Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: Φιλοσοφική Παντόφλα I

(Κωμικο-Δοκίμιο)

Stranis25Aperiexomena

———————————————

[ Ο ΠΛΟ­ΚΑ­ΜΟΣ, ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ ΣΕ ΣΤΥΛ ΜΕΙ­ΖΟ­ΝΕ­ΛΑΣ­ΣΟΝ ]

Επά­νω στον Λό­φο του Ποι­η­τή Δ.Σ., το δω­μά­τιο φω­τί­ζε­ται γλυ­κά με το υπό­λευ­κο φως του Σαβ­βά­του. Από το τζά­μι φαί­νε­ται, κά­τω χα­μη­λά, μέ­σα απ’ τα δέ­ντρα, η θά­λασ­σα. Έξω εί­ναι ήσυ­χα, φυ­σά­ει ένας κρύ­ος αέ­ρας. Το από­γευ­μα ετού­το, από τα ηχεία του υπο­λο­γι­στή ακού­γε­ται δυ­να­τά το Wolves του Kanye West. Απ’ τον τοί­χο ξε­φύ­τρω­σε πά­λι ο ωραιό­τα­τος πλό­κα­μος. Εί­ναι, βε­βαί­ως, μα­λα­κός σαν κα­λώ­διο, και «πλα­στι­κός» σαν κυ­μα­το­μορ­φή, και χρυ­σός όπως ένα πνευ­στό ορ­χή­στρας. Έχει απλω­θεί σε τρεις δια­στά­σεις σαν κλου­βί έχον το σχή­μα κό­λου­ρου οκτά­ε­δρου, ήτοι του ημι­κα­νο­νι­κού πο­λυ­έ­δρου που έχει 24 κο­ρυ­φές, όσες δη­λα­δή γω­νί­ες μέ­τρη­σα στα γυ­ναι­κεία φω­νη­τι­κά που εί­ναι το ίντρο του τρα­γου­διού. Εμπρός μου, στην ει­δι­κή αυ­τού θέ­ση, το φτε­ρό της γρα­φής και δί­πλα το με­λα­νο­δο­χείο και δί­πλα ο Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής μου – η μι­κρή, γύ­ψι­νη προ­το­μή του Σο­λω­μού. Ψη­λά, στο κέ­ντρο του πλο­κά­μου-κλου­βιού κρέ­με­ται –σαν κα­λώ­διο λά­μπας– το στό­μιο του πλο­κά­μου, από το οποίο βγαί­νει μια σα­που­νό­φού­σκα με αρ­κε­τά γράμ­μα­τα να γυ­ρί­ζουν εντός της σαν μπα­λά­κια σε κλή­ρω­ση λα­χεί­ου. Η φού­σκα με­γα­λώ­νει και ύστε­ρα σκά­ει, με τα γράμ­μα­τα να σχη­μα­τί­ζουν στο πά­τω­μα την ακό­λου­θη φρά­ση:


ΕΚ­ΔΟ­ΧΗ ΠΡΩ­ΤΗ ΤΗΣ ΦΙ­ΛΟ­ΣΟ­ΦΙ­ΚΗΣ ΠΑ­ΝΤΟ­ΦΛΑΣ, ΜΕ ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΕΥΟ­ΝΤΑ ΤΙ­ΤΛΟ
ΣΛΑΠ­ΣΤΙΚ: ΤΟ ΔΟ­ΚΑ­ΝΟ ΤΗΣ ΕΥ­ΘΙ­ΞΙΑΣ
 


*

Κεί­νο το πλά­νο στην TV μί­λη­σε στην ποι­η­τι­κή ψυ­χή του υπο­φαι­νό­με­νου –ευ­θύ­μου μει­ζο­νε­λάσ­σο­νος–όσο δέ­κα του Ταρ­κόφ­σκι σε κεί­νες των βα­ρυ­θύ­μων μει­ζό­νων. Ήταν μια δια­φή­μι­ση τε­λε­μάρ­κε­τιγκ, πο­λύ αι­νιγ­μα­τι­κή, με –εκ πρώ­της όψε­ως– άδη­λο το δια­φη­μι­ζό­με­νο προ­ϊ­όν: Μια ανοι­γό­με­νη, φο­ρη­τή σκά­λα εί­χε στη­θεί σ’ ένα δω­μά­τιο. Μια γυ­ναί­κα εί­χε ανέ­βει τα σκα­λιά και άφη­νε να πέ­σει ένα αβγό πά­νω σε μια μαύ­ρη πα­ντό­φλα στο πά­τω­μα. Η οθό­νη χω­ρί­στη­κε σε δύο οθό­νες. ΑΡΙ­ΣΤΕ­ΡΑ: το πεί­ρα­μα κα­τέ­λη­γε σε θραύ­ση, και άρα σ’ ένα αβγό-μά­τι στο οπί­σθιο μέ­ρος της –τυ­χαί­ας– πα­ντό­φλας / ΔΕ­ΞΙΑ: το αβγό ανα­πη­δού­σε στο οπί­σθιο μέ­ρος της –δια­φη­μι­ζό­με­νης και ελα­στι­κό­τα­της κα­τά τα φαι­νό­με­να– πα­ντό­φλας, εκτι­νασ­σό­ταν δε εκτός κά­δρου. Κοι­τού­σα χα­μέ­νος και πα­ρα­μι­λώ­ντας από θαυ­μα­σμό, όσο πε­ρί­που και όταν εί­χα δει το τέ­λος του Βέρ­τι­γκο του Χί­τσκοκ.

Λέ­ει η Μα­ρία:

«Σή­με­ρα το πρωί, που πή­γα να πά­ρω ψω­μί, μπή­κε ένας πο­λύ ηλι­κιω­μέ­νος άν­δρας, ο οποί­ος εί­πε στη φουρ­νά­ρισ­σα, χω­ρίς μια κα­λη­μέ­ρα και τέ­τοια πράγ­μα­τα εγκό­σμιας αβρό­τη­τας, "Θέ­λω ένα κου­λού­ρι για να πιω τον κα­φέ μου", πλή­ρω­σε κι έφυ­γε. Θα ορ­κι­ζό­μουν ότι φο­ρού­σε αυ­τές τις πα­ντό­φλες.»

«Πι­θα­νό­τα­τα» εί­πε ο Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής, «αφού όπως μας πλη­ρο­φό­ρη­σε η δια­φή­μι­ση εν­δεί­κνυ­νται και για εξω­τε­ρι­κό χώ­ρο.»

«Εκεί­νος ο γέ­ρος, κα­θώς ωραία τον πε­ρι­γρά­ψα­τε –Μα­ρία– να λα­χτα­ρά­ει για το κου­λού­ρι του με τρό­πο σχε­δόν με­τα­φυ­σι­κό, θα εί­ναι μάλ­λον ένας πο­λύ τυ­χε­ρός άν­θρω­πος που ξέ­ρει να αγα­πά και να εκτι­μά την όση φω­τει­νή ζωή του απο­μέ­νει πριν από το λαί­μαρ­γο ρού­φηγ­μά του στο Αιώ­νιο Σκό­τος. Σε επί­πε­δο συμ­βό­λων, θα τον πα­ρο­μοί­α­ζα με ένα αυ­τό­μα­το της αν­θρώ­πι­νης χα­ράς ad infinitum», εί­πε ο –φί­λος και φι­λο­ξε­νού­με­νός μας για λί­γες ημέ­ρες– Μί­μος του Θα­νά­του.

«Τον άτι­μο, ού­τε κα­λη­μέ­ρα δεν εί­πε, ε;» πα­ρα­τή­ρη­σα εγώ, άρ­τι ανα­νή­ψας από το εκ­στα­τι­κό θάμ­βος «Οι γέ­ροι εί­ναι πο­λύ εκνευ­ρι­στι­κοί κά­τι φο­ρές – χα­χα.» [Θυ­μή­θη­κα τον καη­μέ­νο τον παπ­πού μου τον Σ. που, στα τε­λευ­ταία, τους εί­χε δια­λύ­σει όλους με λο­ξο­κα­μώ­μα­τα.]

Ο Επι­τρα­πέ­ζιος, για να δια­σκε­δά­σει την πα­ρέα, έπια­σε ανά­πο­δα μια σφουγ­γα­ρί­στρα εν εί­δει φι­γού­ρας όρ­θιας με μαλ­λιά– και, πα­ρι­στά­νο­ντας τη Μα­ρία, εί­πε με γυ­ναι­κεία φω­νή «Πό­σο προ­σβλη­τι­κό! Δεν μπο­ρείς να μι­λάς έτσι για μια ομά­δα συ­ναν­θρώ­πων μας».
Ενέρ­γεια, η οποία οδή­γη­σε πά­ραυ­τα σε ένα οι­κια­κό Reign of Terror, i.e.:
Ενώ οι λοι­ποί γε­λού­σα­με (τό­σο, όσο) με το ανω­τέ­ρω αστείο, η Μα­ρία [ –η οποία για τις ανά­γκες της πα­ρού­σας ιστο­ρί­ας εμ­φα­νί­ζε­ται να έχει προ­σβλη­θεί βα­ρέ­ως από μια εκ των πνευ­μα­τι­κών επι­δη­μιών του πα­λα­βού Zeitgeist–] άλ­λα­ξε δια­δο­χι­κά τις ακό­λου­θες εκ­φρά­σεις:

: ) : | : \ : (

Απα­θα­νά­τι­σε, δε, τη μί­μη­ση με το κι­νη­τό, έφυ­γε απ’ το δω­μά­τιο, επέ­στρε­ψε με­τά από κα­νέ­να πε­ντά­λε­πτο και εί­πε στον Επι­τρα­πέ­ζιο:

«Μπες, μια στιγ­μή, στο fb μου αν θες, Επι­τρα­πέ­ζιε»

Στο οποίο fb,

(α) η Μα­ρία εί­χε:

ανε­βά­σει τον Ε.Π. με τη σφουγ­γα­ρί­στρα / βά­λει από κά­τω ένα σχό­λιο για την Πα­τριαρ­χία / λά­βει έναν τρι­ψή­φιο likes –καρ­δού­λες– έλε­ος, συν αρ­κε­τά comments συ­μπα­ρά­στα­σης.

(β) ο Επι­τρα­πέ­ζιος εί­χε: κα­μιά ει­κο­σα­ριά χο­λε­ρι­κά dm / εκα­το­ντά­δα λι­γό­τε­ρους φί­λους.

«Διά­ο­λε!» εί­πε ο Ε.Π.

Ο Παλ­λό­με­νος Αστήρ –νε­α­ρό­τα­το τέ­κνο μου και κα­βα­λά­ρης του οι­κό­σι­του γαϊ­δά­ρου μας Φε­λί­τσε–,[1] όταν εί­δε τον φί­λο του ανα­στα­τω­μέ­νο, τον ρώ­τη­σε –από ύψος σα­μα­ριού– τι συ­νέ­βη.

«Άσε με κι εσύ μι­κρό­βιο» του απά­ντη­σε ο Επι­τρα­πέ­ζιος. Με­τά ξε­κί­νη­σε γρή­γο­ρα-γρή­γο­ρα να στή­νει ανά­πο­δα μια σκού­πα και να τη βγά­ζει φω­το­γρα­φί­ες. Τις οποί­ες πό­στα­ρε κά­νο­ντας εμέ­να tag ως το ει­κο­νι­ζό­με­νο αρ­σε­νι­κό και γρά­φο­ντας από κά­τω Με­τα­φυ­σι­κό Πορ­τραί­το του ποι­η­τή Διο­νύ­σιου Η. Στρά­νη (2020), εν εί­δει πλυ­ντη­ρί­ου για τη νε­ο­α­πο­κτη­θεί­σα, αναί­τια-όσο-και-πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νη φή­μη του ως μι­σο­γύ­νη Πα­τριάρ­χη.

Πορτραίτο του [ξαπλωμένου] ΔΗ Στράνη.
Πορτραίτο του [ξαπλωμένου] ΔΗ Στράνη.

«Εί­σαι γαϊ­δού­ρι» εί­πε ο Παλ­λό­με­νος στον Επι­τρα­πέ­ζιο. [→βί­ντεο στα social media όπου κα­ταγ­γέλ­λει ότι υπέ­στη εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κό bullying για την ηλι­κία και το μέ­γε­θός του. Κλά­μα­τα του μι­κρού, η μη­τέ­ρα-αυ­τού-Μα­ρία να κοι­τά­ζει αυ­στη­ρά την κά­με­ρα, και δι’ αυ­τής τον (ένο­χο) Επι­τρα­πέ­ζιο Ποι­η­τή. Comments συ­μπα­ρά­στα­σης από γο­νείς και παι­διά.]
Ο Φε­λί­τσε, στο άκου­σμα του χα­ρα­κτη­ρι­σμού τον οποίο απηύ­θυ­νε ο ανα­βά­της του Παλ­λό­με­νος Αστήρ στον Επι­τρα­πέ­ζιο Ποι­η­τή, έδω­σε –προ­σβε­βλη­μέ­νος– μια κλω­τσιά στη βι­βλιο­θή­κη μας, σπά­ζο­ντας κα­νά δυο ρά­φια και γκρε­μί­ζο­ντας κά­τω βι­βλία και δια­κο­σμη­τι­κά (μια υδρό­γειο, ένα ελε­φα­ντά­κι, κά­τι μο­ντέ­λα ξύ­λι­να των πέ­ντε πλα­τω­νι­κών στε­ρε­ών – τε­τρά­ε­δρο, κύ­βος, οκτά­ε­δρο, δω­δε­κά­ε­δρο, ει­κο­σά­ε­δρο). [Ο Επι­τρα­πέ­ζιος τρά­βη­ξε τη σκη­νή σε βί­ντεο, ανέ­βα­σε, δε, τού­το με τί­τλο A beginning for the (unsurprising) anti-human revolution: Furious donkey attacks culture!, το οποίο έγι­νε viral στους κύ­κλους δια­νο­ου­μέ­νων και μη –likes-καρ­δού­λες–χα­χα, κοι­νο­ποι­ή­σεις, νέα αι­τή­μα­τα, νέα εμπι­στο­σύ­νη.]

Εγώ μά­ζευα τα βι­βλία και τα αντι­κεί­με­να που έρι­ξε ο Φε­λί­τσε. «Πε­θαί­νω» εί­πα «στα­μα­τή­στε». Επι­κα­λέ­σθη­κα –αυ­τό εί­χα πρό­χει­ρο– το φύ­ση­μα καρ­δί­ας που φέ­ρω εκ γε­νε­τής.

«Πό­σο προ­σβλη­τι­κή για τη μνή­μη των αλη­θι­νά πε­θα­μέ­νων, κα­θώς και για την εύ­θραυ­στη ψυ­χο­λο­γία και την αξιο­πρέ­πεια των αλη­θι­νά ετοι­μο­θά­να­των, αυ­τή η «εύ­κο­λη» επί­κλη­ση του-θα­νά­του-ως-επι­χεί­ρη­μα.» εί­πε ο Μί­μος του Θα­νά­του. Εί­πε, επί­σης, ότι θα ετοί­μα­ζε τα πράγ­μα­τά του να φύ­γει. Πό­στα­ρε μαύ­ρο με θυ­μω­μέ­νες, κί­τρι­νες φά­τσες στο timeline μου.

*

«Διο­νύ­σιε, αγά­πη μου» εί­πε η Μα­ρία, «έχο­ντας –κα­θώς πι­στεύω– κλεί­σει δε­ό­ντως το ζή­τη­μα της σε­ξι­στι­κής-ως-υπο­κρύ­πτου­σας-μια-ει­δε­χθή-έμ­φυ­λη-προ­κα­τά­λη­ψη(!) απρέ­πειας του Ε.Π. με τη σφουγ­γα­ρί­στρα –ο οποί­ος ελ­πί­ζω να έμα­θε από το λά­θος του– πρέ­πει να σου πω ότι εί­ναι πράγ­μα­τι ανή­θι­κο και προ­σβλη­τι­κό να μι­λάς έτσι, με τό­σο πα­σί­δη­λη προ­κα­τά­λη­ψη, για τους ηλι­κιω­μέ­νους συ­ναν­θρώ­πους μας – πό­σο μάλ­λον και να το γρά­φεις στο πα­ρόν κεί­με­νο.»

«Υπο­θέ­τω πως το 1699, όταν έγρα­φε ο Jonathan Swift τις Απο­φά­σεις για όταν θα εί­μαι γέ­ρος, οι άν­θρω­ποι θα πρέ­πει να εί­χαν πε­ρισ­σό­τε­ρη αί­σθη­ση του χιού­μορ» της εί­πα. Και έψα­ξα στο ίντερ­νετ για τυ­χόν κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες δη­μό­σιες εκτε­λέ­σεις στην πυ­ρά ή στην κρε­μά­λα που, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, θα έλα­βαν χώ­ρα στο Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο την εν λό­γω χρο­νιά. Όμως ανε­πι­τυ­χώς. Το οποίο εί­ναι κρί­μα κα­θό­τι ετού­το –σκέ­φτο­μαι τώ­ρα (με το φτε­ρό της γρα­φής ανά χεί­ρας)– θα ήτα­νε μάλ­λον ένα ok τέ­λος-παύ­λα-θριαμ­βι­κό-δά­γκω­μα-ου­ράς σ’ έναν ου­ρο­βό­ρο, και, πα­ντα­χό­θεν, άκρως exaggerated δια­πλη­κτι­σμό, λή­ξα­ντα εκεί απ’ όπου άρ­χι­σε.

Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: Φιλοσοφική Παντόφλα I

«Δεν κα­τα­λα­βαί­νω, Διο­νύ­σιε» εί­πε η (κα­λο­κουρ­δι­σμέ­νη σε νό­τα υστε­ρί­ας) Μα­ρία «τι εί­δους χιού­μορ εί­ναι αυ­τό που μπο­ρεί, στο άκου­σμά του, να προ­κα­λέ­σει οδύ­νη στον άν­θρω­πο που το υφί­στα­ται ή σε μια ολό­κλη­ρη ομά­δα όπου αυ­τός εντάσ­σε­ται λό­γω των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του.»

«Αν μου επι­τρέ­πε­τε –», εί­πε ο Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής, «Όσον αφο­ρά την ευ­θι­ξία, θε­ω­ρώ πως εί­ναι θυ­μι­κή και ανορ­θο­λο­γι­κή. Ακό­μα, ότι υπο­δη­λώ­νει μια αδυ­να­μία με­τα­βο­λι­σμού των καρ­πών του Πνεύ­μα­τος, όποιοι κι αν εί­ναι αυ­τοί – ο με­τα­βο­λι­σμός πε­ρι­λαμ­βά­νει άλ­λω­στε και την ενέρ­γεια της –για να το πω κομ­ψά– τα­χεί­ας απόρ­ρι­ψης

«Να τ’ ακούς αυ­τά μυ­γιάγ­γι­χτο.» συ­μπλή­ρω­σε απευ­θυ­νό­με­νος στον Παλ­λό­με­νο Αστέ­ρα.

Ο Επι­τρα­πέ­ζιος έφυ­γε τό­τε απ’ το σα­λό­νι και, απο­μα­κρυ­νό­με­νος, συ­νέ­χι­σε, με τη φω­νή του –που άλ­λα­ζε δω­μά­τια– να φθί­νει στα­δια­κά σε έντα­ση κα­τά το εφέ Ντό­πλερ:

«Θε­ω­ρώ επί­σης ότι η αν­θρώ­πι­νη έκ­φρα­ση εί­ναι ο προ­νο­μια­κός χώ­ρος της ελευ­θε­ρί­ας του Πνεύ­μα­τος. [πιο χα­μη­λά] Κα­θώς και ότι μία δέ­ου­σα –λε­λο­γι­σμέ­νη– ανε­κτι­κό­τη­τα προς το χιού­μορ και την ελεύ­θε­ρη έκ­φρα­ση [πιο, πιο χα­μη­λά] απαι­τεί μεν, ενί­ο­τε, μια κά­ποια –επί­σης λε­λο­γι­σμέ­νη– οδύ­νη από τον δέ­κτη,[2] η οδύ­νη ωστό­σο αυ­τή [πιο, πιο, πιο χα­μη­λά] εί­ναι εντε­λώς ανά­ξια λό­γου και μο­νά­χα ένα minimum του κου­ρά­γιου που απαι­τεί­ται για να βγει πέ­ρα ο βί­ος

«Φα­ντα­στεί­τε τι θα έκα­να εγώ αν δεν εί­χα το-minimum-του-απαι­τού­με­νου-κου­ρά­γιου, κά­θε φο­ρά που υφί­στα­μαι το βλέμ­μα φι­λο­πε­ρί­ερ­γων τρί­των, έτσι κα­θώς πε­ρι­φέ­ρο­μαι όλο τον χρό­νο με την απο­κριά­τι­κη του Χά­ρο­ντα» εί­πε ο Μί­μος του Θα­νά­του.

*

«Νο­μί­ζω, φί­λοι, πως εί­ναι εν τέ­λει ζή­τη­μα προ­θέ­σε­ων κα­θώς και ου­σια­στι­κής –όχι φορ­μα­λι­στι­κής– ευ­γέ­νειας.» εί­πα «Αν φρο­ντί­ζει κα­νείς οι προ­θέ­σεις του για τους άλ­λους αν­θρώ­πους να εί­ναι κα­ταρ­χήν κα­λές με τρό­πο κα­τη­γο­ρι­κό (categorical) –υπό την έν­νοια ότι εκ­κι­νεί από έναν a priori σε­βα­σμό για την κα­τά­στα­σή τους (όπως τη δια­μορ­φώ­νουν οι προ­σω­πι­κές Επι­λο­γές, η Φύ­ση και η Τύ­χη)–, ου­δέ­ναν λό­γο έχει για να μην εκ­φέ­ρει κά­τι αστείο που σκέ­φτη­κε, στο μέ­τρο ακρι­βώς που οφεί­λει στον εαυ­τό του να κα­λω­σο­ρί­ζει, ως δέ­κτης, και το αντί­στοι­χο κα­λών προ­θέ­σε­ων χιού­μορ.»

«Δυ­στυ­χώς», συ­νέ­χι­σα, «νο­μί­ζω πως η τό­σο εκτε­τα­μέ­νη ευ­θι­ξία του σύγ­χρο­νου κό­σμου έχει στον πυ­ρή­να της μια μα­νιώ­δη κα­χυ­πο­ψία. Η κα­χυ­πο­ψία, και δη σε επί­πε­δο αρ­χής, ισο­δυ­να­μεί με μια γε­νι­κευ­μέ­νη κα­κή πί­στη ως προς την πρό­θε­ση του άλ­λου. Αυ­τό κα­τα­λή­γει στο διαρ­κές pop-up ενός «εύ­κο­λου» δυι­σμού φί­λου/εχθρού, το οποίο εί­ναι βε­βαί­ως πράγ­μα το­ξι­κό, όπως το­ξι­κό­τα­τη εί­ναι η εκ­δή­λω­ση συ­γκε­κρι­μέ­νων, αλη­θι­νά προ­σβλη­τι­κών συ­μπε­ρι­φο­ρών από άν­θρω­πο προς άν­θρω­πο.»

«Για­τί να επι­λέ­ξει κά­ποιος να αντι­με­τω­πί­σει κά­τι το­ξι­κό­τα­το με κά­τι το­ξι­κό;» ανα­ρω­τή­θη­κε ο Παλ­λό­με­νος Αστήρ, που εί­χε προ­σφά­τως μά­θει τα επί­θε­τα, τη χρή­ση του υπερ­θε­τι­κού βαθ­μού κ.λπ.

«Εξάλ­λου, αφού στην Πα­ναν­θρώ­πι­νη Επι­κρά­τεια του Κω­μι­κού πρυ­τα­νεύ­ου­νε – απο­λύ­τως και a priori– η Ισό­τη­τα και η Δη­μο­κρα­τία, ας γε­λά­νε όλοι με όλους, μη­δε­νός εξαι­ρου­μέ­νου. Μας έπρη­ξαν πια ο κα­θείς με τα ιε­ρά του!» εί­πε ο Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής – που εί­χε μό­λις επι­στρέ­ψει στο σα­λό­νι φο­ρώ­ντας το Je suis Charlie μπλου­ζά­κι του. Και συ­μπλή­ρω­σε: «Υπάρ­χει άρα­γε κά­ποιος, τό­σο μεί­ζων Βλαξ, που να αρ­νεί­ται πως σε ουκ ολί­γες πε­ρι­πτώ­σεις εί­ναι ικα­νός να προ­κα­λέ­σει, έστω ακου­σί­ως – πά­ντα όμως δι­καί­ως, στους συ­ναν­θρώ­πους του τη χα­ρά του άδο­λου γέ­λιου; Εγώ πά­ντως όχι!»

Ο Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής επέ­μει­νε τό­τε, εξάλ­λου, να μας δια­βά­σει μια σχε­τι­κή κα­τα­χώ­ρι­ση από τα Ανά­λε­κτά του:

Πε­ρί της (αξιο­ση­μεί­ω­της) ευ­κο­λί­ας υπα­γω­γής στο σχή­μα «φί­λος/εχθρός»: Να ανα­ζη­τή­σου­με τη Φι­λο­σο­φι­κή Λί­θο δια της οποί­ας η κου­φό­βρα­ση της εμπά­θειας να με­τα­τρέ­πε­ται στην κα­λό­βου­λη ζέ­ση του δια­λό­γου.



«Σι­γά τι έγρα­ψες» εί­πε η Μα­ρία.

Εγώ εν­θάρ­ρυ­να τον Ε.Π. επαι­νώ­ντας τον για τον ευ­φυ­έ­στα­το πά­ντως –και μει­ζο­νε­λάσ­σο­να ως εκ του μει­κτού ύφους– αφο­ρι­σμό του, προ­χώ­ρη­σα δε στο συ­μπέ­ρα­σμά μου:

«Βρί­σκω, λοι­πόν, κα­λύ­τε­ρο να αρ­χί­ζει κα­νείς ανά­πο­δα» εί­πα «Με ένα τεκ­μή­ριο κα­λής πί­στης για το χιού­μορ του άλ­λου – ακό­μη και αν το απορ­ρί­πτει για λό­γους γού­στου. Και μό­νο αν δια­πι­στώ­σει –με κρί­ση κα­θα­ρή, χω­ρίς κα­χυ­πο­ψία– ότι οι προ­θέ­σεις εί­ναι κα­κές, υπο­κρύ­πτου­σες κά­ποιου εί­δους επι­βλα­βή, σε ηθι­κό επί­πε­δο, σκο­πι­μό­τη­τα, τό­τε να το κα­τα­δι­κά­ζει ως κά­τι προ­σβλη­τι­κό και ανε­πί­τρε­πτο. Μια τέ­τοια –κα­τά πε­ρί­πτω­ση– προ­σέγ­γι­ση δια­σώ­ζει τη θε­μι­τή δε­ο­ντο­λο­γία της-αβρό­τη­τας-ως-ηθι­κής-στά­σης, τη­ρώ­ντας απο­στά­σεις τό­σο από την κα­κία ή τον ανά­γω­γο κυ­νι­σμό όσο και από τη χον­δροει­δή λο­γο­κρι­σία της Πο­λι­τι­κής Ορ­θό­τη­τας.»

«Θαρ­ρώ πως εί­χε δί­κιο εκεί­νη η ιδιο­φυία ο Kanye West» εί­πε ο Επι­τρα­πέ­ζιος «όταν έγρα­φε αυ­τό

__________________________________________

People say "don't say this, don't say that"
Just say it out loud, just to see how it feels
Weigh all the options, nothing's off the table

__________________________________________

«Γλί­τω­σέ μας άλ­λη φο­ρά, Επι­τρα­πέ­ζιε, από τα άθλια αγ­γλι­κά σου» εί­πε η Μα­ρία.

«Πά­ντως δεν μπο­ρεί να κά­νουν λά­θος τό­σοι και τό­σοι σύγ­χρο­νοι ακτι­βι­στές ιδε­ο­λό­γοι» συ­νέ­χι­σε η Μα­ρία «που μά­χο­νται για έναν ηθι­κό­τε­ρο κό­σμο, χω­ρίς τα­πει­νώ­σεις και προ­σβο­λές από άν­θρω­πο προς άν­θρω­πο. Επί­σης, με δαύ­τους βρή­κες άν­θρω­πέ μου να τα βά­λεις;».

Στο οποίο απά­ντη­σα: «Αν μι­λά­με για τη νέα εκεί­νη εμπρο­σθο­φυ­λα­κή της Ευ­θι­ξί­ας, πα­ρό­τι ανα­γνω­ρί­ζω πως εκ­κί­νη­σε με κα­λές προ­θέ­σεις και για να θε­ρα­πεύ­σει πράγ­μα­τι υπαρ­κτές προ­κα­τα­λή­ψεις που εί­ναι ικα­νές να γεν­νούν ή να συ­ντη­ρούν την αδι­κία απέ­να­ντι σε συ­ναν­θρώ­πους μας, έχω να πω ότι συ­χνό­τα­τα:

1) Θυ­μί­ζει έναν αφο­ρι­σμό του Otto Weininger για τον Zola, που έλε­γε ότι «εί­ναι ένας άν­θρω­πος με εντε­λώς κα­θό­λου χιού­μορ»

2) Κα­τα­λή­γει ένας υστε­ρι­κός –και επι­κίν­δυ­νος για την ελευ­θε­ρία– όχλος αλ­λη­λο­συ­μπα­θού­ντων με αλ­λη­λο­τρο­φο­δο­τού­με­νο θυ­μι­κό.

3) Πα­γι­δευ­μέ­νη και η ίδια σε μια αντί­στρο­φη προ­κα­τά­λη­ψη, ομοιά­ζει με εκ­κρε­μές που εκ­κι­νώ­ντας από το θλι­βε­ρό άκρο Α και με σκο­πό να στα­θεί στο θε­μι­τό μέ­σο Β κα­τα­λή­γει –από κε­κτη­μέ­νη τα­χύ­τη­τα και απου­σία τρι­βής (βλ. Λο­γι­κής)– στο θλι­βε­ρό άκρο Γ.

Κι αφού απο­ρείς, πο­λυα­γα­πη­μέ­νη μου Μα­ρία, που –δό­λια!– σ’ έβα­λα εδώ να λες πα­λα­βο­ϋ­στε­ρί­ες, για ποιον λό­γο επέ­λε­ξα να σα­τι­ρί­σω, με το πα­ρόν κεί­με­νο, έναν κα­λό­βου­λο όχλο (sic) αντί για έναν –όχι λι­γό­τε­ρο υπαρ­κτό– απαί­σιο/κα­κό­βου­λο, να σου θυ­μί­σω αυ­τό που έγρα­φα αλ­λού;

_______________________________________________________________­_­_­_­_­__

… ναι μεν ένας κα­κός όχλος μας στε­νο­χω­ρεί πο­λύ, όμως κοι­τά­ζο­ντας το θο­λό μά­τι ενός κα­λού όχλου εί­ναι που απελ­πι­ζό­μα­στε.
_______________________________________________________________­_­_­_­_­__

Του­τέ­στιν, αυ­το­προσ­διο­ρι­ζό­με­νος και του λό­γου μου ως υπέρ­μα­χος της φι­λαν­θρω­πί­ας και της δι­καιο­σύ­νης, ενά­ντιος σε κά­θε ρα­τσι­σμό-φα­σι­σμό-πα­λιαν­θρω­πιά,[3] βρί­σκω πιο χρή­σι­μο να ασκή­σω μια κά­ποια κρι­τι­κή σε­πα­ρα­ζα­λι­σμέ­νου­ςα­πτον­πε­ρίσ­σιο­συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό­φι­λάν­θρω­που­ςπου­πε­ρ­ι­φ­έ­ρ­ο­ν­τ­α­ι­έ­ξ­α­λ­λ­ο­ι­ό­σ­ο­α­λ­υ­σ­ι­τ­ε­λ­ε­ί­ς­ε­φ­ε­υ­ρ­ί­σ­κ­ο­ν­τ­α­ς­ο­λ­ο­ύ­θ­ε­ε­χ­θ­ρ­ο­ύς, απ’ ότι απλώς και μό­νο να στη­λι­τεύ­σω κι εγώ με τη σει­ρά μου την οπωσ­δή­πο­τε άθλια απαν­θρω­πιά, την αδι­κία και το Κα­κό. Από τού­τη την κρι­τι­κή έχου­με πε­ρίσ­σευ­μα.»

*

«Έτσι συλ­λο­γι­κή, βα­ρύ­θυ­μη, αυ­στη­ρή και συ­νά­μα άκρως ελα­φρό­μυα­λη που πε­ρι­γρά­φεις αυ­τήν την εμπρο­σθο­φυ­λα­κή της Ευ­θι­ξί­ας, μου ήρ­θε στον νου εκεί­νη η ωραία σκη­νή από το Κω­μι­κό Μυ­θι­στό­ρη­μα του Paul Scarron (1651), όπου σε ένα λι­μά­νι, για να με­τα­φέ­ρουν δυ­σα­νά­λο­γα λί­γα και ελα­φρά πράγ­μα­τα, πα­ρου­σιά­ζο­νται δυ­σα­νά­λο­γα πολ­λοί αχθο­φό­ροι» εί­πε ο Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής, και ακο­λού­θως ανέ­γνω­σε το αντί­στοι­χο χω­ρίο:

______________ ¤_________________

We docked in Orléans, where our arrival was so entertaining that I want to tell you the details. A bunch of porters, who were waiting at the dock for arriving passengers with luggage, crowded onto our boat. They were more than thirty in all to lift two or three small bags that the weakest among them could have carried under his arms. If I’d been alone, I probably wouldn’t have been restrained enough not to lose my temper at their insolence. Eight of them grabbed a small chest that didn’t weigh twenty pounds and, after pretending to have a hard time lifting it off the ground, they finally hoisted it above their heads, balancing it on their fingertips. All the rabble of the port laughed at this, and we were forced to follow suit. Still, I was blushing with shame at having to travel across an entire town in such a procession, because the rest of our luggage, which one man could have carried, kept twenty occupied, while my pistols alone required four men. We entered the town in the following order. Eight big drunk candidates for the gallows – or who deserved to be – together carried a small chest, as I already told you. My pistols followed, one after the other, each carried by two men. Mademoiselle de La Boissière, who, like me, was fuming, came next. She was sitting on a big wicker chair supported by two long rafting poles carried by four men who relayed one another and had many insolent things to tell her along the way. The remainder of our luggage followed. It was made up of a small suitcase and a canvas-covered bundle that seven or eight of these rascals were tossing around while they walked, as though they were playing the game of broken pot. I brought up the rear of this triumphal parade, holding Leonora’s hand. She was laughing so hard that I had to take pleasure in this swindle despite myself. During our march, the passers-by stopped in the street to gawk at us, and the ensuing noise brought everyone to the window.

______________ ¤ ______________

Στο άκου­σμα της σκη­νής αυ­τής:
Ο Παλ­λό­με­νος Αστήρ ανα­βό­σβη­νε από ευ­φρο­σύ­νη στο λευ­κό-χρώ­μα-χα­ράς.
Ο γάι­δα­ρος Φε­λί­τσε έπι­νε νε­ρό από έναν κου­βά.

«Άξι­ζε να υπο­μεί­νου­με τη θλι­βε­ρή προ­φο­ρά σου Επι­τρα­πέ­ζιε, πολ­λή πλά­κα έχει αυ­τό» εί­πε γε­λώ­ντας η Μα­ρία.

«Πράγ­μα­τι!» εί­πε ο Μί­μος του Θα­νά­του «Ει­δι­κά εκεί με τα πι­στό­λια.»

«Εκεί όπου η Αν­θρώ­πι­νη Λο­γι­κή τεί­νει να απου­σιά­σει, εί­θε εμείς να τη ρί­χνου­με –με κά­θε μέ­σο– και πά­λι στη μά­χη!» εί­πε ο –τυ­χε­ρός επι­ζών της εχθρο­πρα­ξί­ας του Φε­λί­τσε– Επι­τρα­πέ­ζιος Descartes από τα ύψη της βι­βλιο­θή­κης. Και σκά­ρω­σε εκ του προ­χεί­ρου μια τε­λε­τή συμ­φι­λί­ω­σης, βά­ζο­ντάς μας να στοι­χη­θού­με ο ένας πί­σω από τον άλ­λο, κρα­τώ­ντας –οι υπό­λοι­ποι πλην εμού που ήμουν μπρο­στά μπρο­στά– από ένα πλα­τω­νι­κό στε­ρεό (στον γάι­δα­ρο το ενα­πό­θε­σα στο σα­μά­ρι), κα­τ’ αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά,

Εγώ
Επι­τρα­πέ­ζιος με οκτά­ε­δρο
Μα­ρία με ει­κο­σά­ε­δρο
Μί­μος με δω­δε­κά­ε­δρο
Παλ­λό­με­νος με τε­τρά­ε­δρο
Φε­λί­τσε με κύ­βο

σε μια κα­κήν-κα­κώς ανα­πα­ρά­στα­ση  τ η ς  Κ ο σ μ ι κ ή ς  Α ρ μ ο ν ί α ς  όπως την απει­κό­νι­σε ο Κέ­πλερ στο –πυ­θα­γό­ρειας πνο­ής– μο­ντέ­λο του Ηλια­κού Συ­στή­μα­τος (συ­ντι­θέ­με­νου απ’ τους έξι τό­τε γνω­στούς πλα­νή­τες) από το έρ­γο του Mysterium Cosmographicum (1597).[4]



Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: Φιλοσοφική Παντόφλα I

Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α:[5] 
ΠΩΣ ΓΝΩ­ΡΙ­ΣΑ ΤΟΝ ΜΙ­ΜΟ ΤΟΥ ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΥ

Με­σά­νυ­χτα, περ­πα­τού­σα με φί­λους στα πέ­ριξ της οδού Αχαρ­νών. Κα­τη­φο­ρί­σα­με προς τον σταθ­μό του Αγί­ου Νι­κο­λά­ου, πε­ρά­σα­με απ’ την υπό­γεια διά­βα­ση και πλη­σιά­ζα­με το πάρ­κο που μας αρέ­σει να συ­χνά­ζου­με ακό­μα για κα­μιά μπύ­ρα, εκεί όπου δί­πλα στε­γά­ζε­ται ένα υπο­κα­τά­στη­μα του ΙΚΑ. Πε­ρά­σα­με τα σχο­λεία με τα σκο­τει­νά τους προ­αύ­λια μέ­σα απ’ το κι­γκλί­δω­μα και στρί­ψα­με στη γω­νία. Το κι­τρι­νο­φω­τι­σμέ­νο πάρ­κο ήταν ολό­α­δειο –ήταν Χει­μώ­νας– πα­ρε­κτός από μια κα­τά­μαυ­ρη φι­γού­ρα κα­θι­σμέ­νη ψη­λά στην πλά­τη από ένα πα­γκά­κι. Στα­θή­κα­με. Η φι­γού­ρα, που βλέ­πα­με την οπί­σθια όψη της, ήταν ντυ­μέ­νη με μαν­δύα που τέ­λειω­νε σε μια κου­κού­λα. Η στά­ση της ήταν σαν να μι­λά­ει στο τη­λέ­φω­νο, όμως φω­νή δεν ακου­γό­ταν. Πα­ρα­δί­πλα ήταν αφη­μέ­να ένα δρε­πά­νι κι ένα πο­δή­λα­το. Λέω: «Ποιος θα’ ρθει;» και δεν μί­λη­σε κα­νείς. Λέω: «Ποιος θα’ ρθει μα­ζί;»· εί­πε κά­ποιος «Πά­με».
Πή­γα­με αρ­γά ως εκεί και με βή­μα ελα­φρύ. Κα­τά­φε­ρα να του κά­νω μια λα­βή.[6] Του έπια­σα τα δυο χέ­ρια από πί­σω, το κι­νη­τό του έπε­σε κά­τω και απ’ το ακου­στι­κό ακού­γο­νταν κά­τι οδυρ­μοί που δυ­νά­μω­ναν κι έφθι­ναν και δυ­νά­μω­ναν ξα­νά, σαν κυ­μα­τι­σμοί που απέρ­χο­νται και ξα­νάρ­χο­νται. Του βγά­λα­με την κου­κού­λα, ήταν φι­λι­κός. «Ήρε­μα παι­διά» και τέ­τοια. Τον άφη­σα.

«Μας κο­ψο­χό­λια­σες» του λέω.

«Ναι ρε φί­λε» λέ­ει ο φί­λος μου.

Ο τύ­πος ήταν τα­ραγ­μέ­νος κι έπαιρ­νε ανά­σες να συ­νέλ­θει. Ύστε­ρα μά­ζε­ψε το κι­νη­τό από κά­τω και το ’κλει­σε. Οι ήχοι στα­μά­τη­σαν.

«Αυ­τό έχεις να κά­νεις στη ζωή σου;» τον ρώ­τη­σα.

«Έχω και πρω­ι­νή δου­λειά», λέ­ει, «κα­νο­νι­κά».

«Και για­τί δεν πας να κοι­μη­θείς;»

«Δεν εί­μαι του ύπνου, θα έχου­με τον χρό­νο για ανά­παυ­ση.»

«Τέ­λος πά­ντων, για πες: Για­τί έρ­χε­σαι δω μα­σκα­ρε­μέ­νος;»

«Εδώ, σε τού­τη την παι­δι­κή χα­ρά με­γά­λω­σα» εί­πε. «Έρ­χο­μαι πια και κά­θο­μαι έτσι τα βρά­δια, από τό­τε που ρί­ξαν τον σα­λί­γκα­ρο». «Έρι­ξαν τον σα­λί­γκα­ρο», εί­πε. Άρ­χι­σε να δα­κρύ­ζει.

(Πράγ­μα­τι ο κί­τρι­νος σα­λί­γκα­ρος –η σπει­ρω­τή σκά­λα που κα­τέ­λη­γε σε δυο κε­ραί­ες–τον οποίο θυ­μό­μου­να κι εγώ να στέ­κει εκεί, τώ­ρα δεν υπήρ­χε.)

Και συ­νέ­χι­σε με φω­νή λα­χα­νια­σμέ­νη.

«Έχεις προ­σπα­θή­σει να βγά­λεις τον σα­λί­γκα­ρο ως το τέ­λος; Ανε­βαί­νεις ψη­λά, ψη­λά και ύστε­ρα η κα­μπύ­λη γυ­ρί­ζει προς το έδα­φος, κά­τω. Βλέ­πεις το σκάμ­μα από κά­τω γυ­ρι­σμέ­νος ανά­πο­δα. Βλέ­πεις το χώ­μα μες στα γέ­λια.
Τα εί­χα φα­ντα­στεί όλα: Όταν, κά­πο­τε, θα το ένιω­θα ότι πλη­σί­α­ζε η μαύ­ρη ώρα –στα γη­ρα­τειά μου ελ­πί­ζω–, θα ερ­χό­μου­να το βρά­δυ και θα ’μπαι­να στη σπεί­ρα για μια τε­λευ­ταία φο­ρά. Στη σι­γή της πό­λης θ’ ακού­γο­νταν αχνά οι κρού­σεις απ’ τα δυο πα­πού­τσια μου στη σι­δε­ρέ­νια σκά­λα. Ύστε­ρα, επά­νω στην ακ­μή της χα­ράς, ένας γδού­πος. Θα ήταν κα­νο­νι­σμέ­νο να με θά­ψου­νε επί τό­που. Στην ανα­κο­μι­δή θα έσκα­βαν το χώ­μα. Θα έβρι­σκαν τα κόκ­κα­λά μου χρω­μα­τι­στά. Αυ­τός εδώ, θα έλε­γαν, πέ­θα­νε χα­ρού­με­νος. Τώ­ρα πα­ρι­στά­νω εδώ Εκεί­νον που έτσι κι αλ­λιώς θα με βρει, στον τό­πο που ήθε­λα εγώ να με βρει. Εί­ναι ο τρό­πος μου να θρη­νώ μία χα­μέ­νη ευ­και­ρία.».

Τι καη­μός, σκέ­φτη­κα (πό­σο ευ­τυ­χές μοιά­ζει ένα τέ­λος στους άγιους τό­πους της αρ­χής). Τον χτύ­πη­σα φι­λι­κά στον ώμο.

Πριν τον απο­χαι­ρε­τί­σου­με και τον αφή­σου­με στην ησυ­χία του, τον ρώ­τη­σα, επ’ ευ­και­ρία, αν έχει υπό­ψη του κα­μιά θε­ρα­πεία για το horror mortis.

Σαν Ερυ­ξί­μα­χος απευ­θυ­νό­με­νος προς τον Αρι­στο­φά­νη, που τον εί­χε πιά­σει λό­ξυγ­γας εν τω μέ­σω του φι­λο­σο­φι­κού δια­λό­γου στο Συ­μπό­σιο του Πλά­τω­να, ο Μί­μος του Θα­νά­του, που με τ’ άλ­λο χέ­ρι σκού­πι­ζε τα μά­τια και τη μύ­τη του, απο­κρί­θη­κε προ­σφέ­ρο­ντάς μου ένα πλα­στι­κό μπου­κά­λι με νε­ρό που μύ­ρι­ζε αγια­στού­ρα: «Ανα­κογ­χυ­λί­α­σον».[7]

  

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: