Το λίπασμα / Η Φανούλα

Το λίπασμα

Θα είχε πάει δύο, τρεις το πρωί, όταν μπήκα επιτέλους στο έρημο πατρικό. Ξεκλείδωσα την καγκελόπορτα της αυλής. Τόσα χρόνια αλάδωτοι οι μεντεσέδες, αλλά τρίξιμο δεν ακούστηκε.
Από μακριά έφτασε ήχος σάλπιγγας. Μπορεί απ’ το στρατόπεδο. Περίεργο. Ήθελε ακόμα τρεις-τέσσερις ώρες να βαρέσει εγερτήριο.
Προχώρησα, η αυλή σκοτεινή, φοβόμουνα μη σκοντάψω. Κοντοστάθηκα μπρος στην είσοδο, με μια αρμαθιά κλειδιά στο χέρι, άντε να ξεχωρίσεις το σωστό μες στο κατασκόταδο.
Κάτι σαν σκιά από πάνω μου. Κάνω μία έτσι και τον βλέπω να κρέμεται ανάποδα από τη μαρκίζα, σαν τη νυχτερίδα. Ήτανε ντυμένος μια φόρμα ολόσωμη, απ’ αυτές τις παλιακές, με τις ελαστικές τιράντες — ίδιος Κουταλιανός. Είχε κάνει και μπράτσα, κι οι πλάτες του πιο φαρδιές απ’ όσο τις θυμόμουνα.

— Βρε συ, πάλι τα ίδια;, του κάνω. Δεν είπαμε να κόψεις τα ακροβατικά, ογδόντα εφτά χρόνων άνθρωπος;

Δίνει τότες ένα σάλτο στον αέρα, σαν αθλητής της ενόργανης, και προσγειώνεται ανάλαφρος μπροστά μου.

— Πάντως, σε σήκωσε το κλίμα εκεί, του λέω. Μια χαρά σε βλέπω. Μόνο νά, τόσον καιρό που λείπεις, ξεράθηκαν τα λουλούδια στο κηπάκι. Να θυμηθώ αύριο να φέρω λίπασμα.
— Μην κάνεις τον κόπο, μου απαντάει. Λίπασμα έχω εγώ όσο θες.

Η Φανούλα

Στην αρχή, η Φανούλα πήρε μολύβι και χαρτί. Έγραψε για τη νύχτα, που αλλάζει όψη διαρκώς, και για την ημέρα, την τετράγωνη. Έγινε νύχτα, έγινε πρωί, ημέρα πρώτη.

Έπειτα, έγραψε η Φανούλα για τον ουρανό και τη θάλασσα, πώς μοιάζουν μεταξύ τους σαν δίδυμα, αν και τα ονόματά τους είναι ξεχωρισμένα. Χάραξε ο ουρανός, χάραξε η θάλασσα, ημέρα δεύτερη.

Έγραψε ύστερα για τη γη, πώς μοιάζουν τα δέντρα και τα χώματά της με λειχήνες ανθισμένες πάνω στη φλούδα του δέντρου. Γίνηκαν τα δέντρα, γίνηκαν τα χώματα, ημέρα τρίτη.

Την επαύριο έγραψε για τα πετεινά του ουρανού και για τα ψάρια της θαλάσσης. Σείστηκε ο αέρας από τα φτερουγίσματα, και χοχλάκισαν οι ωκεανοί από τον πυρετό της ιχθυογονίας, ημέρα τέταρτη.

Ύστερα η Φανούλα έγραψε ένα σωρό ιστορίες για τετράποδα και ερπετά και θηρία, καταλεπτώς ταξινομώντας τις ονομασίες και τις συγγένειές τους. Μυρμήγκιασε ο τόπος ζωντανά, σκέπασαν το πρόσωπο της γης, ημέρα πέμπτη.

Την επομένη, έγραψε η Φανούλα για τον Φάνη, τον δίδυμο αδερφό της. Τον έγραψε ίδιο κι όμοιό της και του έδωσε εξουσία σε ξηρά, θάλασσα και αέρα. Μέχρι και τη Φανούλα την ίδια όριζε ο Φάνης, κατ’ εικόνα και ομοίωσή της. Έγινε νύχτα, έγινε πρωί, ημέρα έκτη.

Την έβδομη ημέρα έγραψε ο Φάνης πως αδερφή δεν είχε ποτέ του και πως δεν είχε σε ποιον να ομοιωθεί, αφού ήταν αυτός ανέκαθεν Μονογενής και Πρωτόγονος. Τα δίπλωσε όλα τότε πηχτή ομίχλη, έτσι που είναι αδύνατον να πει κανείς τι έγινε μετά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: