Περπατώ εις το δάσος (μια αστυνομική ιστορία)

Ελένη και Γιώργος Βακαλό, Ερέτρια αρχές δεκαετίας του ᾽70
Ελένη και Γιώργος Βακαλό, Ερέτρια αρχές δεκαετίας του ᾽70

Στο δάσος της Ελένης Βακαλό μπήκα με ασυγχώρητη καθυστέρηση – εκτός και αν θεωρήσουμε ότι για κάθε βιβλίο και για κάθε ποιητή πρέπει να έρθει η κατάλληλη στιγμή να τον γνωρίσομε (όπως θα έλεγε κι η ίδια, με τα υπέροχα όμικρόν της στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο). Η συγκεντρωτική της έκδοση «Το άλλο του πράγματος» υπήρχε από χρόνια στην βιβλιοθήκη μου, αλλά το κυριότερο ίσως γνώρισμα της ποίησής της, ο άπιαστος, ο φευγαλέος χαρακτήρας της, με αποθάρρυνε, αφού όχι απλώς το δάσος είχε σχήμα μέδουσας, αλλά και τα νοήματα γλυστρούσαν (sic) σαν τη μέδουσα. Είχα αρκεστεί λοιπόν σε ένα ατελέσφορο κρυφτό, φυλλομετρώντας, σταχυολογώντας, αναβάλλοντας: ούτως ή άλλως πολύτιμα ευρήματα αναδύονταν με την πρώτη ματιά: «Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές» / «Ένα πουλί πληγωμένο είναι πιο ελαφρύ;» / «Τον τρόπο της ύπαρξης καθορίζει ο τρόπος της ηδονής» / «Πριν βρούνε τις λέξεις οι άνθρωποι, υπήρχαν οι αναστεναγμοί». Ήταν το δίσεκτο δεκάξι η χρονιά που όλα στη ζωή μου γλίστρησαν, οπότε είπα θα μπω, καθόλου δεν με νοιάζει αν χαθώ. Σύντομα διαπίστωσα ότι το κρυφτό ήταν και της Ελένης Βακαλό το αγαπημένο παιχνίδι. Τα ποιήματά της, για να δανειστώ τα λόγια της, είναι «σαν τ’ αχνάρια που σβήνουνε όταν βγαίνοντας απ’ την θάλασσα μεσημέρι, στην καλή αμμουδιά περπατάς»: ποιήματα που ζητούν την επανάληψη, που σε υπνωτίζουν ώσπου να φτάσεις στο τέλος τους και να ξεχάσεις το νόημα που αφελώς είχες πιστέψει ότι βρήκες. Θυμήθηκα ένα αγαπημένο μου απόσπασμα από μια συλλογή αστυνομικών διηγημάτων του Τσέστερτον, την Αθωότητα του πατρός Μπράουν: «Where does a wise man hide a leaf? In the forest. But what does he do if there is no forest? He grows a forest to hide it in.» Τότε κατάλαβα ότι η Ελένη Βακαλό έφτιαξε ένα δάσος για να κρυφτεί μέσα σ’ αυτό. Ρίσκαρε το ενδεχόμενο να μην τη βρούμε. Καθόλου δεν την ένοιαζε. Ούτε και η κατανόηση την ένοιαζε, μόνον η εννόηση. Το κρυφτό είναι παιδικό παιχνίδι. Έφτιαξε μια γλώσσα που θυμίζει τη γλώσσα των παιδιών: ξεκούρδιστη, αποσυναρμολογημένη. Έπαιξε σαν τα παιδιά, δανείστηκε την παρθενία της όρασής τους. Κέρδισε την ελευθερία του ακαταλόγιστου, μέγα βραβείο των ποιητών. Δοκιμάστε να κάνετε σύνταξη στους στίχους της Βακαλό. Θα βρεθείτε προ εκπλήξεων («ακούς; παιδική γλώσσα που έχομε όλοι αυτήν σου μιλώ»). Κι έτσι διαλέγει και μπορεί να πει αυτά που δεν λέγονται με τον τρόπο της αλαφροΐσκιωτης. Όταν έχει πανσέληνο, τα ποιήματα της Βακαλό «αυξάνουν». Κατάφερε να ακούγονται φωνές «πίσω απ’ τη γλώσσα». Δεν απέφυγε το κεντρί του πόνου, μιμήθηκε την τρέλα και την άνοια. («Κι είναι αλήθεια για να δεις, με την τρέλα και τον πόνο, πιο πολλά, λέω, μπορείς»). Γιατί «οι πληγές είναι μάτια κι αυτές». Με πόση πανουργία κρατάει τα μυστικά της η κυρα-Ροδαλίνα! Μήπως λόγω του φύλου της; «Οιηματίες του λόγου, εμποδίζει τη γλώσσα μου το γένος των ανθρώπων». Η φωνή της ακούγεται απ’ τα βάθη της αβύσσου. Στα ποιήματά της «υπάρχει πάντα κρυμμένος ένας λυγμός»Μην ακούς τι λέω, κλαίω»). Περπατώ εις το δάσος της Ελένης Βακαλό: συναντώ ψάρια, πουλιά, τρωκτικά, φίδια, έντομα, πρόβατα, κότες, τράγους, σαύρες, λύκους, αρνιά, βόδια, αγελάδες, τίγρεις, τσακάλια, γαϊδούρια, άλογα, κάμπιες, κατσικούλες, λιοντάρια, ταύρους, κριούς, κροκοδείλους, σκύμνους, χοίρους, κήτη, ακρίδες, και τον άσπρο μόνοκερω («ζώο φανταστικό ολότελα»). Φοβάμαι λίγο. Αλλά «για μια γυναίκα είναι φυσικό να έχει και του φόβου την ηδονή». Από συλλογή σε συλλογή (δεκατέσσερις τον αριθμό), με αποκορύφωμα τα Επιλεγόμενα, αυτή η ποίηση γίνεται όλο και πιο αέρινη. Αστράφτει με το ήθος και την αρετή της. Φυσάει αύρα Σολωμού. Πόσο μου αρέσει η φωτογραφία της με το τσιγάρο στο χέρι. Η Ελένη Βακαλό θα είναι μοντέρνα για πάντα. Έσβησε το εγώ της και, με πρόσχημα την αθωότητα, έγινε η μις Μαρπλ της ποιήσεως που ερευνά τα μυστήρια του κόσμου και των πραγμάτων.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: