Ο διάλογος του ποιητή με τη Μούσα είτε ως γενική αναφορά, όπως στην περίπτωση του Κ.Π. Καβάφη, είτε ως προσωποποιημένη μνημόνευση είναι δεδομένος. Ειδικά στα ελληνικά γράμματα έχει παρασταθεί σε ποιητές και αντίστοιχα έχει σχολιαστεί εκτενώς από μελετητές της γραμματείας μας. Ο Δημήτρη Κόκορης στη μελέτη του «Τρεις νεοτερικές εκδοχές του θέματος ‘Ποιητής και Μούσα’(…)[1] αρχικά μνημονεύει την τριάδα των Φώσκολου, Σολωμού, Κάλβου και επεκτείνεται στο μουσολογικό ζήτημα συνοψίζοντας ενδεικτικά την διασπορά του θέματος, στους μείζονες ποιητές μας, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Κ. Π. Καβάφης, Ο Κώστας Βάρναλης και ο Άγγελος Σικελιανός, πριν αναλυτικά ασχοληθεί με το κυρίως αντικείμενό του τους Καρυωτάκη, Ρίτσο, Βαγενά.
Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εργασία της Κατερίνας Κωστίου «Οι μεταμορφώσεις της Μούσας στον 20ό αιώνα. Από την Πολύμνια στην Ερατώ».[2] Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οι ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς. Της Γενιάς της Αντίστασης, ο Αναγνωστάκης, ο Αλεξάνδρου, ο Πατρίκιος, ο Κατσαρός, ο Κύρου, θεωρούσαν αυτονόητο ότι η ποίηση ήταν μέρος του αγώνα τους (…) Η Μούσα στο πλαίσιο αυτό οφείλει να είναι εύρωστη και δυναμική, αρωγός στον αγώνα του ποιητή-αγωνιστή». Μια άποψη που, κατά την γνώμη μου, ανακαλεί την «ηρωική» παρουσία της Μούσας στην ώρα της εθνικής παλιγγενεσίας.
*
Αγνώριστη είναι η «Ασπροεντυμένη» του Σολωμού. Κανείς δεν την γνωρίζει και ας γράφει ο Αποστολάκης πως «στην Αγνώριστη κρύβεται, φαντάζομαι, κάποιο συναπάντημα του ποιητή με κάποια κόρη».[3] Πράγματι είναι η μορφή μιας γυναίκας που δεν μοιάζει με καμία, που την αγαπούν και προστρέχουν σ’ αυτήν οι ποιητές για να τους χαρίσει το φως και τα μάγια της. Η ιδανική αναπαράστασή της τους παραστέκει εμπνέοντάς τους και συχνά τους «ψιθυρίζει» τα τραγούδια τους. Είναι η Μούσα και οι Μούσες που μας έρχονται από τον αρχαίο μύθο, διανύουν αιώνες, φθάνουν σε κάθε τόπο και ανταποκρίνονται στα καλέσματα του μεγάλου και αληθινού έρωτα, ειδικότερα η μούσα Πολύμνια συνδέεται με την τέχνη της λυρικής ποίησης. Έχει σταθερά τη μορφή μιας ωραίας γυναίκας και αφήνει να διαφανεί η πετραρχική Λάουρα και κυρίως η δαντική Βεατρίκη. Από την Αναγέννηση στους νεότερους χρόνους οδεύει στα καθ’ημάς μέσω Ιταλίας στα Επτάνησα. Από τον Φώσκολο, τον Σολωμό και τον Κάλβο η παρουσία της Μούσας μνημειώνει επίσης τον έρωτα για την πατρίδα.
Από την άλλη όχθη της ήττας και της αρρώστιας ο Κώστας Καρυωτάκης έχει προηγηθεί διανύοντας μια μεγάλη απόσταση στην ποιητική μας συνείδηση. Γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου στο μελέτημά της «Ποιητική Αλχημεία: Μπωντλαίρ / Καρυωτάκης»: «Η άρρωστη (ή νοσηρή) μούσα του Μπωντλαίρ [‘Muse malade’] συγκεκριμενοποιείται από τον Καρυωτάκη στην ‘Πολύμνια’, τη μούσα δηλαδή της λυρικής ποίησης, και το άψογο μπωντλαιρικό σονέτο αναπτύσσεται σε εννέα τετράστιχες στροφές. Πέρα, ωστόσο, από το διάφορο γράμμα των δύο ποιημάτων διακρίνεται το κοινό πνεύμα που τα δονεί: πρόκειται για ευθεία αποστροφή των ποιητών στην οικεία μούσα, απομυθευτική και νεοτερική (μοντέρνα) στη διατύπωσή της. Η μούσα είναι πάσχουσα και αντί να εμπνέει και να ζωογονεί τους ποιητές, αντιμετωπίζεται συμβατικά από αυτούς. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί: κάθε υμνολογική χρειά έχει εξαλειφθεί και έχει παραχωρήσει τη θέση της σε έναν καθημερινό, ανθρώπινο λόγο (…)».[4]
Η εμπεριστατωμένη προσέγγιση της Τσιριμώκου είναι ακριβής, ειδικά μάλιστα όταν επισημαίνει «το διάφορο γράμμα των δύο ποιημάτων (καθώς και) το κοινό πνεύμα που τα δονεί». Η συνύπαρξη του μοντέρνου ποιητικού ήθους στην Πολύμνια με την μπωντλερική καταγωγή δεν εμποδίζει την σολωμική παρουσία μέσα από τον ιαμβικό πεντασύλλαβο στίχο και τον σταθερά επαναλαμβανόμενο σταθερό τονισμό στην τέταρτη συλλαβή, όπως ακριβώς και στη σολωμική «Αγνώριστη», γνώρισμα με ευρύτατη διάδοση της αντίστοιχης στιχουργικής μορφής στην Επτανησιακή παράδοση.[5]
Η καταγωγή του ποιήματος της Βακαλό «Η ασπροντυμένη» μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί στιχουργικά στον σολωμικό απόηχό της και στη στιχουργική αναλογία με την καρυωτακική «Πολύμνια». Ήδη ο τίτλος του ποιήματος μας προοικονομεί την ασπροεντυμένη του ποιήματος του Σολωμού «Η Αγνώριστη». Συγχρόνως, η στιχουργική εγγύτητα και των τριών ποιημάτων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για το άνοιγμα ενός «διαλόγου» μεταξύ των τριών ποιημάτων.
Η θεματική της Μούσας στην «Ασπροντυμένη» της Βακαλό εμφανίζεται ως «Μορφή μαρμάρινη / Κτήμα θανάτου», ωσάν να προϋποθέτει την καρυωτακική μούσα που «κόρη χλωμόθωρη / μαυροντυμένη /(που) λάμπει το βλέμμα της / απ’ την ασθένεια».
Ο Καρυωτάκης δηλώνει την ύπαρξη της Μούσας ως μια μελλοντική προοπτική «Κάποια μεσάνυχτα / θα σε αγαπήσω, / Μούσα. Τα μάτια σου / θαν τα φιλήσω (…)», ενώ στην περίπτωση της Βακαλό η ανατροπή συντελείται με τη σχηματική μορφή του ξυπνήματος από το όνειρο, και της Επιφάνειας… «Έτσι θα φθάσει / Με πόθο αγάπης / Στην πάνω πλάση / Η Ροδαλίνα». Η κλιμάκωση είναι χαρακτηριστική: από την ιδεαλιστική Μούσα του Σολωμού στην ασθενή και πενθούσα του Καρυωτάκη και, τέλος, στη μνημειωμένη, και επομένως δοξασμένη ως μεταθανάτιο άγαλμα στην περίπτωση της Βακαλό.
Στις επιλογές της Βακαλό διαπιστώνουμε ότι ο έρωτας είναι που δίδει τη νέα πνοή ζωής στη μαρμαρωμένη μορφή της Μούσας, ωσάν «ανάσταση» της ποίησης μέσα από τη νίκη της ζωής και την ανάδειξη της ερωτικής εκδοχής της.
Παράλληλα εντοπίζουμε συσχετισμούς εικόνων και λεκτικών σχημάτων που διασταυρώνονται αντιθετικά στα ποιήματα, λ.χ. η αρχική εικόνα της σολωμικής «ασπροεντυμένης, που κατεβαίνει απ’ το βουνό και στο πέρασμά της «Το χόρτο γένεται / άνθη απαλό (…) Κι ερωτεμένο / Να μη το αφήσει / Να το πατήση / Παρακαλεί» διαλέγεται αντιθετικά με την καταληκτική εικόνα της «Ασπροντυμένης», που στο ποίημα της ονοματισμένης πλέον Ροδαλίνας ακολουθεί ανοδική πορεία που διατυπώνεται ως εξής: «Έτσι θα φθάσει / Με πόθο αγάπης / Στην πάνω πλάση / Η Ροδαλίνα / Χορτάρι πάτησε / Το ελαφρό πόδι». Συγχρόνως η παράκληση να παραμείνει απάτητο (αγνό;)το χόρτο στον Σολωμό στη Βακαλό έχει πλέον οριστεί με τη σαφήνεια της γείωσης.
Στην «Ασπροντυμένη» της Βακαλό αναδεικνύεται ένα ενδιαφέρον παράδειγμα συγκρητισμού της ρομαντικής ιδέας: Από την ιδεαλιστική «Αγνώριστη» του Σολωμού, στην πεισιθάνατη «Πολύμνια» του Καρυωτάκη, με κατάληξη την ανάκτηση της ρομαντικής ιδέας από την Βακαλό μέσα από το «θαύμα»: «Ετοιμάζομαι για το θαύμα / Στην εύνοια του χρόνου αποδίδω κάθε παράταση».[6]
Ωστόσο, κλείνοντας το σύντομο κείμενό μου θα ήθελα να διευκρινίσω ότι, κατά την άποψή μου, με το «θαύμα» σε σχέση με τον χρόνο, η Βακαλό δεν προκρίνει κάποια υπερβατική παράταση ζωής και παρουσίας της σολωμικής μούσας. Αντίθετα, επιβεβαιώνει τη μακρά διάρκεια της σολωμικής παράδοσης στη νεοελληνική ποίηση οδηγώντας την «Αγνώριστη» μούσα από το παρελθόν στο παρόν αφήνοντας στην «εύνοια του χρόνου» το μέλλον.