Την πρώτη φορά που είδα τη μάνα μου να ξεθωριάζει, πίστεψα πως έφταιγε η υγρασία του νεκροταφείου.
Ήταν η φωτογραφία που είχα διαλέξει για τον τάφο της. Θα ’θελα να ’ναι μια δική της αντί να κόψω στη μέση με ψαλίδι μια με τον πατέρα μου, αλλά όταν έψαξα τα άλμπουμ ανακάλυψα πως είχε ελάχιστες, κι απ’ αυτές ούτε μία κατάλληλη. Έτσι, έκανα ό,τι δεν τόλμησε ποτέ η ίδια: τους χώρισα – έστω και μετά θάνατον. Οι επιλογές μου για την τελετή ήταν μάλλον συντηρητικές. Κηδεία στη μητρόπολη· εσύ χωμένη στο πλήθος· ελληνικός καφές, κουλουράκια και σοκολατένια ελιά στην υπόγεια αίθουσα κάτω απ’ το ναό· πάλι με το πλήθος εσύ· γριές να μηρυκάζουν ότι είμαι φτυστή εκείνη, σα δυο σταγόνες νερό μοιάζετε, Νιόβη μου· ψαρόσουπα για τα σόγια σ’ εστιατόριο δίχως εσένα· τάφος από λευκό μάρμαρο, στον λάκκο που ’χε θαφτεί ο πατέρας μου· λιτός σταυρός και, φυσικά, η συγκεκριμένη φωτογραφία.
Άραγε αν την είχα αποτεφρώσει, θα γινόταν ό,τι έγινε; Ίσως ναι, όμως τουλάχιστον θα ’χα να θυμάμαι έναν αποχαιρετισμό με τις γυναίκες που πραγματικά ήθελα· εσένα και τη θεία μου τη Μαρία –την αδερφή της– πλάι μου, στα βράχια του παλιού φρουρίου, κι εγώ να αφήνω την τέφρα της ελεύθερη, να καβαλήσει τον άνεμο που σεργιανάει στην απλωσιά του κάμπου.
*
Τα σύννεφα κρέμονταν σ’ ένα θολό, μουντό ταβάνι. Διόλου δε φυσούσε· ο κρύος αέρας βούλιαζε στην παχνοσαβανωμένη γη, μπλεκόταν στα κλαδιά των κυπαρισσιών του κοιμητηρίου, ξάπλωνε σε διπλανές ταράτσες, αγκιστρωνόταν σε θερμοσίφωνες, σε κεραίες, σε σκουριασμένες σιδερόβεργες – απομεινάρια ελπίδων για έναν ακόμα όροφο. Τον ρουφούσες κι ήταν πυκνός, ξεδιψούσε η ανάσα σου κι άχνιζε η εκπνοή σου. Πάντα προτιμούσα να περνάμε απ’ το νεκροταφείο με παλιόκαιρο. Ίσως το ’κανα για ν’ αποφεύγω τις κλεφτές ματιές από πενθούσες που δεν ενέκριναν την εμφάνισή μας· τα γαλάζια, κοντά μαλλιά σου, τους εξωτικούς, κίτρινους φακούς σου, τις φανταχτερές, ασορτί φόρμες μας. Ίσως πάλι ο κακός καιρός να ’ταν μια δικαιολογία για να βιαστώ να φύγω, μην τυχόν και στεριώσει η θύμηση πως δε σ’ τη γνώρισα ποτέ, και μου καταστρέψει την υπόλοιπη μέρα – και τις μεταφράσεις μου που, λόγω τσαπατσουλιάς, θα ’θελαν ξαναγράψιμο.
Ρούφηξα το τσιγάρο μου. Γυμναστική ξεγυμναστική, δεν το ’κοβα κι ειδικά εδώ το ’χα ανάγκη. Ας έλεγαν ό,τι ήθελαν οι μαντιλοφορεμένες κουρούνες, απ’ τη μάνα μου είχα κολλήσει τη συνήθεια. Ήταν κάποτε το μυστικό μας. Marlboro, απαίσιο και βρωμερό, η μάρκα του πατέρα μου, μην τυχόν πέσει κάνα ξέμπαρκο πακέτο στα χέρια του και μυριστεί πως δεν είναι ο μόνος καπνιστής στο σπίτι.
Έσκυψα πάνω απ’ τον τάφο κι έσβησα το τσιγάρο στο κρυσταλλωμένο τσιμέντο. Καθάρισα την πάχνη και σκούπισα τα τζαμάκια του κουτιού. Πήρα τις μαραμένες μαργαρίτες και το σωσμένο φιτίλι απ’ το καντήλι, και τ’ άφησα δίπλα στη γόπα. Σκούπισα με δυο χαρτομάντιλα βαζάκι και καντήλι. Κι αυτά κάτω. Ο μακρινός αχός από τον δρόμο, το τιτίβισμα σπουργιτιών, το μπιτ από τη φιμωμένη μουσική του ipod σου – περίμενες λίγο πιο πέρα. Αχνοί απ’ το στόμα, μια ψιχάλα πάγωσε το κρανίο μου· έβαλα την κουκούλα της φόρμας μου. Τίναξα τα χέρια και πήγα να σηκωθώ. Το βλέμμα μου έπεσε στα σκουπίδια που ’χα ξεχάσει (γόπα, φιτίλι, μαραμένα λουλούδια, χαρτομάντιλα), μα τα προσπέρασε και στάθηκε στη φωτογραφία. Την πήρα στα χέρια μου.
Η μάνα μου από τη μέση και πάνω. Θυμόμουν τι είχα ψαλιδίσει. Τον πατέρα μου κι ένα τραπέζι γεμάτο πιάτα με μισοτελειωμένα φαγητά: κροκέτες, τηγανητές πατάτες, λουκάνικα, ό,τι ετοιματζίδικο σερβίρουν σ’ ένα τυπικό γεύμα βάφτισης ή γάμου ή κάποιας ηλίθιας δεξίωσης τέλος πάντων. Τα μούτρα του πατέρα μου τα ’χα ξεχάσει. Τα δικά της όχι· είχα διαλέξει μια φωτογραφία στην οποία να μη δείχνει ούτε πολύ νέα ούτε πολύ γερασμένη. Ούτε χαρούμενη (εύκολο) ούτε πολύ κατσουφιασμένη (δύσκολο). Εμφανίσιμη και κομψή ήταν ούτως ή άλλως.
Δεν είχα ξεχάσει τα μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια της, τα μικροσκοπικά χείλη της, την ολόισια μύτη της, μα ούτε φαίνονταν στη φωτογραφία. Διότι το χαρτί έμοιαζε γρατζουνισμένο, λες και το ’χες ξύσει με τη γαλάζια πλευρά της σβήστρας, που υποτίθεται πως σβήνει το μελάνι, μα απλώς γδέρνει το χαρτί. Και τούτη η τραχύτητα ήταν εξαπλωμένη αρμονικά σε μια λευκή μουτζούρα που κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπό της. Έβγαλα τη φωτογραφία προσεκτικά από το καδράκι της και ψηλάφησα το χαρτί. Ήταν λείο· κάτω απ’ τον αντίχειρά μου δεν ένιωσα καμιά χαρακιά, λες και δεν έπιανα την εικόνα, μα μια φωτοτυπία της σε γυαλιστερό χαρτί.
Το άγγιγμα του χεριού σου θα μπορούσε να ’ναι σπουργίτι στον ώμο μου. Η μαλακή γωνία από ύφασμα στην πλάτη μου πρέπει να ’ταν η θήκη της φωτογραφικής μηχανής σου.
Δε σχολίασες, δε ρώτησες· η διακριτική Ελένη όπως πάντα. Το μπιτ απ’ το ipod σου σταμάτησε, περίμενες μιαν εξήγηση.
Συνειδητοποίησα πως πατούσα στις μαραμένες μαργαρίτες. Είχα κλωτσήσει γόπα και χαρτομάντιλα. Πήγα να τα μαζέψω· το ξανασκέφτηκα. Απομάκρυνα το λασπωμένο Nike μου, τοποθέτησα τη φωτογραφία στο καδράκι της και την επέστρεψα στο κουτί. Άναψα νέο φιτίλι κι έβαλα στο βάζο φρέσκες μαργαρίτες. Έπειτα μάζεψα τα σκουπίδια. Πηγαίνοντας στον κάδο απορριμμάτων (πράσινος, μισάνοιχτος, μια χούφτα μαδημένα κυπαρισσένια κλαδιά να προεξέχουν, σα λουλούδια από γλαστράκι χωμένο σε σακούλα), έσφιξα τα κορδόνια απ’ την κουκούλα της μπλούζας μου και σου είπα:
«Μωρό, θύμισέ μου να την αντικαταστήσω την επόμενη φορά που θα περάσουμε».
*
Δυο πρωινά αργότερα, κι ενώ είχαμε μόλις γυρίσει απ’ το τζόκινγκ, μου τηλεφώνησε ο μοναδικός συγγενής που συνέχιζε να επικοινωνεί μαζί μου από τότε που μετακόμισες στο πατρικό μου διαμέρισμα. «Καλημέρα, θεία Μαρία. Όχι, να μην τους πεις να μου δώσουν κι άλλη μετάφραση, φτάνουν και περισσεύουν αυτές που ’χω. Ευχαριστώ. Τη φωτογραφία του τάφου; Ναι, την είδα. Και μένα μου φάνηκε παράξενο. Ε, η υγρασία ίσως. Αν είδα τίποτα άλλο περίεργο; Σαν τι δηλαδή; Είδες εσύ κάτι; Όχι; Έγινε θεία μου. Μην μπαίνεις στον κόπο, θα την αλλάξω εγώ. Κι εγώ σ’ αγαπώ.»
Ήσουν στην κουζίνα κι έβλεπες έναν πάκο με φωτογραφίες ανθρώπων που είχες τραβήξει. Κάθε τόσο διάλεγες κάποια και την άφηνες δίπλα. Ταυτόχρονα πιπίλιζες το καλαμάκι από ένα μισογεμάτο ποτήρι με χυμό πορτοκαλιού· το υγρό έμοιαζε λες κι έσταζε απ’ τα μάτια σου, έτσι όπως αντανακλούσαν οι ηλιαχτίδες, που ’μπαιναν απ’ τις μπαλκονόπορτες, στους φακούς επαφής σου.
Άφησα το ασύρματο τηλέφωνο στη βάση του, πήρα τον Zippo που μου ’χες χαρίσει, το πακέτο μου με τα Marlboro, έβγαλα ένα κι άνοιξα την μπαλκονόπορτα – σιχαινόσουν τον καπνό και το σεβόμουν. Είχα μείνει πίσω στις μεταφράσεις μου, αλλά δίχως μια κλωτσιά από νικοτίνη δεν άνοιγα υπολογιστή. Λούστηκα στο κύμα του παγωμένου αέρα, το καλωσόρισα στα πνευμόνια μου, σχεδόν όπως τον καπνό του τσιγάρου που θ’ άναβα.
«Δε μου τη θύμισες», είπα.
«Τη φωτογραφία της μητέρας σου, εννοείς;»
Έκανα ένα βήμα στο μπαλκόνι, το ύφασμα της φόρμας άγγιξε τον ιδρωμένο μηρό μου, ηλεκτρίζοντας το δέρμα μου. Δεν απάντησα. Ήταν δική σου συνήθεια οι απαντήσεις με σιωπή και την είχα κλέψει κι εγώ. Όχι πως η σιωπή ήταν ξένος σε τούτο το σπίτι όταν ζούσαν οι γονείς μου.
Μπορούσες να μου πεις ότι δε θέλεις να ξανασχοληθείς με δικές μου φωτογραφίες· μετά από κείνο τον καυγά, τον χειρότερο καυγά μας, για τη φωτογραφία που είχα ανακαλύψει ότι είχες κλέψει – δανειστεί είχες πει, για να τη βάλεις σ’ ένα έργο σου, θα με ρωτούσες αργότερα.
«Δεν περάσαμε απ’ το νεκροταφείο, ούτε χτες ούτε σήμερα», αποκρίθηκες.
Είχες δίκιο, δεν είχαμε περάσει· είχε καλό καιρό. Άναψα τσιγάρο, ρούφηξα καπνό και κρύο αέρα.
«Είπα»: αύριο.
*
Ήρθε το αύριο και, με την εξώπορτα ανοιχτή, ενώ είχα ήδη φορέσει τα Nike μου κι εσύ έδενες τα κορδόνια σου, μου τη θύμισες.
Γάμησέ τη, σκέφτηκα, αλλά δεν το ’πα. Αν ήταν η φωτογραφία του πατέρα μου, θα την παρατούσα έτσι. Ή αν εξαφανιζόταν η δική του μούρη. Έβγαλα τα παπούτσια και πήγα ως την κρεβατοκάμαρα, την πρώην συζυγική, τη νυν δική μας, εν φρίκη γειτόνων και συγγενών. Άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου. Το δίπλωμα οδήγησής της, μια μπλε σουέτ θήκη για γυαλιά (πρεσβυωπίας, μοβ σκελετός, πολύγωνοι φακοί, κιτρινοκόκκινο κορδόνι), το μπλε πορτοφόλι της με τις τσακισμένες άκρες, μαντίλια διπλωμένα, ένα πακέτο χαρτομάντιλα, ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο στο κουτί του (αποτυχημένη προσπάθεια), ένα αρχαίο Nokia (γκρίζο-μπλε, κουμπάκια, πράσινη led οθόνη), ο φορτιστής του με το καλώδιο τυλιγμένο προσεκτικά, και κάτω-κάτω τα άλμπουμ. Όχι αυτή στις πυραμίδες (φοράει σορτσάκι και πέδιλα), όχι μπροστά στον κωλοελαιώνα του (είναι χάλια), όχι στην αποφοίτησή μου· α, να κι η φωτογραφία που κόντεψε να μας χωρίσει όταν την είχες κλέψει, η μάνα μου στο σπίτι της αδερφής της, της θείας Μαρίας. Εδώ είναι χαμογελαστή, μα παραείναι χαμογελαστή κι ας απουσιάζει εκείνος – ίσως επειδή απουσιάζει εκείνος. Μπα, ούτε αυτή, ούτε τη φωτογραφία του γάμου, άλλη χρειάζομαι…
Τι ήταν αυτό στο χέρι της; Το δέρμα της είχε πάρει το άσπρο της άγουρης φράουλας, λες και κάτι σα λέπρα λευκή (λευκό του κενού, λευκότερο του νυφικού της) να εξαπλωνόταν από τα δάχτυλα που ’σφιγγαν την ανθοδέσμη προς το γυμνό μπράτσο της. Ήταν σαν το χαρτί να ’χε ξεφλουδίσει στο σχήμα του χεριού της.
Άκουσα έναν μεταλλικό θόρυβο· πίστεψα αρχικά ότι ήσουν εσύ, μα τελικά πρέπει να συστέλλονταν οι σωληνώσεις του θερμοσίφωνα που ’χα ανοίξει πρωτύτερα, για να ’χουμε νερό σαν επιστρέψουμε. Με περίμενες στην εξώπορτα, δίχως να με προτρέψεις να βιαστώ. Οποιαδήποτε άλλη θα γκρίνιαζε: έρχεσαι; αργείς; μη χρονοτριβείς, έχω ιδιαίτερα μετά το τζόκινγκ. Όχι όμως η υπομονετική Ελένη. Η σιωπή σου θα μπορούσε να οφείλεται στη διακριτικότητά σου. Ή στην ενοχή. Δεν μπορούσα να μη θυμηθώ ότι είχες κλέψει τη φωτογραφία για να τη χρησιμοποιήσεις στο κολάζ σου. Αν είχες το θράσος να βάλεις τη φωτογραφία των γονιών μου σε έκθεση για να τη δουν, να την κρίνουν και να την ειρωνευτούν κοράκια που υποτίθεται πως ξέρουν από τέχνη, και μάλιστα εν αγνοία μου, δε θα είχες και το θράσος να ξύσεις το πρόσωπο της μάνας μου από τις φωτογραφίες;
Ελένη η κρυψίνους. Η μυστικοπαθής. Θα μπορούσε να είναι μια ηλίθια φάρσα σου;
*
«Δε θα ’ρθω», φώναξα.
«Ορίστε;»
Άκουσα την εξώπορτα να κλείνει μαλακά. Στο γκρίζο χαλί του διαδρόμου, που μου ’χες χαρίσει μπας κι αλλάξει λίγο ο seventies διάκοσμος, ανάλαφρες πατημασιές από χοντρές αθλητικές κάλτσες – είχες βγάλει τα Nike σου κι εσύ, σεβόσουν τη μανία με την καθαριότητα που ’χα κληρονομήσει από κείνη. Στάθηκες στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, και στο παραλληλόγραμμο καφασωτό έμοιαζες με πορτρέτο· το γωνιώδες σου περίγραμμα, οι τούφες στο κεφάλι σου να σπιθίζουν στο θολό φως που διαχεόταν από παράθυρα και μπαλκόνια άλλων δωματίων.
Κατάπια έναν λόξιγκα. Πάντα μ’ έπιανε στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Επανέλαβα ότι δε θα ’ρθω.
Μερικά δευτερόλεπτα κενό, που θα χωρούσαν ένα «γιατί», ένα «τι έχεις». Ήμουν έτοιμη να εκραγώ στην πρώτη λέξη, να σου θυμίσω την κλοπή της φωτογραφίας, να σε κατηγορήσω. Τελικά, τα δευτερόλεπτα χώρεσαν μόνο τη σιωπή σου – την ένοχη σιωπή σου, σκέφτηκα.
«Όπως θέλεις, Νιόβη», είπες τελικά κι έφυγες το ίδιο αθόρυβα, αφήνοντάς με στον βούρκο των σκέψεών μου.
*
Ίσως σ’ είχε πειράξει που δε σ’ τους είχα γνωρίσει. Ίσως δεν πίστεψες ότι κυριολεκτούσα όταν σου ’λεγα ότι ο πατέρας μου θα με σκοτώσει – έπρεπε να σου πω για τότε που κάποιος του σφύριξε πως η μάνα μου μιλούσε μ’ έναν τύπο στον δρόμο (άγνωστος, του ’δωσε οδηγίες, την ευχαρίστησε κι έφυγε, ήμουν μπροστά), έπρεπε να σου πω ότι της είχε κολλήσει ένα κουζινομάχαιρο κάτω απ’ το στήθος. Ίσως δε με πίστευες όταν σου ’λεγα πως η μάνα μου θα σε συμπαθούσε. Διαισθητικά το λέω· επιβεβαιώνω το κλισέ που ορίζει ότι επιλέγουμε τον σύντροφο που θυμίζει τους γονείς μας. Όχι για τον πατέρα μου, βέβαια. Για τη μάνα μου και, μάλλον ακόμη περισσότερο, για τη θεία μου. Οι τρεις σας μοιραζόσασταν κοινά στοιχεία. Εσύ ήσουν ο μεγεθυντικός φακός που μου τα φανέρωσε, πρώτα στη θεία μου κι έπειτα, μιας κι η παρουσία τους ήταν λιγότερο έντονη, στη μάνα μου. Κάτι στο χαμόγελό σας, στον τρόπο που περπατούσατε δίχως να κουνάτε τους γοφούς σας. Στον τρόπο που κρεμούσατε τα χέρια σας σα βαδίζατε, λες και φοβόσασταν μην αγγίξουν τους διπλανούς σας. Λες κι αν τους αγγίζατε, θα καταλάβαιναν. Και στο γέλιο· το συγκρατημένο, που χάρασσε ένα μικρό χαμόγελο, άφηνε δυο-τρεις ανάσες μαζί με τον κομψό, μελωδικό θόρυβο, μα κρατούσε εντός των χειλιών κι άλλα, άγνωστα, μυστηριώδη· σκέψεις μύχιες· συνειρμούς ιδιωτικούς· πράγματα που δε θα μάθω.
Όσο εύγλωττα είναι τα βλέμματα των προσώπων που φωτογραφίζεις, τόσο κλειστή κι ανέκφραστη παραμένεις. Ελένη η μυστικοπαθής. Η ψυχρή, εκτός από εκεί που πρέπει. Άραγε θα σε καταλάβω ποτέ;
Εδώ δεν κατάλαβα τη μάνα μου. Ας πούμε, δεν κατάλαβα γιατί έμενε σε μια σκυθρωπή σιωπή, μ’ έναν άνθρωπο που άνοιγε το στόμα μόνο για να τη μειώσει. Είναι καλός άνθρωπος, μου ’λεγε (αγωνιζόμενη μάταια να μην τον μισήσω). Καλός οικογενειάρχης. Δουλεύει όλη μέρα. Δεν πηγαίνει στο καφενείο. Δε μεθάει. Δεν τη χτυπάει. Τι παραπάνω να ζητήσεις από έναν άντρα; Τι κι αν την είχε απειλήσει δυο φορές πως θα τη σκοτώσει – την τρίτη, είχε πει, θα το ’κανε.
Γιατί να θες να τους γνωρίσεις; Κι απ’ τους δυο, γιατί να σβήσεις εκείνη;
*
Άκουσα την εξώπορτα ν’ ανοίγει και να κλείνει· κρότος πνιχτός. Δε σηκώθηκα από τον καναπέ· όχι πως παρακολουθούσα τίποτα, αλλά ούτε να μεταφράσω είχα διάθεση. Έψαξα την αγαπημένη σου σειρά στην τηλεόραση κι έβαλα το έβδομο επεισόδιο, που θα βλέπαμε απόψε. Το προχώρησα στα τριάντα πέντε λεπτά, και κρέμασα το βλέμμα στη βουβή οθόνη. Ένιωσα την παρουσία σου· ψέματα, σε μύρισα: ιδρώτας κι αποσμητικό Nivea. Φαντάστηκα τη ματιά σου στην τηλεόραση. Την έκφρασή σου συνοφρυωμένη. Ανάλαφρα βήματα στο μαύρο χαλί – κι αυτό δικό σου δώρο.
Απόθεσες μια φωτογραφία στον μηρό μου και γύρισες πλάτη, να πας προς το μπάνιο. Οι ωμοπλάτες σου αναδεύονταν, χωρισμένες απ’ το μαύρο ύφασμα του αθλητικού σουτιέν σου. Λακκάκια στη μέση σου πάνω απ’ το κιλοτάκι, η σερβιέτα μια λευκή διπλωμένη γλώσσα, χωμένη στους ολοστρόγγυλους γλουτούς σου, μπιμπικιασμένη επιδερμίδα απ’ τον ιδρώτα – γαμώτο, ένιωσα να υγραίνομαι. Πάτησα παύση. Πήρα τη φωτογραφία κι άλλαξα στάση στα πόδια μου. Απ’ την εικόνα της μάνας μου είχε απομείνει μοναχά η σιλουέτα της. Το ξεθώριασμα έμοιαζε να ’χε προχωρήσει σα δερματική ασθένεια – ίσως δεν το ’χα δει καλά, ίσως να ’φταιγε που ’χα καυλώσει. Ο πόθος μου μ’ έκανε να θυμώσω με τον εαυτό μου, και μετέφερα όλο τον θυμό πάνω σου· είπα:
«Δε βαρέθηκες τις ηλίθιες φάρσες με τις φωτο…»
Την πρότασή μου διέκοψε ένας λόξιγκας – πάντα μ’ έπιανε τις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Με κοιτούσες.
Πρώτα μου κλέβεις φωτογραφίες και τώρα αυτό;
Είχες το στόμα μισάνοιχτο· πρόλαβες να συγκρατήσεις την ερώτηση. Τα μάτια σου με τους κίτρινους φακούς επαφής με στόχευαν. Τα μαλλιά σου καρφάκια απ’ τον ιδρώτα. Σφάλισες τα χείλη, άφησες μιαν εκπνοή απ’ τη μύτη, αδύναμη. Εξαφανίστηκες στο σπίτι, σε κάποιο δωμάτιο. Άκουγα μικρούς ήχους: κρότους από ντουλάπια, συρσίματα από συρτάρια, θροΐσματα ρούχων. Ξανάρθες ντυμένη. Εκτός απ’ την τσάντα σου με τα βιβλία για τα ιδιαίτερα, μιαν ακόμη, αθλητική, φουσκωμένη και κρεμασμένη στον ώμο σου.
«Δεν το ’κανα εγώ», είπες.
Ήταν η σειρά μου να μείνω με το στόμα μισάνοιχτο. Σ’ άφησα να φύγεις. Ο λόξιγκάς μου με ταρακούνησε.
*
Άκουσα την εξώπορτα να κλείνει κι ο προσεκτικός, διακριτικός κρότος με πείραξε χειρότερα απ’ το να την είχες βροντήξει· τι σκατά, αίμα έρρεε στις φλέβες σου ή νερό; Άφησα τη φωτογραφία και το τηλεκοντρόλ στον καναπέ· πού ήταν τα Marlboro μου; Α, να· έβγαλα βιαστικά ένα απ’ το πακέτο, έπιασα τον Zippo, στη σκέψη πως μου τον είχες χαρίσει ήθελα να τον εκσφενδονίσω στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, μα καταπίεσα την παρόρμηση, κι άναψα –ας το μισούσες–, πήρα μια τζούρα, βρήκα τον εαυτό μου και, με το τσιγάρο σφηνωμένο στα χείλη, πήγα στην κρεβατοκάμαρη.
Άνοιξα το συρτάρι κι άρχισα να το αδειάζω μεταξύ εισπνοών νικοτίνης· έβαλα πάνω στο κομοδίνο τη θήκη με τα γυαλιά της, το δίπλωμα οδήγησης, το πορτοφόλι με τις τσακισμένες άκρες, τα διπλωμένα μαντίλια, τα χαρτομάντιλα, το ηλεκτρονικό τσιγάρο, το αρχαίο Nokia και τον φορτιστή του. Το άλμπουμ έτρεμε στα δάχτυλά μου, κατέβασα σε μια τζούρα το ένα τρίτο του τσιγάρου –ντουμάνι–, και το ξεφύλλισα.
Στο ταξίδι τους στην Αίγυπτο, μια λευκή σκιά είχε κλέψει το σχήμα της. Στον ελαιώνα, η φιγούρα της άσπρη. Στο γεύμα για την αποφοίτησή μου, μια πανσέληνος με τη σιλουέτα της. Στο σπίτι της θείας μου της Μαρίας, η μάνα μου ανέπαφη – πώς κι έτσι; Στον γάμο, το περίγραμμά της περιείχε μόνο κενό.
Έβγαλα τις φωτογραφίες, τις ψηλάφησα. Ούτε γρατζουνιά ούτε τίποτα. Ένας κύλινδρος από στάχτη έπεσε στην εικόνα του γάμου, τη μουτζούρωσε και κατέληξε στο χαλί. Το χέρι μου κινήθηκε μόνο του, πάτησε την καύτρα στο πρόσωπο του πατέρα μου. Μαύρο εξαπλώθηκε στα χρώματα, τα τύλιξε σε μια υγρή, χημική δίνη με μελανό κέντρο. Αν ήταν αυτός που εξαφανιζόταν απ’ τις φωτογραφίες, δεκάρα δε θα ’δινα.
Η θερμότητα με ξύπνησε – μου τσουρούφλιζε την παλάμη. Μύριζε καμένη εμουλσιόν. Πέταξα τη φωτογραφία στο χαλί· έπεσε στη γωνία, μια φλογίτσα έγλειψε την άκρη της κουρτίνας. Άρπαξε μονομιάς, σχημάτισε μια λαμπερή, ακανόνιστη γραμμή που σκαρφάλωνε στο ύφασμα, αφήνοντας πίσω της μαύρους ιστούς και σπίθες.
Φωτιά.
Έτρεξα στο μπάνιο, άνοιξα τη βρύση, έψαξα για – κουβά; δεν είχα κουβά στο μπάνιο, γαμώτο, μια λεκάνη έστω, όχι, έτρεξα στην αποθήκη, βρήκα έναν κουβά, πεντακάθαρο, δεν άφηνα βρωμιές πουθενά, τον πήρα, επέστρεψα στο μπάνιο, τον γέμισα και πίσω στην κρεβατοκάμαρη. Καπνός στο ταβάνι, στις κουρτίνες χόρευαν φλόγες σαν υψωμένα χέρια σε συναυλία, μια εστία στο χαλί, μιαν άλλη στο κομοδίνο. Τι να πρωτοσβήσω; Έριξα νερό στο κρεβάτι, ήταν το πιο κοντινό. Έκανα ένα βήμα, είχα ξεχάσει να πάρω τη μοναδική ανέπαφη φωτογραφία της, μα συγκρούστηκα μ’ ένα πηχτό κύμα θερμότητας. Έτρεξα και πάλι στο μπάνιο. Κρότοι, εκρήξεις, τσιτσίρισμα. Πήγα κι ήρθα, πήγα κι ήρθα. Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι πρέπει να καλέσω την πυροσβεστική, τη θολούρα του καπνού, να πνίγομαι, να βήχω, την οξεία μυρωδιά καμένου πλαστικού και μιαν άχρηστη σκέψη μου: αυτή ήταν η τηλεόραση, που άρπαξε.
*
Υπόγειο φως κάτω από ένα γκρίζο κομοδίνο με μικροσκοπικά πόδια λιονταριού, τρία μυθιστορήματα (η Νόρμα της Σόφι Οξάνεν πάνω-πάνω), μια κανάτα κι ένα ποτήρι μισογεμάτο με νερό. Σ’ ένα λιτό γραφείο σαν πάγκο, βιβλία, χαρτιά και χαρτούδια· το Αντιλεξικό του Βοσταντζόγλου ανοιχτό. Δυο λευκά ηχειάκια, ένας γκρίζος φορητός κλειστός. Μια ξύλινη μαργαρίτα σ’ ένα διάφανο βάζο γεμάτο λευκά βότσαλα. Ένας μεγάλος στρογγυλός γλόμπος, σβηστός, κρεμασμένος από χοντρό καραβόσκοινο. Λεπίδες θολού φωτός απ’ τις χαραμάδες της μπαλκονόπορτας και της κουρτίνας. Στον σβέρκο μου μαλακά, πουπουλένια μαξιλάρια (όχι σαν τα δικά μου, τα τούβλινα), μιαν ανεπαίσθητη νότα από άρωμα Aramis. Γνωστό το δωμάτιο. Ερχόμουν συχνά σ’ αυτό το διαμέρισμα κι ας ήταν στην άλλη άκρη της πόλης, όταν η σιωπή στο δικό μας γινόταν αποπνικτική.
Αποπνικτική, συνειρμός: η φωτιά – τινάχτηκα, πέταξα τα μαύρα παπλώματα από πάνω μου.
Βήματα, η πόρτα άνοιξε, και τότε συνειδητοποίησα πως μου ’χε ξεφύγει μια κραυγή.
Το μαλακό στρώμα βούλιαξε απ’ το –έστω μικρό– βάρος της θείας μου της Μαρίας, που κάθισε πλάι μου. Το βλέμμα απ’ τα αμυγδαλωτά μάτια της με βελόνιαζε· ήταν ίδιο με της μάνας μου. Μόνο στα μάτια έμοιαζαν, στα υπόλοιπα η θεία μου είχε την ατυχία να πάρει απ’ τον πατέρα τους· το κοντό μέτωπο που ’κρυβε με τη φράντζα, την πλακουτσωτή μύτη, τα ενωμένα φρύδια που αποτρίχωνε.
«Το… το…», ψέλλισα.
«Το σπίτι σου;»
Καρφιά οι λέξεις. Άλλη φωνή, ίδιος ρυθμός. Η μάνα μου ζούσε στο στόμα της.
Έγνεψα. Χαμογέλασε.
«Δεν κάηκε, καλή μου, όχι όλο. Ευκαιρία ν’ αλλάξεις ντεκόρ σ’ εκείνο το υπνοδωμάτιο, ε; Κι ίσως και το μπάνιο να το ωφελούσε μια μικρή ανακαίνιση.»
Ξεροκατάπια. Το στόμα μου στεγνό. Η θεία έπιασε το βλέμμα μου στο ποτήρι, το γέμισε και μου το πρόσφερε. Το άδειασα· ήταν χλιαρό.
Έβηξε. Της έδωσα το ποτήρι να πιει, αλλά έγνεψε όχι.
Η Ελένη μού τηλεφώνησε, ξέρεις. Επέστρεψε στο σπίτι, επειδή, λέει , τσακωθήκατε. Αυτή σ’ έσωσε, Νιοβάκι μου.
«Δε θέλω να τη δω», αποκρίθηκα. «Κατέστρεψε τις φωτογραφίες της…»
Γιατί ακουγόμουν σαν παιδάκι;
«Περίμενε», είπε η θεία μου και σηκώθηκε. Έφυγε κι επέστρεψε γρήγορα – το διαμέρισμά της ήταν μικρό. Μου ’δωσε μια φωτογραφία.
Ήταν ασπρόμαυρη και δεν την είχα ξαναδεί. Μια σβησμένη γυναικεία σιλουέτα, δίπλα στον πατέρα μου, μπροστά σ’ ένα τραπέζι. Πιάτα φίσκα στο φαγητό, μπριζόλες, κοψίδια, σαλάτες ανέγγιχτες, σωροί με πατάτες, ποτήρια ψηλά και κοντά, αδειανά, δάση από μπουκάλια μπύρας, κάμποσα καραφάκια τσίπουρο κι αρκετά τσίγκινα κουβαδάκια για πάγο. Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μου όρθιοι από πάνω τους – το ανδρικό χέρι στον ώμο της, λες και βαστάει υπάκουο κυνηγόσκυλο.
«Κι απ’ τις δικές μου φωτογραφίες χάθηκε, καλή μου», είπε η θεία. «Αυτό πώς το εξηγείς;»
Το νερό που είχα πριν λίγο καταπιεί πήγε ν’ ανηφορίσει στον φάρυγγά μου· το ξανακατάπια. Μ’ έπιασε λόξιγκας – πάντα τις πιο ακατάλληλες στιγμές.
«Όχι απ’ όλες, όμως», συνέχισε. «Απ’ όσες έχει μ’ εκείνον.»
«Σάμπως έχει βγει και καμιά μόνη της;»
Χαμογέλασε κουρασμένα. «Αφού ξέρεις, Νιόβη μου. Τη ζήλευε πολύ». Πήρε μιαν ανάσα, την άφησε.
«Φεύγει, καλή μου. Δηλαδή… Έφυγε».
Υγρή θέρμη στα μάτια μου. Ζουμιά στα ρουθούνια μου. Λόξιγκας.
Η θεία μου γέμισε την κανάτα. Μου πρόσφερε κι ήπια μια γουλιά – μάταια, όταν μ’ έπιανε λόξιγκας, δεν έφευγε εύκολα. Ακούμπησα το ποτήρι και πάλι στο κομοδίνο.
«Γιατί να φύγει;» Λυγμός.
«Ο λόξιγκας;« ρώτησε η θεία μου.
Γελάσαμε. Τα χάχανά μας έσβησαν, μου ’φεραν κλάματα. Η θεία μου περίμενε να ηρεμήσω. Οι ρυτίδες της πλαισίωναν ένα ξύλινο χαμόγελο.
«Δεν έφυγε από σένα, Νιοβάκι μου».
Ένα δάκρυ προσγειώθηκε στη φωτογραφία που βαστούσα ακόμη.
Το χέρι της θείας μου υψώθηκε αντανακλαστικά να την προστατέψει, μα σταμάτησε κι έμεινε μετέωρο. Έπειτα άγγιξε το δικό μου· κρύα παλάμη, δάχτυλα νοτισμένα.
«Συγνώμη», είπα και της έδωσα τη φωτογραφία.
Δεν τη δέχθηκε. Είπε:
«Δεν πειράζει… Χωρίς εκείνη δηλαδή, δεν πειράζει«.
«Όμως… Γιατί; Γιατί να φύγει;»
Έκλεισε τα μάτια στιγμιαία.
«Κι εγώ δεν ήθελα να φύγει», είπε. «Έχεις δίκιο, έχω ελάχιστες φωτογραφίες μ’ εκείνη μόνη της. Όμως ξέρω γιατί έφυγε».
«Γιατί;»
Ξερόβηξε, πήρε το ποτήρι απ’ το κομοδίνο.
«Συγνώμη», μου ’πε και ήπιε το μισό και συνέχισε:
«Σε μια βδομάδα την πάντρεψε. Ήταν όμορφη, όπως κι εσύ. Πιο όμορφη απ’ τις φωτογραφίες. Θα μπορούσε άνετα να βρει καλύτερο γαμπρό, αν περίμενε λίγο. Ήταν μικρή και του τη ζητούσαν κι ας μην έδινε προίκα. Όμως βιαζόταν, ήθελε να τελειώνει, να ξεμπερδεύει. Να παίρνω σειρά κι εγώ. Άλλο αν τελικά δεν του ’κανα το χατίρι κι έφυγα.»
Έφερε τους δείκτες στα μάτια της και μετά στα ρυάκια στα μάγουλά της.
«Να χαμογελάς για κείνη. Να μη στεναχωριέσαι. Ό,τι δεν έκανε όσο ζούσε, το ’κανε τώρα που πέθανε».
Για λίγο σιωπή. Και να ’χα κάτι να πω, δεν μπορούσα.
«Απ’ τον άντρα της έφυγε», συνέχισε. «Απ’ το δικό του πλευρό. Κι από μια ζωή που δεν τη χωρούσε. Βλέπεις, ήταν κι εκείνη σαν… Σαν εμάς…»
Άνοιξε το συρτάρι απ’ το κομοδίνο, έβγαλε ένα χαρτομάντιλο, μου το ’δωσε· σκούπισα το πανωχείλι μου, το πηγούνι μου· δάκρυα και μύξες.
«Ήμασταν σχεδόν παιδιά… Κι είχαμε ξεθαρρέψει… Ίσως μας είχαν δει, ίσως μας είχαν καρφώσει. Ίσως πάλι να ’τυχε να γύρισε νωρίς εκείνη τη μέρα. Δεν έμαθα ποτέ… Πάντως μας έπιασε στα πράσα.»
Με το δάχτυλό της έδειξε τη φωτογραφία, που φτερούγιζε στο χέρι μου, σαν ετοιμοθάνατη πεταλούδα.
«Αν δεν είχε εξαφανιστεί, θα μπορούσες να δεις στη φωτογραφία το σκισμένο χείλι της και το φουσκωμένο μάγουλο… Τη σάπισε στο ξύλο. Εγώ πρόλαβα κι έφυγα. Σε μια βδομάδα τον βρήκε τον γαμπρό, την ξεφορτώθηκε. Μην τυχόν και βγει βρώμα, ξέρεις. Μη λερωθεί το κούτελο. Σε μια βδομάδα. Σε μια βδομάδα απ’ το τελευταίο μας φιλί.»
Για λίγο σιωπή, έπειτα η πόρτα σάλεψε αθόρυβα. Απ’ τη σκιά της χαραμάδας αναδύθηκε το πρόσωπό σου.
Πήγα να μιλήσω, μα δε μου ’βγαινε φωνή.
«Έλα μέσα», σου είπε η θεία μου.
Μετά το κεφάλι σου, φανερώθηκε το κορμί σου και τα χέρια σου. Κρατούσες μια φωτογραφία· δεν ήμουν σίγουρη, μα κάτι μου ’λεγε πως ήταν εκείνη της μάνας μου, σε τούτο το σπίτι. Η φωτογραφία που κάποτε είχες κλέψει.