υποστηρίζει στη Φυτική αγωγή
(1956, σ. 35)[4]. Οι απόψεις αυτές συμπυκνώνονται στην κομβική για την ποιητική της έννοια της τυφλότητας, η οποία μάλιστα θεματοποιείται στη συλλογή της Η έννοια των τυφλών (1962). Στη σειρά των περιώνυμων τυφλών ποιητών του παρελθόντος έρχεται να προστεθεί η μεταφορική, ποιητολογική τυφλότητα της Βακαλό, που σημαίνει την απόρριψη της βασικότερης αίσθησης, η οποία για τον δυτικό πολιτισμό φτάνει να ταυτίζεται με την ίδια τη νόηση.[5] Ο ποιητής είναι τυφλός, επειδή δεν προσεγγίζει τον κόσμο με τη συμβατική λογική αλλά με το σώμα, τις υποδεέστερες αισθήσεις και τη διαίσθηση.[6] «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε» είχε πει σε άλλους καιρούς ο Σεφέρης, παραφράζοντας τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού και αναδεικνύοντας έτσι επίσης μια μυστικιστική πολιτισμική διάσταση της Δύσης ως αντιπαράθεση στο επικρατέστερο ρεύμα του ορθού λόγου.[7]
Και εδώ είναι που η αναγεννημένη αμαρτωλή έρχεται να υποστηρίξει την πρωτοποριακή γραφή μιας ποιήτριας του εικοστού αιώνα. Το «προορατικό χάρισμα» της αγράμματης Μαρίας αντιστοιχεί για τη Βακαλό με το δώρο της γνήσιας ποίησης (ή τουλάχιστον με την αναζήτησή του). Η εγγραμματοσύνη και, πιο συγκεκριμένα, ο αλφαβητισμός συνδέονται με την έλλογη τάξη, την πειθαρχία και την ιεραρχία, και μάλιστα αποτέλεσαν ιστορικά όργανο άσκησης εξουσίας κατά τη μετάβαση των κοινωνιών από τη «φύση» στον «πολιτισμό» και από τον μύθο στον λόγο. Η επιστροφή σε μια εμπειρία του κόσμου πριν από τον εξαλφαβητισμό, πριν από την αμείλικτη αφαίρεση της συμβολικής τάξης, η καταβύθιση στη σημειωτική χώρα των ενορμήσεων και της ταύτισης λέξεων και πραγμάτων[8] φαίνεται ότι αποτελεί στο «Θαύμα» τον τόπο συνάντησης του ασκητισμού με την ποιητική παραγωγή. Πριν από τη Βακαλό, ο Πεντζίκης είχε επιχειρήσει συστηματικά να συντήξει μοντερνισμό και ορθόδοξη παράδοση υπερβαίνοντας με μια άμεση λογοτεχνική και εικαστική γλώσσα την αυθαιρεσία του γλωσσικού σημείου.[9] Και όλα αυτά στο πλαίσιο του ευρύτερου μοντερνισμού, που αμφισβητεί τα σταθερά περιγράμματα του δυτικού κόσμου αντλώντας από την άγρια σκέψη εναλλακτικών, εξω-ευρωπαϊκών πολιτισμών.
Στο απόσπασμα από το «Θαύμα» που παρατέθηκε κατατίθεται η απόπειρα άρθρωσης ενός νέου ποιητικού λόγου από την ποιήτρια, «αφού ολότελα κάηκε μέσα της» και «της δόθηκε φύσημα ψύχρας το άδειο». Ωστόσο η εξωτερίκευση αυτή αποδεικνύεται αδύνατη: «Εστάθηκε κόμπος πάνω απ’ τη φωνή και δεν έβγαινε η φωνή αλλά την κατάπινε και ηχούσε στο βάθος του στέρνου χωρίς ν’ ακούγεται τίποτα προς τους άλλους». Εδώ η Βακαλό ενώνει την κομμένη φωνή της με άλλους ποιητές της γενιάς της, που διαπιστώνουν επανειλημμένα την ανεπάρκεια της ποιητικής γλώσσας (ανακαλώντας το ασθματικό τραγούδι του Καρυωτάκη) ή και αυτοκαταργούνται αρνούμενοι ρητά την ποίηση. Παραθέτω εδώ ενδεικτικά μόνο το χαρακτηριστικό «Στη θέση της φωνής» του Πάνου Θασίτη από τη συλλογή του 1983 Σχιστολιθικά (1974-1979)