ρό­τε­ρο θά­να­το! Γι’ αυ­τό, το ζή­τη­μα σχε­τι­κά με τ’ν ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα έν’, για μέ­να, όπως εί­πα, πιο ου­σιώ­δες πε τ’ ανα­το­λι­κό.

Κρήνη στη Βιζύη
Κρήνη στη Βιζύη

[  ΤΟ ΑΡ­ΧΙ­ΚΟ ΚΕΙ­ΜΕ­ΝΟ  ]

Γε­ώρ­γιος Βι­ζυ­η­νός:  Δια­τί η μη­λιά δεν έγι­νε μη­λέα

Αγα­θή τύ­χη, ανε­κι­νή­θη εσχά­τως το πε­ρί νε­ο­ελ­λη­νι­κής γλώσ­σης ζή­τη­μα, το ου­σιω­δέ­στε­ρον, κα­τ’ εμέ, των όσα έπρε­πε να επα­σχο­λούν το ημέ­τε­ρον έθνος, ου­σιω­δέ­στε­ρον ίσως και αυ­τού ακό­μη του ανα­το­λι­κού ζη­τή­μα­τος. Πλην, ανα­γνώ­σται και ανα­γνώ­στριαι, όσοι υπο­λεί­πε­σθε ακό­μη της Με­γά­λης ημών Ιδέ­ας θια­σώ­ται, μη εκ­πλα­γεί­τε δια την άμε­σον ταύ­την συ­σχέ­τι­σιν του ζω­τι­κο­τέ­ρου των ζη­τη­μά­των με την γραμ­μα­τι­κήν των σχο­λα­στι­κών της Ελ­λά­δος. Το γνω­ρί­ζω: Οι κα­λό­γη­ροι φρο­νούν ότι θα υπά­γο­μεν όλοι εις τον διά­βο­λον, όσοι δεν απο­κλη­ρού­μεν τους υιούς και τας θυ­γα­τέ­ρας ημών, δια ν’ αφιε­ρώ­σο­μεν τα κτή­μα­τά μας εις τα μο­να­στή­ρια, προς ψυ­χι­κήν σω­τη­ρί­αν. Οι συγ­γρα­φείς πρε­σβεύ­ουν, ως άρ­θρο πί­στε­ως ιδί­ας, ότι πρό­ο­δος εθνι­κή δεν εί­ναι δυ­να­τό να γί­νει, ενό­σω έκα­στος των Ελ­λή­νων δεν σπεύ­δει να εγ­γρα­φεί συν­δρο­μη­τής εις τα βι­βλία των, προ­πλη­ρώ­νων, εν­νο­εί­ται, την συν­δρο­μήν του. Και εγώ λοι­πόν ημπο­ρώ να φα­νώ υπο­θέ­των ότι η Ελ­λάς δεν θα λύ­σει το ανα­το­λι­κόν ζή­τη­μα υπέρ εαυ­τής, ει­μή δια των απο­λύ­των γε­νι­κών και των απα­ρεμ­φά­των. Και έρ­χο­μαι επο­μέ­νως ενταύ­θα να πα­ρα­στή­σω το σύν­θη­μα του μέλ­λο­ντος με­γα­λεί­ου της πα­τρί­δος ως συ­νι­στά­με­νον εις ου­δέν άλ­λο, ει μη εις λέ­ξεις, λέ­ξεις, λέ­ξεις! «Όχι! Ο λό­γος, δια τον οποί­ον συν­δέω το γλωσ­σι­κόν της Ελ­λά­δος ζή­τη­μα με το άλ­λο, το απο­βλέ­πον του­τ’ αυ­τό την ύπαρ­ξίν της, εί­ναι… Αλ­λά κα­λύ­τε­ρα να τον μα­ντεύ­ση­τε μό­νοι σας εν τω με­τα­ξύ ανα­γι­νώ­σκο­ντες. Το ανά­γνω­σμα όμως, όπερ σας προ­σφέ­ρω, δεν εί­ναι πα­ρά μία ιστο­ρία. Μία ιστο­ρία τό­σον απλή και συ­νή­θης, ώστε απο­ρώ πως δεν την έχει καμ­μία εκ των με­γά­λων επι­φυλ­λί­δων, κα­νέ­να από τα ογκώ­δη βι­βλία, όσα εγρά­φη­σαν εσχά­τως πε­ρί του οποία πρέ­πει να εί­ναι η γλώσ­σα των ση­με­ρι­νών Ελ­λή­νων! Ιδού η ιστο­ρία.

Όταν ήμουν μα­θη­τής του αλ­λη­λο­δι­δα­κτι­κού σχο­λεί­ου της πα­τρί­δος μου, εί­χον ιδιαι­τέ­ραν αδυ­να­μί­αν εις την μη­λιά. Δεν εν­νοώ την Μη­λιά την θυ­γα­τέ­ρα του γεί­το­νός μου, αλ­λά την γλυ­κο­μη­λιά, το δέν­δρον, το οποί­ον εστό­λι­ζε τον κή­πο μας. Ήτο πο­λύ πε­ρί­ερ­γον δέν­δρον αυ­τή η μη­λιά: Έκα­μνεν άν­θη και καρ­πούς, όπως πά­σα εξα­δέλ­φη της, κα­τά το θέ­ρος και πά­λιν άν­θη και καρ­πούς κα­τά το φθι­νό­πω­ρον. Επει­δή δε ήτο η πρώ­τη μη­λιά, την οποί­αν εγνώ­ρι­σα εις την ζω­ήν μου, και η μό­νη, ήτις με ήρε­σκε πλέ­ον των άλ­λων, έμα­θον να ονο­μά­ζω και όλα τα δέν­δρα μη­λιές, όσα εί­χον τα αυ­τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και έκα­μνον μή­λα όπως τα της ιδι­κής μας, αν και δεν εκαρ­πο­φό­ρουν εκεί­ναι, όπως αυ­τή, δύο φο­ράς το έτος. Εν τού­τοις, με όλην την με­τα­ξύ εμού και της μη­λιάς πα­λαιάν φι­λί­αν και συ­μπά­θειαν, δεν ημπο­ρώ να εί­πω ότι εγνώ­ρι­ζε κα­λά- κα­λά ο είς τον άλ­λον. Δεν ηξεύ­ρω αν και η μη­λιά προ­σε­πά­θη­σε πο­τέ να εν­νο­ή­σει τι πράγ­μα ημήν εγώ, όστις έπαι­ζον τό­σον συ­χνά υπό την σκιάν της ή εκα­θή­μην ιπ­πα­στί επί των κλά­δων της. Εν­θυ­μού­μαι όμως πο­λύ κα­λά ότι εγώ, προ πά­ντων κα­τά τον και­ρόν της αν­θή­σε­ώς της, εσυ­νή­θι­ζον να ίστα­μαι εν τι­νί απ’ αυ­τής απο­στά­σει, με τας χεί­ρας εστη­ριγ­μέ­νας επί των λα­γό­νων, τους οφθαλ­μούς ατε­νείς προς τον θαυ­μά­σιον, τον ερυ­θρό­λευ­κον αυ­τής στο­λι­σμόν, απο­ρών κα­τ’ εμαυ­τόν επί πολ­λήν ώραν τι πράγ­μα να εί­ναι άρα­γε αυ­τό το δέν­δρον! Τι πράγ­μα να εί­ναι. Αλ­λ’ όσω και αν ηπό­ρουν, όσο και αν ηρώ­των τους πε­ρί εμέ, η από­κρι­σις ήτο πά­ντο­τε η αυ­τή, ότι δη­λα­δή το δέν­δρον εκεί­νο ήτο μη­λιά. Κα­λά! Αλ­λά η μη­λιά τι πράγ­μα εί­ναι;…

Όταν έφε­ρον εις το χω­ρί­ον μας νέ­ον δι­δά­σκα­λον ήλ­πι­σα εν­δο­μύ­χως ότι θα εμάν­θα­νον πλέ­ον τι πράγ­μα εί­ναι η μη­λιά, διό­τι πριν φτά­σει ο φρα­γκο­φο­ρε­μέ­νος εκεί­νος κύ­ριος εις το χω­ρί­ον μας διε­δό­θη με­τα­ξύ των παι­δί­ων ότι ήτο πο­λύ κα­λύ­τε­ρος από τον πα­λαιόν και τα ήξευ­ρε όλα πε­ρι­γραμ­μά­του. Η φή­μη δεν διε­ψεύ­σθη. Διό­τι, μό­λις ελ­θών ο κα­χε­κτι­κός εκεί­νος νε­α­νί­σκος, ανέ­γνω­σε τα ονό­μα­τά μας εκ του κα­τα­λό­γου και αμέ­σως εύ­ρεν ότι ήσαν όλα εσφαλ­μέ­να και ότι ο πρώ­ην ημών δι­δά­σκα­λος ήτο χαϊ­βά­νι. Και επή­ρε λοι­πόν το κον­δύ­λι και ήρ­χι­σε να μας διορ­θώ­νει τα ονό­μα­τά μας.

― Πως σε λέ­γουν εσέ­να;
― Θε­ό­δω­ρο Μπε­ρά­το­γλου.
― Όχι, βρε χαϊ­βά­νι! Θου­κυ­δί­δη σε λέ­γουν. Θου­κυ­δί­δη Μπε­ρά­το­γλου. Εσέ­να, πως σε λέν;
― Δη­μή­τρη Ντε­μιρ­τζό­γλου.
― Όχι, βρε χαϊ­βά­νι! Δη­μο­σθέ­νη Ντε­μιρ­τζό­γλου.

Και ού­τω κα­θ’ εξής εν μια ημέ­ρα με­τέ­βα­λεν, ο αθε­ό­φο­βος, όλα τα βα­πτι­στι­κά μας ονό­μα­τα, αρ­σε­νι­κά και θη­λυ­κά, τοιου­το­τρό­πως ώστε, αν συ­νέ­βαι­νε να έλ­θει κα­τ’ εκεί­νη την επο­χήν εις το χω­ρί­ον μας ξέ­νος τις εκ των αγα­θών φι­λελ­λή­νων, θα επί­στευ­εν αναμ­φι­βό­λως ότι ανε­κά­λυ­ψεν αίφ­νης την αρ­χαί­αν Ελ­λά­δα ολο­ζώ­ντα­νον, με όλους αυ­τής τους θε­ούς, τας θε­άς, τους ημι­θέ­ους και τους ήρω­ας, τους ποι­η­τάς και τους σο­φούς της φοι­τώ­ντας εις το αλ­λη­λο­δι­δα­κτι­κόν σχο­λεί­ον, γυ­μνούς μεν τους πό­δας και ασκε­πείς την κε­φα­λήν, όπως άλ­λο­τε, αλ­λά βρα­κο­φο­ρού­ντας και γε­λε­κο­φο­ρού­ντας και αντε­ρο­φο­ρού­ντας!
Όπως δή­πο­τε, όταν ο ασυ­νεί­δη­τος εκεί­νος άν­θρω­πος, έπει­σε τον κό­σμον ότι εγώ δεν εί­μαι του Γε­ωρ­γή του χω­ρί­ου μου, αλ­λά ο Γορ­γί­ας, το πράγ­μα δεν μου ήγ­γι­σε τό­σον δα την καρ­δία μου· το επή­ρα δι’ αστεί­ον. Άλ­λω­στε εγώ δεν ωνό­μα­ζον πο­τέ τον εαυ­τόν μου και η με­τα­βο­λή απέ­βλε­πε τους όσοι έμελ­λον να με κα­λώ­σι με το νέ­ον μου όνο­μα.

Αλ­λά τα πε­ρι­γραμ­μά­του του δι­δα­σκά­λου μας δεν πε­ριω­ρί­σθη­σαν εις τα ονό­μα­τά μας μό­νον. Δις η τρις της εβδο­μά­δος ηγ­γά­ρευέ τι­νας εξ ημών δια να ξε­βο­τα­νί­ζο­μεν τον κή­πο της μη­τρο­πό­λε­ως. Εγώ δεν έβλε­πον την ώραν να έλ­θη η σει­ρά μου. Εν τω κή­πω υπήρ­χεν έν δέν­δρον αν­θι­σμέ­νον ως το ιδι­κόν μας. Χω­ρίς άλ­λο θα εμάν­θα­νον τι πράγ­μα εί­ναι αυ­τό το δέν­δρον. Όταν, τέ­λος, αγ­γα­ρευ­θείς και εγώ, ευ­ρέ­θην με­τά του δι­δα­σκά­λου ενώ­πιον της μη­λιάς:

― Τι πράγ­μα εν’ αυ­τό το δέν­δρον, δά­σκα­λε, τον ηρώ­τη­σα, δεί­ξας προς αυ­τόν δια του δα­κτύ­λου.
― Μη­λέα, απε­κρί­θη εκεί­νος.
― Όχι! απή­ντη­σα εγώ, δεν το ξέ­ρεις! Αυ­τό ν’ μη­λιά!

Ήτο η κα­κή ώρα που το εί­πα, διό­τι από τό­τε ήρ­χι­σαν τα βά­σα­νά μου με αυ­τόν τον δι­δά­σκα­λον. Θε­ούς και αν­θρώ­πους μαρ­τύ­ρο­μαι, ότι εγώ ηρώ­τη­σα ου­χί πε­ρί του ονό­μα­τος ―το όνο­μα το ήξευ­ρον ― αλ­λά πε­ρί του πράγ­μα­τος: τι πράγ­μα εί­ναι το δέν­δρον ήθε­λον να μά­θω, τί­πο­τε άλ­λο. Ο δι­δά­σκα­λος μου όμως, δεν ηξεύ­ρω τι πα­θών, απε­φά­σι­σεν απ’ εκεί­νης της στιγ­μής να με μά­θη και κα­λά ότι η μη­λιά δεν εί­ναι μη­λιά, αλ­λά μη­λέα!

― Πες πως το λέ­νε μη­λέα! εκραύ­γα­ζεν έξαλ­λος ο ισχνός και χλω­μός νε­α­νί­σκος, κρα­τών με από το ωτί­ον και δει­κνύ­ων το δέν­δρον.
― Μπα, π’ ανά­θε­μά τον! εσκε­πτό­μην εγώ ηγα­να­κτι­σμέ­νος, πως ημπο­ρεί αυ­τό πο­τέ να γί­νει η μη­λιά μη­λέ­γα! Αυ­τό εί­ναι το ίδιο δέν­δρο που έχου­μεν εις τον κή­πον μας, κά­μνει τα αυ­τά άν­θη, τα αυ­τά φύλ­λα, τους αυ­τούς καρ­πούς, δεν ημπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι και αυ­τό μη­λιά, όπως η εδι­κή μας. Το ξέ­υ­ρω από μιας αρ­χής, με το έμα­θεν η μη­τέ­ρα μου. Το λέ­γει όλος ο κό­σμος! Εγώ ποί­ον να πι­στεύ­σω πε­ρισ­σό­τε­ρον, την μη­τέ­ρα μου και τους χω­ρια­νούς μου ή αυ­τόν τον ξέ­νον, που ήλ­θε να μας αλ­λά­ξει τα ονό­μα­τά μας!

― Όχι δά­σκα­λε, δεν το ξέ­ρεις! απε­κρι­νό­μην οσά­κις με ηρώ­τα· αυ­τό ν’ μη­λιά!
― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊ­βά­νι; Τώ­ρα να σε δεί­ξω εγώ πώς το λέν.

Και αυ­τού σε τρώ­γει, αυ­τού σε πο­νεί μου έδω­κεν ο αθε­ό­φο­βος τεσ­σα­ρά­κο­ντα πα­ρά μί­αν, οξύ­τα­τα κραυ­γά­ζων εν τω με­τα­ξύ να ει­πώ ότι η μη­λιά δεν εί­ναι μη­λιά, αλ­λά μη­λέα!

Τώ­ρα πρέ­πει να ηξεύ­ρε­τε ότι εις το χω­ρί­ον μου επι­κρα­τεί μια φυ­σι­κή κα­τά της χα­σμω­δί­ας αντι­πά­θεια, συ­νε­πεία δε ταύ­της αι πλεί­σται των λέ­ξε­ών μας υπό­κει­νται εις εκ­θλί­ψεις πολ­λάς και συ­νι­ζή­σεις, ενώ άλ­λαι τι­νές λαμ­βά­νουν το γ με­τα­ξύ των φω­νηέ­ντων, ως τα θε­γός, νέ­γος, ωραί­γα, αντί θε­ός, νέ­ος, ωραία κτλ. Εί­χον λοι­πόν εγώ ο δυ­στυ­χής όχι μό­νο να θυ­σιά­σω την μη­λιά εις τη μη­λέ­αν, αλ­λά και να υπερ­νι­κή­σω την αντι­πά­θειαν ταύ­την, να προ­φέ­ρω δη­λα­δή μη­λέα αντί μη­λέ­γα. Κα­τόρ­θω­μα, προς το οποί­ον δεν με εβο­ή­θουν τό­τε τα φω­νη­τι­κά μου όρ­γα­να. Φα­ντά­ζε­σθε λοι­πόν τι υπέ­φε­ρα από τον μο­νο­μα­νή εκεί­νον δι­δά­σκα­λον, έως ότου κα­τορ­θώ­σω και το εν και το άλ­λον, και να ει­πώ επί τέ­λους ότι η μη­λιά εί­ναι μη­λέα!

Εν τού­τοις, όταν με­τ’ ολί­γον, με­τα­βάς εις τον οί­κον μας, εί­δον το ωραί­ον μας δέν­δρον αν­θο­βο­λούν και μυ­ρο­βό­λον εν τω κή­πω, κο­λα­κευ­τι­κώς πε­ρι­βομ­βού­με­νον υπό των επ’ αυ­τού πε­το­μέ­νων με­λισ­σών, ησθάν­θην τό­σην εντρο­πήν, τό­σην εντρο­πήν! Ενό­μι­ζον ότι έκα­στος των πρα­σί­νων οφθαλ­μών του με έβλε­πε θυ­μω­μέ­νος· έκα­στον των αν­θέ­ων του ήνοι­γε τα χεί­λη να με εί­πει ότι τα επρό­δω­σα… Και μοι εφά­νη ότι ο γε­νι­κός εκεί­νος βόμ­βος ήτο πι­κρός της ανοη­σί­ας μου έλεγ­χος! Και πώς να μη με ει­πούν ανό­η­τον και πώς να μη μ’ ελέγ­ξουν, αφού το δέν­δρον, το οποίο έβλε­πα ενώ­πιόν μου, ήτο όλως διό­λου το αυ­τό με το δέν­δρον της μη­τρο­πό­λε­ως και όμως εγώ το αρ­νή­θη­κα και εί­πα ότι δεν εί­ναι μη­λιά, αλ­λά μη­λέα!

Εν­θυ­μού­μαι ότι όλην εκεί­νην την νύ­κτα έβλε­πον εις τον ύπνον μου τα άν­θη της μη­λιάς ως άπει­ρον πλη­θύν μι­κρο­σκο­πι­κών ωραί­ων λευ­κο­φό­ρων κο­ρα­σί­ων, τα οποία με πε­ριε­βόμ­βουν πα­ρα­πο­νού­με­να, επι­πλήτ­το­ντα, ελέγ­χο­ντά με δια την ανοη­σί­αν μου.

Όταν την επιού­σαν ει­σήλ­θον εις το σχο­λεί­ον, έρ­ρι­ψα επί το δι­δα­σκά­λου πε­ρι­φρο­νη­τι­κόν, προ­κλη­τι­κόν βλέμ­μα.

― Πως το λέ­γουν το δέν­δρο που σε εί­πα, βρε χαϊ­βά­νι; με ηρώ­τη­σεν εκεί­νος χαι­ρε­κά­κως.
― Μη­λιά, δά­σκα­λε, απά­ντη­σα εγώ με­τά πεί­σμα­τος και προ­έ­βην εις την θέ­σιν μου.

Αλ­λά δεν επρό­φθα­σα να κα­θή­σω και με συ­νέ­λα­βεν ο σκλη­ρός από του ωτί­ου και ήρ­χι­σεν πά­λιν να με βα­σα­νί­ζει. Δεν εί­ναι πο­λύ τι­μη­τι­κόν δια το γέ­νος των δα­σκά­λων να σας δι­η­γη­θώ πο­σά­κις ετι­μω­ρή­θην δια να ει­πώ και κα­λά ότι η μη­λιά εί­ναι μη­λέα· διό­τι εν­νο­εί­ται ότι έπρε­πεν επί τέ­λους να εν­δώ­σω και να το ει­πώ, άλ­λως εκιν­δύ­νευ­εν η ζωή μου. Εν τού­τοις –το λέ­γω προς ικα­νο­ποί­η­σιν της ιδι­κής μας της μη­λιάς– αυ­τήν δεν την επρό­δω­σα. Και ιδού πώς:
Αφού εί­δον ότι δεν ηδυ­νά­μην ν’ αν­θέ­ξω πλέ­ον εις την σκλη­ρό­τη­τα του απαν­θρω­πα­ρί­ου εκεί­νου, έκα­μα τον εξής λο­γα­ρια­σμόν με την συ­νεί­δη­σίν μου και εί­πον: αυ­τή η μη­λιά, που εί­ναι μέ­σα εις το κή­πον της μη­τρο­πό­λε­ως, ημπο­ρεί να εί­ναι μη­λέα· και εί­ναι μη­λέα όχι δι’ άλ­λον λό­γον, πα­ρά διό­τι ο δι­δά­σκα­λος δέρ­νει! Η μη­λιά όμως, όπου εί­ναι μέ­σα εις τον κή­πο μας, εί­ναι μη­λιά, διό­τι εί­ναι μη­λιά! Τοιου­το­τρό­πως συ­νε­βι­βά­σθη­μεν με τον δι­δά­σκα­λον.

Αλ­λά έλα τώ­ρα όπου ήρ­χι­σε μια τρο­με­ρά δια­μά­χη με­τα­ξύ της μη­λιάς και της μη­λέ­ας εντός της κε­φα­λής μου! Το πράγ­μα ημπο­ρεί να φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νον, να φαί­νε­ται αστεί­ον, αλ­λ’ εγώ δεν χω­ρα­τεύω.

Η μη­λιά –δη­λα­δή, κα­θώς λέ­γουν οι ψυ­χο­λό­γοι, η πα­ρά­στα­σις της λέ­ξε­ως μη­λιά– εμ­βή­κεν εις την ψυ­χήν μου συγ­χρό­νως με την πα­ρά­στα­σιν του δέν­δρου και εις έναν και­ρόν, κα­τά τον οποί­ον όλαι αι αι­σθή­σεις μου εί­χον ανα­πε­πτα­μέ­νας τας θύ­ρας και εδέ­χο­ντο ευ­χα­ρί­στως κά­θε τι, το οποί­ον ήρ­χε­το συ­στη­μέ­νον ή από την μη­τέ­ρα μου ή από τους οι­κεί­ους μου να κα­τοι­κή­σει εντός της κε­φα­λής μου. Επει­δή δε τό­τε ήτο πο­λύς τό­πος δια­θέ­σι­μος, εκά­στη πα­ρά­στα­σις, η οποία ει­σήρ­χε­το, έστη­νε τον θρό­νον της και εκά­θι­ζεν όσον και όπως της ήρε­σκε κα­λύ­τε­ρα και ήτο ωσάν οι­κο­κυ­ρά μέ­σα εις το σπί­τι της. Έτσι το έκα­μον τό­σαι άλ­λαι, έτσι το έκα­με και η μη­λιά. Αλ­λά αυ­τή η τε­λευ­ταία, εκεί όπου εκά­θη­το τό­σα χρό­νια εις την ησυ­χία της και εί­χε πλέ­ον το σπι­τι­κόν της και τους φί­λους της –πα­ρα­στά­σεις, με τας οποί­ας συ­νέ­ζη­σε τό­σον και­ρόν εις την ψυ­χήν μου και συ­νέ­δε­σε τό­σας σχέ­σεις προς αυ­τάς και συγ­γε­νεί­ας– βλέ­πει μί­αν ημέ­ρα την κυ­ρά την μη­λέα, που εμ­βαί­νει μέ­σα στο κε­φά­λι μου έξαφ­να - έξαφ­να, τό­σον μο­νά­χη και όμως τό­σο ξιπ­πα­σμέ­νη, να της λέ­γει της μη­λιάς «σή­κω συ να κά­τσω εγώ!». Μπα! εί­πεν η μη­λιά, και πώς γί­νε­τ’ αυ­τό! Εγώ εί­μαι εδώ τό­σα χρό­νια, τον τό­πο που κρα­τώ τον ηύ­ρα αδέ­σπο­το και έκα­μα κα­το­χήν δι­καιώ­μα­τι προ­τε­ραιό­τη­τος. Και ποια εί­σαι συ, που έρ­χε­σαι να μου τον πά­ρεις; Και φώ­να­ξε τας σχε­τι­κάς της και φί­λας της και τας ηρώ­τη­σε: Ποιά εί­ναι, πα­ρα­κα­λώ, του λό­γου της; Την γνω­ρί­ζε­τε; Όχι, όχι! απά­ντη­σαν όλαι ομο­φώ­νως και συ­νε­μά­χη­σαν με την μη­λιάν και ήρ­χι­σαν να εκ­διώ­κουν την μη­λέ­αν κα­κήν κα­κώς έξω! Έξω, ξέ­νη. Δεν ται­ριά­ζεις μα­ζί μας! Δεν σε γνω­ρί­ζο­μεν! Δεν σε θέ­λο­μεν! Τό­τε η πα­ρά­στα­σις της μη­λέ­ας ελάμ­βα­νεν εις επι­κου­ρί­αν της την πα­ρά­στα­σιν του δι­δα­σκά­λου, τας πα­ρα­στά­σεις των τι­μω­ριών και ει­σέρ­χε­ται εκ νέ­ου εις την συ­νεί­δη­σίν μου, ως άν­θρω­πος, όστις θέ­λει να πα­ρέμ­βει εις την ιδιο­κτη­σί­αν των άλ­λων διά της αδί­κου υπο­στη­ρί­ξε­ως αστυ­νο­μι­κών ορ­γά­νων. Αλ­λά κα­τα­λαμ­βά­νε­τε ότι ο δι­δά­σκα­λος τι­μω­ρεί, όχι όμως και η πα­ρά­στα­σίς του· ότι οι ρα­βδι­σμοί προ­ξε­νούν πό­νον, όχι όμως και η ανά­μνη­σις των ρα­βδι­σμών. Και λοι­πόν εξα­νέ­στη αφό­βως πλέ­ον κα­τά της τοιαύ­της πα­ρεμ­βά­σε­ως ολό­κλη­ρος η ψυ­χή μου και:

― Έξω! Έξω! έστει­λα τους ει­σβο­λείς κα­τά δια­βό­λου.

Μό­νο οσά­κις με ηρώ­τα ο αλη­θι­νός δι­δά­σκα­λος πώς το λέ­γουν το δέν­δρον απε­κρι­νό­μην ότι το λέ­γουν μη­λέ­αν, αφού δα δεν επρό­κει­το πε­ρί του δέν­δρου του κή­που μας. Αλ­λά και τού­το έπαυ­σε με­τ’ ολί­γον· διό­τι και ο αλη­θι­νός δι­δά­σκα­λος εδιώ­χθη κα­κήν κα­κώς όχι μό­νον από του πε­ριε­χο­μέ­νου της ψυ­χής μου, αλ­λά και από του χω­ρί­ου μας. Ότι με­τ’ αυ­τού έφυ­γαν και πά­ντες εκεί­νοι οι ονο­μα­στι­κοί θε­οί και ήρω­ες, δι’ ων επλημ­μύ­ρι­σε το χω­ρί­ον μας, εί­ναι πε­ριτ­τόν να σας το εί­πω. Εκεί­νο, το οποί­ον μας εν­διέ­φε­ρεν ενταύ­θα, εί­ναι ότι η μη­λιά δεν έγι­νε μη­λέα και ότι εγώ, με όλους εκεί­νους τους δαρ­μούς και τα μα­λώ­μα­τα, έμει­να χω­ρίς να μά­θω εν τω σχο­λείω τι πράγ­μα εί­ναι η μη­λιά!

Όσοι των ανα­γνω­στών της Εβδο­μά­δος ανή­κου­σιν εις τους ανα­γι­νώ­σκο­ντας παν οιον­δή­πο­τε άρ­θρον απ’ αρ­χής μέ­χρι τέ­λους δύ­να­νται να δια­κό­ψουν ενταύ­θα την ανά­γνω­σιν, διό­τι η ιστο­ρία μου ετε­λεί­ω­σεν. Όσοι όμως έχου­σι την κα­κήν συ­νή­θειαν ν’ ανα­γι­νώ­σκω­σι μό­νον τους επι­λό­γους, ας μά­θω­σι του­λά­χι­στον εντεύ­θεν ότι η μα­νία των θε­λό­ντων να δι­δά­σκω­σιν ου­χί την φύ­σιν των πραγ­μά­των, ει­σά­γο­ντες τα τε­λευ­ταία υπό τα γνω­στά αυ­τών ονό­μα­τα, αλ­λά αγνώ­στους λέ­ξεις, δι’ ων απαι­τού­σι να ονο­μά­ζο­νται άγνω­στα πράγ­μα­τα, κα­θι­στά την ελ­λη­νι­κήν μόρ­φω­σιν σι­σύ­φειον μό­χθον και κα­τα­δι­κά­ζει το έθνος εις τον δια πνευ­μα­τι­κής ασι­τί­ας χεί­ρι­στον θά­να­τον! Δια τού­το το πε­ρί ελ­λη­νι­κής γλώσ­σης εί­ναι, κα­τ’ εμέ, ως εί­πον, ου­σιω­δέ­στε­ρον πα­ρά το ανα­το­λι­κόν ζή­τη­μα.

Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: