Ο Πέ­τρος Νι­κό­λα­ος Δάρ­βα­ρις ζού­σε στην Βιέν­νη, όπου ήταν γνω­στός ως Πε­ντά­δας, εξη­γώ­ντας στο αδιά­φο­ρο ακρο­α­τή­ριό του της τα­βέρ­νας Reichenberger Beisl, γνω­στό­τε­ρης ως τα­βέρ­νας των Ελ­λή­νων, την ση­μα­σία του αριθ­μού πέ­ντε, ο οποί­ος πε­ρι­λαμ­βά­νει τον πρώ­το άρ­τιο και τον πρώ­το πε­ριτ­τό αριθ­μό, εί­ναι το κέ­ντρο της δε­κά­δας, τα πέ­ντε κα­θο­λι­κά στοι­χεία του πα­ντός, δη­λα­δή γη, νε­ρό, αέ­ρας, φω­τιά, αι­θέ­ρας, έχει πέ­ντε σχή­μα­τα, δη­λα­δή το τε­τρά­ε­δο, εξά­ε­δρο, οκτά­ε­δρο, δω­δε­κά­ε­δρο και ει­κο­σά­ε­δρο, η πε­ντά­δα απο­κα­λεί­ται αφι­λο­νει­κία, επει­δή συ­νέ­θε­σε και συμ­φι­λί­ω­σε το άρ­τιο και το πε­ριτ­τό, πέ­ντε τα δά­χτυ­λα των χε­ριών και πέ­ντε των πο­διών, πέ­ντε οι ήπει­ροι ως τό­τε. Και εμπι­στευ­τι­κώς ψι­θύ­ρι­ζε, τό­σο όσο να μην ακού­γε­ται, πως οι Γραι­κοί δεν έπρε­πε να κη­ρύ­ξουν την επα­νά­στα­ση το 1821, αλ­λά το 1824, όπου το άθροι­σμα των αριθ­μών εί­ναι δε­κα­πέ­ντε, τρεις φο­ρές –η Αγία Τριά­δα– ο αριθ­μός πέ­ντε.
Κα­νείς δεν θυ­μό­ταν ωστό­σο ότι τον Ια­νουά­ριο του 1820 εί­χε ξε­κι­νή­σει την με­τά­φρα­ση ποι­η­μά­των από την συλ­λο­γή Ει­δύλ­λια του σπου­δαί­ου γερ­μα­νό­φω­νου Ελ­βε­τού ποι­η­τή Σά­λο­μον Γκέσ­νερ. Σκό­πευε να έχει τυ­πω­μέ­νο το απο­τέ­λε­σμα του μό­χθου του τον Δε­κέμ­βριο του ίδιου έτους για την ικα­νο­ποί­η­ση προ­σω­πι­κών ονεί­ρων και φι­λο­δο­ξιών, αλ­λά ο τυ­πο­γρά­φος Ντα­βί­ντο­βιτς κα­θυ­στε­ρού­σε με διά­φο­ρες δι­καιο­λο­γί­ες να προ­χω­ρή­σει στην εκτύ­πω­ση του εκα­τόν τριά­ντα δύο σε­λί­δων με­τα­φρα­στι­κού άθλου, εφό­σον το σύ­νο­λο της συμ­φω­νη­θεί­σας δια λό­γου δα­πά­νης κα­θυ­στε­ρού­σε να πλη­ρω­θεί προ­κα­τα­βο­λι­κά εκ μέ­ρους του Πέ­τρου Νι­κο­λά­ου. Εντέ­λει, τα πρώ­τα πέ­ντε αντί­τυ­πα πα­ρα­δό­θη­καν στις 25 Μαρ­τί­ου 1821 και τα υπό­λοι­πα πέ­ντε μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα.
Το πρώ­το αντί­τυ­πο με την αφιέ­ρω­ση «Μη με λη­σμό­νει» έφτα­σε αυ­θη­με­ρόν στα χέ­ρια της δε­σποι­νί­δας Χλό­ης Κ. στην εξο­χή και πέ­ντε μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, ο αμα­ξάς της πα­ρέ­δω­σε στον Πέ­τρο Νι­κό­λαο επι­στο­λή σφρα­γι­σμέ­νη με βου­λο­κέ­ρι, το πε­ριε­χό­με­νο της οποί­ας έχει μεί­νει στις δέλ­τους της Ιστο­ρί­ας και έχει ως εξής: «Κύ­ριέ μου, πώς ημπο­ρεί­τε να μέ­νη­τε εις την πό­λιν, τώ­ρα όπου αγ­γί­ζει η άνοι­ξις; Άρα­γε δεν θέ­λε­τε να ιδή­τε πώς αν­θούν τα δέν­δρα και πώς ωραϊ­ζο­νται τα λι­βά­δια; Ελά­τε λοι­πόν προς ημάς εις την εξο­χήν διό­τι θέ­λε­τε ιδεί την άνοι­ξιν και εμέ­να. Αν δεν έλ­θη­τε, πο­λύ θέ­λω κα­κιώ­σει ενα­ντί­ον σας, αν και εί­μαι πλέ­ον μι­σο­κα­κιω­μέ­νη. Η Κυ­ρία *** μοι εί­πεν ότι εσυγ­γρά­ψα­τε εν Πό­νη­μα επι­γρα­φό­με­νον Δάφ­νις, και εγώ, Κύ­ριέ μου μυ­στι­κώ­τα­τε, να μην ηξεύ­ρω τί­πο­τε πε­ρί τού­του; Όμως εσείς εί­δε­τε ότι το τε­λευ­ταί­ον σας τρα­γώ­διον με ήρε­σε κα­θ' υπερ­βο­λήν, διό­τι το τρα­γω­δώ συ­νε­χώς. Αν και απηλ­πι­σμέ­νη, λέ­γει η Κυ­ρία ***, όμως τρα­γω­δώ πά­ντο­τε το αυ­τό, ως ο κόσ­συ­φος. Νε­ω­στί φεγ­γού­σης της σε­λή­νης το ετρα­γω­δού­σα εις το λι­βά­δι και ήμουν εις άκρον χα­ρού­με­νη δι' αυ­τό. Τό­τε άρ­χι­σε το αη­δό­νι να λα­λή­ση και εγώ έπρε­πε να σιω­πή­σω, όσον και αν ακούω με­τά χα­ράς την εαυ­τήν μου να τρα­γω­δώ. Ελά­τε δια την ερ­χο­μέ­νην Πέμ­πτην χω­ρίς άλ­λο, εγώ θέ­λω σας προ­σμεί­νει προς το εσπέ­ρας εις την κλη­μα­τα­ριάν. Αλ­λά φέ­ρα­τε μα­ζύ σας και τον Δάφ­νιν, αλ­λέ­ως εφ' όλης μου της ζω­ής δεν θέ­λω εί­σαι πλέ­ον η φι­λη­νά­δα σας". Υπο­γρα­φή: Χλόη.


ΠΗΓΗ:
Κ. Γ. Κα­σί­νη, Βι­βλιο­γρα­φία με­τα­φρά­σε­ων της ξέ­νης λο­γο­τε­χνί­ας, ΙΘ'-Κ' αι. τό­μος πρώ­τος, 1801-1900, Σύλ­λο­γος προς Διά­δο­σιν Ωφε­λί­μων Βι­βλί­ων, Αθή­να, 2006, λήμ­μα 132.