Καθισμένος πίσω από την μπαλκονόπορτα, με το χέρι του να χαϊδεύει το απαλό τρίχωμα του Όλιβερ, ο κύριος Πέτρος έχει σύρει τόσο την κουρτίνα όσο να μπορεί να κοιτά στον δρόμο. Το βλέμμα του ακολουθεί τους περαστικούς ώσπου να χαθούν από το κάδρο. Καμιά φορά, γέρνει το σώμα μπροστά τεντώνοντας τον λαιμό του, αν ο περαστικός είναι κάποιος γνωστός. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν όταν συναντούν τη στάση του λεωφορείου πλημμυρισμένη από διαφημίσεις. Του θυμίζουν την επιστροφή του στο ορφανοτροφείο έπειτα από μια άδεια, όταν ήταν παιδί. Ένας μακρινός θείος του, δυο φορές τον χρόνο, τον έπαιρνε κοντά του για λίγο. Οι μέρες εκείνες ήταν η μοναδική επαφή του με τον έξω κόσμο. Οι στάσεις των λεωφορείων είχαν τη διαφημιστική πινακίδα «Λουμίδης Παπαγάλος» με σήμα κατατεθέν το πτηνό. Γνωρίζοντας τον αριθμό των στάσεων, μετρούσε ανάποδα τους “παπαγάλους” από το σπίτι του θείου έως ότου φτάσουν έξω από τη μεγάλη μεταλλική πόρτα του Ιδρύματος:
«Δεκαεπτά παπαγάλοι, δεκαέξι παπαγάλοι... δέκα… επτά…»
Πλησιάζοντας στους τρεις τελευταίους “παπαγάλους”, προειδοποιούσε τον θείο του, που συνήθως κοιμόταν, ότι φτάνουν. Ίδρωναν τα χέρια του μικρού Πέτρου και η καρδιά του χτυπούσε ασθματικά, ενώ οι κόρες των ματιών του διαστέλλονταν καθώς κάθε φορά παρακαλούσε οι “παπαγάλοι” να ήταν άλλοι επτά, δεκαεπτά, ή ακόμα καλύτερα χίλιοι δεκαεπτά…
Το ορφανοτροφείο βρισκόταν στο λιμάνι της μεγάλης πόλης. Η περιοχή λεγόταν «παλιατζίδικα», επειδή υπήρχαν πολλά παλαιοπωλεία και μικροβιοτεχνίες. Το βράδυ, στη σκοτεινή αυτή γειτονιά, μόνο σκυλιά κυκλοφορούσαν. Παιδιά, σκυλιά και παλιατζίδικα έδεναν με το τοπίο. Εκεί, πριν από πολλά χρόνια, γνώρισα τον μικρό Πέτρο. Όταν πήγε στη Β΄ Γυμνασίου, μεταγράφηκε στο ορφανοτροφείο του Βόλου για λόγους «κοινωνικής πολιτικής», όπως είπαν. Μετά από λίγες μέρες, τον έστειλαν πίσω με το παρακάτω σημείωμα της αρμόδιας γραμματείας:
«Βόλος 9-10-1972. Έχομεν την τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν ότι ο εκ των τροφίμων του υμετέρου ορφανοτροφείου μεταγραφείς Πέτρος Ξ. ενουρείται, διό και αποστέλλομεν τούτον συναποκομίζοντα και τα σχετικά δικαιολογητικά εισαγωγής διά τον ατομικό του φάκελον και παρακαλούμεν δια τα καθ’ υμάς.»
Το σημείωμα διέρρευσε από την κοινωνική λειτουργό. Πρώτοι το έμαθαν οι επιμελητές που, κοιτώντας τον Πέτρο, χαμογελούσαν. Έπειτα το πληροφορήθηκαν τα παιδιά του ιδρύματος, που το πρωί μαθήτευαν στα μηχανουργεία της περιοχής και το απόγευμα συνέχιζαν στο γειτονικό -ομώνυμο με το ίδρυμα- τεχνικό σχολείο. Τρεις από αυτούς είχαν συστήσει μια “ομάδα” και τον πήραν στην καζούρα. Περνούσαν από δίπλα του και, δήθεν αδιάφορα, μιλούσαν δυνατά για να τους ακούνε όλοι:
«Ρε σεις, κατρουλιάρη 14 χρόνων πρώτη φορά βλέπω», κι έσκαγαν στα γέλια. Εκείνος δεν απαντούσε∙ κατέβαζε τα μάτια, τάχυνε το βήμα του κι έστριβε όπου μπορούσε για να τους αποφύγει. Ή, το πιο συχνά, κατέφευγε στις τουαλέτες, όπου δάκρυζε ήσυχα χωρίς κάποιος να τον αντιληφθεί. Άλλοτε πάλι, τον σφαλιάριζαν όλοι μαζί πέφτοντας πάνω του, του έκλειναν το νερό ενώ λουζόταν, του άνοιγαν με άγρια κλωτσιά την πόρτα της τουαλέτας ή τον εξανάγκαζαν σε αγγαρείες.
Ο Πέτρος ήταν ορφανός και από τους δυο γονείς. Από τη μητέρα του είχε μείνει μόνο μια γλυκιά αμυδρή ανάμνηση. Ήταν αδύνατος, κοντούλης, είχε μεγάλα εκφραστικά μάτια, λεπτά χείλη και ίσια καστανά μαλλιά. Θα τον έλεγες όμορφο αν δεν είχε μια ιδιαιτέρως λεπτή φωνή, τόσο παράξενη που όταν μιλούσε νόμιζες ότι ακούς κορίτσι. Χειριζόταν τον λόγο με σχετική ευχέρεια για την ηλικία του. Μιλούσε ήρεμα και χαμηλόφωνα. Χρησιμοποιούσε λόγια από την Αγία Γραφή∙ «…δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, ούτε αρσενικό και θηλυκό…» ήταν το αγαπημένο του απόσπασμα, κι όλα αυτά ανακατεμένα με σοφιστείες και ηθικές παραινέσεις, έτσι που οι συνομιλητές του τον άκουγαν με προσοχή. Όχι όλοι∙ η “ομάδα” και ιδιαίτερα ο αρχηγός τους, ο δεκαεπτάχρονος Διονύσης, δεν καταλάβαιναν “Χριστό”. Αυτοί, όποτε και όπου τον συναντούσαν, μιμούμενοι τον στρατιωτικό βηματισμό, σηκώνοντας ψηλά το γόνατο και κινώντας τα λυγισμένα μπράτσα τους πέρα δώθε, του τραγουδούσαν στον ρυθμό του γνωστού καθεστωτικού εμβατηρίου:
«Έχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή∙
έχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή∙
έχω μια αδελφή…»
Ποιος ήταν ο πατέρας του Διονύση δεν το γνώριζε ούτε η μητέρα του. Εκείνη δούλευε τη νύχτα σ’ ένα μαγαζί του λιμανιού. Τον επισκεπτόταν κάποια απογεύματα, πάντα αστραπιαία και πάντα ντυμένη με ρούχα που τραβούσαν την προσοχή όλων και ιδιαιτέρως των παιδονόμων.
«Διονυσάκη! Η μητέρα σου αγόρι μου», ακουγόταν καρφί στην καρδιά του Διονύση η φωνή του επιμελητή. Ο Διονύσης χαμήλωνε το κεφάλι και, σφίγγοντας τα δόντια, την έσπρωχνε παράμερα. Όποτε προσπαθούσε να του χαϊδέψει το κεφάλι εκείνος αποτραβιόταν.
«Τα χάδια είναι για τις αδελφές, ρε», αποφαινόταν αργότερα, ενώ έκανε συγχρόνως με το δεξί του χέρι μια κίνηση στον αέρα, στο ύψος του ώμου, σπάζοντας τον καρπό.
Το μαρτύριο του Πέτρου από τον Διονύση και την παρέα του δεν είχε τελειωμό. Κάποιο βράδυ, μετά τον τελευταίο έλεγχο του θαλάμου από τον παιδονόμο, και ενώ όλοι φαινόταν ότι ησύχαζαν, σηκώθηκε η παρέα του Διονύση και στάθηκε πάνω από τον Πέτρο, που κοιμόταν ροχαλίζοντας με ορθάνοικτο στόμα. Ο Διονύσης έβγαλε το πουλί του και το βύθισε αργά στο στόμα του Πέτρου, με κίνδυνο να του το δαγκώσει εκείνος, έτσι όπως τινάχτηκε όρθιος από τον τρόμο.
«Τι μου κάνατε… τι μου κάνατε… γιατί… τι σας φταίω, γιατί… γιατί…;», έλεγε με φωνή που μάλλον εκλιπαρούσε, φτύνοντας συνεχώς στο πάτωμα, ενώ ήθελε να βγάλει μια κραυγή μέσα απ’ τα σωθικά του, που δεν έβγαινε. Ο Διονύσης έτρεξε στο κρεβάτι του, ταρακουνώντας τα στρωσίδια από τα γέλια.
«Ρε, αφήστε τον να κοιμηθούμε», ακούστηκε κάποιος νυσταγμένα.
Ο Πέτρος κουλουριάστηκε σε μια γωνιά στο δάπεδο. Με μάτια κλειστά, δίχως δάκρυα, αγκάλισε τα πόδια του κι άρχισε μια πολύ αργή, αλλά σταθερά επαναλαμβανόμενη ταλάντωση του σώματός του. Από το στόμα του ακουγόταν ψιθυριστά η ψιλή του φωνή μ’ ένα αργό και μακρόσυρτο μουρμουρητό, κάτι σαν μοιρολόι:
«Αχ μάνα μου, μάνα μου, πού είσαι μάνα μου…».
Ένα δάκρυ κύλησε, αλλά πρόλαβε και το σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης. Μια πρωτόγνωρη σιωπή έπεσε σαν βαριά ομίχλη στον θάλαμο. Ακόμη κι ο Διονύσης έπαψε τα γέλια.
Εκείνο το βράδυ, ο Πέτρος έμεινε άγρυπνος. Το επόμενο βράδυ είδε όνειρο: Βρισκόταν στη μέση ενός τοπίου, όπου δεξιά του υπήρχε ένα πυκνό δάσος κι αριστερά του ένα χέρσο χωράφι. Μπροστά του, λίγα μέτρα μακριά, μια νέα γυναίκα με θολά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, άπλωνε προς αυτόν τα χέρια της, σαν να τον καλούσε να πάει κοντά της. Ξαφνικά ξέσπασε μια άγρια καταιγίδα εξαφανίζοντας τη γυναικεία μορφή.
Ξύπνησε κάθιδρος μέσα σε μια μικρή λίμνη ούρων. Έμεινε έτσι ακίνητος για ώρα. Έπειτα, ακροπατώντας, μάζεψε τα μουσκεμένα ρούχα και κούρνιασε στο κρεβάτι.
Η συγκεκριμένη παρέα εκφόβιζε και άλλα παιδιά, αλλά με τον Πέτρο είχε εμμονή και το πράγμα είχε ξεφύγει. Ένα απόγευμα, όταν ο Διονύσης επέστρεφε από το μηχανουργείο, με τις μουτζούρες ακόμα στα χέρια, τον έπιασα από τον ώμο.
«Θέλω να σου μιλήσω», του είπα σοβαρά.
Με σεβόταν, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτό το ρήμα για τον Διονύση. Είχαμε την ίδια ηλικία, αλλά με θεωρούσε των “γραμμάτων” και αισθανόταν απέναντί μου κάτι σαν… σαν... τέλος πάντων, κάτι σαν δέος.
«Σε παρακαλώ», του είπα, «μη ξαναπειράξεις τον Πέτρο».
Ο Διονύσης –χωρίς να διστάσει καθόλου– κλείνοντάς μου συνωμοτικά το μάτι, είπε:
«Αφού τα θέλει, ρε!»
«Δεν κατάλαβα;»
«Δεν ξέρεις ότι τον πηδάει ο Λευτέρης;»
«Τι λες, ρε, τι ’ναι αυτά που λες;»
«Ρώτα όποιον θες. Τον είδαμε να μπαίνει στο ξενοδοχείο “Ακτή” μαζί του».
Ποιος ήταν ο Λευτέρης, το ξέραμε. Ο φορτηγατζής που έκανε τα δρομολόγια μεταφοράς τροφίμων μεταξύ των δύο παραρτημάτων του ορφανοτροφείου. Ένας ογκώδης μεσήλικας, πάντα αξύριστος, με το παντελόνι μισοκατεβασμένο, αφού η κοιλιά του ήταν τεράστια και δεν μπορούσε να το σφίξει πάνω της. Γυρνούσε τα μαλλιά του από τα πλάγια στην κορυφή για να καλύψει το κενό. Κάθε Δευτέρα απόγευμα, συνόδευαν το φορτηγό τρία παιδιά -των πρώτων τάξεων, συνήθως- για να βοηθούν στη μεταφορά. Τα δύο παιδιά κάθονταν στην καρότσα και το τρίτο στη θέση του συνοδηγού. Ξέραμε ότι ο Λευτέρης “άπλωνε” το χέρι του στον συνοδηγό κι έτσι προτιμούσαμε την καρότσα. Και αν σου έβγαινε το όνομα, σε ακολουθούσε μέχρι τέλους.
Οι φήμες, που αγνοούσα ώς εκείνη τη στιγμή, είχαν μετατραπεί σε γεγονότα στο ίδρυμα. Όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, ο διευθυντής φώναξε τον Πέτρο στο γραφείο του. Τα παιδιά στριμώχτηκαν απ’ έξω και κρυφάκουγαν. Οι φωνές του διευθυντή διαπερνούσαν την κλειστή πόρτα:
«Θα γίνεις άντρας, ρε, e; Το υπόσχεσαι; Μίλα, ρε, θα γίνεις άντρας;»
Ο ήχος απ’ τη βέργα που ανεβοκατέβαινε στο σώμα του Πέτρου έφθανε απειλητικός στ’ αυτιά τους. Ο μικρός Πέτρος, με την ψιλή φωνή του ανακατεμένη με λυγμούς, εκλιπαρούσε:
«Αφήστε με, αφήστε με κύριε…»
«Λέγε, ρε… σε μαζέψαμε απ’ το δρόμο… κωλόπαιδο… κι εσύ… κι εσύ θα γίνεις … λέγε, ρε, το υπόσχεσαι;» «Ναι κύριε… το υπόσχομαι… θα γίνω κύριε… θα γίνω…»
«Τι θα γίνεις, ρε; Έ, λέγε, τι θα γίνεις;»
«Άντρας κύριε…, άντρας».
Ο Διονύσης απολύθηκε από το ίδρυμα μετά από ένα χρόνο. Τον βοήθησαν κάποιοι φίλοι της μάνας του για να του γνωρίσουν τον κόσμο. Δέκα χρόνια άντεξε. Μάθαμε τα νέα του από τις εφημερίδες:
«Άντρας 28 χρονών εντοπίστηκε νεκρός στις 7:30 το απόγευμα του Σαββάτου. Έπειτα από πληροφορία που έλαβαν οι αστυνομικοί, μετέβησαν στο ισόγειο διαμέρισμα του Περάματος, όπου διέμενε ο 28χρονος Διονύσης Χ. Στο χέρι του βρέθηκε σύριγγα με την οποία είχε κάνει χρήση ναρκωτικών.»
Όσο για τον Πέτρο που «ενουρείται, διό και αποστέλλομεν τούτον…», τήρησε την υπόσχεσή του. Τώρα, σέρνοντας τις παντόφλες του, με το βλέμμα χαμηλωμένο, στέκει στην ανοικτή μπαλκονόπορτα σιγοψιθυρίζοντας:
«Ψιψίνι, ψιψίνι, έλα φιψίνι, έλα ψιψινάκι έλα… ψί ψί ψί… Όλιβερ… έλα μωρό μου. Ε, άει στο διάτανο! Σε μάζεψα απ’ το δρόμο και τώρα μου κάνεις κόλπα.»