Στις ελληνικές καλένδες τα κάλαντα. Τουλάχιστον δεν χτυπούν τα κουδούνια. Από τα ξημερώματα, καθώς η μία συμμορία παιδιών προσπαθεί να ξεπεράσει σε λύτρα την άλλη. Δεν πρόκειται για παραγγελίες, που προπληρώνεις και ακολουθεί το άσμα της παραλαβής. Πρόκειται για εκβιασμούς φθόγγων, που βιάζεσαι να πληρώσεις μήπως σταματήσουν.
Αυτά θα λέγαμε γελώντας με φίλους, αν μπορούσαμε να βρεθούμε. Οι νεκροί όμως αποφεύγουν τις συνευρέσεις. Ακόμη και χωρίς περιοριστικά μέτρα. Αλλά και αν ζούσαν, τι μπορείς να πεις όταν δεν ακούς ή δεν ακούγεσαι; Ανήκουστες εικασίες αποτελούν οι ευχές και τα κάλαντα.
Μα δεν αγαπάτε τα παιδιά, ρωτούν οι παιδόφιλοι. Μα δεν αγαπάτε τη μουσική, ρωτούν οι άμουσοι. Μα δεν αγαπάτε τις παραδόσεις, ρωτούν όσοι έχουν παραδοθεί.
Έτσι συνεχίζεται το τραγούδι στο ντουζ. Καθένας και ένα παιδί μέσα του. Καθένας το βιολί του. Καθένας και η δική του παράδοση. Καθένας και η δόση του.
Ευτυχώς στην κατάστασή μας κανείς δεν ακούει τίποτε. Θα ήταν αδύνατον τους ήχους να καλύψει το νερό, γιατί έχει κοπεί.