Οι άνθρωποι χρειάζονται έναν πολυέλαιο στο σπίτι τους. Δεν κοσμεί την κουζίνα, ούτε το πλυσταριό, ούτε την αποθήκη όπου αποξηραίνονται άχρηστα και ξεχασμένα πράγματα. Θέλω να πω πως οι οσμές φαγητών, σαπουνιού και αλυσίβας, κλεισούρας και νεκροθαλάμου δεν ταιριάζουν στους σπιτικούς πολυελαίους. Σε κανέναν σπιτικό πολυέλαιο μικρό ή μεγάλο, στρογγυλό ή οβάλ, με κηροπήγια σε μετρημένες αποστάσεις το ένα από το άλλο, ημισεία ή πλήρης δωδεκάδα. Σε κανέναν πολυέλαιο κρεμασμένο στο ταβάνι ως στέφανος φωτός. Ο κρεμασμένος πολυέλαιος είναι φιλόξενος υποστηρίζω: δέχεται να ανέβεις σε σκάλα για να τον ξεσκονίσεις, να ελέγξεις τα κεριά του για να είναι έτοιμα να λάμψουν το βράδυ κατά την ώρα του δείπνου, όπου οι δειπνούντες ανασαίνουν ευφρόσυνα και εκείνο το ρεύμα αέρος κάνει τα κεριά να λικνίζονται ως χρυσόψαρα στην γυάλα τους. Τούτο έπρεπε να γίνει πριν απλωθεί το λινό τραπεζομάντηλο στο φαρδύ τραπέζι, τη μέση του ακριβώς έβλεπε ο πολυέλαιος. Πριν τοποθετηθούν πιάτα και μαχαιροπήρουνα, πετσέτες φαγητού, ποτήρια νερού και κρασιού, όλα δηλαδή τα χρειώδη. Εκείνο έπρεπε να γίνει πριν την δύση του ήλιου, να βλέπουν τα τζάμια των κλειστών παραθύρων με τις τραβηγμένες κουρτίνες πως ο πολυέλαιος απολάμβανε τις δεούσες φροντίδες.
Τότε ήταν η ώρα της Μαργαρίτας, βοηθού της οικογενειακής οικονόμου και μαγείρισας, η οποία απαλά, θωπευτικά και αργοπορημένα, περνούσε το ξεσκονόπανο από τις καμπύλες του πολυέλαιου, τις θήκες των κηροπυγίων, τσιμπούσε διακριτικά τα φυτίλια για να αφαιρεί το καμένο κεφάλι τους, έσπρωχνε διακριτικά τον πολυέλαιο λίγο δεξιά και λίγο αριστερά χαϊδεύοντας με τα ακροδάχτυλά της τις βάσεις των κεριών, έτριβε προσεκτικά τον γάντζο από τον οποίο κρεμόταν ο πολυέλαιος, άφηνε το χνώτο της στον άξονά του και το αφαιρούσε με ένα μάλλινο πανάκι. Αυτά έπραττε η Μαργαρίτα κατά την δύση του ήλιου, οι υψηλοί προσκεκλημένοι θα τιμούσαν με την παρουσία τους το δείπνο που προετοίμαζε η μαγείρισα επί τριήμερο, η μητέρα προβάριζε το καινούριο φόρεμά της, ο πατέρας ξυριζόταν και ψαλίδιζε τρίχα-τρίχα το μουστάκι του, ο γάτος ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό μου, η θύρα της τραπεζαρίας δεν ήταν κλεισμένη, προχώρησα λοιπόν, η θέα υπέροχη, τα καινούρια παπούτσια μου έτριζαν, η Μαργαρίτα ακούστηκε να μου προτείνει: «Μπορείς να έρθεις κοντά μου; Μπορείς να κρατάς την σκάλα; Φοβάμαι μήπως πέσω!» Ύψωσα τα χέρια μου και έσφιξα τις άκρες της σκάλας, ύψωσα το βλέμμα μου, η Μαργαρίτα ύψωνε τα χέρια της στον πολυέλαιο και υψωνόταν το φουστάνι της. Παρήλθε χρόνος ως φιλοδώρημα. Και ρώτησα: «Τι είναι αυτό που φοράς από κάτω;» «Ποιο;» ψιθύρισε η Μαργαρίτα, «Ποιο;» «Αυτό, αυτό που βλέπω», ψέλισα. «Το βρακάκι μου!» πρόφερε. «Κι εσύ φοράς βρακάκι», συμπλήρωσε συλλαβιστά. «Εγώ το φοράω για να το κατεβάζω όταν κάνω πιπί μου», απάγγειλα. «Και εγώ το ίδιο», είπε η Μαργαρίτα. «Δεν θέλεις τώρα πιπί σου;» ενδιαφέρθηκα. «Μετά», απάντησε, «όταν θα έχω τελειώσει τούτη τη δουλειά μου».
Παρέμεινα διά βίου εραστής πολυελαίων.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Πίσω από τον Πάνω Μύλο