Η ομορφιά που κανιβαλικά μας προκαλεί

Αντώνης Φωστιέρης, «Θάνατος ο Δεύτερος», εκδ. Καστανιώτη 2020

Beatus de Lieaabana, «Η γυναίκα καθισμένη στο θηρίο», μικρογραφία από χειρόγραφο του 10ου αι. Β. Ισπανία.
Beatus de Lieaabana, «Η γυναίκα καθισμένη στο θηρίο», μικρογραφία από χειρόγραφο του 10ου αι. Β. Ισπανία.

Αν ο ομη­ρι­κός Oδυσ­σέ­ας κα­τέ­βη­κε στον Άδη για να πά­ρει πλη­ρο­φο­ρί­ες για την πο­ρεία του προς την Ιθά­κη, αν ο Δά­ντης Αλι­γκιέ­ρι μα­ζί με τον Βιρ­γί­λιο κα­τέ­βη­κε επί­σης για να δει την έκ­πτω­ση κά­θε με­γα­λεί­ου –δό­ξας, ομορ­φιάς, πλού­του, έρω­τα–, αν ο Ράι­νερ Μα­ρία Ρίλ­κε κα­τέ­βη­κε επί­σης για να εξε­ρευ­νή­σει τον θά­να­το, αν ο Κά­ρο­λος Μπω­ντλαίρ χρειά­στη­κε plonger au fond de l’inconnu pour trouver du nouveau, αν ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός χρειά­στη­κε μια κα­τά­βα­ση στο εί­ναι του για να ανα­ζη­τή­σει την ελ­πί­δα, αν ο Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης χρειά­στη­κε και αυ­τός τους πε­θα­μέ­νους για να τον ορ­μη­νέ­ψουν, αν ο Ελύ­της τα­ξί­δε­ψε μα­κριά στο σώ­μα και στο χώ­μα να βρει ποιος εί­ναι, δεν μας φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο που και ο Αντώ­νης Φω­στιέ­ρης μια πα­ρό­μοια κά­θο­δο επι­χει­ρεί, μό­νο που την απο­ψι­λώ­νει από όποιο μύ­θευ­μα και καλ­λι­τε­χνι­κή με­τα­φο­ρά.
Βά­ζει τον θά­να­το στο μι­κρο­σκό­πιο και χω­ρίς ποι­η­τι­κές με­τα­ποι­ή­σεις ερευ­νά το εί­ναι του, τη σύ­στα­σή του, το κά­θε μό­ριο της ύλης του. Ο Θά­να­τος εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρών, αό­ρα­τος λά­μπει σε ό,τι γεν­νιέ­ται ση­μα­το­δο­τώ­ντας την κα­τά­λη­ξή του. Θά-να-τος με τη μελ­λο­ντι­κή απει­λή τού «Θα», του προσ­δoκώ­με­νου, του ανα­με­νό­με­νου και μελ­λού­με­νου, και του «Να», του τε­λι­κού, βου­λη­τι­κού, επι­τα­τι­κού και προ­στα­κτι­κού. «Και το πιο σπου­δαίο απ’ όλα: θα πε­θά­νεις» (Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Ο μι­κρός ναυ­τί­λος, «Και με φως και με θά­να­τον» 21).
Η πρώ­τη αλή­θεια εί­ναι ο θά­να­τος
, έχει επί­σης πει ο Ελύ­της, πε­ρι­μέ­νο­ντας να δει ποια εί­ναι η τε­λευ­ταία. Ο Φω­στιέ­ρης ακο­λου­θώ­ντας αντί­στρο­φη πο­ρεία αρ­χί­ζει με αυ­τόν που εί­ναι προ­φα­νής, ο Δεύ­τε­ρος, και μας υπο­χρε­ώ­νει να βρού­με τον Πρώ­το.
Πα­ρα­κάμ­πτο­ντας το μό­το από τον Ιω­άν­νη της Απο­κα­λύ­ψε­ως, ότι ο Θά­να­τος ο Δεύ­τε­ρος εί­ναι αυ­τός που μα­ζί με τον Άδη «ἐβλή­θη­σαν εἰς τὴν λί­μνην τοῦ πυ­ρός», για τους μη έχο­ντας με­τα­φυ­σι­κή πί­στη και ελ­πί­δα, την οποία και ο ποι­η­τής δεν φαί­νε­ται να έχει, αρ­χί­ζει η έρευ­να.

Κα­λύ­τε­ρα θα ήταν να πού­με πως ο ποι­η­τής γρά­φει έχο­ντας γνώ­ση των πά­ντων: «Μι­λάω ση­μαί­νει έχω ακού­σει»  –και μά­λι­στα μέ­σα στην κοι­λιά της μά­νας–  τα «θρυμ­μα­τι­σμέ­να γυα­λιά» του πυ­ρή­να, τα οποία βά­ζει στο τρα­πέ­ζι του, κά­τω από το μι­κρο­σκό­πιο, για να βρει τα μι­κρά της ύλης του μό­ρια, εκεί­να τα άφθαρ­τα και «ανώ­νυ­μα ψι­χία». Για να μας πεί­σει για την αλή­θεια του θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την επι­στη­μο­νι­κή ορο­λο­γία, θα επι­ση­μά­νει τα «πρω­τό­νια που έπλα­σαν τα χεί­λη του Ομή­ρου», τα «κουάρκς από τα δά­χτυ­λα του Μπαχ», το μή­λο του Αδάμ, του Νεύ­τω­να, του Γου­λιέλ­μου Τέλ­λου. Να την λοι­πόν η αιω­νιό­τη­τα και η αφθαρ­σία της ύλης «στη νοη­τή Δε­ξα­με­νή τού Επέ­κει­να, / Σε μια υπερ­κό­σμια λί­μνη /  Φώ­των ή πυ­ρός». Έτσι εί­ναι; Θα ανα­τρέ­ξω και πά­λι στον Ελύ­τη, ο οποί­ος επί­σης εί­χε ακού­σει ότι «κά­που / συ­ντε­λε­σμέ­νη κεί­ται η Τε­λειό­τη­τα / κι αφή­νει να κυ­λή­σει ώσα­με δω ρυά­κι / ο Vivaldi o Mozart» (Τρία Ποι­ή­μα­τα, «Ο κή­πος βλέ­πει», 1).

Η αθα­να­σία της ψυ­χής εί­ναι μία θε­ω­ρία, η αφθαρ­σία της ύλης εί­ναι μία άλ­λη, και οι δύο μα­ζί η ελ­πί­δα και η πα­ρη­γο­ριά μας. Ο Φω­στιέ­ρης δου­λεύ­ει συ­στη­μα­τι­κά πά­νω στις θε­ω­ρί­ες που δια­τυ­πώ­θη­καν πά­νω στο εί­ναι και στο μη εί­ναι, στο υπάρ­χει και στο δεν υπάρ­χει. Με με­γά­λη προ­σο­χή και χω­ρίς εν­δοια­σμούς χτυ­πά κα­τά μέ­τω­πον τις θε­ω­ρί­ες, δεν κα­τα­δέ­χε­ται τις ωραιο­ποι­η­τι­κές επι­κα­λύ­ψεις της αλή­θειας, επι­τί­θε­ται στην ανερ­μά­τι­στη αι­σιο­δο­ξία: «Ό,τι έσβη­σε /  Μια χί­μαι­ρα ήταν μό­νο /  Ίσκιος του ίσκιου του». Ιδε­α­λι­στής, πλα­τω­νι­στής, ρε­α­λι­στής; Ό,τι και να εί­ναι, «αυ­τό που υπήρ­ξε κά­πο­τε / Και τώ­ρα δεν υπάρ­χει/  Πο­τέ δεν υπήρ­ξε / Πο­τέ». Η επα­νά­λη­ψη του «πο­τέ» με σκο­πι­μό­τη­τα, με πρό­θε­ση, αλ­λά με ει­λι­κρί­νεια, όχι με δό­λο. Μην αυ­τα­πα­τά­στε. Μην κα­τα­δέ­χε­στε μά­ταιες ελ­πί­δες, τί­πο­τα δεν υπάρ­χει. Λά­σπη μό­νο. Από αυ­τή τη λά­σπη και το τί­πο­τα όμως γεν­νή­θη­κε ο Λό­γος, η Μου­σι­κή, η Σκέ­ψη και η Αστρα­πή. Μή­πως αυ­τός ο Δεύ­τε­ρος Θά­να­τος, εί­ναι η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση εκεί­νου του πρώ­του, η κα­τά­λη­ξη της ύλης, και αυ­τός εί­ναι η αι­τία της καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας; Μή­πως όλη αυ­τή η συ­ζή­τη­ση πά­νω στην ανυ­παρ­ξία γεν­νά­ει και αυ­τή με τη σει­ρά της μιαν άλ­λη ύπαρ­ξη; «Μή­πως η αλή­θεια του ρυθ­μού / Κλω­σά­ει μιαν άλ­λη αλή­θεια»;

Δια­σταυ­ρώ­νο­ντας δύο δί­στι­χα: «Θα ’μου­να κά­πο­τε ψυ­χή /  Κι εί­πα να γί­νω σώ­μα» και «Κι αν μό­νο σπί­θα εί­ν᾽ η ψυ­χή / Π’ ανά­βει απ’ το σώ­μα;», ο ποι­η­τής θέ­τει ερώ­τη­μα οντο­λο­γι­κό, αλ­λά απα­ντή­σεις δεν παίρ­νει από το βω­βό, ασυ­γκί­νη­το, «αυ­τι­στι­κό Σύ­μπαν», που κα­τα­λή­γει σε έναν «βε­λού­δι­νο δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βο». Και αυ­τή εί­ναι μία μο­ντέρ­να εκ­δο­χή, η οποία πέ­τα­ξε έξω από το πε­δίο τον πα­ρα­δο­σια­κό ασυ­γκί­νη­το Χά­ρο­ντα, που σέρ­νει το αν­θρώ­πι­νο κο­πά­δι δε­μέ­νο στου αλό­γου του τα κα­πού­λια, έχο­ντας όμως ακρι­βώς τα ίδια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά με το ασυ­γκί­νη­το και α-πρό­σω­πο Σύ­μπαν.
Για­τί, όπως και να το πει κα­νείς, Σύ­μπαν, Φύ­ση, Θεό, Χά­ρο­ντα, αυ­τό το ό,τι τέ­λος πά­ντων εί­ναι, αυ­τό δί­νει, παίρ­νει, χα­ρί­ζει και αδια­φο­ρεί για των «επι­πτώ­σε­ων τις πτώ­σεις», όπως θα έλε­γε ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, για την τύ­χη που, χω­ρίς με­τα­φυ­σι­κή σκο­πι­μό­τη­τα, χω­ρίς συ­νεί­δη­ση του τι κά­νει, κά­νει, ωστό­σο, τη δου­λειά του: δά­νει­σε στη ζωή το δύ­σμοι­ρο ελά­χι­στο εί­ναι μας, για να το αλέ­σει και να το λειώ­σει κα­νο­νι­κά, μέ­χρι να το με­τα­τρέ­ψει σε πρω­τό­νιο και κουάρκ.
Ο ποι­η­τής θα δει και το θέ­μα της πλη­κτι­κής αιω­νιό­τη­τας και της ομορ­φιάς που έχει η ζωή με τα συ­μπα­ρο­μαρ­τού­ντα της. Αντι­νο­μί­ες διαρ­κώς. Δεν θα πα­ρα­λεί­ψει να ψι­θυ­ρί­σει θραύ­σμα­τα από άλ­λες συλ­λο­γές του, από άλ­λους ποι­η­τές –την πρώ­τη στα­γό­να της βρο­χής του Ελύ­τη, την άμ­μο την ξαν­θή του Σε­φέ­ρη, το λιό­γερ­μα του Ρί­τσου–, και το ερώ­τη­μα: χω­ρίς τις έγνοιες, χω­ρίς το σώ­μα, την ύλη και τα δει­νά της, τι αξία θα εί­χε η ζωή; Τι εί­πε ο Δη­μό­κρι­τος, τι ο Ανα­ξα­γό­ρας, και τι ο Πρω­τα­γό­ρας, «τι σαρ­κω­μέ­νη Ποί­η­ση /  Τι θεία φα­ντα­σία»!
Ο Φω­στιέ­ρης παί­ζει με τους ήχους, παί­ζει με τους στί­χους σε ένα δι­κό του πε­ντά­γραμ­μο, παί­ζει με φι­λο­σό­φους, με στο­χα­στές, με ποι­η­τές κι όλους εκεί­νους που πριν από αυ­τόν θέ­λη­σαν να ερ­μη­νεύ­σουν το μέ­γα αγα­θό, το υπέ­ρο­χο αυ­τό «Παζλ», το επί­σης υπέ­ρο­χο «Ερ­γο­στά­σιο», την ομορ­φιά που κα­νι­βα­λι­κά τον προ­κα­λεί, μας προ­κα­λεί:

Θες με τα νύχια σου να γδάρεις το τοπίο
Να κάνεις το κορίτσι μια μπουκιά
Να τραγανίσεις το φεγγάρι ακέραιο
                  Να τρέξει            
Αίμα στο δικό σου αίμα μέσα η ομορφιά.
                  Να τρέξει αίμα
.

Κά­τι από την ελυ­τι­κή Μα­ρία Νε­φέ­λη, κά­τι από το ελιο­τι­κό «Από­σπα­σμα από έναν αγώ­να», γδαρ­σί­μα­τα, νυ­χιές και κα­νι­βα­λι­σμός εί­ναι και η ομορ­φιά, δη­λα­δή ο έρω­τας. Εκεί­νες που ερω­τεύ­τη­κε ο Δί­ας ξέ­ρουν κα­λά ποια εί­ναι η τύ­χη τους. Οι μύ­θοι λέ­νε αλή­θειες. Οι στί­χοι μι­σο­κρύ­βουν και μι­σο­φα­νε­ρώ­νουν, εί­ναι η επι­φά­νεια, για­τί «Το σώ­μα σου έν­δυ­μα / Μαν­δύ­ας του Πα­ντός». «Το πνεύ­μα εν­δί­δει αδιά­ντρο­πα / Στα θέλ­γη­τρα της ύλης;» (ο Κα­βά­φης ξέ­ρει, αλ­λά…). Όλα απει­λού­νται πα­γι­δευ­μέ­να σε ένα αό­ρα­το δί­χτυ αρά­χνης. Υπο­μο­νε­τι­κά ο Αρ­χάγ­γε­λος-Θά­να­τος πε­ρι­μέ­νει στην απέ­να­ντι όχθη, με εφ’ όπλου λόγ­χη.
Τι με­ταλ­λά­ξεις έχει πε­ρά­σει ο κό­σμος, τι ζού­γκλα κρύ­βε­ται κά­τω από το χα­λί μας, στα ξύ­λα στο τζά­κι; Τι λί­πα­σμα έχει ετοι­μα­στεί και υπο­δέ­χε­ται το νέο – «σάρ­κες», «φύλ­λα», «καρ­ποί», «σκέ­ψεις», «αι­σθή­μα­τα», όλα σα­πί­ζουν και γί­νο­νται λά­σπη, από όπου θα φυ­τρώ­σει «Το μέλ­λον». Δη­λα­δή η ύπαρ­ξη, δη­λα­δή ο θά­να­τος, δη­λα­δή η ανυ­παρ­ξία, δη­λα­δή η σα­πι­σμέ­νη ύλη, με τον θά­να­το επι­στρέ­φει στο χώ­μα («Σω­σί­βιο χώ­μα» το απο­κά­λε­σε, προ­σφά­τως, ο Κώ­στας Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου), εκεί θα σω­θεί ό,τι έχει στη ζωή χα­θεί. Το μέλ­λον έρ­χε­ται μέ­σα από το σά­πιο πα­ρελ­θόν και κου­βα­λά­ει το θνη­τό του εί­ναι. Φαί­νε­ται στα μι­κρά «Υλι­κά κα­τε­δα­φί­σε­ων – Υλι­κά οι­κο­δο­μών»: «Το σώ­μα πα­λιώ­νει σαν ρού­χο», «Όμορ­φος κό­σμος. / Όμορ­φος; Ένα βου­νό απορ­ρίμ­μα­τα / Χυ­μέ­να όπως-όπως. / (Έτσι το εί­πε)». Ποιος το εί­πε; Ότι ο κό­σμος εί­ναι όμορ­φος και ηθι­κός; ο Σο­λω­μός· ότι εί­ναι «Λί­θοι και πλίν­θοι και ξύ­λα και κέ­ρα­μοι ατά­κτως ερ­ριμ­μέ­να»; ο Σω­κρά­της. Και από τους δυο πιο πριν ο Ηρά­κλει­τος: «Ώσπερ σάρ­μα ει­κή κε­χυ­μέ­νον ο κάλ­λι­στος κό­σμος». Και η αντι­νο­μία: «Το γή­ρας / Πα­ρά τα χρό­νια του / Έρ­χε­ται τρέ­χο­ντας», και άλ­λη μία: «Το πιο με­γά­λο δώ­ρο» και ως αντα­πό­δο­ση «το μι­κρό­τε­ρο ρή­μα / “Ζω”», και ακό­μα μία: «ολό­κλη­ρη ζωή / Στην τε­φρο­δό­χο ενός βι­βλί­ου». Ο Φαί­δων ριγ­μέ­νος στη λά­σπη, λέ­ει ο Κα­ρυω­τά­κης, «Θαυ­μα­στό βι­βλίο που οι έν­νοιές του δε θα το σώ­σουν από τον άνε­μο και τη βρο­χή, από τα στοι­χεία και τους αν­θρώ­πους». Και για­τί ο Φαί­δων και όχι κά­ποιος άλ­λος; Για­τί εκεί ο μέ­γας Πλά­των συ­νο­μι­λεί «Πε­ρί ψυ­χής»· υπάρ­χει ή δεν υπάρ­χει; Ο Κα­ρυω­τά­κης θα τα­χθεί με το «δεν», με το άπει­ρο και το μη­δέν. Και ο Φω­στιέ­ρης δεν αφιε­ρώ­νει το εξαι­ρε­τι­κό «κρυ­φό σο­νέ­το» του στον αυ­τό­χει­ρα τυ­χαί­ως, δι­πλω­μέ­νο με φως και με θά­να­το, αντι­νο­μί­ες, κρυ­φές ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ες, πα­ρη­χή­σεις, συ­νη­χή­σεις, κα­ρυω­τα­κι­κά υλι­κά σε φω­στιε­ρι­κή κα­τα­σκευή.

Τι κά­νει ο ποι­η­τής σ’ αυ­τή τη συλ­λο­γή; Τον γύ­ρο του κό­σμου, των ιδε­ών, των θε­ω­ριών, απο­φλοιώ­νει τον ωραίο καρ­πό, τε­λεί­ως, και φτά­νει στο κου­κού­τσι και στο μέλ­λον γε­νέ­σθαι, στον σπό­ρο που θα βλα­στή­σει πά­λι. Σε δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, εις εαυ­τόν, αλ­λά και εις ημάς, τους υπο­κρι­τές ανα­γνώ­στες, απευ­θύ­νει την ει­ρω­νεία του, το πι­κρό πα­ρά­πο­νό του από τον βια­στι­κό ανα­γνώ­στη που «Κου­τρου­βα­λώ­ντας [...] πε­τα­χτά» φτά­νει στον «τε­λευ­ταίο στί­χο», λύ­νο­ντας τον γρί­φο, για τον οποίο ο ποι­η­τής παι­δεύ­τη­κε. Ενή­με­ρος εφ’ όλης της ύλης, γνω­ρί­ζο­ντας όλες τις φι­λο­σο­φι­κές θε­ω­ρί­ες, έχο­ντας ξε­σκο­νί­σει όλες τις θρη­σκεί­ες και τα κλα­σι­κά έρ­γα, πη­γαι­νό­ερ­χε­ται με την άνε­ση αρι­στο­κρά­τη που αφ’ υψη­λού απο­δέ­χε­ται εκεί­νο που η φύ­ση –που κά­ποιοι τη λέ­νε μοί­ρα– έχει επι­λέ­ξει για το τέ­λος.
Τέ­λος, μια λέ­ξη, η οποία κλεί­νει τον κύ­κλο, και ο κύ­κλος τέ­λος και αρ­χή δεν έχει. Όπως μας τον πα­ρέ­δω­σε ο Ηρά­κλει­τος, οδός άνω κά­τω μία και ωυ­τή, όπως μας τον πα­ρα­δί­δει και ο Έλιοτ, το τέ­λος μου εί­ναι στην αρ­χή μου.

Αντι­κει­με­νι­κά όλα και από από­στα­ση. Ναι; Όχι! Μια λε­ξού­λα, μια φρα­σού­λα, όπως η «που­λη­μέ­νη πά­λη με το Ανύ­παρ­κτο», δη­μιουρ­γεί ρωγ­μή στην φαι­νο­με­νι­κά «κα­λή» σχέ­ση του ποι­η­τή με τον Θά­να­το τον Δεύ­τε­ρο. Ακό­μα όμως ο Δεύ­τε­ρος μοιά­ζει να υπο­δη­λοί κά­ποιον Πρώ­το. Να εί­ναι άρα­γε ο Θά­να­τος ο Πρώ­τος εκεί­νος ο σπό­ρος που πε­θαί­νει, όπως έλε­γε ο Σε­φέ­ρης, εκεί­νος ο σπό­ρος που σά­λε­ψε μες στη μή­τρα τη σκο­τει­νή, όπως εί­πε ο Ελύ­της, ή μέ­σα στο μυα­λό του Φω­στιέ­ρη στο πρώ­το ποί­η­μα; Και αν αυ­τός εί­ναι ο Πρώ­τος, τό­τε ο Δεύ­τε­ρος εί­ναι ο κοι­νός τοις πά­σι, εί­ναι και η προ­σω­πι­κή συν­θη­κο­λό­γη­ση του κα­θε­νός; Εί­ναι έτσι, άρα­γε;
Ίσως αυ­τή η ψυ­χρή επι­στη­μο­νι­κή ορο­λο­γία να μην εί­ναι άλ­λο πα­ρά ένα προ­σω­πείο για να δεί­ξου­με πως αντι­με­τω­πί­ζου­με λο­γι­κά ό,τι μας απα­σχο­λεί συ­ναι­σθη­μα­τι­κά. Και έτσι, κλι­μα­κω­τά, κα­τέ­βη­κε τη σκά­λα και εί­δε στον κα­θρέ­φτη αυ­τό που ήταν στις φα­σκιές σα­βα­νω­μέ­νο στο νέο του σώ­μα: όχι το εί­ναι αλ­λά το ήταν.

Τι απο­μέ­νει; Η αγά­πη για την Τέ­χνη που επε­ξερ­γά­ζε­ται το τί­πο­τα της ύπαρ­ξης και εί­ναι αυ­τή, η Τέ­χνη, η μό­νη ύπαρ­ξη, το γέν­νη­μα της ανύ­παρ­κτης ύπαρ­ξης. Η Τέ­χνη η ποι­η­τι­κή και η καλ­λι­γρα­φία της.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: