Καθώς ο χρόνος για μελέτη και εστίαση στη λεπτομέρεια — σε εκείνη τη συνθήκη τού να βρίσκεσαι σχεδόν αλλού με τα βιβλία όλα απλωμένα σε σχήμα πύργου — παραμένει μια χαμένη υπόθεση αυτό το καλοκαίρι, δοκιμάζω να φέρω τον εαυτό μου σε ήρεμη συνθήκη ανάκλησης. Λίγες ώρες εστίασης στον καθαρό ουρανό αρκούν ώστε η μνήμη, η μνήμη της μορφής, να απομονώσει κάτι από την εικόνα της ποίησης της σπουδαίας Ελένης Βακαλό. Τα μορφικά δεδομένα, τα σχήματα, συνοψίζουν με σχετική βεβαιότητα εκείνο που αντιληφθήκαμε και που πιστεύουμε ότι ξέρουμε, χωρίς να χρειάζεται να προβούμε και πάλι στη μέθοδο της απόδειξης.
Η ποίηση της Βακαλό δεν έχει τίποτα να αποδείξει και τίποτα να ζηλέψει. Είναι πλέον ορατή σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, σε σχέση με πριν από οκτώ περίπου χρόνια, όταν έγραφα ένα κείμενο για τον τόμο Ποιητές στη σκιά (2012), που επιμελήθηκε ο Γιώργος Μπλάνας για τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, και σίγουρα σε σχέση με μια διαφορετική εποχή όταν η Μαρία Κακαβούλια έγραφε το βιβλίο της Μορφές και λέξεις στο έργο της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη 2004[1], η Άντεια Φραντζή το Έμενε ποίημα, Νεφέλη 2005, και η Δέσποινα Ασιατίδου τη μελέτη Η ποίηση ως πράγμα, εκδ. Γαβριηλίδη 2006. Ποιήματα της Βακαλό δημοσιεύονται το 2020 σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε blog, συζητήσεις, ενίοτε αρκετά αποσπασματικά, σε σπαράγματα στίχων, καθιστώντας κάποια ποιήματα αναγνωρίσιμα και «γνωστά». Τα νέα μέσα δεν πριμοδοτούν ιδιαίτερα τις πολυσέλιδες συνθέσεις της και την ιστορική τους ύφανση, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι αναδεικνύουν ζωντανές ποιητικές στιγμές, εκείνες που ενεργοποιούν αυτόματα την ανάγνωση ή/και το αισθητικό ερέθισμα.
Πέρα από τη διαπίστωση του ακαριαίου αρκετών στίχων της Βακαλό και της αμείωτης φρεσκάδας και αντοχής τους, χρειάζεται να παραδεχτούμε ότι η ανάγνωση μιας ολόκληρης ποιητικής συλλογής, και πιο σημαντικά ενός ποιητικού «έργου», δηλαδή του συνόλου της ποιητικής παραγωγής, απαιτεί —πέρα από την ενίοτε ενοχοποιημένη συγκίνηση— και την αντιληπτική, ιδιαίτερα χρονοβόρα, μετατόπιση της υπάρχουσας γνώσης-βεβαιότητας του λήπτη. Αυτή η αργών μετατοπίσεων διαδικασία δεν επιτυγχάνεται εύκολα με τη φευγαλέα ανάγνωση σκόρπιων στίχων, όσο δημιουργική κι αν μπορεί να γίνει. Απαιτεί την αναγνώριση της δομής, της αφήγησης, της ζωής που τα ποιήματα συνολικά υπερασπίζονται, εφόσον βρούμε τη μέθοδο να συνδέσουμε τις λέξεις που έχουν επιλεγεί και οργανωθεί έτσι ώστε να απευθύνονται σε πράγματα βιωμένα. Τα ποιήματα της Βακαλό προσφέρουν επίπεδα και εύρος ανάγνωσης, από εικονοποιία, υφολογικές υπομνήσεις μέχρι οδηγίες πλεύσης. Ίσως αυτό ακριβώς το περίπλοκο αρχιτεκτόνημα να είναι ο λόγος που δεν έχουν διαβαστεί σύμφωνα με τους κανόνες και την προοπτική του «παιχνιδιού» που η ίδια η ποιήτρια έθεσε με τη ρητορική των ποιημάτων της (14 συλλογές) και τις θέσεις της για την τέχνη.
Πώς διαβάζουμε ένα ποίημα ή/και συλλογή, πώς αντιλαμβανόμαστε το χώρο (συλλογή/έργο) όπου εντάσσεται; Στη Βακαλό η μονάδα (το ποίημα) φωτίζεται από το σύστημα στο οποίο εντάσσεται. Αν μας λείπει κάτι από την προσέγγιση του έργου της στον δημόσιο διάλογο (αν εξαιρέσουμε τις λίγες και ακριβές φωνές), είναι η αντιμετώπιση του έργου ως συστήματος και παράλληλα ως αισθητικού αγώνα, ως αναγνωστικής διδασκαλίας, ως ιστορικής τοποθέτησης, ως διαλόγου του υποκειμένου και του κόσμου, της ποίησης και της θεωρίας (δεδομένου ότι η θεωρία γίνεται αντιληπτή ως συμπυκνωμένη ιστορία και ιστορική στάση που παράγεται από την τέχνη, περικλείει δηλαδή την ιστορική δυναμική, δεν αποτελεί ένα απρόσωπο μοντέλο με καθολική, εκ των υστέρων, εφαρμογή). Θέλω να πω ότι, ακόμη κι αν αντιμετωπίζουμε την ποίηση αποκλειστικά ως συναίσθημα, και τα συναισθήματα τα ίδια έχουν ιστορία, λογική, δομή, αντιστοιχούν σε βιώματα και σε αλληλουχίες συμβάντων, δεν νιώθουμε όλοι, οικουμενικά, το ίδιο σε όλες τις εποχές.
Και πώς να παίξουμε το πολύ συγκεκριμένο παιχνίδι της Βακαλό αν δεν έχουμε εξοικειωθεί με τη σύγχρονη ποίηση; (Έχω υπόψη μου εδώ την εκπαίδευση, όχι την ιδιωτική αναγνωστική άσκηση). Η επιλογή ενός αναγνωστικού παιχνιδιού με βαθμούς δυσκολίας για τα συνήθη αντανακλαστικά ενείχε το ρίσκο η ποίηση της Βακαλό να μη διαβαστεί: αφενός δεν μπορεί να παίζει μόνος του ο δημιουργός, αφετέρου ούτε οι παίκτες-αναγνώστες μπορεί να αγνοούν τους όρους του παιχνιδιού. Η ποίησή της προϋποθέτει συμμετοχικότητα[2] σε ένα περιβάλλον αρκετά ανοίκειο.[3] Η ποίησή της, από κατασκευής, ενεργοποιείται όταν και εφόσον απέναντι στο κείμενο-σκακιέρα καθίσει ένας ή και περισσότεροι αναγνώστες που γνωρίζουν, ή έστω θέλουν να μάθουν, τους κανόνες του παιχνιδιού. Το είχε γράψει και αλλιώς η ίδια: «Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές». Η έμφαση στον τρόπο, στην τροπικότητα, είναι το κλειδί του παιχνιδιού, που η ίδια συναρτά με τις ιδιότητες της ποίησης.
Ας προσπαθήσουμε όμως να διαβάσουμε ένα πλέον γνωστό ποίημα της Βακαλό, αντιμετωπίζοντάς το ως μονάδα σε ένα μεγαλύτερο σύστημα, για να δούμε πώς εκτυλίσσεται αυτός ο ποιητικός τρόπος. Στο ποίημα με τίτλο ενότητας(;) «ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ» και τίτλο ή/και εισαγωγικό στίχο «Το Μάτι του πατέρα μου» —που τοποθετείται κάθετα και ακανόνιστα ερεθίζοντας την όραση και τη σκέψη μας όπως κυματίζει στη σελίδα— τίθεται το ερώτημα αν το αληθινό μάτι καθιστά πιο αληθινή την όραση από ό,τι ένα γυάλινο μάτι. Το ζήτημα δεν τίθεται θεωρητικά, αλλά εντάσσεται σε μια ελλειπτική αφήγηση που αφορά το γυάλινο Μάτι (με κεφαλαίο) του πατέρα και τη σχέση του ποιητικού υποκειμένου, σε ρόλο παιδιού, με τον συγγενή του και το γυάλινο Μάτι του που τα πάνθ’ ορά.
Το θέμα-πλοκή θα μπορούσε να αναπτυχθεί και σε διήγημα. Δεν είναι τυχαίο που η συλλογή Το Δάσος (1954), στην οποία ανήκει το ποίημα, φέρει τον υπότιτλο «Ποιητική μυθιστορία», δίνοντας αναγνωστική οδηγία να διαβαστεί σε επεισόδια, μικρές σκηνές, αλλά συγχρόνως σε συνέχειες. Και σαν να μη μας έφτανε η ειδολογική αναστάτωση, κάτω από τον υπότιτλο διαβάζουμε σε παρένθεση την οδηγία-σχόλιο «Σε ύφος μπαλέτου εκφραστικού», που μας παραπέμπει στον χορευτικό βηματισμό μιας μπαλαρίνας.
Το ποίημα-μονάδα ανήκει σε μια συλλογή που αξιοποιεί το ερέθισμα μιας μισοειπωμένης ιστορίας γραμμένης όμως σε χορευτικό ρυθμό, δύο ιδιότητες που έχουμε μάθει να εγγράφουμε σε δύο διακριτούς ειδολογικούς πόλους, της «πεζογραφίας» και της «ποίησης». Η ποιήτρια εντάσσει δε τη συλλογή αυτή στη συγκεντρωτική έκδοση με τίτλο Πριν από το λυρισμό (1981), δίνοντας έτσι έμμεση οδηγία να μη διαβαστεί η ποίησή της ως «λυρική», δηλαδή με τον κοινωνιολογικό τρόπο που οι κριτικοί της εποχής συναρτούσαν συναίσθημα (συναισθηματισμό) με βιολογικό φύλο.
Ίσως τα παραπάνω να είναι ήδη πολλή πληροφορία για τους αναγνώστες. Ωστόσο η διάρθρωση της δομής της ανάγνωσης μέσα από την οργάνωση των ποιημάτων σε κατηγορίες και υποκατηγορίες είναι σημαντική, στο βαθμό που λειτουργεί ως χειρονομία πρόβλεψης και αντίστασης της δημιουργού απέναντι σε επικίνδυνες τάσεις ένταξης ποιητών σε προβληματικά αντιληπτικά μοντέλα. Ακόμη όμως κι αν οι αναγνώστες δεν γνωρίζουν τις έριδες για την ποίηση της εποχής και τα ηγεμονικά ιδεολογικά σχήματα, αντιλαμβάνονται αμέσως ότι συζητάμε για μια νέα (σύγχρονη και μοντέρνα) ποίηση. Στο σύστημα Βακαλό τίθενται εξαρχής οι όροι της ανάγνωσης, φτάνει να διαβάσουμε προσεκτικά τι αφηγούνται τα ίδια τα ποιήματα.
Αναλογία τέχνης-ζωής
Η Βακαλό επιστρατεύει τη μέθοδο της αναλογίας, που σημαίνει ότι η αφήγηση του ποιήματος και η αφήγηση της εποχής συμβαδίζουν χωρίς να καθρεφτίζονται η μία στην άλλη εξωτερικά και χωρίς αυτή η αφήγηση να οφείλει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σχολικής ιστοριογραφίας. Υπάρχει μια συμβολιστική και αλληγορική λειτουργία στο λόγο, που επιτρέπει να μιλά και να εννοεί πολύ περισσότερα από όσα αντέχουμε να πούμε κοινωνικά. Προπαντός επιτρέπει τη σύνδεση έξω και μέσα κόσμων μέσα από την εμπειρική/φανταστική τοποθέτησή μας σε μια σκηνοθετημένη ιστορία, που δεν είναι απόλυτη: δηλώνει κατά τόπους μέρος άλλης (κειμενικής) πραγματικότητας.[4] Η ποιητική της Βακαλό απλώνεται απερίσπαστη όπως τα κλαδιά δυνατού δέντρου επάνω στη σελίδα, άλλοτε ανάμεσα σε κενό χώρο, άλλοτε μέσα από τις πυκνές και σκληρές φυλλωσιές των στίχων, αρνούμενη το σχήμα μιας έτοιμης ποιητικής κορνίζας.
Η αφήγηση του ποιήματος, με απόλυτη συνέπεια προς τη διατάραξη υπαρχόντων αντιληπτικών σχημάτων και γραμμικών αφηγήσεων, συζητά για μια «αλήθεια» που θα προσεγγίσουμε, όπως το παιδί-ποιητικό υποκείμενο στο παρακάτω ποίημα, μόνο αν παραμονεύσουμε, αν μεταγλωττίσουμε, αν δούμε συγγένεια ανάμεσα σε φαινομενικά ανόμοια πράγματα.