Ο Πάπας των τρελών και το γκάρισμα του γαϊδάρου

[ Η σκόνη του Χρόνου ]

Ο Πάπας των τρελών και το γκάρισμα του γαϊδάρου

Στις 6 Ια­νουα­ρί­ου 1482 το Πα­ρί­σι γιόρ­τα­ζε, εκτός από τα Θε­ο­φά­νια, τη «Γιορ­τή της Τρέ­λας», που απο­τε­λού­σε από πα­λιά ένα ετή­σιο λαϊ­κό πα­νη­γύ­ρι. Η γιορ­τή κο­ρυ­φώ­θη­κε με την εκλο­γή του «Πά­πα των Τρε­λών»: Πά­πας εκλε­γό­ταν όποιος θα έκα­νε τις πιο εξω­φρε­νι­κές γκρι­μά­τσες. Ενώ συ­νε­χι­ζό­ταν η πα­ρέ­λα­ση των υπο­ψη­φί­ων για το αξί­ω­μα, πα­ρου­σιά­στη­κε ο κα­μπού­ρης κω­δω­νο­κρού­στης της Πα­να­γί­ας των Πα­ρι­σί­ων. Η εξαμ­βλω­μα­τι­κή του εμ­φά­νι­ση σε εκεί­νη την πα­ρά­ξε­νη γιορ­τή έγι­νε αφορ­μή να εκλε­γεί αμέ­σως και δια βο­ής ως ο «Πά­πας των Τρε­λών». Και κά­πως έτσι άρ­χι­σε να ξε­τυ­λί­γε­ται η πλο­κή στην «Πα­να­γία των Πα­ρι­σί­ων».

Το κλα­σι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα του Βί­κτω­ρος Ου­γκώ, δια­δρα­μα­τι­ζό­με­νο την επο­χή της βα­σι­λεί­ας του Λου­δο­βί­κου ΙΑ΄ (1461-1483) και με κέ­ντρο δρά­σης τον ομώ­νυ­μο κα­θε­δρι­κό ναό, δια­σώ­ζει αυ­τή την (προ πολ­λού λη­σμο­νη­μέ­νη) γιορ­τή. Ένα λαϊ­κό δρώ­με­νο, που οι ρί­ζες του φθά­νουν πο­λύ πέ­ραν της επο­χής της πα­πι­κής εκ­κλη­σί­ας. Το 1831 που εκ­δό­θη­κε το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ου­γκώ, η γιορ­τή αυ­τή απο­τε­λού­σε ήδη μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν. Με τη βού­λα, μά­λι­στα, της εκ­κλη­σί­ας, η οποία με αφο­ρι­σμούς και σα­ρω­τι­κές κα­τα­δί­κες εί­χε ξε­ρι­ζώ­σει αυ­τή τη «βλά­σφη­μη» πα­ρά­δο­ση.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η «Γιορ­τή των Τρε­λών» απο­τε­λού­σε συ­νέ­χεια ανά­λο­γων εορ­τών από το μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν. Στα Σα­τουρ­νά­λια των Ρω­μαί­ων και ακό­μα πα­λαιό­τε­ρα, στα Κρό­νια των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων, οι δού­λοι άλ­λα­ζαν ρό­λους με τους αφέ­ντες. Ακο­λου­θώ­ντας την αρ­χαία πα­ρά­δο­ση η γιορ­τή αυ­τή απο­τε­λού­σε μια…. επι­και­ρο­ποι­η­μέ­νη έκ­δο­ση, με «αφέ­ντη» τον εκά­στο­τε προ­κα­θή­με­νο της κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας (και απη­νή διώ­κτη των ει­δω­λο­λα­τρι­κών εορ­τών) και «δού­λους» όσους υφί­στα­ντο την πα­πι­κή εκ­στρα­τεία ενά­ντια στις αρ­χαί­ες τε­λε­τές.

Η γιορ­τή διαρ­κού­σε 12 μέ­ρες. Ο Πά­πας των Τρε­λών, όπως ονο­μα­ζό­ταν, εκλε­γό­ταν από το πλή­θος, ντυ­νό­ταν με τα άμ­φια του πο­ντί­φη­κα και σαν τον αρ­χαίο «βα­σι­λιά» των Κρο­νί­ων και των Σα­τουρ­να­λί­ων, εξου­σί­α­ζε, ως αντε­στραμ­μέ­νο εί­δω­λο, σε ένα πα­ρά­λο­γο κό­σμο. Το πα­νη­γύ­ρι έφτα­νε στο απο­κο­ρύ­φω­μά του την τε­λευ­ταία μέ­ρα, με τη γιορ­τή του γαϊ­δά­ρου. Το συ­μπα­θές τε­τρά­πο­δο κα­λυ­πτό­ταν με χρυ­σό πέ­πλο και οδη­γού­νταν στο ναό. Μια πα­ρω­δία θεί­ας λει­τουρ­γί­ας τε­λού­νταν προς τι­μήν του, όπου οι «πι­στοί» αντί να ψέλ­νουν… γκά­ρι­ζαν.

Ο Πάπας των τρελών και το γκάρισμα του γαϊδάρου

Το τι ακρι­βώς συ­νέ­βαι­νε σε αυ­τές τις αι­ρε­τι­κές τε­λε­τουρ­γί­ες πε­ρι­γρά­φε­ται, ανα­λυ­τι­κά, σε μια σπά­νια ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση του 1893 με τί­τλο «Ημε­ρο­λό­γιον Πα­ληαν­θρώ­που». Εκ­δό­της ήταν μια θρυ­λι­κή μορ­φή της επο­χής: ο σα­τι­ρι­κός ποι­η­τής Ιω­άν­νης Βαρ­βέ­ρης (1840-1903, ή 1905), γνω­στός για το σκω­πτι­κό του ύφος, αλ­λά και για την πλού­σια εκ­δο­τι­κή δρά­ση του στο χώ­ρο των σα­τι­ρι­κών πε­ριο­δι­κών («Εω­σφό­ρος», «Ιπ­πό­της», «Ό,τι θέ­λω». «Πα­ληάν­θρω­πος» κ.ά.). Στις σε­λί­δες αυ­τού του τε­λευ­ταί­ου, που γρα­φό­ταν «τη συ­μπρά­ξει και πολ­λών άλ­λων λο­γί­ων» όπως έγρα­φε στο εξώ­φυλ­λο, πα­ρου­σιά­στη­κε εν εί­δει… επι­τό­πιου ρε­πορ­τάζ όλο το δρώ­με­νο. Το κεί­με­νο αυ­τό υπέ­γρα­φε ο πρω­τερ­γά­της του νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού, Κων­στα­ντί­νος Κού­μας (1777-1836). «Ο πα­λαιός δι­δά­σκα­λος του Έθνους» πρό­σθε­τε κά­τω από την υπο­γρα­φή, ο εκ­δό­της Ιω­άν­νης Βερ­βέ­ρης.

Ο Πάπας των τρελών και το γκάρισμα του γαϊδάρου

Η ΕΟΡ­ΤΗ ΤΩΝ ΤΡΕ­ΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΑΪ­ΔΑ­ΡΩΝ

Εις την ιστο­ρί­αν των ηθών του με­σαί­ω­νος ανε­φέ­ρου­σι συ­νή­θως οι γάλ­λοι συγ­γρα­φείς και την εορ­τήν των Τρε­λών και των Γαϊ­δά­ρων, ήτις δι­ήρ­κε­σε μέ­χρι των νε­ω­τέ­ρων χρό­νων. Εί­ναι δε τω όντι αξιο­ση­μεί­ω­τον, επει­δή δει­κνύ­ου­σι, τί­νι τρό­πω κα­τ’ εκεί­νους τους χρό­νους, ότε η ευ­λά­βεια ενώ ήτο αλη­θής, ήτο και ηνω­μέ­νη με­τά της δει­σι­δαι­μο­νί­ας, οι αυ­θά­δεις άν­θρω­ποι έπαι­ζαν και με αυ­τά ακό­μα τα άγια. Πα­μπά­λαιαι ήσαν και οι δύο εορ­ταί αύ­ται. Εκ της ει­δω­λο­λα­τρεί­ας με­τε­βι­βά­σθη η εορ­τή των τρε­λών εις την χρι­στια­νω­σύ­νην, οι δε προ­ε­ξάρ­χο­ντες των εκ­κλη­σιών προ­έ­βλε­πον τό­τε τας συ­νη­θεί­ας του αγρί­ου λα­ού. Συ­μπί­πτει δε κα­τά τον και­ρόν, κα­θ’ ον οι αρ­χαί­οι Ρω­μαί­οι εώρ­τα­ζον τα Σα­τουρ­νά­λια και οι δού­λοι ήλ­λα­ζον τα έρ­γα των με τους κυ­ρί­ους των, ο δε και­ρός ού­τος εί­ναι το νέ­ον έτος. Δια τού­το εις τον με­τα­ξύ των Χρι­στου­γέν­νων και των Θε­ο­φα­νεί­ων και­ρόν, ο λα­ός ελάμ­βα­νε το πρό­σω­πον του ιε­ρα­τεί­ου και το ενέ­παι­ζεν ως ακο­λού­θως.
Αφού πλή­θος νε­α­νί­σκων εν­δε­δυ­μέ­νων ιε­ρα­τι­κά ιμά­τια και μαυ­ρι­σμέ­νον εχό­ντων το πρό­σω­πον συ­νήρ­χο­ντο εις μί­αν εκ­κλη­σί­αν με δια­φό­ρους γε­λοιώ­δεις συ­νη­θεί­ας, εξέ­λε­γον ένα τρε­λόν Επί­σκο­πον με τον οποίο πε­ριε­φέ­ρο­ντο πα­νη­γυ­ρι­κώς και πο­μπω­δώς κα­θ’ όλην την πό­λιν επι­στρέ­φο­ντες πά­λιν εις την εκ­κλη­σί­αν, όπου ο τρε­λός Επί­σκο­πος ετέ­λει τα­κτι­κώς την λει­τουρ­γί­αν και ηυ­λό­γει το τρε­λόν ποί­μνιόν του. Εκεί ψάλ­λο­ντες βακ­χι­κά άσμα­τα οι ως ιε­ρείς εν­δε­δυ­μέ­νοι τρε­λοί, εχό­ρευον πη­δώ­ντες εντός του ιε­ρα­τι­κού χώ­ρου. Ενώ δ’ ετε­λεί­το η λει­τουρ­γία, οι διά­κο­νοι και υπο­διά­κο­νοι έτρω­γον λου­κά­νι­κα κό­πτο­ντές τα επί της αγί­ας τρα­πέ­ζης, εχαρ­το­φό­ρουν, ή έπαι­ζον την σφαί­ραν και έβα­ζον πα­τού­νας πα­που­τζί­ων εις το θυ­σια­στή­ριον του να­ού. Με­τά την λει­τουρ­γί­αν ανέ­βαι­νον εις τα κα­τη­χού­με­να και εκ των πα­ρα­θύ­ρων έρ­ρι­πτον λά­σπην εις τον δια­βαί­νο­ντα λα­όν. Όλαι αι δυ­να­ταί ατα­ξί­αι εγί­νο­ντο κα­τά την ημέ­ραν εκεί­νην, με­γά­λοι δε και μι­κροί, άλ­λην ευ­θυ­μο­τέ­ραν δια­σκέ­δα­σιν δεν εί­χον ει­μή των τρε­λών την εορ­τήν.

Ο Πάπας των τρελών και το γκάρισμα του γαϊδάρου

Μο­λο­νό­τι δε εί­χεν απα­γο­ρευ­θή η εορ­τή αύ­τη από Σύ­νο­δόν τι­να συ­γκο­ρο­τη­θεί­σαν εν Το­λέ­δω Ισπα­νί­ας, μό­λα ταύ­τα δι­ήρ­κε­σε, και μά­λι­στα εις Γαλ­λί­αν, μέ­χρι της 15ης εκα­το­ντα­ε­τη­ρί­δος, οπό­ταν προς με­γά­λην λύ­πην των Πα­ρι­σί­ων κα­τηρ­γή­θη διό­λου δι’ απο­φά­σε­ώς τι­νος του εν Δι­βιά­νω συμ­βου­λί­ου τω 1552 έτει. Οι υπε­ρα­σπι­σταί της εορ­τής ταύ­της απε­δεί­κνυον ότι ο άν­θρω­πος, ζων πά­ντο­τε εις την κα­τή­φειαν και τον φό­βον της θρη­σκεί­ας, έχει ανά­γκην κά­πο­τε να εξα­τμί­ζη την φυ­σι­κήν του τρέλ­λαν, κα­θώς κά­πο­τε ανά­γκη ν’ ανοί­γω­σι τα οι­νο­δό­χα αγ­γεία ίνα μη η βρά­σις κα­τα­θραύ­ση αύ­τα. Τι πα­ρά­δο­ξον δε υπό το επι­χεί­ρη­μα τού­το να εκρύ­πτε­το κά­τι τι άλ­λο ή αστεϊ­σμός;

Ο Πάπας των τρελών και το γκάρισμα του γαϊδάρου

Δια της εορ­τής των Γαϊ­δά­ρων προ­τί­θε­ντο να πα­ρα­στή­σω­σι την εις Αί­γυ­πτον φυ­γήν της Παρ­θέ­νου. Τού­του ένε­κεν εξέ­λε­γον την ωραιο­τέ­ραν κό­ρην της πό­λε­ως, την κα­τε­στό­λι­ζον, την επέ­θε­τον επί κα­τα­στο­λι­σμέ­νου επί­σης Γαϊ­δά­ρου, και τη έδι­δον εις τας αγκά­λας βρέ­φος θέ­λο­ντες με αυ­τό να πα­ρα­στή­σω­σι τον Παί­δα Ιη­σούν. Τοιου­το­τρό­πως, το τε ιε­ρα­τεί­ον και ο λα­ός την συ­νό­δευον εις την εκ­κλη­σί­αν της μη­τρο­πό­λε­ως, και έστη­νον τον Γάι­δα­ρον πλη­σί­ον του θυ­σια­στη­ρί­ου, όπου ετε­λεί­το και η λει­τουρ­γία. Πας ύμνος αυ­τής, η δο­ξο­λο­γία, το χε­ρου­βι­κόν, το πι­στεύω κ.λπ, κ.λπ. ετε­λεί­ω­νε με το μί­μη­μα της φω­νής του Γαϊ­δά­ρου, Γκα. Γκα, Γκα. Με­τά δε την από­λυ­σιν της λει­τουρ­γί­ας, ωγκά­νι­ζε τρις ο ιε­ρεύς, Γκα, Γκα, Γκα, και όλον το πα­ρευ­ρι­σκό­με­νον πλή­ρω­μα εμι­μεί­το τρις αυ­τόν τον ιε­ρέ­αν ογκα­νί­ζον ωσαύ­τως Γκα, Γκα, Γκα.

(Η ει­κο­νο­γρά­φη­ση εί­ναι από το κό­μικς Η Πα­να­γία των Πα­ρι­σί­ων, στη σει­ρά «Κλα­σι­κά Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να» των εκ­δό­σε­ων Ατλα­ντίς – Μ. Πε­χλι­βα­νί­δης & Σια. Σχέ­διο: Τζορτζ Έβανς)  

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: