Μνήμη Ελένης Βακαλό
————————————
«Χάλκεα ἀντὶ χρυσέων»
Τα συμπόσια, πέρα από τη γευστική απόλαυση, προσφέρουν πάντα αφορμή για οικογενειακή σύμπνοια, κοινωνική συνεύρεση, διαλεκτική επαφή. Πολλές φορές, προσκεκλημένοι σε γεύμα, στο σπίτι κοινών γνωστών, έτυχε να συναντηθούμε με ανθρώπους με τους οποίους μετά, εφ’ όσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις, συνδεθήκαμε φιλικά. Συχνά, ύστερα από ένα ενδιαφέρον γεύμα, συνήθιζα να κρατάω σημειώσεις για ιδιωτική χρήση που κάποτε ήταν απλές καταγραφές, άλλοτε είχαν τη φιλοδοξία σελίδων ημερολογίου και άλλοτε ερωτοτροπούσαν με τη δημιουργική γραφή. Απλά χνάρια μνήμης τελικά.
Το σπίτι των Αναγνωστάκηδων, του Μανόλη και της Νόρας, στην Πεύκη (Κρήτης 9, εκεί όπου βρισκόταν άλλοτε το πατρικό της Νόρας που δόθηκε αντιπαροχή), ήταν πάντα ανοικτό και ήξερε να τιμά τη φιλία και να υποδέχεται τους φίλους∙ φίλους από τα παλιά και άλλους νεόκοπους, φίλους από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αλλά και κατά καιρούς διερχόμενους, από πολλές γωνιές της Ελλάδας, θαυμαστές του έργου των δύο ακέραιων πνευματικών ανθρώπων.
Τα τραπέζια της Νόρας, με δείπνα εξαίσια και γεύσεις μοναδικές, αποτελούσαν μια μορφή των πάλαι ποτέ φιλολογικών σαλονιών. Στο σπίτι των Αναγνωστάκηδων, εμπλουτίσαμε γνωριμίες, ενδυναμώσαμε φιλίες και απολαύσαμε στιγμές ενδιαφέρουσας συναναστροφής και φιλολογικής ευφορίας. Μετά τον θάνατο του Μανόλη, και καθώς περνούσαν τα χρόνια, όλο και περιορίζονταν οι προσκλήσεις της οικοδέσποινας, όλο και στένευαν οι δικοί της άνθρωποι.
Με λαχτάρα περιμέναμε να ζεστάνει ο καιρός για να καθίσουμε στην απέραντη ταράτσα με θέα σε όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής, ανάμεσα στις δεκάδες θαλλερές γλάστρες της Νόρας με τα ποικιλώνυμα και ποικιλόχρωμα λουλούδια και φυτά. Γαρδένιες και αζαλέες, σκυλάκια και μαργαρίτες, κοράλλια και κυκλάμινα, βασιλικά και μαντζουράνες, γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα, φρέζες και ζουμπούλια, τα οποία φρόντιζε με μητρική στοργή μόνη της, καταφεύγοντας ενίοτε στις γεωπονικές γνώσεις του Γιώργου Ζεβελάκη. Στον εμπλουτισμό των λουλουδιών με σπάνια είδη συντελούσαν κατά καιρούς και οι γενναιόδωρες προσφορές του Μάνου Ελευθερίου. Λουλούδια όμως υπήρχαν πάντα και μέσα στο σπίτι∙ υπέροχες συνθέσεις σε πορσελάνινα ή φαρφουρένια βάζα και καλόγουστα κασπώ δίπλα στην μπαλκονόπορτα, ανάμεσα στα παλιά έπιπλα, τις μεγάλες βιβλιοθήκες με τις πλήρεις σειρές παλιών περιοδικών (διαρκή καταφυγή και αναζήτηση του Αλέκου Αργυρίου), αλλά και τους πίνακες γνωστών ζωγράφων.
Οι προσκεκλημένοι δεν υπερέβαιναν το ελεγχόμενο αριθμό οκτώ («λιγότεροι από τις εννέα Μούσες και περισσότεροι από τις τρεις Χάριτες») και συνδυάζονταν έτσι που να μη δημιουργούνται εντάσεις, παρά τόσο και όσο χρειαζόταν για να ποικιλθεί η βραδιά. Στα καλοκαιρινά γεύματα της ταράτσας ο αριθμός αυξανόταν και μπορούσε να στρωθεί και δεύτερο τραπέζι.
Ένας από τους μόνιμους καλεσμένους στις συναντήσεις της Πεύκης ήταν και η επιστήθια φίλη της Νόρας Ελένη Βακαλό. Ψηλή, στητή, δωρική κορμοστασιά, με την γκρίζα κοτσίδα (σήμα κατατεθέν της) πιασμένη χαμηλά πίσω ή στεφάνι γύρω από το κεφάλι, τα ζωηρά μάτια και τα ελαφρώς πεταχτά δόντια, πιστοποιούσε μέχρι τις τελευταίες της στιγμές την ομορφιά με την οποία την είχε προικίσει η φύση, μέσα και έξω. Ήταν ενημερωμένη για όλα τα μοντέρνα ρεύματα στην τέχνη και τη λογοτεχνία και αποτελούσαν με τον Σπύρο Τσακνιά αχτύπητο δίδυμο συζητητικού ενδιαφέροντος. Επειδή η Βακαλό περνούσε αρκετούς μήνες το χρόνο στη Νέα Υόρκη, όπου ζούσε και εργαζόταν ο γιος της που έφυγε πρόωρα από τη ζωή (μεγάλος καημός), επέστρεφε πάντα με φρέσκες ειδήσεις και έριχνε στο τραπέζι ερεθιστικά θέματα για συζήτηση. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι όταν επισκέπτεσαι τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, βλέπεις παντού το παρελθόν, ενώ, όταν είσαι στη Νέα Υόρκη, βλέπεις το μέλλον που έρχεται. Έλεγε επίσης ότι κάθε φορά που γύριζε από την αμερικανική μεγαλούπολη αισθανόταν σαν άλογο κούρσας που το φρενάρουν. Ήταν πολύ φίλες με τη Νόρα, από τα νεανικά τους χρόνια, γεγονός που το πιστοποιεί, εκτός των άλλων, μία ογκωδέστατη αλληλογραφία, της οποίας το ένα σκέλος βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
Αυτά τα ελάχιστα, για τη σπουδαία γυναίκα και ποιήτρια, την Ελένη Βακαλό ως αντίδωρο στις ώρες που χάρηκα από τη ζωή της.