Ο τυφλός είναι ο άνθρωπος της αφής και της ακοής, της ποίησης και του συναισθήματος, της φαντασίας και της μνήμης. Τυφλοί -μέσα στο πλήθος- είναι και ο μάντης, ο ραψωδός, ο έφηβος, στο ποίημα «Ο θρύλος τους»:
Μεγάλοι έφηβοι υπνοβάτες διαφεύγουν
Τα ποιήματα τα μαντεύουν <…> αγρεύουνε το πουλί της
ποιήσεως <…>
Στη φωνή τους θα στέκεται ένα τοπίο τρέμοντας απ’ τα χρώματα
όλα επάνω.
Αυτός που μετράει στ’ αλφάβητο της κραυγής που επιπλέει το
πέρασμα στην έρημο των λαών
Σαν όρθιο ραβδί πριν γλιστρήσω βυθίζει ο κίνδυνος τη φωνή μου,
ακούγεται, θα ακούγεται κάθε νύχτα από τ’ ανοίγματα του
αέρα κι ούτε το κυπαρίσσι δεν έχει γύρω του τόσο σφιχτό
το σώμα της σκιάς
(Η Έννοια των Τυφλών, 1962, 74-75)
Η υπερεικόνα του υπνοβάτη- ποιητή- μάντη- έφηβου απηχεί τους θρυλικούς τυφλούς της ελληνικής ιστορίας: ο Όμηρος, και ο τραγικός Οιδίποδας, ο μάντης Τειρεσίας. Η τυφλότητα, η ποίηση, ο ‘μαντικός’ λόγος συνδέονται ήδη από την αρχαιότητα. Ο τυφλός της Βακαλό στην αρχή του ποιήματος είναι αυτός που δεν βλέπει ακόμα, ενώ στο τέλος, κατορθώνει και αντικρύζει, τον ήλιο, έναν ‘νεωτερικό’ ήλιο ωστόσο, με μαύρη χλόη στις παρυφές του, με σκοτάδι:
Εφηβεία καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς το μπορούσα
κατάματα να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του φυτρώνει
Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου και αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
Όπως πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι ψίθυροι και τα νεύματα που διακρίνεις
Όλα μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία αργής μεταμόρφωσης συνοδεύει το ποίημα
(Η Έννοια των Τυφλών, 1962, 82)
Για να επικρατήσει το φωτεινό κομμάτι του κόσμου απαιτείται μια επώδυνη διαδρομή που καταλήγει στο αντίκρισμα του ήλιου «κατάματα» («τώρα καθώς το μπορούσα/ κατάματα να βλέπω τον ήλιο»). Ωστόσο, ο ήλιος της Βακαλό είναι περιγεγραμμένος το σκοτάδι του, τον συναντάμε και αλλού σε συζεύξεις – μεταφορές όπως «κατάμαυρος ήλιος» (Περιγραφή του σώματος, 1959, 64), αλλά και στο ζεύγμα φως-σκότος που διαπνέει τα ποιήματα της ως κλίμακα των φωτοσκιάσεων από το άσπρο στο μαύρο, τη σκια ή το θαμπό φως, από την πλήρη λάμψη έως το σκοτάδι. Στο χρώμα εξ άλλου δεν αναφέρεται παρά μόνο σπάνια η ποίηση της Βακαλό –εκτός ίσως από το κόκκινο του αίματος (π.χ. «της νύχτας του αίματος» Περιγραφή του σώματος, 1959, 64). Αναγνωρίζουμε και εδώ την ιδιοσυστατική ποιητική της συγγραφέως: αντιδιαστολή όσο και συνύπαρξη των αντιθέτων, του ψυχρού φαίνεσθαι και του θερμού αισθάνεσθαι.
Την ποιητική συλλογή Η Έννοια των Tυφλών (1962) η Νόρα Αναγνωστάκη χαρακτήρισε εύστοχα και με πρώιμη οξυδέρκεια ως «ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ σε νεοελληνική γλώσσα» («Προοίμιο στην ποίηση της Ελένης Βακαλό», 1995, 120). Τα ορατά, όσα βλέπουμε, μας τυφλώνουν, η φαινόμενη επιφάνεια των πραγμάτων γίνεται εκτυφλώνουσα οφθαλμαπάτη. Η ποίηση που κατοικεί την ίδια την πραγματικότητα περιμένει να την δούμε· η ζωή μας υποχρεώνει να την δούμε, δηλ. να την ζήσουμε. Δεν πρέπει, για τούτο, να εθελοτυφλούμε, αλλά να επωμιστούμε την «φριχτή ευθύνη της οράσεως που μας εξομοιώνει με τους τυφλούς» (Αναγνωστάκη, 1995, 117).