Κουβέρτα στην πόρτα

Ο Πε­ρι­κλής έφυ­γε πε­ρα­σμέ­να με­σά­νυ­χτα απ’ το κα­φε­νείο της πλα­τεί­ας. Ήταν από νω­ρίς εκεί, εί­χε ξε­κι­νή­σει μό­νος του πί­νο­ντας μπί­ρες· έπει­τα, με τον Μί­μη της Νί­τσας και τον Βαγ­γέ­λη τον «Κα­τά­λα­βες;» το γύ­ρι­σαν στα ού­ζα, κα­τά­φε­ραν αρ­κε­τά – αλή­θεια πό­σα κα­ρα­φά­κια; Ήταν λί­γο ζα­λι­σμέ­νος κι ένιω­θε ελα­φρύς, σαν να μην περ­πα­τού­σε στο δρό­μο, σαν να αιω­ρού­νταν λί­γους πό­ντους πά­νω από το χώ­μα.
Στην παι­δι­κή χα­ρά, σ’ ένα πα­γκά­κι, εί­δε έναν σκο­τει­νό και αλ­λό­κο­το όγκο που άλ­λα­ζε σχή­μα. Ανα­ρω­τή­θη­κε τι πράγ­μα ήταν αυ­τό που έβλε­πε, ύστε­ρα κα­τά­λα­βε. Στά­θη­κε ακί­νη­τος και πα­ρα­κο­λου­θού­σε το ζευ­γά­ρι.

«Τι κοι­τάς, ρε ανώ­μα­λε;» ακού­στη­κε μια κο­ρι­τσί­στι­κη φω­νή.

Ο Πε­ρι­κλής, ντρο­πια­σμέ­νος που τον έπια­σαν στα πρά­σα, έφυ­γε μουρ­μου­ρί­ζο­ντας δι­καιο­λο­γί­ες.

«Δεν κοί­τα­ζα, τσι­γά­ρο στα­μά­τη­σα ν’ ανά­ψω….»

Όμως ανα­γνώ­ρι­σε τη φω­νή. Ήταν της Κάλ­λης, της κό­ρης του Αρ­γύ­ρη του αλου­μι­νά. Μια στα­λιά κο­ρί­τσι – δώ­δε­κα, δε­κα­τριών χρο­νών το πο­λύ.
Η συ­νά­ντη­ση στην παι­δι­κή χα­ρά τον έκα­νε ν’ αλ­λά­ξει κα­τεύ­θυν­ση, κι έτσι κα­τη­φό­ρι­σε προς τον δρό­μο που σκέ­πα­ζε τον πα­λιό μπα­ζω­μέ­νο χεί­μαρ­ρο, έστρι­ψε δε­ξιά από το σπί­τι της Ελ­πι­νί­κης, ανη­φό­ρι­σε προς την εκ­κλη­σία και βγή­κε στο στε­νό που ήταν το σπί­τι της Όλ­γας, της Όλ­γας που δού­λευε τα­μί­ας στον Μα­σού­τη. Το σπί­τι λεύ­κα­ζε κά­τω από τους φα­νο­στά­τες του δρό­μου, όμως κα­νέ­να φως δεν έβγαι­νε από το εσω­τε­ρι­κό του. Στύ­λω­σε το βλέμ­μα σ’ ένα πα­ρά­θυ­ρο στον πά­νω όρο­φο και υπέ­θε­σε ότι η Όλ­γα κοι­μά­ται πί­σω του. Ένα πα­ρά­θυ­ρο με ανοι­χτά παν­τζού­ρια στε­ρε­ω­μέ­να στον τοί­χο και κλει­στά πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα· τα τζά­μια έλα­μπαν με μια κα­τά­μαυ­ρη λάμ­ψη σαν να εί­χαν ρου­φηγ­μέ­νη όλη τη νύ­χτα μέ­σα τους. Ακού­μπη­σε στον κορ­μό μιας μου­ριάς με το βλέμ­μα στο τε­τρά­γω­νο πα­ρά­θυ­ρο, ώσπου τα μά­τια του δά­κρυ­σαν από την έντα­ση, κοι­τά­ζο­ντας το μαύ­ρο. Η Όλ­γα που ήταν χω­ρι­σμέ­νη κι εί­χε μια κό­ρη φοι­τή­τρια στα Γιάν­νε­να, εί­χε δεί­ξει εν­δια­φέ­ρον γι’ αυ­τόν, του έδω­σε και τον αριθ­μό του τη­λε­φώ­νου της, όμως ξαφ­νι­κά άρ­χι­σε να τον απο­φεύ­γει. Σα­ρά­ντα τρεις κλή­σεις της εί­χε κά­νει σή­με­ρα, σε κα­μία δεν απά­ντη­σε· στις πρώ­τες, το τη­λέ­φω­νό της χτυ­πού­σε κα­νο­νι­κά, με­τά άρ­χι­σε να βγαί­νει ο αυ­τό­μα­τος τη­λε­φω­νη­τής: «Ο συν­δρο­μη­τής που κα­λέ­σα­τε έχει πι­θα­νόν το τη­λέ­φω­νό του απε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο».

«Τι κά­νεις στις γυ­ναί­κες και σε πα­ρα­τά­νε;» τον ρω­τού­σε συ­χνά πει­ρά­ζο­ντάς τον ο Βα­σί­λης ο τα­χυ­δρό­μος.
«Ή τι δεν τους κά­νεις», χα­σκο­γε­λού­σε κι ο Αντώ­νης ο κα­φε­τζής.

Η πρώ­τη του γυ­ναί­κα τον εγκα­τέ­λει­ψε κι έφυ­γε με το αφε­ντι­κό του. Του άφη­σε και την κό­ρη τους τριών χρό­νων τό­τε. Την Ελευ­θε­ρία την ανέ­θρε­ψε η συ­χω­ρε­μέ­νη η μά­να του. Η δεύ­τε­ρη γυ­ναί­κα του τον έδιω­ξε απ’ το σπί­τι πριν από δύο χρό­νια. Επει­δή, μά­λι­στα, ο Πε­ρι­κλής δεν ήθε­λε να φύ­γει, δεν ήθε­λε να χω­ρί­σουν, η γυ­ναί­κα του έκα­νε κα­ταγ­γε­λία στην αστυ­νο­μία ότι κιν­δυ­νεύ­ει η ζωή της απ’ αυ­τόν. Ως από­δει­ξη έφε­ρε τα μα­χαί­ρια που εί­χε στο σπί­τι. Χα­σά­πης ήταν, εί­χε και μα­χαί­ρια και κό­φτες και μπαλ­τά­δες, τα χρεια­ζό­ταν για τη δου­λειά του.
Από το σπί­τι της Όλ­γας προ­χώ­ρη­σε προς την άκρη του χω­ριού στο ση­μείο που βρί­σκε­ται ένα πλά­τω­μα με θέα τον κά­μπο. Έναν κά­μπο κα­τά­στι­κτο με με­λα­νές κη­λί­δες –τα διά­σπαρ­τα δέ­ντρα–, χέρ­σα χω­ρά­φια, χλω­μά κά­τω από το φως του φεγ­γα­ριού που έδυε, αμπέ­λια που μαύ­ρι­ζαν και πιο πέ­ρα η θά­λασ­σα σκο­τει­νή κι αμέ­το­χη. Ακού­γο­νταν τζι­τζί­κια, ένας μα­κρι­νός γκιώ­νης και σπο­ρα­δι­κά γα­βγί­σμα­τα σκύ­λων. Φύ­ση­ξε αγέ­ρας, τα κλα­διά των δέ­ντρων πί­σω του στην αυ­λή της Βέ­φας ανα­τα­ρά­χτη­καν, φύλ­λα και σκου­πί­δια πα­ρα­σύρ­θη­καν και μια πλα­στι­κή σα­κού­λα γε­μά­τη χαρ­τιά μπλέ­χτη­κε συ­ρί­ζο­ντας στα πό­δια του. Έσκυ­ψε και την πέ­τα­ξε πα­ρα­πέ­ρα και, όταν ση­κώ­θη­κε, εί­δε έναν φα­ντά­ρο να έρ­χε­ται από το χω­ριό προς το μέ­ρος του. Περ­πα­τού­σε βα­ριά, κου­ρα­σμέ­να, οι αρ­βύ­λες του χτυ­πού­σαν ρυθ­μι­κά στις πλά­κες του δρό­μου και φο­ρού­σε μα­κριά χλαί­νη. Πέ­ρα­σε από κο­ντά του, στά­θη­κε μπρο­στά σε μια συ­στά­δα από λυ­γα­ριές στην άκρη του πλα­τώ­μα­τος σαν να έψα­χνε κά­τι, με­τά κα­τη­φό­ρι­σε προς τον Εξά­νε­μο και χά­θη­κε.

Ποιος ήταν ο φα­ντά­ρος; Όταν πέ­ρα­σε από μπρο­στά του, πα­ρα­τή­ρη­σε το πρό­σω­πό του που δια­κρι­νό­ταν κα­λά, για­τί υπήρ­χε αρ­κε­τό φως από τους τε­λευ­ταί­ους φα­νο­στά­τες. Πρώ­τη φο­ρά τον έβλε­πε, του ήταν άγνω­στος. Πού πή­γαι­νε; Δεν υπήρ­χαν σπί­τια στον Εξά­νε­μο, ού­τε ενοι­κια­ζό­με­να, μό­νο χω­ρά­φια και θά­λασ­σα. Και για­τί φο­ρού­σε μάλ­λι­νη χλαί­νη με τέ­τοια ζέ­στη, Ιού­νιο μή­να;
Έκα­νε ακρι­βώς την αντί­στρο­φη πο­ρεία προς το σπί­τι του, προς τον στά­βλο που έμε­νε δη­λα­δή, που ήταν στην άλ­λη με­ριά του χω­ριού. Όταν τον έδιω­ξε η γυ­ναί­κα του από το σπί­τι ήταν άνερ­γος κι έτσι γύ­ρι­σε στο χω­ριό του. Το πα­τρι­κό, που οι γο­νείς του το εί­χαν δώ­σει προί­κα στην αδελ­φή του, εί­χε σχε­δόν ερει­πω­θεί. Της πρό­τει­νε να το σου­λου­πώ­σει κά­πως για να μέ­νει εκεί, αλ­λά αυ­τή δεν δέ­χτη­κε και τον συμ­βού­λε­ψε να τα βρει με τη γυ­ναί­κα του. Έτσι, μο­να­δι­κή λύ­ση ήταν ένας στά­βλος που εί­χαν στην άκρη του χω­ριού, όπου ο πα­τέ­ρας του έτρε­φε μο­σχά­ρια. Ο στά­βλος δεν εί­χε χρη­σι­μο­ποι­η­θεί τα τε­λευ­ταία εί­κο­σι χρό­νια· οι τοί­χοι του ήταν γε­ροί, φτιαγ­μέ­νοι από γκρί­ζα πέ­τρα, αλ­λά δεν εί­χε πόρ­τα, και για πα­ρά­θυ­ρα εί­χε δύο φεγ­γί­τες κά­τω απ’ τη στέ­γη. Η Αθη­νά, η ξα­δέλ­φη του, ανα­καί­νι­ζε τό­τε το σπί­τι της και του έδω­σε την πα­λιά πόρ­τα που κά­πως την προ­σάρ­μο­σε στο άνοιγ­μα, του έδω­σε κι ένα κρε­βά­τι κι ένα τρα­πέ­ζι. Με­ρε­μέ­τι­σε πράγ­μα­τα κι ο ίδιος, κα­θά­ρι­σε, άσπρι­σε τους τοί­χους, έφτια­ξε πρό­χει­ρα ρά­φια με τού­βλα και σα­νί­δες και ο στά­βλος έγι­νε κα­τοι­κή­σι­μος. Για δά­πε­δο εί­χε το ίδιο πα­τη­μέ­νο χώ­μα, πο­τι­σμέ­νο με τα κά­του­ρα των μο­σχα­ριών. Τώ­ρα το κα­λο­καί­ρι που άρ­χι­σαν οι ζέ­στες, επει­δή ο στά­βλος δεν αε­ρι­ζό­ταν και μύ­ρι­ζε χω­μα­τί­λα και αμ­μω­νία, έβγα­λε την πόρ­τα και κάρ­φω­σε πά­νω στο κά­σω­μα με καρ­φο­βε­λό­νες μια πα­λιά κου­βέρ­τα. Ηλε­κτρι­κό ρεύ­μα δεν εί­χε, μα­γεί­ρευε σ’ ένα πε­τρο­γκάζ με φιά­λη υγρα­ε­ρί­ου. Κέρ­δι­ζε λί­γα χρή­μα­τα κά­νο­ντας πε­ρι­στα­σια­κά τον χα­σά­πη, έσφα­ζε τα οι­κό­σι­τα αρ­νιά και γου­ρού­νια των χω­ρια­νών. Πή­ρε και λί­γα πρό­βα­τα κι έδι­νε το γά­λα τους στο τυ­ρο­κο­μείο της πε­ριο­χής.

Όταν έφτα­σε στο σπί­τι, χάι­δε­ψε τη Βαγ­γε­λιώ κι αυ­τή χλι­μί­ντρι­σε σι­γα­νά και ανα­σά­λε­ψε κα­λω­σο­ρί­ζο­ντάς τον. Οι ρά­χες των προ­βά­των έτσι που ήταν στα­λι­σμέ­να κολ­λη­τά το ένα δί­πλα στο άλ­λο, έφτια­χναν ένα μο­νο­κόμ­μα­το υπό­λευ­κο χα­λί. Εί­χε στή­σει ένα πρό­χει­ρο μα­ντρί με σα­νί­δες και λα­μα­ρί­νες, όμως το χρη­σι­μο­ποιού­σε μό­νο τις βρο­χε­ρές μέ­ρες· τον υπό­λοι­πο και­ρό τα πρό­βα­τα έμε­ναν έξω, στον κλει­στό πε­ρί­βο­λο του στά­βλου.

Ξύ­πνη­σε από σα­μα­τά· η Βαγ­γε­λιώ χλι­μί­ντρι­ζε, τα πρό­βα­τα βέ­λα­ζαν κι ακού­γο­νταν ήχοι κλα­διών που έσπα­ζαν. Ση­κώ­θη­κε να δει τι γί­νε­ται. Σκό­τος αδια­πέ­ρα­στο. Βρή­κε την πόρ­τα ψα­χου­λευ­τά, όμως κά­τι του έφρα­ζε την έξο­δο. Με­τα­κι­νή­θη­κε δε­ξιά, κι αυ­τό το κά­τι με­τα­κι­νή­θη­κε επί­σης προς τα δε­ξιά, κι­νή­θη­κε αρι­στε­ρά, το ίδιο έκα­νε κι αυ­τό που τον εμπό­δι­ζε, έρι­ξε μια γρο­θιά, το χέ­ρι του βυ­θί­στη­κε μέ­χρι τον αγκώ­να σε κά­τι μα­λα­κό. Έρι­χνε γρο­θιές με τα δυο χέ­ρια, αλ­λά το πράγ­μα δεν υπο­χω­ρού­σε, συ­νέ­χι­ζε να του φρά­ζει την έξο­δο. Γύ­ρι­σε μέ­σα και σά­ρω­σε με τα χέ­ρια το τρα­πέ­ζι ψά­χνο­ντας για μα­χαί­ρι. Δεν βρή­κε και κι­νή­θη­κε στα τυ­φλά προς τα εκεί όπου υπο­λό­γι­ζε ότι βρι­σκό­ταν το ρά­φι, με τα χέ­ρια προ­τε­τα­μέ­να. Σκου­ντού­φλη­σε στα τού­βλα και η σα­νί­δα που ήταν στη­μέ­νη πά­νω τους κα­τέρ­ρευ­σε, γκρε­μί­ζο­ντας με πά­τα­γο πιά­τα, πο­τή­ρια, κου­τα­λο­πί­ρου­να, κα­τσα­ρο­λι­κά, μα­χαί­ρια. Ένα απ’ αυ­τά καρ­φώ­θη­κε στο ξυ­πό­λυ­το πό­δι του.

«Γα­μώ την που­τά­να μου, γα­μώ!» φώ­να­ξε χο­ρο­πη­δώ­ντας απ’ τον πό­νο.

Έτσι που χο­ρο­πη­δού­σε, πά­τη­σε και τα σπα­σμέ­να γυα­λιά. Έξαλ­λος από θυ­μό, βρί­ζο­ντας –«Φέ­τες θα σας κό­ψω πα­λιο­πού­στη­δες»– τρά­βη­ξε το μα­χαί­ρι απ’ το πό­δι του, ξέ­σκι­σε με μα­νία αυ­τό που του εμπό­δι­ζε την έξο­δο και βγή­κε. Το φεγ­γά­ρι εί­χε δύ­σει, έξω απλω­νό­ταν σκο­τά­δι, το βα­θύ σκο­τά­δι πριν απ’ το ξη­μέ­ρω­μα. Χτυ­πού­σε τον αέ­ρα με το μα­χαί­ρι, τρέ­χο­ντας δε­ξιά αρι­στε­ρά – χτυ­πού­σε και χτυ­πού­σε, ώσπου λα­χά­νια­σε και κου­ρά­στη­κε το χέ­ρι του.

Το πρωί βρή­κε ένα πρό­βα­το ξε­κοι­λια­σμέ­νο κι αι­μορ­ρα­γού­σαν άλ­λα δύο.  

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: