Αν ο ομηρικός Oδυσσέας κατέβηκε στον Άδη για να πάρει πληροφορίες για την πορεία του προς την Ιθάκη, αν ο Δάντης Αλιγκιέρι μαζί με τον Βιργίλιο κατέβηκε επίσης για να δει την έκπτωση κάθε μεγαλείου –δόξας, ομορφιάς, πλούτου, έρωτα–, αν ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε κατέβηκε επίσης για να εξερευνήσει τον θάνατο, αν ο Κάρολος Μπωντλαίρ χρειάστηκε plonger au fond de l’inconnu pour trouver du nouveau, αν ο Άγγελος Σικελιανός χρειάστηκε μια κατάβαση στο είναι του για να αναζητήσει την ελπίδα, αν ο Γιώργος Σεφέρης χρειάστηκε και αυτός τους πεθαμένους για να τον ορμηνέψουν, αν ο Ελύτης ταξίδεψε μακριά στο σώμα και στο χώμα να βρει ποιος είναι, δεν μας φαίνεται παράξενο που και ο Αντώνης Φωστιέρης μια παρόμοια κάθοδο επιχειρεί, μόνο που την αποψιλώνει από όποιο μύθευμα και καλλιτεχνική μεταφορά.
Βάζει τον θάνατο στο μικροσκόπιο και χωρίς ποιητικές μεταποιήσεις ερευνά το είναι του, τη σύστασή του, το κάθε μόριο της ύλης του. Ο Θάνατος είναι πανταχού παρών, αόρατος λάμπει σε ό,τι γεννιέται σηματοδοτώντας την κατάληξή του. Θά-να-τος με τη μελλοντική απειλή τού «Θα», του προσδoκώμενου, του αναμενόμενου και μελλούμενου, και του «Να», του τελικού, βουλητικού, επιτατικού και προστακτικού. «Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα: θα πεθάνεις» (Οδυσσέας Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, «Και με φως και με θάνατον» 21).
Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος, έχει επίσης πει ο Ελύτης, περιμένοντας να δει ποια είναι η τελευταία. Ο Φωστιέρης ακολουθώντας αντίστροφη πορεία αρχίζει με αυτόν που είναι προφανής, ο Δεύτερος, και μας υποχρεώνει να βρούμε τον Πρώτο.
Παρακάμπτοντας το μότο από τον Ιωάννη της Αποκαλύψεως, ότι ο Θάνατος ο Δεύτερος είναι αυτός που μαζί με τον Άδη «ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός», για τους μη έχοντας μεταφυσική πίστη και ελπίδα, την οποία και ο ποιητής δεν φαίνεται να έχει, αρχίζει η έρευνα.
Καλύτερα θα ήταν να πούμε πως ο ποιητής γράφει έχοντας γνώση των πάντων: «Μιλάω σημαίνει έχω ακούσει» –και μάλιστα μέσα στην κοιλιά της μάνας– τα «θρυμματισμένα γυαλιά» του πυρήνα, τα οποία βάζει στο τραπέζι του, κάτω από το μικροσκόπιο, για να βρει τα μικρά της ύλης του μόρια, εκείνα τα άφθαρτα και «ανώνυμα ψιχία». Για να μας πείσει για την αλήθεια του θα χρησιμοποιήσει την επιστημονική ορολογία, θα επισημάνει τα «πρωτόνια που έπλασαν τα χείλη του Ομήρου», τα «κουάρκς από τα δάχτυλα του Μπαχ», το μήλο του Αδάμ, του Νεύτωνα, του Γουλιέλμου Τέλλου. Να την λοιπόν η αιωνιότητα και η αφθαρσία της ύλης «στη νοητή Δεξαμενή τού Επέκεινα, / Σε μια υπερκόσμια λίμνη / Φώτων ή πυρός». Έτσι είναι; Θα ανατρέξω και πάλι στον Ελύτη, ο οποίος επίσης είχε ακούσει ότι «κάπου / συντελεσμένη κείται η Τελειότητα / κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι / ο Vivaldi o Mozart» (Τρία Ποιήματα, «Ο κήπος βλέπει», 1).
Η αθανασία της ψυχής είναι μία θεωρία, η αφθαρσία της ύλης είναι μία άλλη, και οι δύο μαζί η ελπίδα και η παρηγοριά μας. Ο Φωστιέρης δουλεύει συστηματικά πάνω στις θεωρίες που διατυπώθηκαν πάνω στο είναι και στο μη είναι, στο υπάρχει και στο δεν υπάρχει. Με μεγάλη προσοχή και χωρίς ενδοιασμούς χτυπά κατά μέτωπον τις θεωρίες, δεν καταδέχεται τις ωραιοποιητικές επικαλύψεις της αλήθειας, επιτίθεται στην ανερμάτιστη αισιοδοξία: «Ό,τι έσβησε / Μια χίμαιρα ήταν μόνο / Ίσκιος του ίσκιου του». Ιδεαλιστής, πλατωνιστής, ρεαλιστής; Ό,τι και να είναι, «αυτό που υπήρξε κάποτε / Και τώρα δεν υπάρχει/ Ποτέ δεν υπήρξε / Ποτέ». Η επανάληψη του «ποτέ» με σκοπιμότητα, με πρόθεση, αλλά με ειλικρίνεια, όχι με δόλο. Μην αυταπατάστε. Μην καταδέχεστε μάταιες ελπίδες, τίποτα δεν υπάρχει. Λάσπη μόνο. Από αυτή τη λάσπη και το τίποτα όμως γεννήθηκε ο Λόγος, η Μουσική, η Σκέψη και η Αστραπή. Μήπως αυτός ο Δεύτερος Θάνατος, είναι η συνειδητοποίηση εκείνου του πρώτου, η κατάληξη της ύλης, και αυτός είναι η αιτία της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Μήπως όλη αυτή η συζήτηση πάνω στην ανυπαρξία γεννάει και αυτή με τη σειρά της μιαν άλλη ύπαρξη; «Μήπως η αλήθεια του ρυθμού / Κλωσάει μιαν άλλη αλήθεια»;
Διασταυρώνοντας δύο δίστιχα: «Θα ’μουνα κάποτε ψυχή / Κι είπα να γίνω σώμα» και «Κι αν μόνο σπίθα είν᾽ η ψυχή / Π’ ανάβει απ’ το σώμα;», ο ποιητής θέτει ερώτημα οντολογικό, αλλά απαντήσεις δεν παίρνει από το βωβό, ασυγκίνητο, «αυτιστικό Σύμπαν», που καταλήγει σε έναν «βελούδινο δεκαπεντασύλλαβο». Και αυτή είναι μία μοντέρνα εκδοχή, η οποία πέταξε έξω από το πεδίο τον παραδοσιακό ασυγκίνητο Χάροντα, που σέρνει το ανθρώπινο κοπάδι δεμένο στου αλόγου του τα καπούλια, έχοντας όμως ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με το ασυγκίνητο και α-πρόσωπο Σύμπαν.
Γιατί, όπως και να το πει κανείς, Σύμπαν, Φύση, Θεό, Χάροντα, αυτό το ό,τι τέλος πάντων είναι, αυτό δίνει, παίρνει, χαρίζει και αδιαφορεί για των «επιπτώσεων τις πτώσεις», όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, για την τύχη που, χωρίς μεταφυσική σκοπιμότητα, χωρίς συνείδηση του τι κάνει, κάνει, ωστόσο, τη δουλειά του: δάνεισε στη ζωή το δύσμοιρο ελάχιστο είναι μας, για να το αλέσει και να το λειώσει κανονικά, μέχρι να το μετατρέψει σε πρωτόνιο και κουάρκ.
Ο ποιητής θα δει και το θέμα της πληκτικής αιωνιότητας και της ομορφιάς που έχει η ζωή με τα συμπαρομαρτούντα της. Αντινομίες διαρκώς. Δεν θα παραλείψει να ψιθυρίσει θραύσματα από άλλες συλλογές του, από άλλους ποιητές –την πρώτη σταγόνα της βροχής του Ελύτη, την άμμο την ξανθή του Σεφέρη, το λιόγερμα
του Ρίτσου–, και το ερώτημα: χωρίς τις έγνοιες, χωρίς το σώμα, την ύλη και τα δεινά της, τι αξία θα είχε η ζωή; Τι είπε ο Δημόκριτος, τι ο Αναξαγόρας, και τι ο Πρωταγόρας, «τι σαρκωμένη Ποίηση / Τι θεία φαντασία»!
Ο Φωστιέρης παίζει με τους ήχους, παίζει με τους στίχους σε ένα δικό του πεντάγραμμο, παίζει με φιλοσόφους, με στοχαστές, με ποιητές κι όλους εκείνους που πριν από αυτόν θέλησαν να ερμηνεύσουν το μέγα αγαθό, το υπέροχο αυτό «Παζλ», το επίσης υπέροχο «Εργοστάσιο», την ομορφιά που κανιβαλικά τον προκαλεί, μας προκαλεί: