«Το ελάφι ήταν δικό Σας; Το αγαπούσατε;»

Ο θρυλικός «Ρινόκερως» του Άλμπρεχτ  Ντύρερ 1515
Ο θρυλικός «Ρινόκερως» του Άλμπρεχτ Ντύρερ 1515

Η τρύπα με τις κουμπότρυπες


————————————————————————

Σειρά σημειωμάτων για πρόσφατα εκδοθέντα ποιητικά και πεζογραφικά επιχειρεί να καταδυθεί στο κάθε έργο χωριστά, ωσάν αυτό να ήταν μαύρη τρύπα, δηλαδή, συγκεκριμένο σημείο στον χωροχρόνο, όπου η βαρύτητα είναι τόσο ισχυρή που ούτε καν το φως δεν μπορεί να εξέλθει, γιατί η ύλη που βρίσκεται εκεί συγκεντρωμένη έχει συμπιεστεί σε ένα ελάχιστο διάστημα. Για να κατορθωθεί η κατάδυση στο εκάστοτε «λογοτεχνικό έργο-τρύπα», αξιοποιείται σε κάθε περίπτωση και ένα διαφορετικό «θεωρητικό βιβλίο-κουμπί», προκειμένου να φωτιστεί το πυκνό υλικό που μαςπεριβάλλει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης-κατάδυσης, χωρίς να στερηθούμε το παραμικρό από την αναγκαία σκοτεινή πυκνότητα που το διακρίνει.

————————————————————————

Σημείωμα για την ποιητική συλλογή «Ρινόκερως» του Παναγιώτη Ιωαννίδη (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2020) ως μεταφορά της τελετουργικής μαγείας στην ποίηση, με τη βοήθεια του έργου «Βιβλίο 4» του Aleister Crowley (Εκδόσεις Ιάμβλιχος 1992)

ΦΙΛΕΥΣΠΛΑΧΝΕ   ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΕ

Έβγαλες τον λαγό από το καπέλο σου
Μπράβο λοιπόν
Τώρα από το μανίκι σου ανάσυρε
πολλά πολλά μαντήλια
–κίτρινα ροζ τυρκουάζ
Καφέ πορτοκαλιά και μπλε–
Για να του φτιάξεις μια ζεστή φωλιά να μην κρυώνει

Και φτάνει –
Κρύψε το πριόνι

Το τέ­ταρ­το βι­βλίο του Πα­να­γιώ­τη Ιω­αν­νί­δη, Ρι­νό­κε­ρως, ξε­κι­νά με μια επί­κλη­ση στην φι­λευ­σπλα­χνία του τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γού που δεν φαί­νε­ται να προ­ϋ­πάρ­χει. Ο ποι­η­τής τον κα­λεί να ανα­δια­μορ­φώ­σει την πρα­κτι­κή του: Φαί­νε­ται πως το θαύ­μα της εμ­φά­νι­σης του λα­γού από το κα­πέ­λο εί­ναι κα­ταρ­χήν αρ­κε­τό. Η συ­νέ­χεια με το πριό­νι δεν μοιά­ζει απα­ραί­τη­τη. Αντί­θε­τα, αν εί­ναι να δο­θεί συ­νέ­χεια στο θαύ­μα, προ­τεί­νε­ται κά­τι μάλ­λον πρω­τό­φα­ντο: Η δη­μιουρ­γία μιας ζε­στής φω­λιάς από μα­ντή­λια, για να μην κρυώ­νει το ζω­ντα­νό. Κα­τα­λα­βαί­νου­με, λοι­πόν, ότι το θαύ­μα δεν εξα­ντλεί­ται στον εντυ­πω­σια­σμό – εί­ναι βα­θιά φρο­ντι­στι­κό. Ο Ρι­νό­κε­ρως εί­ναι το αγα­πη­μέ­νο μου βι­βλίο του Ιω­αν­νί­δη, ακρι­βώς επει­δή αυ­τή η φρο­ντί­δα για πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα από το βα­θύ πα­ρελ­θόν και το εγ­γύ­τε­ρο πα­ρόν που δια­τρέ­χει όλα του τα έρ­γα, έρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο ξα­νά, με νέο τρό­πο: ευ­θύ, απο­φα­σι­στι­κό που δεν χα­ρί­ζε­ται και δεν αφή­νει δεύ­τε­ρη επι­λο­γή. Ναι, αυ­τός ο κό­σμος και η ιστο­ρία του χρειά­ζο­νται άμε­σα να φρο­ντι­στούν.
Ο Aleister Crowley (1875-1947) γρά­φει το Βι­βλίο 4 το 1913. Ο Crowley, πρα­κτι­κά­ριος και δά­σκα­λος της μα­γεί­ας, κερ­δί­ζει με το βά­θος της ερευ­νη­τι­κής του φύ­σης, εξορ­γί­ζει με τις εξί­σου βα­θιά μι­σο­γυ­νι­κές και ευ­ρύ­τε­ρα κα­κο­ποι­η­τι­κές θέ­σεις του. Πρω­το­δια­βά­ζο­ντας το ποί­η­μα «Τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γός» του Ιω­αν­νί­δη, σκέ­φτη­κα πως, ναι, αυ­τός ο υπο­βι­βα­σμός του μά­γου σε τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γό, βά­ζει τα πράγ­μα­τα στη θέ­ση τους, και εί­ναι κα­λή αρ­χή για να συν­δια­λα­γού­με με το υπε­ρε­γώ μας, προ­κει­μέ­νου να φτά­σου­με στο μα­γι­κό, όχι γε­νι­κά αλ­λά ει­δι­κά, με τη γνώ­ση, δη­λα­δή, πως, όπως γρά­φει και ο Crowley σχε­τι­κά με τον δί­σκο του μά­γου που απο­τε­λεί την γή­ι­νη τρο­φή του, «εφό­σον αυ­τός ο δί­σκος κα­τα­σκευά­ζε­ται από κα­θα­ρό κε­ρί, μην ξε­χνά­τε πως οτι­δή­πο­τε ζει εί­ναι ιε­ρό». Έτσι, φαί­νε­ται πως από δια­φο­ρε­τι­κές αφε­τη­ρί­ες, ο Crowley και εμείς μπο­ρού­με να συ­να­ντη­θού­με σε αρ­κε­τές πα­ρα­δο­χές, με­τα­ξύ των οποί­ων και ότι «όλα τα φαι­νό­με­να απο­τε­λούν μυ­στή­ρια. Κά­θε γε­γο­νός, ακό­μη και κά­θε ψεύ­δος, πρέ­πει να κα­τα­χω­ρη­θεί σε αυ­τόν τον δί­σκο∙ εί­ναι η με­γά­λη απο­θή­κη από την οποία αντλεί ο μά­γος». Και αφού ο μά­γος υπο­βι­βά­στη­κε τώ­ρα σε τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γό (δε­ξιο­τέ­χνη, δη­λα­δή, αλ­λά όχι εκ­πρό­σω­πο του μα­γι­κού) ποιος εί­ναι πλέ­ον ο μά­γος; Μα, ο ποι­η­τής φυ­σι­κά, που δεν χά­νει ού­τε μια ψη­φί­δα του μω­σαϊ­κού προ­κει­μέ­νου να το συν­θέ­σει σω­στά: επι­λέ­γει τα απα­ραί­τη­τα, για­τί, κα­τά τον Crowley και πά­λι, «τα­ξι­δεύ­ο­ντας από τη γη προς τα άστρα, κα­νείς δεν τολ­μά­ει να φορ­τω­θεί πο­λύ βα­ριές απο­σκευ­ές. Ο,τι δεν απο­τε­λεί απα­ραί­τη­το μέ­ρος της μη­χα­νής, πρέ­πει να αφή­νε­ται απ’ έξω». Έτσι και οι στί­χοι του Ιω­αν­νί­δη, ακρι­βείς, χω­ρίς αχρεί­α­στα μπα­γκά­ζια, επι­βάλ­λο­νται στον ανα­γνώ­στη ώστε να κρα­τή­σει τα απο­λύ­τως ου­σιώ­δη: «Έβγα­λες τον λα­γό απ’το κα­πέ­λο σου / (…) για να του φτιά­ξεις μια ζε­στή φω­λιά/να μην κρυώ­νει (…)».


Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΤΕΛΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΤΕΜΗ

Δεν κατάλαβα, τι σόι θεά είσαι συ; Γιατί πρέπει εγώ να πληρώσω τις μαλακίες του πατέρα μου και όλης του της φάρας;
Συγνώμη, έπρεπε να σας είχα γράψει με περισσότερο σεβασμό. Σας ζητώ ταπεινά συγνώμη.
Και ο αρραβωνιαστικός μου ο Αχιλλέας –η μαμά του, ξέρετε, είναι η Θέτις− σας παρακαλεί και αυτός να το ξανασκεφτείτε.
Ξανασκεφτείτε το. Σας παρακαλώ.
Δεν μου απαντάτε, η μέρα πλησιάζει και έχω αρχίσει να ανησυχώ. Ούτε και στη μαμά μου απαντάτε και κλαίει συνέχεια.
Κι εγώ κλαίω συνέχεια. Αλήθεια. Δεν γίνεται τίποτε;
Δεν μπορείτε ν’ αλλάξετε γνώμη, έστω και τώρα;
Εντάξει, καταλαβαίνω. Ή μάλλον δεν καταλαβαίνω.
Δεν προσπαθώ πια να καταλάβω. Προσπαθώ μόνο να πάψω να κλαίω, για να είμαι όσο πιο όμορφη γίνεται όταν με δούνε όλοι με το μαχαίρι στο λαιμό.
Θέλω να είμαι όμορφη για Σας.
Το ελάφι ήταν δικό Σας; Το αγαπούσατε;

Και βέ­βαια, σε αυ­τή τη ζωή, δεν έχει κιν­δυ­νέ­ψει να θυ­σια­στεί μό­νον ο λα­γός. Ο Crowley γρά­φει πως «ο βω­μός συμ­βο­λί­ζει τη στέ­ρεη βά­ση της ερ­γα­σί­ας, τη στα­θε­ρή θέ­λη­ση του μά­γου, κα­θώς και το νό­μο κά­τω από τον οποίο ερ­γά­ζε­ται». Η Ιφι­γέ­νεια του Ιω­αν­νί­δη εί­ναι το πλά­σμα με το οποίο ένιω­σα πε­ρισ­σό­τε­ρο συν­δε­δε­μέ­νη δια­βά­ζο­ντας τον Ρι­νό­κε­ρω. Μέ­σα στο ποί­η­μα κα­τορ­θώ­νει να εκ­φρά­σει όλο το φά­σμα των αι­σθη­μά­των της, κλι­μα­κώ­νο­ντας τα όπως θα ευ­χό­μουν να κλι­μα­κώ­νο­νται τα αι­σθή­μα­τα σε κά­θε δύ­σκο­λη αν­θρώ­πι­νη ώρα: από τον θυ­μό, στον φό­βο, στην θλί­ψη, στην τρυ­φε­ρό­τη­τα. Η Ιφι­γέ­νεια δεν γνω­ρί­ζει το ποιόν της στα­θε­ρής θέ­λη­σης της θε­άς, ού­τε και φαί­νε­ται να απο­δέ­χε­ται τον νό­μο που κό­ντε­ψε να την απο­τε­λειώ­σει. Δεν προ­σπα­θεί καν να κα­τα­λά­βει την ακρι­βή συν­θή­κη που οδή­γη­σε στον πα­ρο­λί­γον χα­μό της, πα­ρα­μό­νο νοιά­ζε­ται να εί­ναι ο πιο όμορ­φος εαυ­τός της κα­θώς θα φτά­νει το τέ­λος της∙ και όταν πια ο θά­να­τός της μα­ταιώ­νε­ται, περ­νά­ει γρή­γο­ρα αλ­λά ει­λι­κρι­νά από τον θυ­μό στην τρυ­φε­ρό­τη­τα για τη θεά που με­τά­νιω­σε τον χα­μό της, θυ­σιά­ζο­ντας άλ­λο πλά­σμα αντί για εκεί­νη: «Το ελά­φι ήταν δι­κό Σας; / Το αγα­πού­σα­τε;». Γρά­φει ο Κρό­ου­λι πως «ο μά­γος ερ­γά­ζε­ται σε ένα ναό, το σύ­μπαν, το οποίο (ας το θυ­μό­μα­στε) ταυ­τί­ζε­ται με τον εαυ­τό του. Μέ­σα σε αυ­τό το ναό σχε­διά­ζει έναν κύ­κλο στο πά­τω­μα, για να κα­θο­ρί­σει το μέ­ρος που θα ερ­γα­στεί. Αυ­τός ο κύ­κλος προ­στα­τεύ­ε­ται με θεϊ­κά ονό­μα­τα, στην επιρ­ροή των οποί­ων βα­σί­ζε­ται για να κρα­τή­σει μα­κριά τις εχθρι­κές σκέ­ψεις. Μέ­σα στον κύ­κλο υπάρ­χει ένας βω­μός, επά­νω στον βω­μό βρί­σκε­ται η ρά­βδος, το κύ­πελ­λο, το ξί­φος και ο δί­σκος, που αντι­προ­σω­πεύ­ουν αντί­στοι­χα τη θέ­λη­ση, την κα­τα­νό­η­ση, τη λο­γι­κή και τα κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη της ύπαρ­ξής του (…)». Η θεά Άρ­τε­μη, αδιαμ­φι­σβή­τη­τα συν­θε­τό­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση και από τον επι­φα­νέ­στε­ρο μά­γο του 20ού αιώ­να, δεν θα επέ­τρε­πε πο­τέ ανο­ρί­ο­τη πρό­σβα­ση στο ιδιω­τι­κό σύ­μπαν της θεϊ­κό­τη­τάς της. Όμως, δεν μπο­ρώ να φα­ντα­στώ πιο επι­δρα­στι­κό τρό­πος ως προς την συ­νο­μι­λία με το θείο, από τον απλό αν­θρώ­πι­νο τρό­πο με τον οποίο η Ιφι­γέ­νεια διε­ρω­τά­ται αν και πώς και τι επέ­λε­ξε και στε­ρή­θη­κε, άρα­γε, ο ίδιος ο θε­ός, η θεά εν προ­κει­μέ­νω, για να πα­ρα­μεί­νει η ίδια ζω­ντα­νή.


ΑΝΑΠΕΠΤΑΜΕΝΗ

Βιρτζίνια,
πρέπει να ξέρω –
Γέμισες τις τσέπες σου με πέτρες βιαστικά
ή μία μία αργά τις ξεδιάλεξες;
Και για ποιον άφησες
καπέλο και ραβδί στην όχθη;

Αποδεικνύεται
Πως Ουζ σημαίνει απλά νερό:
Η κέλτικη ρίζα
ουδ-σο, η ινδοευρωπαϊκή υέδ

Να έφταιγε άραγε εκείνη
η αιφνίδια ευωδιά σαν από θάλασσα
τέσσερις μέρες πριν
από την τελευταία Παρασκευή του Μάρτη;
Αλήθεια διασταυρώθηκες
με τις πέστροφες που ανέβαιναν
προς τις πηγές;

Καθώς έπλεες
σύννεφο με βαρύ πανωφόρι,
Βιρτζίνια,
Πέρασες το φως;

Ο Aleister Crowley
Ο Aleister Crowley

Το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο του Ρι­νό­κε­ρου, που δί­νει και τον τί­τλο στο βι­βλίο, εί­ναι η συ­ναρ­πα­στι­κή αφή­γη­ση του ίδιου του ρι­νό­κε­ρου για την ιστο­ρία του βί­ου του, από το 55 π.Χ. στον 20ό αιώ­να, από τον Πλί­νιο τον Πρε­σβύ­τε­ρο στον ξυ­λο­γρά­φο Χανς Μπούρ­γκ­μαϊρ. Ο ρι­νό­κε­ρως αυ­τοϊ­στο­ρεί­ται και ανα­λο­γί­ζε­ται, μέ­σα στους αιώ­νες, επά­νω στα θέ­μα­τα της ταυ­τό­τη­τας του, μιας που, βέ­βαια, δεν ταυ­τί­ζε­ται συ­νή­θως με τις ανα­πα­ρα­στά­σεις του εαυ­τού του, ού­τε και πά­ντο­τε κα­τα­νο­εί τις έξω­θεν προσ­διο­ρι­ζό­με­νες αλ­λα­γές στην πο­ρεία της κα­ριέ­ρας του. Ο Ρι­νό­κε­ρως εί­ναι ένα βι­βλίο γε­μά­το ποι­η­τι­κά ερω­τή­μα­τα για πλά­σμα­τα, θαύ­μα­τα και φαι­νό­με­να που αξί­ζει να μη λη­σμο­νη­θούν. Το Βι­βλίο 4 του Aleister Crowley εξε­τά­ζει τη σύν­δε­ση με­τα­ξύ μα­γεί­ας και μυ­στι­κι­σμού, σκο­πεύ­ο­ντας στην ένω­ση με το θείο, και διε­ρευ­νώ­ντας τα βα­σι­κά στοι­χεία που συν­δια­μορ­φώ­νουν τον δυ­τι­κό εσω­τε­ρι­σμό. Ο Crowley γρά­φει πως «η ενα­τέ­νι­ση του σύ­μπα­ντος θα πρέ­πει αρ­χι­κά να εί­ναι κα­θα­ρή αγω­νία. Σε αυ­τό το γε­γο­νός οφεί­λο­νται και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες φι­λο­σο­φι­κές θε­ω­ρή­σεις». Αυ­τό εί­ναι που κρα­τώ σαν φυ­λα­χτό από την ιστο­ρία του ρι­νό­κε­ρου, από την ποι­η­τι­κή γρα­φή του Ιω­αν­νί­δη: την κα­θα­ρή αγω­νία των ερω­τη­μά­των που τί­θε­νται για πρώ­τη φο­ρά και αντέ­χουν να πα­ρα­μέ­νουν απο­λύ­τως ακρι­βή και στα­θε­ρά ανα­πά­ντη­τα. Κο­ρυ­φαίο πα­ρά­δειγ­μα αυ­τής της ανε­κτί­μη­της αγω­νί­ας θε­ω­ρώ το ποί­η­μα «Ανα­πε­πτα­μέ­νη», που ανα­φέ­ρε­ται στην αυ­το­κτο­νία της Βιρ­τζί­νια Γουλφ. Το ποί­η­μα εί­ναι σχε­δόν εξ ολο­κλή­ρου δη­μιουρ­γη­μέ­νο από αλ­λε­πάλ­λη­λες διε­ρω­τή­σεις ανα­φο­ρι­κά με τις στιγ­μές αμέ­σως πριν και αμέ­σως με­τά τον θά­να­το της αγα­πη­μέ­νης συγ­γρα­φέ­ως. Ο ποι­η­τής ση­μειώ­νει «πρέ­πει να ξέ­ρω», γνω­ρί­ζο­ντας πως δεν θα μά­θει πο­τέ αν γέ­μι­σε τις τσέ­πες της βια­στι­κά με πέ­τρες ή αν μία μία αρ­γά της ξε­διά­λε­ξε, αν άφη­σε κα­πέ­λο και ρα­βδί στην όχθη, αν δια­σταυ­ρώ­θη­κε με τις πέ­στρο­φες, αν πέ­ρα­σε στο φως. Σκέ­φτο­μαι πως, δεν υπάρ­χει κά­τι εδώ που να μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με απά­ντη­ση από ο,τι η ίδια η ερώ­τη­ση. Ο ποι­η­τής εί­ναι ο μά­γος που τα­ξι­δεύ­ει με άνε­ση πια, αλ­λά χω­ρίς ασφά­λεια σε κά­θε μέ­ρος του κό­σμου ως «αστρι­κού πε­δί­ου», όπου κά­ποια κρί­σι­μη λε­πτο­μέ­ρεια δεν έχει ακό­μη ιστο­ρη­θεί. Επι­μέ­νει και ο Crowley: «Πρέ­πει να αφιε­ρώ­σου­με προ­σο­χή στην έν­νοια του αστρι­κού πε­δί­ου, το οποίο βρί­σκε­ται ανά­με­σα στο υλι­κό και το πνευ­μα­τι­κό, και για το οποίο έχουν γρα­φτεί πολ­λές ανοη­σί­ες (…). Ορι­σμέ­νοι σκέ­φτο­νται πως αυ­τά εί­ναι τα «μά­τια της φα­ντα­σί­ας». Όσοι όμως έχουν με­γα­λύ­τε­ρη εμπει­ρία, κα­τα­λα­βαί­νουν ότι αυ­τά εί­ναι πράγ­μα­τα που μπο­ρού­με να δού­με, πα­ρό­λο που κα­θε­αυ­τά εί­ναι τε­λεί­ως απα­τη­λά. Στην αρ­χή ο πα­ρα­τη­ρη­τής θα βλέ­πει γκρί­ζα ομί­χλη∙ στα επό­με­να πει­ρά­μα­τά του, ίσως του εμ­φα­νι­στούν μορ­φές, με τις οποί­ες μπο­ρεί να συ­ζη­τή­σει και με την κα­θο­δή­γη­σή τους να τα­ξι­δέ­ψει τρι­γύ­ρω. Δεν μπο­ρού­με να πε­ρι­γρά­ψου­με απο­τε­λε­σμα­τι­κά αυ­τό το «πε­δίο», επει­δή εί­ναι με­γά­λο και ποι­κί­λο όσο και το υλι­κό σύ­μπαν (…)». Για να τε­θούν, όμως, τα ακρι­βή ερω­τή­μα­τα, ο μά­γος ποι­η­τής έχει τολ­μή­σει να επι­σκε­φθεί το αστρι­κό πε­δίο αμέ­τρη­τες φο­ρές. Έχει πε­ρά­σει από την γκρί­ζα ομί­χλη στην ορα­τό­τη­τα, φω­τί­ζο­ντας το ψη­φι­δω­τό των ερω­τη­μά­των που μας οδη­γεί στην φρο­ντί­δα του κό­σμου και προ­ϋ­πο­θέ­τει την αλή­θεια του ρι­νό­κε­ρου, της Ιφι­γέ­νειας, της Βιρ­ζί­νια, του ελα­φιού και όλων των ζω­ντα­νών και των χα­μέ­νων πλα­σμά­των, ανά­με­σα στα οποία δεν θα μπο­ρού­σα­με πα­ρά να εί­μα­στε και εμείς, φυ­σι­κά.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: