Μεταξύ μας. Για τους άλλους –– 4η συζήτηση

Οι δυ­σκο­λί­ες της με­τά­φρα­σης των δι­η­γη­μά­των ενός Πο­λω­νο­ε­βραί­ου εξ­πρε­σιο­νι­στή ζω­γρά­φου που έρ­γα του κο­σμούν το κεί­με­νο αυ­τό. Οι δυ­σκο­λί­ες της με­τά­φρα­σης ενός συγ­γρα­φέα ο οποί­ος έχει συ­γκρι­θεί με τον Κάφ­κα, τον Προυστ, τον Τό­μας Μαν, λα­τρεύ­ει τα πα­λιά φτη­νο­πρά­μα­τα και αρέ­σκε­ται να τα πε­ρι­γρά­φει. Οι δυ­σκο­λί­ες της με­τά­φρα­σης στα ελ­λη­νι­κά από μια λο­γο­τε­χνία ελά­χι­στα γνω­στή στη χώ­ρα μας. Οι δυ­σκο­λί­ες της με­τά­φρα­σης δι­η­γη­μά­των τα οποία απο­τυ­πώ­νουν με σχο­λα­στι­κή λε­πτο­λο­γία το ρε­α­λι­σμό των ονεί­ρων και ανα­σύ­ρουν τα ξε­χα­σμέ­να συ­ναι­σθή­μα­τα και τις σκέ­ψεις της παι­δι­κής ηλι­κί­ας. Οι δυ­σκο­λί­ες της με­τά­φρα­σης ενός sui generis ευ­ρω­παϊ­κού «μα­γι­κού να­του­ρα­λι­σμού» με έδρα τη δυ­τι­κή Ου­κρα­νία.

————————————————————————


Άπα­ντα τα πε­ζά (δι­η­γή­μα­τα-ιστο­ρί­ες),
του Mπρού­νο Σουλτς, εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη 2020
Με­τά­φρα­ση: Αλε­ξάν­δρα Ιω­αν­νί­δου

Μπρούνο Σουλτς, «Νεαροί Εβραίοι και δυο γυναίκες σε λεωφόρο της πόλης» 1920
Μπρούνο Σουλτς, «Νεαροί Εβραίοι και δυο γυναίκες σε λεωφόρο της πόλης» 1920


———
——————

Jósef Koffler: Κον­σέρ­το για πιά­νο — Το­κά­τα
—————————

Στα πλαίσια των συζητήσεων της σει­ράς Με­τα­ξύ μας. Για τους άλ­λους, η οποία, επι­ση­μαί­νου­με, στό­χο έχει να ανα­δεί­ξει τις στρα­τη­γι­κές και τις τε­χνι­κές κά­ποιων κα­λών με­τα­φρά­σε­ων σε δύ­σκο­λα έρ­γα, πε­ζά ή ποι­η­τι­κά, μέ­σα από ερω­τή­σεις προς το με­τα­φρα­στή τους, αντι­κεί­με­νό μας εί­ναι το έρ­γο Άπαντα τα πεζά, του Πολωνού συγ­γρα­φέα Bruno Schulz, μιας σχεδόν θρυλικής μορφής των πολωνικών γραμμάτων. Με­τα­φράστρια εί­ναι η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου.
Για όσους δε γνω­ρί­ζουν το έρ­γο, για να μπουν κά­πως στο κλί­μα του αλ­λά και στο «κλί­μα» της συ­ζή­τη­σης, αντι­γρά­φω από το οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου: «Η πεζογραφία του Μπρούνο Σουλτς φημίζεται για την πρωτοτυπία της. Οι εξπρεσιονιστικές ιστορίες του, τοποθετημένες σε έναν φανταστικό χώρο παρόμοιο με τη γενέτειρά του, ανυψώνουν ποιητικά την καθημερινότητα στη σφαίρα του μύθου. Τα συνήθη θέματά του –ο άνεμος, ένα ρούχο, ένα πιάτο με ψάρια–εμφανίζονται αίφνης μυστηριώδη, αλλόκοτα, ικανά να φωτίσουν βαθύτερες αλήθειες. Όπως άλλωστε σημειώνει κάπου ο πατέρας, ένας από τους πιο ελκυστικούς τύπους που έπλασε ο συγγραφέας, «στην ύλη έχει δοθεί μια ατελείωτη γονιμότητα, μια ανεξάντλητη ζωική ισχύς και συγχρόνως μια γοητευτική δύναμη πειρασμού που ας παρασύρει να δημιουργούμε μορφές».

Αυτοπροσωπογραφία
Αυτοπροσωπογραφία


Ο Μπρούνο Σουλτς γεννήθηκε το 1892 στο Ντροχόμπιτς, πόλη της Δυτικής Ουκρανίας σήμερα. Τότε ανήκε στη Αυστρουγγαρία, λόγω της τριχοτόμησης της Πολωνίας ανάμεσα σε Ρωσία, Πρωσία και Αυστρία. Σπούδασε στην αρχιτεκτονική σχολή του Λβιβ της σημερινής Ουκρανίας, ταξίδεψε στη Βιέννη και συμμετείχε ενεργά στους κύκλους φιλότεχνων νεαρών Εβραίων. Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η πόλη πλέον ανήκε στην Πολωνία. Εργάσθηκε ως ζωγράφος, γραφίστας και καθηγητής εικαστικών στο γυμνάσιο και ταξίδεψε στη Βαρσοβία, τη Στοκχόλμη και το Παρίσι όπου διοργάνωσε έκθεση ζωγραφικής των εξπρεσιονιστικών του έργων. Η ζωγραφική του τού άφησε καιρό για παθιασμένους έρωτες αλλά και για τη συγγραφή. Γνώρισε τους μεγάλους Πολωνούς συγγραφείς Στανισλάβ Βίτκιεβιτς και Βίτολντ Γκομπρόβιτς. Ήδη το 1934 ήταν καταξιωμένος στη χώρα του διηγηματογράφος. Το 1940 κατέλαβαν την πόλη του αρχικά οι Σοβιετικοί και μετά οι Γερμανοί. Το 1942, στα πλαίσια του διωγμού των Εβραίων, ένας αξιωματικός των Ες Ες τον εκτέλεσε εν ψυχρώ στο δρόμο με δυο σφαίρες στο κεφάλι.

Αυτοπροσωπογραφία
Αυτοπροσωπογραφία

Το βι­βλίο Άπα­ντα τα πε­ζά (Κα­στα­νιώ­της 2020) πε­ρι­λαμ­βά­νει τις δύο δη­μο­σιευ­μέ­νες συλ­λο­γές δι­η­γη­μά­των του, Τα μα­γα­ζιά της κα­νέ­λας και Το Σα­να­τό­ριο κά­τω από την κλε­ψύ­δρα, κα­θώς και τα υπό­λοι­πα κεί­με­νά του.
Έχο­ντας με­λε­τή­σει τη γερ­μα­νι­κή και την πο­λω­νι­κή λο­γο­τε­χνία, ο Μπρού­νο Σουλτς δη­μιουρ­γεί έναν πρω­τό­τυ­πο μα­γι­κό κό­σμο, την ιδιω­τι­κή μυ­θο­λο­γία μιας οι­κο­γέ­νειας, με ένα ορ­για­στι­κό αν και κα­θό­λου εξε­ζη­τη­μέ­νο λε­ξι­λό­γιο, με μια γλώσ­σα που ξε­χει­λί­ζει ζωή και πρω­τα­γω­νι­στεί στην πλο­κή. Για να φι­λο­τε­χνή­σει μιαν εναλ­λα­κτι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ανά­λο­γη με την κό­σμο της παι­δι­κής φα­ντα­σί­ας, ο οποί­ος επι­βιώ­νει (;) εντός μας χά­ρη στις μνή­μες από την παι­δι­κή ηλι­κία. Ο Μπρού­νο Σουλτς, ένας από τους «με­γά­λους άγνω­στους» συγ­γρα­φείς του 20ού αιώ­να, γρά­φει, σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, με το πι­νέ­λο εξ­πρε­σιο­νι­στή ζω­γρά­φου.

Μπρούνο Σουλτς, «Γητεμένη πόλη ΙΙ» (Από το «Βιβλίο της Ειδωλολατρείας»)
Μπρούνο Σουλτς, «Γητεμένη πόλη ΙΙ» (Από το «Βιβλίο της Ειδωλολατρείας»)

Η με­τά­φρα­ση του βι­βλί­ου ήταν προ­φα­νώς ένα δύ­σκο­λο και μο­να­δι­κό εγ­χεί­ρη­μα, για­τί ο συγ­γρα­φέ­ας μας πε­ρι­γρά­φει ένα πο­λύ δι­κό του λα­μπε­ρό αλ­λά και πο­λύ κα­θη­με­ρι­νό «σύ­μπαν» σε μια μι­κρή και άγνω­στη πό­λη της Κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης, σε μια ζο­φε­ρή όσο και εν­δια­φέ­ρου­σα επο­χή, μέ­σα από απροσ­δό­κη­τους αλ­λά και πο­λύ εναρ­γείς λε­ξι­λο­γι­κούς συν­δυα­σμούς. Η από μέ­ρους χρή­ση της γλώσ­σας θυ­μί­ζει κά­πως το παι­δί που μα­θαί­νει τη γλώσ­σα και πει­ρα­μα­τί­ζε­ται ανα­γνω­ρί­ζο­ντας συ­μπα­ντι­κές αλή­θειες, όμως στην πε­ρί­πτω­ση του συγ­γρα­φέα αυ­τός πε­ρι­γρά­φει όσα (ανα)γνω­ρί­ζει σε μια ώρι­μη, «σο­φή» δεύ­τε­ρη παι­δι­κή ηλι­κία, την «ιδιο­φυή επο­χή», για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με έκ­φρα­ση που εί­ναι και τί­τλος ενός δι­η­γή­μα­τός του.
Ας δού­με πώς έφε­ρε εις πέ­ρας αυ­τό το έρ­γο η με­τα­φρά­στρια, κα­θη­γή­τρια σλα­βι­κής φι­λο­λο­γί­ας στην οποία οφεί­λου­με και το κα­τα­το­πι­στι­κό­τα­το Επί­με­τρο και την Ερ­γο­βιο­γρα­φία που πε­ρι­λαμ­βά­νει το βι­βλίο.

Μπρούνο Σουλτς, «Λάγνες», 1936
Μπρούνο Σουλτς, «Λάγνες», 1936

——————
Πα­λιό πο­λω­νέ­ζι­κο ταν­γκό

——————

  • Τη με­τά­φρα­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου έρ­γου την προ­τεί­να­τε εσείς στον εκ­δό­τη ή σας την πρό­τει­νε εκεί­νος;

Μου την πρό­τει­ναν από τον εκ­δο­τι­κό οί­κο. Δέ­χτη­κα αμέ­σως, από τον φό­βο ή μάλ­λον από το αδια­νό­η­το του ότι με μια άρ­νη­σή μου θα άφη­να το πε­ρι­θώ­ριο να με­τα­φρά­σει τον Σουλτς κά­ποιος άλ­λος. Εί­χα από την πρώ­τη στιγ­μή την εντύ­πω­ση μια απο­στο­λής, την οποία δεν επι­τρε­πό­ταν να απαρ­νη­θώ, την αί­σθη­ση μιας ευ­λο­γί­ας, ενός προ­νο­μί­ου. Η πρό­τα­ση ήταν δώ­ρο για μέ­να.

  • Τι σας δυ­σκό­λε­ψε πιο πο­λύ σε αυ­τή τη με­τά­φρα­ση; Υπήρ­ξε κά­ποιος γε­νι­κός τρό­πος αντι­με­τώ­πι­σης των δυ­σκο­λιών, μια «με­τα­φρα­στι­κή στρα­τη­γι­κή», ας πού­με;

    Αυ­τό που δυ­σκο­λεύ­ει στη με­τά­φρα­ση του Σουλτς εί­ναι ακρι­βώς αυ­τό που ονο­μά­ζε­τε στον πρό­λο­γό σας «απροσ­δό­κη­τους και εναρ­γείς λε­ξι­λο­γι­κούς συν­δυα­σμούς». Δεν υπάρ­χει κα­μία ανά­σα ευ­κο­λί­ας στα κεί­με­νά του, επει­δή δεν υπάρ­χει η ευ­κο­λία του λο­γι­κού συ­νειρ­μού, το «αυ­το­νό­η­το». Ο Σουλτς εί­ναι απα­ρά­μιλ­λος στις με­τα­φο­ρές και τις πα­ρο­μοιώ­σεις του, επει­δή δια­θέ­τει μια παι­δι­κή μα­τιά που αρ­νεί­ται να ακο­λου­θή­σει συ­νή­θεις, ανα­με­νό­με­νες δια­δρο­μές σκέ­ψης και δια­τυ­πώ­σεις. Πε­ρι­γρά­φει συγ­χρό­νως με συ­νε­χείς αλ­λα­γές φα­κών εστί­α­σης – φα­κών δια­σταλ­τι­κών, τη­λε­σκο­πι­κών, μι­κρο­σκο­πι­κών – χω­ρίς να αφή­νει τον με­τα­φρα­στή του δευ­τε­ρό­λε­πτο ήσυ­χο να συ­να­ντή­σει κά­τι το ανα­με­νό­με­νο.
    Δύ­σκο­λο πράγ­μα στη με­τά­φρα­ση αυ­τή ήταν και η ευ­θύ­νη, η ανη­συ­χία μή­πως δε στα­θώ στο ύψος του κει­μέ­νου και το αδι­κή­σω. Εί­ναι δύ­σκο­λο να βρί­σκε­σαι μπρο­στά σε ένα κεί­με­νο που για σέ­να εί­ναι ιε­ρό. Κά­θε κεί­με­νο, ει­δι­κά κά­θε λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο, εί­ναι έρ­μαιο στα χέ­ρια του με­τα­φρα­στή του, και ο απαι­τού­με­νος σε­βα­σμός δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­τος. Υπάρ­χουν πολ­λοί με­τα­φρα­στές που δυ­σκο­λεύ­ο­νται να ξε­πε­ρά­σουν το «εγώ» τους και θε­ω­ρούν πως πρέ­πει να αφή­σουν τη σφρα­γί­δα τους στο με­τά­φρα­σμα. Αυ­τό κα­τά τη γνώ­μη μου αγ­γί­ζει τα όρια της ανη­θι­κό­τη­τας.
    Η μό­νη στρα­τη­γι­κή για μέ­να απέ­να­ντι σε κά­θε κεί­με­νο, ει­δι­κό­τε­ρα όμως στα κεί­με­να του Σουλτς, εί­ναι η τέ­λεια πα­ρά­δο­ση στη ροή της αφή­γη­σης του συγ­γρα­φέα, ο αυ­τό­μα­τος, σχε­δόν ασυ­νεί­δη­τος, συγ­χρο­νι­σμός με τους δι­κούς του ρυθ­μούς και επι­τα­γές, η οι­κειο­θε­λής πα­ραί­τη­ση από κά­θε δι­κή μου άπο­ψη σχε­τι­κά με την αφή­γη­ση. Πρό­κει­ται για μια «μέ­θο­δο Στα­νι­σλάφ­σκι» της με­τά­φρα­σης – οφεί­λεις να ιδιο­ποιεί­σαι τη γλώσ­σα, τους ρυθ­μούς, τη μου­σι­κό­τη­τα του συγ­γρα­φέα όπως ο ηθο­ποιός οφεί­λει να μπαί­νει στο πε­τσί του ήρωα που υπο­δύ­ε­ται. Κά­τι σαν κα­τά­στα­ση ύπνω­σης. Μου συμ­βαί­νει να μην ανα­γνω­ρί­ζω τη με­τά­φρα­σή μου και να τη δια­βά­ζω σαν ένα εντε­λώς νέο κεί­με­νο, επει­δή την ώρα που με­τέ­φρα­ζα εί­χα ξε­χά­σει πως έγρα­φα εγώ και όχι ο συγ­γρα­φέ­ας. Που απλώς μου υπα­γό­ρευε στα ελ­λη­νι­κά. Όμοια με γραμ­μα­τέα που στε­νο­γρα­φεί αυ­τό που της υπα­γο­ρεύ­ει ο προϊ­στά­με­νός της. Κά­τι τέ­τοιο. Η ιε­ραρ­χία εί­ναι δε­δο­μέ­νη, η υπο­τα­γή και υπα­κοή σε αυ­τό τον προϊ­στά­με­νο οι­κειο­θε­λής. Φυ­σι­κά πρό­κει­ται για μια κά­πως υπο­κρι­τι­κή σε­μνό­τη­τα – υπο­χώ­ρη­ση. Αν η με­τά­φρα­ση αρέ­σει, νιώ­θεις κά­τι πα­ρα­πά­νω από υπά­κουη στε­νο­γρά­φος.

    • Πώς εί­ναι να με­τα­φρά­ζεις από μια γλώσ­σα από την οποία έχουν με­τα­φρα­στεί πο­λύ λί­γα έρ­γα στα ελ­λη­νι­κά; Δε βρί­σκε­τε ότι πα­ρου­σιά­ζει κά­πως τις δυ­σκο­λί­ες αλ­λά και τις εκ­πλή­ξεις ενός δρό­μου ελά­χι­στα περ­πα­τη­μέ­νου;

      Όχι. Το πό­σο πολ­λές ή λί­γες εί­ναι οι με­τα­φρά­σεις από τη μια ή την άλ­λη γλώσ­σα δεν αλ­λά­ζει κά­τι στη δια­δι­κα­σία. Τις εκ­πλή­ξεις «του ελά­χι­στα περ­πα­τη­μέ­νου δρό­μου» τις επι­φυ­λάσ­σει στον με­τα­φρα­στή ο εκά­στο­τε λο­γο­τέ­χνης, ανε­ξαρ­τή­τως γλώσ­σας. Στην πε­ρί­πτω­ση λι­γό­τε­ρο δια­δε­δο­μέ­νων γλωσ­σών, απλώς, έχεις στη διά­θε­σή σου λι­γό­τε­ρα ερ­γα­λεία με­τά­φρα­σης – δεν υπάρ­χουν τα ανά­λο­γα λε­ξι­κά και βοη­θή­μα­τα. Κα­τα­φεύ­γεις ανα­γκα­στι­κά σε λε­ξι­κά προς άλ­λες γλώσ­σες για την ανα­ζή­τη­ση μιας άγνω­στης λέ­ξης ή έκ­φρα­σης.

      • Δε­δο­μέ­νου ότι έχε­τε πί­σω σας ένα πλού­σιο με­τα­φρα­στι­κό έρ­γο από σλα­βι­κές γλώσ­σες, πώς θα συ­γκρί­να­τε τις δυ­σκο­λί­ες αυ­τού του βι­βλί­ου με τις δυ­σκο­λί­ες κά­ποιων άλ­λων;

        Αυ­τό το βι­βλίο ήταν πο­λύ δύ­σκο­λο να με­τα­φρα­στεί. Σε μια σκά­λα δυ­σκο­λί­ας όλων των με­τα­φρά­σε­ων που έχω κά­νει, ο Σουλτς (ίσως πα­ρέα με ένα κεί­με­νο του Μού­ζιλ) κα­τέ­χει την πρώ­τη θέ­ση.

        • Τι ρό­λο παί­ζει στη γρα­φή του συγ­γρα­φέα το γε­γο­νός ότι ήταν (και) ζω­γρά­φος; Σας βο­ή­θη­σε μια –έστω και γρή­γο­ρη «με­λέ­τη»– τoυ ζω­γρα­φι­κού του έρ­γου στη με­τά­φρα­ση;

        Η πα­ρα­τή­ρη­ση των πι­νά­κων του Σουλτς, των χα­ρα­κτι­κών του κυ­ρί­ως (εί­χε επι­νο­ή­σει ο ίδιος και μια δι­κή του μέ­θο­δο για τα χα­ρα­κτι­κά του) με έβα­λε στο κλί­μα των ιστο­ριών του. Από την άλ­λη, η γρα­φή του δεν σου επι­τρέ­πει να ξε­χά­σεις πως έχεις να κά­νεις με ζω­γρά­φο. Απο­τυ­πώ­νει τις ει­κό­νες απο­λύ­τως ως ζω­γρά­φος – χρώ­μα­τα, σχή­μα­τα, όγκοι, προ­ο­πτι­κές, βά­θος, οφθαλ­μα­πά­τες. Όλα του τα κεί­με­να εί­ναι μια ζω­γρα­φι­κή σε λέ­ξεις.

        • Ο συγ­γρα­φέ­ας έχει γα­λου­χη­θεί, κα­τά κύ­ριο λό­γο, με την πο­λω­νι­κή και τη γερ­μα­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Όπως γρά­φε­τε στο «Επί­με­τρο», μάλ­λον δεν εί­χε σχέ­ση με τη λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση των γί­ντις, ού­τε ίσως και με την πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση των Εβραί­ων της Mitteleuropa. Θα θέ­λα­τε να μας το ανα­λύ­σε­τε κά­πως αυ­τό και να προ­βεί­τε σε κά­ποιες συ­γκρί­σεις ή ανα­φο­ρές σε άλ­λους Εβραί­ους συγ­γρα­φείς της Με­σευ­ρώ­πης, ει­δι­κά δε στον Ισα­άκ Μπά­σε­βις Σίν­γκερ;

          Όχι, ο Σουλτς δεν φαί­νε­ται να έχει κα­μία σχέ­ση με την εβραϊ­κή πα­ρά­δο­ση των στετλ*. Ο Σουλτς πε­ρι­γρά­φει το πε­ρι­βάλ­λον μιας αστι­κής εμπο­ρι­κής οι­κο­γέ­νειας στις ανα­το­λι­κές πα­ρυ­φές της Πο­λω­νί­ας, χω­ρίς κα­θό­λου ανα­φο­ρές ή υπαι­νιγ­μούς στην εβραϊ­κή θρη­σκευ­τι­κή ταυ­τό­τη­τα των ηρώ­ων του. Ο Σίν­γκερ, του­λά­χι­στον στο πρώ­το χρο­νο­λο­γι­κά τμή­μα του έρ­γου του, αυ­τό πριν τη με­τα­νά­στευ­σή του στην Αμε­ρι­κή, απο­τύ­πω­σε το εβραϊ­κό χω­ριό της κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης, τα ήθη, τους ρα­βί­νους, στιγ­μιό­τυ­πα απα­ρά­μιλ­λα, κα­θό­τι χα­μέ­να πια εδώ και πολ­λά πολ­λά χρό­νια. Ο Σουλτς, αντι­θέ­τως, δεν ανα­φέ­ρε­ται σε Εβραί­ους. Και εί­ναι πά­ντα στα­θε­ρός στη θε­μα­τι­κή του: οι ήρω­ές του κι­νού­νται πά­ντα στην ίδια (ανώ­νυ­μη) επαρ­χια­κή πό­λη, στο εμπο­ρι­κό κα­τά­στη­μα του πα­τέ­ρα του, στο σχο­λείο, στο δά­σος έξω από την πό­λη. Εί­ναι ο πα­τέ­ρας, η μη­τέ­ρα, οι υπάλ­λη­λοι του μα­γα­ζιού, κά­ποιοι τύ­ποι της πό­λης, ο δά­σκα­λος της ιχνο­γρα­φί­ας. Άθρη­σκοι, χω­ρίς πο­λι­τι­σμι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που να πα­ρα­πέ­μπουν, έστω και στο ελά­χι­στο, στην πί­στη τους.

          • Εί­στε και κα­θη­γή­τρια σλα­βι­κών γλωσ­σών. «Νιώ­θε­τε» πως η δι­δα­σκα­λία της γλώσ­σας, και της λο­γο­τε­χνί­ας σας επη­ρε­ά­ζουν, κά­πως, στον τρό­πο που με­τα­φρά­ζε­τε; Και πώς;

          Αν και έχει τύ­χει να δι­δά­ξω και σλα­βι­κές γλώσ­σες, εί­μαι κα­θη­γή­τρια σλα­βι­κών λο­γο­τε­χνιών. Δεν με επη­ρε­ά­ζει όμως η ιδιό­τη­τά μου αυ­τή στη με­τά­φρα­ση. Αντι­θέ­τως, νιώ­θω πως η με­τά­φρα­ση με επη­ρε­ά­ζει πο­λύ στον τρό­πο που δι­δά­σκω. Ή με κα­τευ­θύ­νει ως προς το εί­δος του εν­θου­σια­σμού που θέ­λω να «πε­ρά­σω» στους φοι­τη­τές μου: την αγά­πη για το «μα­κριά», αυ­τό το υπέ­ρο­χο συ­ναί­σθη­μα που οι Γερ­μα­νοί πε­ρι­γρά­φουν με τον όρο “Fernweh”. Να τους σπρώ­ξω στο ξε­κί­νη­μα ενός τα­ξι­διού τους. Θέ­λω να τους δι­δά­ξω να φεύ­γουν, να αλ­λά­ζουν κό­σμους και να γνω­ρί­ζουν και­νούρ­γιους. Η με­τά­φρα­ση εί­ναι για μέ­να η απαρ­χή κά­θε δι­δα­σκα­λί­ας: Σε κά­θε μά­θη­μα, όλοι, αυ­τό κά­νου­με: Με­τα­φέ­ρου­με τη γνώ­ση με­τα­φρά­ζο­ντάς την, εξη­γώ­ντας την, κά­νο­ντάς την κα­τα­νοη­τή, στους μα­θη­τές μας. Επο­μέ­νως η με­τά­φρα­ση προη­γεί­ται της δι­δα­σκα­λί­ας. Πε­ραι­τέ­ρω, η με­τά­φρα­ση έχει να κά­νει με την επι­κοι­νω­νία, με τη λύ­ση αυ­τής της αγω­νί­ας που επι­φέ­ρει το «δεν κα­τα­λα­βαί­νω, τι λέ­ει εδώ»; Οι γλώσ­σες λει­τουρ­γούν συ­χνά σαν μπά­ρες σε με­θο­ρια­κούς σταθ­μούς. Και ο με­τα­φρα­στής πλη­σιά­ζει τη μπά­ρα και τη ση­κώ­νει – το σύ­νο­ρο, το όριο κα­ταρ­γεί­ται. Επί­σης, η με­τά­φρα­ση έχει να κά­νει με τη μη απο­δο­χή της σιω­πής ή μάλ­λον του σιω­πη­τή­ριου που θέ­λει να επι­βά­λει ο θά­να­τος. Ο βί­αιος θά­να­τος του Σουλτς κα­ταρ­γεί­ται, η σφαί­ρα του να­ζι­στή αξιω­μα­τι­κού στον κρό­τα­φο του Σουλτς, στον κρό­τα­φο της ευ­ρω­παϊ­κής λο­γο­τε­χνί­ας, επι­στρέ­φει πί­σω στην κά­νη, σε μια κί­νη­ση που την ελέγ­χου­με εμείς, οι με­τα­φρα­στές του: Η σφαί­ρα απώ­τε­ρο στό­χο εί­χε να τον κά­νει να σω­πά­σει, να τον αφα­νί­σει. Εμείς στα­μα­τά­με τη σφαί­ρα και πολ­λα­πλα­σιά­ζου­με τη φω­νή του. Έχου­με πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη απ’ ό,τι κι εμείς οι ίδιοι φα­ντα­ζό­μα­στε. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη απ’ όλες τις σφαί­ρες των να­ζί.

          *shtetl ση­μαί­νει στα γί­ντις την πο­λί­χνη της Κ. Ευ­ρώ­πης όπου κα­τοι­κού­σαν κα­τά κύ­ριο λό­γο Εβραί­οι, προ­φα­νώς πριν το Ολο­καύ­τω­μα.

          Μπρούνο Σουλτς, «Η βασιλοπούλα και οι νάνοι της» (από το «Βιβλίο της Ειδωλολατρείας»)
          Μπρούνο Σουλτς, «Η βασιλοπούλα και οι νάνοι της» (από το «Βιβλίο της Ειδωλολατρείας»)
          ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
           

          αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: