Το λίπασμα
Θα είχε πάει δύο, τρεις το πρωί, όταν μπήκα επιτέλους στο έρημο πατρικό. Ξεκλείδωσα την καγκελόπορτα της αυλής. Τόσα χρόνια αλάδωτοι οι μεντεσέδες, αλλά τρίξιμο δεν ακούστηκε.
Από μακριά έφτασε ήχος σάλπιγγας. Μπορεί απ’ το στρατόπεδο. Περίεργο. Ήθελε ακόμα τρεις-τέσσερις ώρες να βαρέσει εγερτήριο.
Προχώρησα, η αυλή σκοτεινή, φοβόμουνα μη σκοντάψω. Κοντοστάθηκα μπρος στην είσοδο, με μια αρμαθιά κλειδιά στο χέρι, άντε να ξεχωρίσεις το σωστό μες στο κατασκόταδο.
Κάτι σαν σκιά από πάνω μου. Κάνω μία έτσι και τον βλέπω να κρέμεται ανάποδα από τη μαρκίζα, σαν τη νυχτερίδα. Ήτανε ντυμένος μια φόρμα ολόσωμη, απ’ αυτές τις παλιακές, με τις ελαστικές τιράντες — ίδιος Κουταλιανός. Είχε κάνει και μπράτσα, κι οι πλάτες του πιο φαρδιές απ’ όσο τις θυμόμουνα.
— Βρε συ, πάλι τα ίδια;, του κάνω. Δεν είπαμε να κόψεις τα ακροβατικά, ογδόντα εφτά χρόνων άνθρωπος;
Δίνει τότες ένα σάλτο στον αέρα, σαν αθλητής της ενόργανης, και προσγειώνεται ανάλαφρος μπροστά μου.
— Πάντως, σε σήκωσε το κλίμα εκεί, του λέω. Μια χαρά σε βλέπω. Μόνο νά, τόσον καιρό που λείπεις, ξεράθηκαν τα λουλούδια στο κηπάκι. Να θυμηθώ αύριο να φέρω λίπασμα.
— Μην κάνεις τον κόπο, μου απαντάει. Λίπασμα έχω εγώ όσο θες.