Τα αποσιωπημένα ποιήματα της Ελένης Βακαλό

Με τον γιο της Μάνο (1946-2000)
Με τον γιο της Μάνο (1946-2000)

Με κρι­τή­ριο την πρώ­τη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση ποι­η­μά­των της Ελέ­νης Βα­κα­λό Πριν από το λυ­ρι­σμό (1981), αλ­λά και την ορι­στι­κή μορ­φή της με την έκ­δο­ση της συ­γκε­ντρω­τι­κής Το άλ­λο του πράγ­μα­τος. Ποί­η­ση 1954-1994 (1995), γί­νε­ται αντι­λη­πτή η εκ­δο­τι­κή βού­λη­σή της, σύμ­φω­να με την οποία συ­μπε­ραί­νου­με ότι οι τρεις πρώ­τες συλ­λο­γές της –Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές (1945), Ανα­μνή­σεις από μια εφιαλ­τι­κή πο­λι­τεία (1948), Στη μορ­φή των θε­ω­ρη­μά­των (1951)–, κα­θώς επί­σης και μέ­ρος της πέμ­πτης συλ­λο­γής της Τοι­χο­γρα­φία (1956), σιω­πη­ρά απο­κλεί­ο­νται από τη συ­μπα­ρά­θε­σή τους με το υπό­λοι­πο έρ­γο της.[1] Η επι­λο­γή της αυ­τή θα μας απα­σχο­λή­σει στο πα­ρόν κεί­με­νο, όπου θα ανα­ζη­τή­σου­με και θα προ­τεί­νου­με τις πι­θα­νές ερ­μη­νεί­ες της.
Η Ελέ­νη Βα­κα­λό πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται στα γράμ­μα­τα το 1944 με τη δη­μο­σί­ευ­ση δε­κα­πέ­ντε ποι­η­μά­των της στο πε­ριο­δι­κό Τα Νέα Γράμ­μα­τα[2] και δύο ακό­μη στη δε­κα­πεν­θή­με­ρη έκ­δο­ση του Πο­λι­τι­στι­κού Ομί­λου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης Ξε­κί­νη­μα.[3] Η πρώ­τη πα­ρα­τή­ρη­ση εί­ναι ότι ήδη από το 1945 που εκ­δό­θη­κε το πρώ­το βι­βλίο της –η συλ­λο­γή Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές– προ­βαί­νει σε με­ρι­κή ανα­δη­μο­σί­ευ­ση των ποι­η­μά­των που προ­α­να­φέ­ρα­με, απο­κλεί­ο­ντας εκεί­να που δεν αντα­πο­κρί­νο­νται στο υφο­λο­γι­κό κλί­μα της συλ­λο­γής της. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στο βι­βλίο της Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές συ­μπε­ριέ­λα­βε μό­νον έξι από τα ποι­ή­μα­τα που εί­χαν δη­μο­σιευ­θεί στο πε­ριο­δι­κό Τα Νέα Γράμ­μα­τα.[4]   
Ας δού­με, όμως, ανα­λυ­τι­κά τα πε­ριε­χό­με­να των συλ­λο­γών: Η συλ­λο­γή Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές απαρ­τί­ζε­ται από τρεις ενό­τη­τες –«Άν­θρω­ποι της Γης», «Τα­ξί­δια», «Χρο­νι­κά»– και πε­ρι­λαμ­βά­νει τριά­ντα ποι­ή­μα­τα. Η συλ­λο­γή Ανα­μνή­σεις από μια εφιαλ­τι­κή πο­λι­τεία απαρ­τί­ζε­ται από πέ­ντε ενό­τη­τες –την ομό­τι­τλη «Ανα­μνή­σεις από μια εφιαλ­τι­κή πο­λι­τεία» και τις «Πό­λις θα­νό­ντων», «Χο­ρι­κό», «Τρα­γού­δι των κρε­μα­σμέ­νων», «Ωδή στο γιο μου»– και πε­ρι­λαμ­βά­νει οκτώ εκτε­νή ποι­ή­μα­τα. Η συλ­λο­γή Στη μορ­φή των θε­ω­ρη­μά­των απαρ­τί­ζε­ται από τρεις ενό­τη­τες, από τις οποί­ες η πρώ­τη εί­ναι άτι­τλη και πε­ρι­λαμ­βά­νει τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα, η δεύ­τε­ρη φέ­ρει τον τί­τλο της συλ­λο­γής «Στη μορ­φή των θε­ω­ρη­μά­των» και η τρί­τη τι­τλο­φο­ρεί­ται «Το σπί­τι». Συ­νο­λι­κά πε­ρι­λαμ­βά­νει δε­κα­πέ­ντε εκτε­νή ποι­ή­μα­τα. Η συλ­λο­γή Τοι­χο­γρα­φία απαρ­τί­ζε­ται από τρεις ενό­τη­τες, από τις οποί­ες η πρώ­τη εί­ναι άτι­τλη και πε­ρι­λαμ­βά­νει πέ­ντε ποι­ή­μα­τα, η δεύ­τε­ρη φέ­ρει τον τί­τλο της συλ­λο­γής «Τοι­χο­γρα­φία» και η τρί­τη τι­τλο­φο­ρεί­ται «Φυ­σι­κή αγω­γή»[5].
Η άμε­ση επι­σή­μαν­ση εί­ναι ότι η Βα­κα­λό δη­μιουρ­γεί ενό­τη­τες στις οποί­ες εντάσ­σει όσα ποι­ή­μα­τα συ­νερ­γά­ζο­νται στην κε­ντρι­κή θε­μα­τι­κή της και υπο­δει­κνύ­ει μια πρό­θε­ση σύν­θε­σης. Επί­σης, δια­πι­στώ­νου­με ότι οι συλ­λο­γές αυ­τές πε­ρι­λαμ­βά­νουν ένα με­γά­λο αριθ­μό ποι­η­μά­των που εί­τε πλή­ρως εί­τε με­ρι­κώς ανα­φέ­ρο­νται στη «γυ­ναι­κεία» θε­μα­τι­κή υπό την έν­νοια των πολ­λα­πλών ανα­φο­ρών στην αί­σθη­ση της θη­λυ­κό­τη­τας, του ερω­τι­σμού και της μη­τρό­τη­τας. Πα­ράλ­λη­λα εντο­πί­ζου­με συ­χνές ανα­φο­ρές σε αρ­χαιό­θε­μα ποι­ή­μα­τα που δια­χει­ρί­ζο­νται στοι­χεία αρ­χαιο­γνω­σί­ας εί­τε με­τα­φέ­ρο­ντας τη συμ­βο­λι­κή τους υπό­δει­ξη στα κα­θ’ ημάς εί­τε ανα­τρέ­πο­ντας το πε­ριε­χό­με­νό τους. Η επι­σή­μαν­ση αυ­τή μάς οδη­γεί ανα­γκα­στι­κά στην πα­ρα­κο­λού­θη­ση συ­νο­λι­κά των δύο αυ­τών αξό­νων και στη δια­πί­στω­ση ότι στο κυ­ρί­ως έρ­γο της, όπως αυ­τό δια­μορ­φώ­νε­ται στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­σή της Το άλ­λο του πράγ­μα­τος, απου­σιά­ζει η στε­ρε­ο­τυ­πι­κή θε­μα­τι­κή της γυ­ναί­κας, ως προ­φα­νές μο­τί­βο, και έχει εξο­βε­λι­στεί κά­θε ίχνος ανα­φο­ράς σε αρ­χαία ελ­λη­νι­κά πρό­σω­πα ή γε­γο­νό­τα του μύ­θου ή της ιστο­ρί­ας.
Ως προς τη γυ­ναι­κεία οπτι­κή, προ­σεγ­γί­ζο­ντας ανα­λυ­τι­κά την πρώ­τη συλ­λο­γή της, δια­πι­στώ­νου­με την έμ­φα­ση στην έν­νοια της θη­λυ­κό­τη­τας και τη συ­σχέ­τι­σή της με τη γο­νι­μό­τη­τα. Εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει το τολ­μη­ρό προ­σκλη­τή­ριο προς όλες τις γυ­ναί­κες για την ανα­κά­λυ­ψη του σώ­μα­τός τους και η επι­σή­μαν­ση ότι οι γυ­ναί­κες κα­τέ­χουν το μυ­στι­κό της γο­νι­μό­τη­τάς τους, προ­τεί­νο­ντας μια υπέρ­βα­ση του πα­ρα­δο­σια­κού, πα­θη­τι­κού ρό­λου της γυ­ναί­κας, όπως λ.χ. στο ποί­η­μα «Άν­θρω­ποι της Γης Ι».[6] Η ση­μα­σία της μη­τρό­τη­τας και η ερω­τι­κή διά­στα­σή της ανα­γνω­ρί­ζε­ται σε ποι­ή­μα­τα όπως το «Ώρα θη­λά­σμα­τος». Πα­ρα­τη­ρού­με και εδώ τη δρα­στι­κή σχέ­ση μη­τρό­τη­τας και ερω­τι­σμού, που ισχυ­ρο­ποιεί την πε­ποί­θη­σή μας ότι στην αντί­λη­ψη της Βα­κα­λό επι­κρα­τεί η σύγ­χρο­νη οπτι­κή της γυ­ναί­κας και η αυ­το­νό­μη­ση του αι­σθη­σια­σμού της.[7] Πα­ράλ­λη­λα, δια­πι­στώ­νου­με εκεί­νη την εκ­δο­χή της γυ­ναι­κεί­ας υπο­τα­γής στη σιω­πη­λή συ­νου­σία, που μας πα­ρα­πέ­μπει σε μια στε­ρε­ό­τυ­πη και ίσως αρ­χέ­γο­νη συ­νεύ­ρε­ση. Η δια­φο­ρά, βέ­βαια, εντο­πί­ζε­ται στο γε­γο­νός ότι από την πλευ­ρά της γυ­ναί­κας η ερω­τι­κή επι­θυ­μία δια­τυ­πώ­νε­ται με ποι­η­τι­κή τόλ­μη, όπως λ.χ. στο ποί­η­μα «Επι­θυ­μί­ες».[8] 
Η δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Βα­κα­λό κα­τα­θέ­τει στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της την εμπει­ρία του θα­νά­του, που απο­μνη­μο­νεύ­ει, προ­φα­νώς, την πε­ρί­ο­δο της Κα­το­χής και του Εμ­φυ­λί­ου, χω­ρίς ωστό­σο να δη­λώ­νε­ται άμε­σα, κα­θώς στο επί­κε­ντρο της ποι­η­τι­κής ανα­πα­ρά­στα­σης βρί­σκε­ται η ψυ­χο­λο­γι­κή απο­στρο­φή, η οποία προ­κύ­πτει από τον εφιάλ­τη του θα­νά­του που απλώ­νε­ται πά­νω στην πό­λη και πα­ντού. Στο ποί­η­μα «Χο­ρι­κό», οι γυ­ναί­κες κλαί­νε τα παι­διά τους και το μοι­ρο­λόι τους απευ­θύ­νε­ται και πά­λι στις γυ­ναί­κες όπως δη­λώ­νε­ται με τους κα­τα­λη­κτι­κούς στί­χους του ποι­ή­μα­τος: «Κι άλ­λες γυ­ναί­κες σώ­παι­ναν / Ν’ ακού­νε». Οι γυ­ναί­κες κα­τα­φεύ­γουν στο θρή­νο μέ­σα από μια μα­κρά πα­ρά­δο­ση που τις θέ­τει εκτός των αν­δρι­κών ρό­λων, εκτός του πο­λέ­μου και της βί­ας, φρου­ρούς της ει­ρή­νης και της εστί­ας. Η «Ωδή στο γιο μου»[9] εί­ναι ένας ύμνος στην ύπαρ­ξη και τη συ­νέ­χεια της ζω­ής μέ­σα από τη μη­τρό­τη­τα. Η μά­να απο­δί­δει στο γιο τις απα­ραί­τη­τες αν­δρι­κές ιδιό­τη­τες και του προ­σκο­μί­ζει τα φυ­λα­χτά της από­λυ­της αφο­σί­ω­σής της. Μ’ αυ­τόν τον τρό­πο προσ­δί­δει στην ύπαρ­ξή του την προ­ο­πτι­κή μιας άλ­λης, κα­λύ­τε­ρης ζω­ής και τον προ­τρέ­πει: «Εσύ κα­τά­μα­τα να δεις το Με­γά­λο Φό­βο».
Στην τρί­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της, πλε­ο­νά­ζουν τα αρ­χαιό­θε­μα ποι­ή­μα­τα. Ήδη από τους τί­τλους της πρώ­της ενό­τη­τας –«Ιε­ρός γά­μος», «Ύμνος», «Σχε­δί­α­σμα για τον Νάρ­κισ­σο», «Κασ­σάν­δρα»–[10] δια­πι­στώ­νου­με πως κι­νεί­ται σε μια γραμ­μή δια­χεί­ρι­σης της αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής μνή­μης. Οι με­θο­δεύ­σεις της, ωστό­σο, δεν ανα­πα­ρά­γουν στε­ρε­ο­τυ­πι­κά τα δο­σμέ­να μο­τί­βα, αλ­λά λει­τουρ­γούν στη λο­γι­κή του ανα­στο­χα­σμού και της ελεύ­θε­ρης ανά­πλα­σης των συμ­βό­λων. Ει­δι­κά στο ποί­η­μα «Κασ­σάν­δρα» συ­μπυ­κνώ­νε­ται η θε­μα­τι­κή της γυ­ναι­κεί­ας πε­ρι­πέ­τειας και επι­και­ρο­ποιεί­ται η μυ­θι­κή Κασ­σάν­δρα με τη με­τα­τρο­πή της σε ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο. Ο έρω­τας, συ­ντρο­φευ­μέ­νος από το θά­να­το, αλ­λά και ο θά­να­τος του έρω­τα, διο­χε­τεύ­ε­ται μέ­σα από στί­χους που προ­ϋ­πο­θέ­τουν την προ­φη­τεία αλ­λά και την επα­λή­θευ­σή της. Στην πε­ρί­πτω­ση της πέμ­πτης συλ­λο­γής της –Τοι­χο­γρα­φία–, όπως ήδη έχου­με ανα­φέ­ρει, απο­μο­νώ­νου­με τις δύο από τις τρεις ενό­τη­τες. Τα ποι­ή­μα­τα που δε­σπό­ζουν στην πρώ­τη ενό­τη­τα φέ­ρουν τί­τλους όπως «Ο γυ­ρι­σμός της Ιφι­γέ­νειας» και «Αντί­νο­ος», χω­ρίς ωστό­σο να πραγ­μα­τεύ­ο­νται με πει­στι­κό­τη­τα τα αντί­στοι­χα θε­μα­τι­κά μο­τί­βα. Υπάρ­χει μια συ­νει­δη­τή ανα­κα­τα­σκευή του μύ­θου και μια πραγ­μά­τευ­ση που σπο­ρα­δι­κά μό­νο υπεν­θυ­μί­ζει την προ­έ­λευ­σή της από την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη. Ει­δι­κό­τε­ρα στο ποί­η­μα «Ο γυ­ρι­σμός της Ιφι­γέ­νειας», η Βα­κα­λό δια­χει­ρί­ζε­ται το μύ­θο μέ­σα από υπο­θε­τι­κά στοι­χεία εξέ­λι­ξης της ιστό­ρι­σης, πα­ρεμ­βάλ­λο­ντας τις πα­ρου­σί­ες της Ηλέ­κτρας αλ­λά και του Ορέ­στη.[11]

Η κρι­τι­κή υπο­δο­χή του έρ­γου της Βα­κα­λό, κυ­ρί­ως της πρώ­της πε­ριό­δου, επε­σή­μα­νε το γυ­ναι­κείο προ­σα­να­το­λι­σμό της και τη θη­λυ­κό­τη­τα που απο­πνέ­ει. «Η κ. Βα­κα­λό τρα­γου­δεί προ­πά­ντων την καρ­πο­φό­ρα γυ­ναί­κα που αφο­μοιώ­νε­ται με τη φύ­ση, που γί­νε­ται ένα στοι­χείο της και μια δύ­να­μή της (…)»,[12] ση­μειώ­νει ο Άλ­κης Θρύ­λος για τη συλ­λο­γή της Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές. Ανά­λο­γη δια­τύ­πω­ση χρη­σι­μο­ποιεί για την ίδια συλ­λο­γή ο Αι­μί­λιος Χουρ­μού­ζιος όταν γρά­φει ότι «κύ­ριο, θαρ­ρώ, θέ­μα εί­ναι αυ­τή η συμ­βο­λι­κή ταύ­τι­ση της γυ­ναί­κας με τη θη­λυ­κιά γη, εί­ναι αυ­τή η αδρή και γε­μά­τη χνώ­το επα­φή της ύλης, άν­θρω­πος με την ύλη-φύ­ση, που συ­χνά προ­βάλ­λει σαν μο­να­δι­κό αι­σθη­τι­κό γε­γο­νός το γό­νι­μο κρά­μα τους».[13] Ενώ μια αδη­μο­σί­ευ­τη, τό­τε, κρι­τι­κή του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, γνω­στή ωστό­σο στη Βα­κα­λό, υπερ­το­νί­ζει σε όλα τα επί­πε­δα έκ­φρα­σης τη γυ­ναι­κεία και αυ­στη­ρά προ­σω­πι­κή γρα­φή της: «Η Ελέ­νη Βα­κα­λό πε­τυ­χαί­νει το μο­να­δι­κό – αυ­τό που ζη­τού­με από κά­θε αλη­θι­νή ποι­ή­τρια. Να κά­νει ποί­η­ση γυ­ναί­κεια, να μι­λή­σει με γλώσ­σα γυ­ναί­κεια, να δεί­ξει πως αυ­τό που νιώ­θει το νιώ­θει σα γυ­ναί­κα εί­ναι δι­κό της δεν εί­ναι δα­νει­σμέ­νο απ’ αλ­λού, εί­ναι με μια λέ­ξη δι­κή της, προ­σω­πι­κή δη­μιουρ­γία. Αυ­τό το στοι­χείο της θη­λυ­κό­τη­τας εξου­σιά­ζει την ποί­η­σή της. Μια θη­λυ­κό­τη­τα ζε­στή, που ξε­χύ­νε­ται ορ­μη­τι­κή με αί­μα νε­α­νι­κό, αι­σιό­δο­ξη, ατί­θα­ση».[14]   
Πα­ράλ­λη­λα, η επι­σή­μαν­ση του Αλέ­ξαν­δρου Αρ­γυ­ρί­ου, ο οποί­ος εντο­πί­ζει το εν­δια­φέ­ρον της Βα­κα­λό σε ποι­ή­μα­τα με αρ­χαίο ελ­λη­νι­κό θέ­μα και ξε­χω­ρί­ζει «για τη σύγ­χρο­νη ανα­φο­ρά του κλα­σι­κού μύ­θου, αυ­στη­ρό και λι­τό στους δρα­μα­τι­κούς τό­νους του» το ποί­η­μα «Ο γυ­ρι­σμός της Ιφι­γέ­νειας»,[15] εί­ναι η πρώ­τη σχε­τι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση και όσο γνω­ρί­ζω η μό­νη. Το ζή­τη­μα αυ­τό δεν φαί­νε­ται να έχει συ­ζη­τη­θεί από την κρι­τι­κή, κα­θώς το γε­γο­νός ότι εγκα­τα­λεί­πει τα αρ­χαιό­θε­μα ποι­ή­μα­τα στις επό­με­νες συλ­λο­γές της περ­νά σχε­δόν απα­ρα­τή­ρη­το. Ωστό­σο, πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτό ερώ­τη­μα και αξί­ζει να ανα­ζη­τη­θεί ή έστω να προ­τα­θεί κά­ποια ερ­μη­νεία ως προς αυ­τό το θέ­μα. Ο Αλέ­ξαν­δρος Αρ­γυ­ρί­ου στην ίδια κρι­τι­κή επε­κτεί­νε­ται σε μια γε­νι­κό­τε­ρη απο­τί­μη­ση του έρ­γου της. Γρά­φει σχε­τι­κά: «Δεν κα­τα­λα­βαί­νω εκεί­νους που προ­τι­μούν τα πρώ­τα βι­βλία της Βα­κα­λό από τα τε­λευ­ταία.[16] Για­τί και αν ακό­μη θε­ω­ρή­σου­με τα τε­λευ­ταία απο­τυ­χη­μέ­να ως προς το τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα, απο­κα­λύ­πτουν μια ποι­η­τι­κή φύ­ση όχι τυ­χαία, ένα βά­θος ψυ­χι­σμού και μια έντα­ση ανε­πα­νά­λη­πτη. Τα πρώ­τα ποι­ή­μα­τα μπο­ρεί να εί­χαν λυ­ρι­κό­τη­τα και χά­ρη, έμε­ναν όμως το πο­λύ στην ευ­τυ­χή εντύ­πω­ση».[17]

Ήδη δύο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, το 1954, ο Τά­κης Σι­νό­που­λος στην κρι­τι­κή του για την τέ­ταρ­τη συλ­λο­γή της Βα­κα­λό επι­ση­μαί­νει: «Πε­ρισ­σό­τε­ρο εδώ πα­ρά στην προη­γού­με­νη ερ­γα­σία της η ποι­ή­τρια προ­σφέ­ρει μια ποί­η­ση ενάρ­ξε­ως. Υπάρ­χει δη­λα­δή στο Δά­σος μια ζώ­νη α-ποι­η­τι­κή, ο κό­σμος της ποι­ή­σε­ως πρό­κει­ται να εμ­φα­νι­στεί».[18] Με έμ­με­σο τρό­πο αλ­λά σα­φή, κα­τά την άπο­ψή μου, η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη, στο ση­μα­ντι­κό κεί­με­νό της με το ση­μα­δια­κό τί­τλο «Προ­οί­μια στην ποί­η­ση της Ελέ­νης Βα­κα­λό».[19] επι­λέ­γει να ασχο­λη­θεί και να πα­ρου­σιά­σει μια συ­γκε­ντρω­τι­κή θε­ώ­ρη­ση του ποι­η­τι­κού έρ­γου της Βα­κα­λό πε­ριο­ρί­ζο­ντας την ανά­λυ­σή της «στα τέσ­σε­ρα τε­λευ­ταία βι­βλία της: Το δά­σος, Τοι­χο­γρα­φία, Ημε­ρο­λό­για της ηλι­κί­ας, Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος». Ωστό­σο, αυ­τός ακρι­βώς ο «πε­ριο­ρι­σμός» που θέ­τει, αν και δεν επε­ξη­γεί­ται άμε­σα, ορί­ζει συγ­χρό­νως και ένα πλαί­σιο ανα­φο­ράς που μπο­ρεί να κα­τα­νοη­θεί ακρι­βώς μέ­σα από τη δια­φο­ρε­τι­κή ποι­η­τι­κή αντί­λη­ψη που δια­κρί­νε­ται στο έρ­γο της Βα­κα­λό από Το δά­σος και εξής και η οποία ση­μα­το­δο­τεί μια νέα εκ­κί­νη­ση. Με τη συλ­λο­γή Η έν­νοια των τυ­φλών (1962), η Βα­κα­λό έχει κω­δι­κο­ποι­ή­σει την ποι­η­τι­κή της ορί­ζο­ντάς την ως ποί­η­ση «Πριν από το λυ­ρι­σμό», τί­τλο τον οποίο θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για να ορ­γα­νώ­σει την πρώ­τη μορ­φή συ­γκε­ντρω­τι­κής έκ­δο­σης, το 1981.[20] Ο Αντρέ­ας Κα­ρα­ντώ­νης, σχο­λιά­ζο­ντας την επι­λο­γή αυ­τή, ση­μειώ­νει ότι «το πιο σω­στό θα ήταν να έλε­γε “με­τά από το λυ­ρι­σμό”», θε­ω­ρώ­ντας την επι­λο­γή της αυ­τή ως «ζή­τη­μα σκη­νο­θε­σί­ας».[21] 
Αντί­θε­τα, η Βα­κα­λό έχει ήδη προσ­δώ­σει σ’ αυ­τή την επι­λο­γή τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης άρ­νη­σης να προσ­διο­ρί­ζε­ται από τα γνω­ρί­σμα­τα της γυ­ναι­κεί­ας έκ­φρα­σης, όπως του­λά­χι­στον επι­κρα­τεί ως εκεί­νη τη στιγ­μή να θε­ω­ρεί­ται και όπως και η ίδια φαί­νε­ται να λει­τούρ­γη­σε στις πρώ­τες συλ­λο­γές της. Αν ο λυ­ρι­σμός συν­δέ­ε­ται –και όσο συν­δέ­ε­ται– με την εξο­μο­λο­γη­τι­κή γρα­φή και ως προς τη γυ­ναι­κεία ταυ­τό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από την υπερ­βο­λι­κή έκλυ­ση συ­ναι­σθή­μα­τος, η Βα­κα­λό δεν σκη­νο­θε­τεί απλώς την άρ­νη­σή της απέ­να­ντι σ’ αυ­τά τα γνω­ρί­σμα­τα, αλ­λά κυ­ριο­λε­κτι­κά απο­ποιεί­ται κά­θε στοι­χείο που θα μπο­ρού­σε να τη συ­γκα­τα­ριθ­μή­σει στη χο­ρεία αυ­τή της κα­θη­λω­μέ­νης αντί­λη­ψης για τη γυ­ναι­κεία έκ­φρα­ση, κα­θώς και εν γέ­νει της συ­ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ας, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει πως απο­ποιεί­ται την έμ­φυ­λη ταυ­τό­τη­τά της. Έχει εν­δια­φέ­ρον να πα­ρα­τη­ρή­σου­με τον τρό­πο με τον οποίο η Βα­κα­λό προ­α­ναγ­γέλ­λει την απο­μά­κρυν­σή της από τη σχε­τι­κή θε­μα­τι­κή όταν λ.χ. γρά­φει: «Αν δεν βρι­σκό­μα­σταν σε μιαν επο­χή που ο φό­βος κυ­ριαρ­χού­σε –αί­σθη­ση θη­λυ­κιά– πι­θα­νόν η ποι­ή­τρια να στη­ρι­ζό­ταν στο λυ­ρι­κό στοι­χείο πε­ρισ­σό­τε­ρο, πιο σύμ­φω­νο στην ιδιό­τη­τά της, η σύν­θε­ση να μην της εί­ναι φυ­σι­κή.»[22] Επί­σης, όταν ανα­φέ­ρε­ται στην έν­νοια της εξο­μο­λό­γη­σης με με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια προσ­διο­ρί­ζει την ανά­γκη να μι­λή­σει με όρους αμε­σό­τη­τας και όχι με όρους κρυ­πτι­κούς ή υπαι­νι­κτι­κούς, για να κα­τα­λή­ξει ότι: «Αυ­τό το ποί­η­μα / Εί­ναι η τε­λευ­ταία μου επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη / Πριν υπο­κύ­ψω / Στων αλ­λο­φύ­λων τις συμ­βου­λές».[23] Γε­γο­νός που απο­κα­λύ­πτει, κα­τά την άπο­ψή μου, την από­φα­ση της αλ­λα­γής πλεύ­σης, απο­τέ­λε­σμα των συμ­βου­λών των αλ­λο­φύ­λων. Μή­πως με τις συμ­βου­λές των αλ­λο­φύ­λων υπο­νο­εί την το­πο­θέ­τη­ση της κρι­τι­κής που προ­σλάμ­βα­νε το έρ­γο της απο­κλει­στι­κά στο πλαί­σιο της γυ­ναι­κεί­ας θε­μα­τι­κής; Μή­πως ο λυ­ρι­σμός και η απο­φυ­γή του δεν σχε­τί­ζε­ται μό­νο με την πρό­θε­ση σύν­θε­σης και την επι­διω­κό­με­νη δρα­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά απο­κα­λύ­πτει και την έντα­ση που κα­τα­γρά­φει ο στί­χος «Κα­τέ­φυ­γα στα απρό­σι­τα όπως λα­ός εν διωγ­μώ»;[24] Οι πα­ρα­πά­νω στί­χοι θα μπο­ρού­σαν να ανα­γνω­ρι­στούν, κα­τά τη γνώ­μη μου, με όρους «δί­ω­ξης» των γυ­ναι­κεί­ων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών υπό την έν­νοια του εξω­στρε­φούς συ­ναι­σθη­μα­τι­σμού, γε­γο­νός που οδη­γεί στην ανα­γκα­στι­κή αλ­λά εθε­λού­σια επι­λο­γή να κα­τα­πιέ­σει αυ­τές τις ιδιό­τη­τες, να υπο­κύ­ψει στις εξω­γε­νείς συμ­βου­λές, να λει­τουρ­γή­σει έκτο­τε κρυ­πτι­κά, ακο­λου­θώ­ντας ωστό­σο ένα δρό­μο που θα την οδη­γή­σει βα­θύ­τε­ρα και θα της δώ­σει τη δυ­να­τό­τη­τα να ανα­κα­λύ­ψει την κα­τα­φυ­γή στα «απρό­σι­τα».  
Σε συ­νέ­ντευ­ξή της,[25] η Βα­κα­λό ανα­φέ­ρε­ται στο ζή­τη­μα του λυ­ρι­σμού διευ­κρι­νί­ζο­ντας τη σχέ­ση της και δί­δο­ντας το ακρι­βές στίγ­μα της: «Δεν έχω τί­πο­τε με το λυ­ρι­σμό. Εκεί­νο που έχω εί­ναι ότι ο λυ­ρι­σμός έγι­νε ξαφ­νι­κά συ­νώ­νυ­μο του συ­ναι­σθη­μα­τι­σμού. Αυ­τό εί­ναι που με δαι­μο­νί­ζει. Ή μάλ­λον όχι του συ­ναι­σθη­μα­τι­σμού αλ­λά της συ­ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ας. Αυ­τό νο­μί­ζω ότι ήταν η κα­τα­στρο­φή της ποί­η­σης. Με τους αρ­χαί­ους λυ­ρι­κούς όμως δεν έχω τί­πο­τα, ίσα-ίσα. Γι’ αυ­τόν το λό­γο εί­μαι πριν από το λυ­ρι­σμό.»[26] Ενώ στην ίδια συ­νέ­ντευ­ξη ορί­ζει και τη σχέ­ση της με τη γυ­ναι­κεία έκ­φρα­ση ως εξής: «Τα πρώ­τα-πρώ­τα ποι­ή­μα­τά μου ήταν κα­θα­ρά θη­λυ­κά. Στη συ­νέ­χεια αυ­τό δια­φο­ρο­ποι­ή­θη­κε. Δεν γρά­φω θη­λυ­κά θέ­μα­τα. Και νευ­ριά­ζω όταν ακούω να μι­λά­νε για γυ­ναι­κεία γλώσ­σα. (…) Υπήρ­ξε μια επο­χή, η οποία ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ερω­τι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή. Υπήρ­χε λοι­πόν σε μια επο­χή γυ­ναι­κεία ποί­η­ση.»[27] Η σύν­δε­ση η οποία πα­ρου­σιά­ζε­ται με σα­φή­νεια συ­ντε­λεί­ται ανά­με­σα στο ερω­τι­κό-συ­ναι­σθη­μα­τι­κό στοι­χείο και την εκ­δο­χή της γυ­ναι­κεί­ας ποί­η­σης, που ανή­κει σε μια πε­ρα­σμέ­νη επο­χή και στην οποία κι εκεί­νη αρ­χι­κά με­τεί­χε. Αλ­λά εί­ναι δη­λω­τι­κή και μιας σα­φέ­στα­της αντί­δρα­σης σε ό,τι θα μπο­ρού­σε να ορί­σει την έμ­φυ­λη ταυ­τό­τη­τα με όρους θε­μα­τι­κών επι­λο­γών ή γλωσ­σι­κής ιδιαι­τε­ρό­τη­τας. Συγ­χρό­νως, όμως, υπο­στη­ρί­ζει ότι «ο θη­λυ­κός άν­θρω­πος δεν εί­ναι κε­ντρο­μό­λος, έχει αυ­τή την αί­σθη­ση της διά­χυ­σης (…) εί­ναι αντι­πα­τριαρ­χι­κός άν­θρω­πος»[28] και υπό αυ­τή την έν­νοια ανα­γνω­ρί­ζει την ύπαρ­ξη ή τη δυ­να­τό­τη­τα να υπάρ­ξει μια προ­σέγ­γι­ση στο έρ­γο της με όρους ταυ­τό­τη­τας γέ­νους. Οι διευ­κρι­νί­σεις που δί­δει η Βα­κα­λό ως προς το θέ­μα του λυ­ρι­σμού αλ­λά και της γυ­ναι­κεί­ας ποί­η­σης μπο­ρεί να κα­θο­δη­γή­σει τη σκέ­ψη μας και να αντι­λη­φθού­με την επι­λο­γή της να αφή­σει τις πρώ­τες συλ­λο­γές της «κρυμ­μέ­νες», «απο­σιω­πη­μέ­νες», ή κα­λύ­τε­ρα ξε­χα­σμέ­νες στα ρά­φια των βι­βλιο­θη­κών, αλ­λά όχι απο­κη­ρυγ­μέ­νες. Απο­τέ­λε­σμα αυ­τής της πρα­κτι­κής εί­ναι ο κα­θο­ρι­σμός, έστω έμ­με­σα, μιας πρώ­της πε­ριό­δου της ποι­η­τι­κής της, την οποία συ­νει­δη­τά εγκα­τέ­λει­ψε. Επί­σης, η δια­σύν­δε­ση στην οποία προ­βαί­νει, έρω­τας-συ­ναι­σθη­μα­τι­σμός-λυ­ρι­σμός, μας επι­τρέ­πει να θε­ω­ρή­σου­με ότι η εγκα­τά­λει­ψη ή τρο­πο­ποί­η­ση της δια­χεί­ρι­σης αυ­τών των στοι­χεί­ων γί­νε­ται όχι μό­νο ως προς το λυ­ρι­σμό αλ­λά και ως προς αυ­τήν ακρι­βώς την αντί­λη­ψη του έρω­τα και του συ­ναι­σθη­μα­τι­κού τρό­που έκ­φρα­σης που τη συ­νο­δεύ­ει.

Πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτό το θέ­μα της απου­σί­ας ποι­η­μά­των που συν­δέ­ουν την ποί­η­σή της με την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή θε­μα­τι­κή και στην πρώ­τη αλ­λά και στην τε­λι­κή επι­λο­γή της συ­γκε­ντρω­τι­κής έκ­δο­σής της Το άλ­λο του πράγ­μα­τος, το 1995. Στο ση­μείο αυ­τό η πρό­τα­σή μου σχε­τί­ζε­ται με τις συ­νο­λι­κές μο­ντερ­νι­στι­κές επι­λο­γές της, που ωστό­σο πα­ρα­κάμ­πτουν τον υπερ­ρε­α­λι­σμό. Οι επι­λο­γές της συγ­χρό­νως αρ­νού­νται την επα­φή με την πα­ρά­δο­ση της γε­νιάς του ’30 και τα ιδε­ο­λο­γι­κά συμ­φρα­ζό­με­να του ελ­λη­νο­κε­ντρι­σμού· αρ­νού­νται επί­σης τη σχέ­ση με τον ευ­ρω­παϊ­κό πο­λι­τι­σμό: «Μι­λάω πά­νω σ’ αυ­τό το θέ­μα επει­δή θέ­λω να εί­μαι / Ενα­ντί­ον: / Του χιού­μορ / Της χά­ρης / Της προ­σω­πι­κής συ­νέ­πειας / Του πνεύ­μα­τος / Όπως το εν­νο­εί ο Ευ­ρω­παϊ­κός πο­λι­τι­σμός / Αυ­τή εί­ναι με τα φυ­τά η κυ­ριό­τε­ρη δια­φο­ρά μας.»[29] Τα αρ­χαιό­θε­μα ποι­ή­μα­τα προ­σφέ­ρουν το ιδε­ο­λο­γι­κό στίγ­μα τους με έμ­φα­ση στην ελ­λη­νι­κό­τη­τα και συν­δέ­ο­νται με την πα­ρά­δο­ση του κλα­σι­κι­σμού. Η ανα­δί­πλω­ση της θε­μα­τι­κής αυ­τής στη γε­νιά του ’30 δεν απο­κλεί­ει την επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση των γνω­στών συμ­βό­λων, όπως λ.χ. βλέ­που­με να κά­νει ο Σε­φέ­ρης, αλ­λά δεν εγκα­τα­λεί­πει ολο­σχε­ρώς τη σύν­δε­ση της αρ­χαιό­τη­τας με τον ευ­ρω­παϊ­κό πο­λι­τι­σμό. Η άρ­νη­ση της Βα­κα­λό, ωστό­σο, δεν ακο­λου­θεί­ται από μια εμ­φα­νή, του­λά­χι­στον, προ­σχώ­ρη­ση σε ένα άλ­λο ιδε­ο­λο­γι­κό σχή­μα, πα­ρά μό­νο σε μια έκ­φρα­ση εξ­πρε­σιο­νι­στι­κής υφής, που απο­κλεί­ει τα έτοι­μα μο­ντέ­λα σκέ­ψης, ενώ επι­διώ­κει να κα­τα­σκευά­σει το ποί­η­μα απο­σύ­ρο­ντας τους υπο­κει­με­νι­σμούς και ανα­δει­κνύ­ο­ντας τα πρω­το­γε­νή υλι­κά – τις λέ­ξεις και τις ποι­κί­λες συν­δυα­στι­κές σχέ­σεις τους. Θε­ω­ρώ, λοι­πόν, πως η απο­μά­κρυν­σή της από ποι­ή­μα­τα που υπεν­θυ­μί­ζουν με­θο­δεύ­σεις ιδε­ο­λο­γι­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες στην ελ­λη­νο-ευ­ρω­παϊ­κή γραμ­μή συ­γκρού­ο­νται με τους κα­τα­σκευα­στι­κούς όρους με τους οποί­ους συ­νει­δη­τά επι­λέ­γει να ερ­γα­στεί. Στο ποι­η­τι­κό ερ­γα­στή­ρι της, η Βα­κα­λό κα­τα­στρώ­νει το ποί­η­μα-πράγ­μα απο­κλει­στι­κά από τα δι­κά της υλι­κά, υπερ­βαί­νο­ντας ομα­δο­ποι­ή­σεις και έμ­με­σα κα­ταγ­γέλ­λο­ντας κά­θε μορ­φή φορ­μα­λι­στι­κού εγκλω­βι­σμού.


Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το βι­βλίο Ο λό­γος της πα­ρου­σί­ας – Τι­μη­τι­κός τό­μος για τον Παν. Μουλ­λά, Σο­κό­λης 2005, σσ. 363-374.

Παράρτημα


1. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ

Ελάτε όλες μαζί ν’ αγκαλιαστούμε στεγνά σ’ ένα σώμα
Να λικνίσομε τ’ αγόρια μας στα στρογγυλά μας γόνατα
Να τους πούμε ένα νανούρισμα απ’ τη γαλάζια και άσπρη πηγή
Της θηλυκότητάς μας
Εμείς που σαν κλείνουν τα μάτια τους ν’ αναπαυτούνε
Γνωρίζομε πιο βαθιά πιο μυστικά τον καρπό της σποράς τους
Της μάνας γης η ανάσα χτυπάει στον ίδιο ρυθμό της καρδιάς μας
Κι η άσπρη μας κοιλιά όμοια ιερή σαλεύει με τους σκοτεινούς χυμούς
Της γονιμότητάς της

Ελένη Βακαλό, Θέμα και παραλλαγές, Ίκαρος 1945, σ. 12


2. ΩΡΑ ΘΗΛΑΣΜΑΤΟΣ

– Το στήθος της λάμπει σαν άστρο
– Είν’ η φωνή του
Τραχειά και ανυπόμονη
Όπως με πήρε την πρώτη νύχτα
Στην αγκαλιά του
Τα βλέφαρά της
– Δεμένος με το σώμα μου
Αποκοιμήθηκε
Και γω χάιδεψα τα μαλλιά του
– Μυρίζει κανέλα και φρέσκο άχυρο
Πότε περνάν τα σαράντα;
– Η γλύκα που σώνεται
Σα να με θήλαζε πρώτη φορά
Το παιδί μου

Aυτ., σ. 18


3. ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Τη νύχτα
Που κυλάνε στους ώμους
Λυμένοι σπασμοί
Σε ήθελα
Να χαϊδέψεις
Με βλέφαρα γυμνά
Το κορμί μου
Σκοτεινός και βουβός
Να σαρώνεις τον άνεμο
Και να ’ρχεσαι
Βαρύς σα σιωπή
Κι απλά
Θα σε δεχτώ

Aυτ., σ. 21


4. ΩΔΗ ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ

(απόσπασμα)

Κι εσύ που είσαι γιος παλικαριών
Μην πεις τον άνεμο άκαρδο
Να μη βογγήξεις
Μόνε στο ριζολαίμι σου ας δέσει κόμπο μαύρο
Ο αντρίκιος σου σφυγμός.
Σαν ένας κάπρος με άσπρο δόντι θα χύνεσαι
Και θα σε κυκλώνουν οι κυνηγοί με όλες τις προσεχτικές
Μικρόπνοες σιγανοπερπατησιές
Και τις ενέδρες
Και τ’ άλλα τερτίπια αυτού του κυνηγιού
Που βάζει μπρος το σκύλο να μυρίζει
Εσύ κατάματα να δεις το Μεγάλο Φόβο
Αυτόν που τρέμει στα βαθιά νερά και δεν έχει ντροπή
Γιατί στα σπλάχνα μου απ’ τη γέννα σου ριζώνει.
Γι’ αυτό σε λέω μικρό φτερό χελιδονιού κι αυγερινέ μου
Γι’ αυτό μαζεύω αλυγαριές και κούμαρα για να σου στρώσω
Πλένω τα πόδια σου μ’ ανθό χαμομηλιού
Έχω πάν’ απ’ την κούνια σου δεμένη την καρδιά μου
Με μια κορδέλα θαλασσιά, γιε μου, να σε φυλάει.

Θα ’ρθεί μια μέρα να σκαλίξομε
Στους πέντε ανέμους
Τα κορμιά μας
Θα ξεπλυθούν οι πολιτείες με θάλασσα
Κι απ’ το βουνό η πανσέληνο θ’ ανατείλει

Ελένη Βακαλό, Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία, Αθήνα 1948, σ. 56-57


5. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
(απόσπασμα)


Ανεβασμένη στο πιο ψηλό τείχος της Τροίας
Είμαι νεκρή

Απ’ τη ζώνη το πουλί του θανάτου μου
Στον κατάλευκο ήλιο
Με τα χέρια αγωνίας
Πώς γεννώντας παιδί απ’ τα σπλάχνα σου
Τον αιμάτινο λώρο τραβά
Έτσι κυκλώνει την ορθή του φτερούγα
Την άλλη στο χώμα σέρνοντας
Το πικρό μου πουλί

Η Κασσάνδρα είναι το τραγικότερο πρόσωπο της ιστορίας κατόπιν εμού. Διότι εγώ μεν κρατώ στα χέρια μου μια πέτρα σε σχήμα περιστεριού ενώ εκείνη προσέφερε σφαγμένας έστω αχνίζουσας περιστεράς.
Σε κάποιο βωμό

[…] Η μοίρα
Ω άμοιρη Τροία
Του έρωτα
Των
Γυρισμών

Καρφώνει
Τα σώματα
Τα σώματα
Στις αμμουδιές
Των νεκρών

Να λυθεί απ’ της μήτρας το δέσιμο
Στην κορφή
Διπλοστήθη βουνού

Μα εμείς
Ποιον άλλον είχαμε να πιστέψομε
Παρ’ αυτήν
Την ανελέητη μάντιδα
Που γυρνώντας
Στις όχθες των ποταμών
Κάθε νύχτα
Φώναζε
«Πυρκαϊά γρηγορείτε»
Ενώ το βήμα του αγροφύλακα
Που περνούσε
Τυλιγμένος σ’ ένα άσπρο μανδύα
Για να αποφύγει τη σκιά του
Στα χιόνια των οδών
Μας ξυπνούσε

Στεκόμαστε στο παράθυρο για να δούμε
Που οι γερανοί
Κατεβαίνουν αργά

Στης ημέρας τη φλέβα ψηλότερα
Ανεβάζουν χυμοί
Εϊά
Των Ελλήνων ορδές
Ξανθομάλληδες
Χιόνων
Καταλυτές

Πιο βαθιά απ’ τη ρίζα ευκάλυπτου
Στου σπιτιού τα θεμέλια
Κυκλοσέρνει τη μάντισσα δύναμη
Η γυναίκεια μου έγνοια […]

Ελένη Βακαλό, Στη μορφή των θεωρημάτων, Αθήνα 1951, σ. 27-30


6. Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ

Όταν στ’ ανάκτορα βρέθηκε νεκρή, χωρίς σημεία να δείχνουνε ότι ο θάνατος δεν ήταν φυσικός, Ιφιγένεια, που είχε επιστρέψει, μας έκανε εντύπωση ότι δεν ζήτησε στις υποψίες μας να αρνηθεί (Αποσπάσματα απ’ την κατάθεση)


Μου στάθηκε περίεργο σαν είδα τη ρυτίδα
Δίπλα στο στόμα της Ηλέκτρας
Τη ρώτησα
Πέρασε λοιπόν από το φόνο τόσος καιρός
«Έχω έτοιμα τα νομίσματα, μου λέει, μόνο μη μου το πεις
Τώρα έτσι θυμούνται ή ξεχνούν»
Κι έλυνε με βία τα παπουτσάκια της τα παιδικά
«Θέλω να μου τα βάλεις, λέει
Εγώ μόνο προσπάθησα να δοκιμάσω αν μ’ αγαπούν»

Και τους έδειχνε τον Ορέστη να φεύγει
Καθώς στο πλακόστρωτο μεγάλωναν ολοένα
Τα βρεγμένα του πέλματα
Όσο εκείνος γινότανε πιο μικρός

Το θέμα δεν είναι η επιστροφή
Η οριστική αναγνώριση
Που μας έφερε ως εδώ

Σ’ αυτό το σημείο η Ιφιγένεια, ενώ εμείς περιμέναμε να κλείσομε πια, ανεβάζοντας τα χέρια στο στήθος της προχώρησε ως το παράθυρο που ακούγονταν η βοή της γιορτής

Κόρες του βασιλιά
Κόρες του βασιλιά

Στο μέρος της καρδιάς μου ακούμπησα
Για να επιτύχω ένα αποτέλεσμα οριστικό
Το ξίφος δεν είχε λαβή

Μπορώ ακόμη να κερδίσω καιρό

Ελένη Βακαλό, Τοιχογραφία, Αθήνα 1956, σ. 18-20

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: