Η γλώσσα
Φαντάρος στ’ όρυγμα
με το όπλο παραπόδα περιμένοντας και ο Θεός βοηθός
Και δίπλα μου ο γυαλάκιας
ο διανοούμενος
—καλό παιδί—
αρχίζει να μιλάει για πατρίδα και γλώσσα
«Το μεγάλο γεγονός
ο μέγιστος πόρος του έθνους μας- η γλώσσα»
λέει και τον βουτάω
«
Κάτσε κάτω ρε μαλάκα
κάτω και σκάσε»
Σκεφτόμουν τον παππούλη μου
καταδρομέα επίλεκτο το ’74 στη Λευκωσία
που έφαγε σφαίρα στην καρδιά
όταν ένας Τούρκος απέναντι έσκουξε
«Γιαννάκη βοήθεια»
με άψογη κρητική προφορά
Τετέλεσται
«Κι εσύ πού ήσουν»
είπε όταν με είδε
Κι είχε δίκιο
Ανθρώπινα πράγματα
εγώ ο αγαπημένος του νοιάστηκα
μόνο για τη δική μου τη ζωή
«Πού ήσουν» μ’ ένα βλέμμα
φοβήθηκα μη με καταραστεί
Αλλά όχι – μου γύρισε την πλάτη
σαν να μην υπήρχα
με ξέχασε στη στιγμή
Στον καθρέφτη γύρισε
βρίζοντας τον εαυτό της
που έκανε μόνο ένα παιδί
Ακραία φαινόμενα
Και σκοτείνιασε ο ουρανός
και φύσαγε σαν διάολος ένας άνεμος
ρίχνοντας τη φωτιά σαν λάβα
πάνω στην πόλη των θνητών
καθώς προείπε η μετεωρολογική
Σ’ εμάς την ίδια ώρα θαυμάσιος καιρός
Άλλος κόσμος το νησί όνειρο θερινό
με θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι
τζιτζίκια στα πεύκα εν χορώ – μα δεν παλεύεται όχι
αγάπη μου δεν αντέχεται χωρίς τη φλόγα που είχαμε άλλοτε
μέρα νύχτα στη χρυσή μας εποχή
Διακοπή ρεύματος
Με την αλλαγή των συστημάτων η ενέργεια
ρέει απρόσκοπτα ακόμα και σε ακραίες συνθήκες
σεισμούς κατακλυσμούς
Ελάχιστες πια οι διακοπές ρεύματος
σπάνιες σαν μαύρα μαργαριτάρια
σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό
Όπως μεσάνυχτα χτες που η Βασιλέως Παύλου
βυθίστηκε αύτανδρη στο σκοτάδι
Ήταν μαγικό – αλλά και τρόμαζες συνάμα
Ευτυχώς φώτισε ένα κερί
Διανυκτέρευε γραφείο τελετών απέναντι