Κομποσκοίνι

«Ο Κρεμασμένος» από ιταλική τράπουλα ταρό (Πεδεμόντιο 1865)
«Ο Κρεμασμένος» από ιταλική τράπουλα ταρό (Πεδεμόντιο 1865)

Είχε επιστρέψει εδώ και λίγα χρόνια στο πατρικό του, ύστερα από μια αποτυχημένη ζωή στη Θεσσαλονίκη. Δουλειές η μία μετά την άλλη, κακοπληρωμένες ηθικά και πρακτικά, μοναξιά, κακές παρέες, ναρκωτικά, αλητεία, λαθρεμπόριο, ένας αποτυχημένος γάμος και ένα έμβρυο πεθαμένο. Όταν βρέθηκε μισόγυμνος και μαστουρωμένος μέσα στα νεκροταφεία χωρίς να θυμάται πώς και τι, ήρθε και τον μάζεψε η αστυνομία. Και μετά οι δικοί του. Το πρώτο διάστημα έφευγε συνεχώς από το σπίτι, προσπαθούσε να αποδράσει και να βρει λεφτά να πάρει τη δόση του. Μάταιος κόπος. Οι αποτυχημένες προσπάθειες, το ξύλο του πατέρα του, η βουβή λύπη και εγκαρτέρηση της μάνας του, τον έκαναν να απεξαρτηθεί. Στράφηκε στο Θεό. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στο εξωκλήσι του Αγίου Στεφάνου να προσεύχεται όλη μέρα, μετρώντας τους κόμπους από το κομποσκοίνι, ψελλίζοντας «Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπάει». Κυκλοφορούσε ρακένδυτος με τα ίδια, βρώμικα, φθαρμένα ρούχα χειμώνα-καλοκαίρι. Με βλέμμα απλανές, περιφερόταν στους δρόμους του χωριού και σιγομουρμούριζε κάτι λες και ξόρκιζε το κακό. Κοινωνική ζωή δεν είχε· δεν τον ήθελε κανείς. Ήταν ο περίγελος με πειράγματα κάθε λογής. Όταν τον συναντούσαν, του πετούσαν πέτρες και αποφάγια και στην καλύτερη περίπτωση του έλεγαν απλά «Eεε, στα λέει καλά ο θεός;» ή «Πώς είσαι έτσι ρε, μού θες να πας και στον παράδεισο». Αυτός δεν έδινε σημασία. Ο πατέρας του πέθανε σύντομα από το ποτό. Η μάνα του έκλαιγε μέρα- νύχτα, μοιρολογώντας για το χαμένο της παιδί. Τον γνώρισα καλύτερα όταν μας τον έφεραν στο νοσοκομείο, βαριά χτυπημένο από αμάξι. Η νοσηλεία του κράτησε ένα μήνα. Θα ‘λεγε κανείς πως ήταν οι καλύτερες μέρες της ζωής του. Δεχόταν με ευχαρίστηση τις περιποιήσεις των νοσοκόμων, σαν μικρό παιδί. Πολύ γρήγορα μάς μίλησε για τα πάντα: για τα όνειρά του, τη ζωή του, το Θεό, τα προβλήματα των ανθρώπων και τις αιτίες τους, για την κακία του κόσμου. Έβλεπα πως μιλούσε εύστοχα, φιλοσοφημένα. Σε μια από τις τελευταίες κουβέντες μας μού είπε: «Ξέρεις γιατί κατάντησα έτσι; Γιατί είμαι πολύ συναισθηματικός – αυτό φταίει. Προσπάθησα να το διορθώσω, αλλά δεν τα κατάφερα». «Σώπα μωρέ, όλα λύνονται» του απάντησα. «Και ό,τι δε λύνεται, κόβεται» αποκρίθηκε. Όταν πήρε εξιτήριο άφησε ευχαριστήρια επιστολή στο διοικητή του νοσοκομείου, μαζί με λίγα τριαντάφυλλα για το προσωπικό, που είχε κόψει από την αυλή. Τον είδα ξανά λίγες βδομάδες αργότερα, όταν το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ κλήθηκε στο χωριό, μαζί και η αστυνομία. Τον ξεκρέμασαν προσεκτικά, από το πλατάνι της πλατείας. Εκτός από τη θηλιά, στο λαιμό του είχε περάσει με σπάγκο ένα ξεφτισμένο χαρτονάκι που έγραφε «Αυτή είναι η ζωή. Θεέ μου συγχώρα με τον αμαρτωλό». Το πλήθος των περίεργων διαλύθηκε γρήγορα. Άλλωστε ήταν Μ. Σάββατο, η μέρα της Ανάστασης.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: