Οι λέξεις, τα πράγματα και οι άγλωσσοι ποιητές

Οι λέξεις, τα πράγματα και οι άγλωσσοι ποιητές
Ερέτρια 1996. Φωτ. Μαρία Κακαβούλια


«Άπνους ο λό­γος, αν όχι του πράγ­μα­τος» ———Ελέ­νη Βα­κα­λό, Επι­λε­γό­με­να, 1997

Ποια εί­ναι η σχέ­ση του ποι­η­τή με τον κό­σμο; Περ­νά οπωσ­δή­πο­τε μέ­σα από τη γλώσ­σα και τα σκο­τει­νά της ση­μεία. Από την ποί­η­ση της Βα­κα­λό πο­τέ δεν έλει­ψαν οι στιγ­μές αυ­το­σχο­λια­σμού και ανα­φο­ράς στους όρους της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας. Καη­μός και κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη της ποι­η­τι­κής γρα­φής εί­ναι η εν πολ­λοίς αυ­θαί­ρε­τη σχέ­ση λέ­ξης-πράγ­μα­τος, η αγω­νία «ο άν­θρω­πος να ονο­μά­σει τα αλη­θι­νά» (Του κό­σμου, 1978). Εν­σφη­νω­μέ­νοι στα ποι­ή­μα­τά της εί­ναι οι πρω­τεϊ­κοί προ­βλη­μα­τι­σμοί γύ­ρω από τη φύ­ση και την λει­τουρ­γία της γλώσ­σας στον ποι­η­τι­κό λό­γο. ‘Εύ­γλωτ­τε­ς’ και οι με­τα­φο­ρές για τη γλώσ­σα: η γλώσ­σα-σκε­πή, η γλώσ­σα-κα­θρέ­φτης, η ομι­λία - θό­λος, υπε­ρυ­ψω­μέ­νο αντη­χείο πραγ­μά­των, αλ­λά και η λέ­ξη-δε­ντρά­κι, το όνο­μα – κό­σμος, οι λέ­ξεις – κα­τοι­κί­δια ζώα, οι λέ­ξεις – πα­ρη­γο­ριά, κ.ά. Τα σχό­λια πυ­κνώ­νουν ιδιαί­τε­ρα στο Του Κό­σμου (1978), αλ­λά και στο ύστα­το ποί­η­μά της το 1997 με τί­τλο «ΜΙ­ΚΡΕΣ ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΜΟΥ Το άλ­λο του πράγ­μα­τος» που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο τε­λευ­ταίο της ποι­η­τι­κό βι­βλίο με τί­τλο Επι­λε­γό­με­να (1997) και που αρ­χί­ζει με τους εξής στί­χους:

Είναι πράγμα
Το άλλο του πράγματος
Γιατί ενάντιο σε μένα
Και όμορφο
Το πλησίον που χάνεται
Το μετατρέπω σε ρήμα

                                      Επιλεγόμενα (21)

Η ποι­η­τι­κή γρα­φή δια­σώ­ζει «το πλη­σί­ον που χά­νε­ται», ενώ για την με­τα­τρο­πή του βιώ­μα­τος σε γλώσ­σα επι­λέ­γε­ται γε­νι­κευ­τι­κά και αφαι­ρε­τι­κά το πλέ­ον πο­λυ­σύν­θε­το μέ­ρος του λό­γου, το ρή­μα που εκ­φέ­ρει την ενέρ­γεια ή την κα­τά­στα­ση στη γλώσ­σα. Τί­πο­τα δεν χά­νε­ται, για τη Βα­κα­λό, απλά με­τα­τρέ­πε­ται· όλη η τέ­χνη υπά­γε­ται, για τη συγ­γρα­φέα, σε αυ­τή την αλυ­σί­δα ατέρ­μο­νων με­τα­τρο­πών. Η ποί­η­ση εί­ναι κι αυ­τή για τού­το μια μορ­φή ενερ­γή­μα­τος, γλωσ­σι­κού ενερ­γή­μα­τος:

Ένα κορίτσι στέκεται πάνω στη γέφυρα  
Η όψη του δεν θα έφτανε για να υπάρχει
Το ονόμασα και είναι εκεί

                        Επιλεγόμενα (23)

Η γλώσ­σα εξη­με­ρώ­νει, ονο­μά­ζει τα άγνω­ρα, με­τα­τρέ­πει τα θη­ρία εντός, τα ανή­με­ρα πά­θη, σε «κα­τοι­κί­δια της γλώσ­σας» (Επι­λε­γό­με­να, 1997, 31). Η σχέ­ση της ποί­η­σης με το πράγ­μα υπήρ­ξε ένα από τα με­γά­λα ζη­τού­με­να για την ποι­ή­τρια Βα­κα­λό, όπως ήδη φαί­νε­ται από τον τί­τλο που η ίδια δί­νει στην συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση των ποι­η­μά­των της το 1995 Το άλ­λο του πράγ­μα­τος. Ποί­η­ση 1954-1994. Το ‘πράγ­μα’ δεν εί­ναι το πε­ρι­γε­γραμ­μέ­νο αντι­κεί­με­νο και οι σχέ­σεις του με άλ­λα αντι­κεί­με­να μέ­σα στον χώ­ρο. Το ‘πράγ­μα’ των ποι­η­μά­των της εί­ναι ό,τι χω­ρί­ζει και ό,τι συν­δέ­ει εμάς με τα αντι­κεί­με­να, η δι­κή μας σχέ­ση (βιω­μα­τι­κή) με τον αι­σθη­τό χώ­ρο. Η από­δο­ση του «πράγ­μα­τος» στην ποί­η­ση αφο­ρά το βα­θύ­τε­ρο γί­γνε­σθαι, γι’ αυ­τό και εί­ναι «άπνους ο λό­γος αν όχι του πράγ­μα­τος» (Επι­λε­γό­με­να, 1997, 23).
Ορι­σμέ­νοι από τους ωραιό­τε­ρους –κα­τά τη γνώ­μη μου– στί­χους αφο­ρούν την αγω­νία να απο­δο­θεί η ζωή του ‘πράγ­μα­το­ς’ στο με­γά­λο ‘έξω’, την εξο­ρία που η γλώσ­σα συ­νι­στά, όπως η συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρει, σε μια λα­κα­νι­κού τύ­που ανα­λο­γι­κή πα­ρο­μοί­ω­ση της γλώσ­σας με κα­θρέ­φτη ή σε μια με­τα­φο­ρι­κή αντι­στοί­χι­ση της γλώσ­σας με σκε­πή ή της ομι­λί­ας με αντη­χείο,

Τα πράγματα στον καθρέφτη
Δεν είναι πράγματα
Στη γλώσσα μας το ίδιο

                                                              Επιλεγόμενα (26)

Στο θόλο του ομιλουμένου
Η λέξη εξαντλείται ως πράγμα
Και τότε το πράγμα υπάρχει
εξ αρχής
Άγλωσσοι οι ποιητές
γίνονται ποιητές
Έτσι όπως εγώ τους θέλω

                                            Επιλεγόμενα (25, υπογρ. δική μου)

 
Η γλώσσα σκεπή
Εγώ, ως πράγμα φωνής
Άλεκτο
Η σιωπή αποφασίζει τον λόγο 
Αναλογεί σ’ ένα
της μέρος                                                                    
                                                Επιλεγόμενα
(28)

              
Tο πράγμα γεμίζει στον εαυτό του
                Είναι ένα ζώο
                Σκοτεινό, πλήρες
Το ζώο-πράγμα βελάζει στη μοναξιά του
Επιμένω ν’ ακούσεις αυτόν τον ήχο

                                                                  Επιλεγόμενα (29)

Από τους πα­ρα­πά­νω στί­χους προ­κύ­πτει πως το «πράγ­μα» αφο­ρά πρω­τί­στως όσα αι­σθα­νό­μα­στε, αγ­γί­ζου­με, ακού­με, βλέ­που­με, αυ­τό που δε λέ­γε­ται, το άλε­κτο, που όμως έχει οντό­τη­τα και υπό­στα­ση. Κο­ντο­λο­γίς, ό,τι βιώ­νου­με πριν αυ­τό γί­νει αφη­ρη­μέ­νη έν­νοια και κα­τη­γο­ριο­ποι­η­θεί νοη­τι­κά, πριν ακό­μα φτά­σει στη γλώσ­σα· εί­ναι το «ζώο-πράγ­μα», οι ζω­ι­κές («βε­λά­ζει»), μη λε­κτι­κές κα­τα­βο­λές του νο­ή­μα­τος, με δυο λό­για η αρ­χέ­γο­νη, άγλωσ­ση, συ­γκι­νη­σια­κή αφε­τη­ρία της γλώσ­σας, γι’ αυ­τό και θέ­λει η Βα­κα­λό τους ποι­η­τές της «άγλωσ­σους». Κά­τω από τη «γλώσ­σα σκε­πή» το «εγώ ως πράγ­μα φω­νής άλε­κτο», αλ­λά όχι άφω­νο, «απο­φα­σί­ζει» ωστό­σο τον λό­γο, «δεί­χνει» το κομ­μά­τι της εμπει­ρί­ας που δεν μπο­ρεί να λε­κτι­κο­ποι­η­θεί.    
Ο άν­θρω­πος της Βα­κα­λό εί­ναι ο άν­θρω­πος των απαρ­χών· γι αυ­τόν όλα τα όντα και τα πράγ­μα­τα έχουν πα­ρου­σία και οντό­τη­τα, εί­ναι υπο­κεί­με­να, έμ­ψυ­χα. Το αί­τη­μα για έναν βα­θύ­τε­ρο γλωσ­σι­κό αρ­χαϊ­σμό, για την αρ­χέ­γο­νη ταύ­τι­ση γλώσ­σας και πράγ­μα­τος υπη­ρε­τούν και κά­ποιες από τις γλωσ­σι­κές επι­λο­γές, όπως ο ρυθ­μός, βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ποί­η­σης της Βα­κα­λό, το μέ­τρο, η ελα­χι­στο­ποί­η­ση χρή­σης ρη­μά­των, η απο­φόρ­τι­ση από επί­θε­τα, η εκτε­τα­μέ­νη χρή­ση ονο­μα­τι­κών φρά­σε­ων.  
Η Βα­κα­λό πολ­λές φο­ρές θα προ­βά­λει ποι­η­τι­κά μια αι­σθη­σιο­κε­ντρι­κή βί­ω­ση του πραγ­μα­τι­κού. Θα μι­λή­σει για τις κα­ται­γι­στι­κές ει­κό­νες, την πρω­το­γε­νή αί­σθη­ση του ήχου της φω­νής, τον άγρα­φο λό­γο («κι ανέ­βαι­ναν κά­τι φω­νές αλ­λά πί­σω απ’ τη γλώσ­σα», Oι πα­λά­βρες της Kυ­ρά Pο­δα­λί­νας, 1984).
Γε­φυ­ρώ­νε­ται λοι­πόν πο­τέ το χά­σμα ανά­με­σα στις αι­σθή­σεις, τα αι­σθή­μα­τα και τις λέ­ξεις; Ναι, απα­ντά η Βα­κα­λό, οι λέ­ξεις, κι αυ­τή εί­ναι η δύ­να­μη της γλώσ­σας, μπο­ρούν να έχουν δρά­ση και επί­δρα­ση· στις ευ­τυ­χείς της στιγ­μές η γλώσ­σα μπο­ρεί να ‘φθά­σει’ στον άλ­λο, να γί­νει λό­γος πα­ρη­γο­ρί­ας και επού­λω­σης, απε­λευ­θέ­ρω­σης, να ημε­ρεύ­ει και να εξαν­θρω­πί­ζει. Γι’ αυ­τό και η ποί­η­ση μας ελε­εί, όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά θα πει στο ποί­η­μα «Το θαύ­μα»: «επρό­κει­ται ο λό­γος να με χα­ρί­σει/ Σ’ εκεί­νη τη φύ­ση που ευ­θύς του αντι­στέ­κε­ται/ Του ελέ­ους» (Επι­λε­γό­με­να, 1997, 19). Η δύ­να­μη της λέ­ξης συ­να­ντά την μα­γι­κή γλώσ­σα στον ερω­τι­κό λό­γο. Οι λέ­ξεις «αγά­πη μου» ως άλ­λος θαυ­μα­το­ποιός λό­γος, κα­τορ­θώ­νουν μια πλή­ρη αντα­πό­κρι­ση γλώσ­σας-κό­σμου. Αυ­τές τις ευ­τυ­χείς στιγ­μές το αν­θρώ­πι­νο υπο­κεί­με­νο βιώ­νει την άρ­ση της μο­να­χι­κής του συν­θή­κης, την ακύ­ρω­ση της διαι­ρε­τι­κής εξο­ρί­ας στην γλώσ­σα των αφη­ρη­μέ­νων συμ­βό­λων.  

Δεντράκι η λέξη «αγάπη μου»
Το κλαδεύω, το ποτίζω
Αυτήν λέω
Ξαναλέω

                        Επιλεγόμενα (25)

Ο ερω­τι­κός λό­γος εί­ναι επι­τε­λε­στι­κός. Στον έρω­τα η γλώσ­σα γί­νε­ται πρά­ξη, το όνο­μα της αγα­πη­μέ­νης ο κό­σμος.
Στα πλαί­σια της αι­σθη­σιο­κε­ντρι­κής βί­ω­σης του κό­σμου η Βα­κα­λό εξαί­ρει την τυ­φλό­τη­τα την οποία συν­δέ­ει με μια αλ­λη­γο­ρία για την ποί­η­ση, στο ποί­η­μα Η Έν­νοια των Τυ­φλών (1962). Η τυ­φλό­τη­τα συν­δέ­ε­ται με την αθώα εν-όρα­ση και, σε ένα δεύ­τε­ρο επί­πε­δο -που προ­ο­οι­κο­νο­μεί­ται όμως έντο­να στο ποί­η­μα- με την ποί­η­ση. Η συλ­λο­γή αρ­χί­ζει με τον τυ­φλό, έγκλει­στο σε ένα δω­μά­τιο, που προ­χω­ρεί «αγ­γί­ζο­ντας ένα-ένα τα πράγ­μα­τα/ κι αλ­λοιώ­νο­ντας τις δια­στά­σεις τους» (Η Έν­νοια των Τυ­φλών, 1962, 72). Η πά­λη και η αγω­νία μιας ύπαρ­ξης που κιν­δυ­νεύ­ει με­τα­φέ­ρε­ται μέ­σα από ει­κό­νες που γρή­γο­ρα εναλ­λάσ­σο­νται μέ­σα στο ποί­η­μα. Ο τυ­φλός γνω­ρί­ζει τον κό­σμο από την αφή, τις σκιές, τους ήχους και τα ακού­σμα­τα, τους θο­ρύ­βους, τα φτε­ρου­γί­σμα­τα των που­λιών,

Κι αν γέμισε αυτό το ποίημα μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
Πουλιά

                                                (Η Έννοια των Τυφλών, 1962 78-79)

Ο τυ­φλός εί­ναι ο άν­θρω­πος της αφής και της ακο­ής, της ποί­η­σης και του συ­ναι­σθή­μα­τος, της φα­ντα­σί­ας και της μνή­μης. Τυ­φλοί -μέ­σα στο πλή­θος- εί­ναι και ο μά­ντης, ο ρα­ψω­δός, ο έφη­βος, στο ποί­η­μα «Ο θρύ­λος τους»:

Με­γά­λοι έφη­βοι υπνο­βά­τες δια­φεύ­γουν
Τα ποι­ή­μα­τα τα μα­ντεύ­ουν <…> αγρεύ­ου­νε το που­λί της
ποι­ή­σε­ως <…>
Στη φω­νή τους θα στέ­κε­ται ένα το­πίο τρέ­μο­ντας απ’ τα χρώ­μα­τα
όλα επά­νω.
Αυ­τός που με­τρά­ει στ’ αλ­φά­βη­το της κραυ­γής που επι­πλέ­ει το
πέ­ρα­σμα στην έρη­μο των λα­ών
Σαν όρ­θιο ρα­βδί πριν γλι­στρή­σω βυ­θί­ζει ο κίν­δυ­νος τη φω­νή μου,
ακού­γε­ται, θα ακού­γε­ται κά­θε νύ­χτα από τ’ ανοίγ­μα­τα του
αέ­ρα κι ού­τε το κυ­πα­ρίσ­σι δεν έχει γύ­ρω του τό­σο σφι­χτό
το σώ­μα της σκιάς

(Η Έν­νοια των Τυ­φλών, 1962, 74-75)


Η υπε­ρει­κό­να του υπνο­βά­τη- ποι­η­τή- μά­ντη- έφη­βου απη­χεί τους θρυ­λι­κούς τυ­φλούς της ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας: ο Όμη­ρος, και ο τρα­γι­κός Οι­δί­πο­δας, ο μά­ντης Τει­ρε­σί­ας. Η τυ­φλό­τη­τα, η ποί­η­ση, ο ‘μα­ντι­κό­ς’ λό­γος συν­δέ­ο­νται ήδη από την αρ­χαιό­τη­τα. Ο τυ­φλός της Βα­κα­λό στην αρ­χή του ποι­ή­μα­τος εί­ναι αυ­τός που δεν βλέ­πει ακό­μα, ενώ στο τέ­λος, κα­τορ­θώ­νει και αντι­κρύ­ζει, τον ήλιο, έναν ‘νε­ω­τε­ρι­κό’ ήλιο ωστό­σο, με μαύ­ρη χλόη στις πα­ρυ­φές του, με σκο­τά­δι:

Εφη­βεία και­νούρ­για με χλόη που μαύ­ρη, τώ­ρα κα­θώς το μπο­ρού­σα
κα­τά­μα­τα να βλέ­πω τον ήλιο, στις πα­ρυ­φές του φυ­τρώ­νει
Κι όπως τό­τε που έρω­τα πε­ρι­μέ­νο­ντας την καρ­διά μου φο­βό­μουν
Πολ­λά γύ­ρω μου και αό­ρι­στα κι ακο­ές πιο ωραί­ες
Όπως πά­ντα πλη­σιά­ζο­ντας τη σιω­πή και οι ψί­θυ­ροι και τα νεύ­μα­τα που δια­κρί­νεις
Όλα μοιά­ζαν πως χά­νο­νταν κι όλα τό­τε ξα­νοί­γαν
  Νο­σταλ­γία αρ­γής με­τα­μόρ­φω­σης συ­νο­δεύ­ει το ποί­η­μα

(Η Έν­νοια των Τυ­φλών, 1962, 82)


Για να επι­κρα­τή­σει το φω­τει­νό κομ­μά­τι του κό­σμου απαι­τεί­ται μια επώ­δυ­νη δια­δρο­μή που κα­τα­λή­γει στο αντί­κρι­σμα του ήλιου «κα­τά­μα­τα» («τώ­ρα κα­θώς το μπο­ρού­σα/ κα­τά­μα­τα να βλέ­πω τον ήλιο»). Ωστό­σο, ο ήλιος της Βα­κα­λό εί­ναι πε­ρι­γε­γραμ­μέ­νος το σκο­τά­δι του, τον συ­να­ντά­με και αλ­λού σε συ­ζεύ­ξεις – με­τα­φο­ρές όπως «κα­τά­μαυ­ρος ήλιος» (Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος, 1959, 64), αλ­λά και στο ζεύγ­μα φως-σκό­τος που δια­πνέ­ει τα ποι­ή­μα­τα της ως κλί­μα­κα των φω­το­σκιά­σε­ων από το άσπρο στο μαύ­ρο, τη σκια ή το θα­μπό φως, από την πλή­ρη λάμ­ψη έως το σκο­τά­δι. Στο χρώ­μα εξ άλ­λου δεν ανα­φέ­ρε­ται πα­ρά μό­νο σπά­νια η ποί­η­ση της Βα­κα­λό –εκτός ίσως από το κόκ­κι­νο του αί­μα­τος (π.χ. «της νύ­χτας του αί­μα­τος» Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος, 1959, 64). Ανα­γνω­ρί­ζου­με και εδώ την ιδιο­συ­στα­τι­κή ποι­η­τι­κή της συγ­γρα­φέ­ως: αντι­δια­στο­λή όσο και συ­νύ­παρ­ξη των αντι­θέ­των, του ψυ­χρού φαί­νε­σθαι και του θερ­μού αι­σθά­νε­σθαι.

Την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Η Έν­νοια των Tυ­φλών (1962) η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη χα­ρα­κτή­ρι­σε εύ­στο­χα και με πρώ­ι­μη οξυ­δέρ­κεια ως «ένα από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα ποι­η­τι­κά βι­βλία που γρά­φτη­καν πο­τέ σε νε­ο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα» («Προ­οί­μιο στην ποί­η­ση της Ελέ­νης Βα­κα­λό», 1995, 120). Τα ορα­τά, όσα βλέ­που­με, μας τυ­φλώ­νουν, η φαι­νό­με­νη επι­φά­νεια των πραγ­μά­των γί­νε­ται εκτυ­φλώ­νου­σα οφθαλ­μα­πά­τη. Η ποί­η­ση που κα­τοι­κεί την ίδια την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πε­ρι­μέ­νει να την δού­με· η ζωή μας υπο­χρε­ώ­νει να την δού­με, δηλ. να την ζή­σου­με. Δεν πρέ­πει, για τού­το, να εθε­λο­τυ­φλού­με, αλ­λά να επω­μι­στού­με την «φρι­χτή ευ­θύ­νη της ορά­σε­ως που μας εξο­μοιώ­νει με τους τυ­φλούς» (Ανα­γνω­στά­κη, 1995, 117).    


Τι εί­ναι, λοι­πόν, ποί­η­ση;

Η Βα­κα­λό θέ­λει την ποί­η­ση απλό λό­γο και όχι πε­ποι­η­μέ­νο, με εκ­ζή­τη­ση· λό­γο που συγ­γε­νεύ­ει με τον προ­φη­τι­κό λό­γο (Έν­νοια των τυ­φλών, 1962), τον ερω­τι­κό (Του κό­σμου 1978) ή τον αυ­θόρ­μη­το λό­γο (Το δά­σος 1954, Του κό­σμου 1978), τον παι­δι­κό λό­γο: «Παι­δι­κή γλώσ­σα που έχου­με όλοι, αυ­τήν σου μι­λώ» (Γε­νε­α­λο­γία 1971,154).

Ανα­ζη­τεί την εμ­βά­πτι­ση της γλώσ­σας στην αθω­ό­τη­τα, πι­στεύ­ει σε εκεί­νη την αρ­χέ­γο­νη δύ­να­μη της γλώσ­σας που φω­λιά­ζει στις πιο δη­μιουρ­γι­κές της μορ­φές. Η γλώσ­σα δεν χρειά­ζε­ται ‘ωραί­ες λέ­ξει­ς’ για να λει­τουρ­γή­σει ποι­η­τι­κά· δεν χρειά­ζε­ται να εί­ναι ‘λυ­ρι­κή’, η αλη­θι­νή ποί­η­ση εί­ναι λό­γος εν πολ­λοίς ανε­ξή­γη­τος, επι­τε­λε­στι­κός λό­γος –πρά­ξη όπως τε­λι­κά, θα πει η ίδια σε συ­νέ­ντευ­ξή της :

βλέπεις έναν κόσμο, όταν μπορέσεις να τον δώσεις αυτόν τον κόσμο, το μαγικό στοιχείο βγαίνει δεν είναι ανάγκη να το κυνηγάς με ωραίες λέξεις ή με τα ‘μαγικά’ στοιχεία που λέμε μέσα σε εισαγωγικά, τα δοτά. Βγαίνει, γίνεται μαγεία, οπωσδήποτε, ο ρυθμός, ο τρόπος, αυτό το τύλιγμα τελικά που κάνει το ποίημα σ’ ένα χώρο, δικό του, είναι μαγεία. Αυτό είναι μαγεία. Δεν είναι μαγεία το να σε παίρνει και να λες «τι ωραία, φεγγάρια ...», κλπ. Το θέμα δεν είναι σχολιασμός, το θέμα είναι η μαγεία. Η μαγεία είναι πράξη για μένα… (Δική μου έμφαση.)

Ποι­η­τι­κό εί­ναι το βλέμ­μα που μπο­ρεί ακό­μα και στα πιο ‘κοι­νά’ πράγ­μα­τα να διεισ­δύ­σει, να ανα­γνω­ρί­σει την μα­γεία που κρύ­βουν. Η Βα­κα­λό απο­μυ­θο­ποιεί την «ποι­η­τι­κό­τη­τα» και απο­κα­λύ­πτει την κοι­νή ρί­ζα ποί­η­σης και ομι­λί­ας. Η ανά­γκη για μια γλώσ­σα χω­ρίς ποι­η­τι­κή εκ­ζή­τη­ση, μια γλώσ­σα του πράγ­μα­τος, εξ άλ­λου ση­μά­δε­ψε όλους τους ποι­η­τές της γε­νιάς της.
Η ποί­η­ση δεν εί­ναι ένας κλει­στός κώ­δι­κας, μια ‘άλ­λη’ από τη δι­κή μας γλώσ­σα, ιδί­ω­μα των ει­δι­κών· πρώ­τη ύλη της εί­ναι η κα­θο­μι­λου­μέ­νη, χτί­ζε­ται πά­νω στην κα­θη­με­ρι­νή «κοι­νή». Για­τί, προ­ϋ­πό­θε­ση για την λο­γο­τε­χνι­κή ανοι­κεί­ω­ση εί­ναι η οι­κεία γλώσ­σα. Γι’ αυ­τό εξ άλ­λου, όσο δια­φέ­ρου­σα και πρω­τό­τυ­πη, η τέ­χνη του ποι­η­τι­κού λό­γου απευ­θύ­νε­ται σε όλους. Στον πυ­ρή­να του ποι­η­τι­κού μύ­θου της Βα­κα­λό κρύ­βε­ται η ανά­γκη για κα­θο­λι­κό­τη­τα Μέ­σα στις με­τα­φο­ρές της γλώσ­σας, με­τα­φο­ρές κα­λά κρυμ­μέ­νες –σαν νε­κρο­φά­νεια- στις κοί­τες του κα­θη­με­ρι­νού λό­γου, η ποι­ή­τρια ανα­σύ­ρει εκεί­να τα κοι­νά για όλους θε­με­λια­κά νο­ή­μα­τα ζω­ής και τους τρό­πους που τα βιώ­νου­με: η ερω­τι­κή ευ­τυ­χία εί­ναι πέ­ταγ­μα, απο­γεί­ω­ση· ο θά­να­τος εί­ναι ακι­νη­σία, άδειο σχή­μα, ανα­χώ­ρη­ση· η ζωή εί­ναι γρή­γο­ρο πέ­ρα­σμα κι­νού­με­νων ει­κό­νων· η μνή­μη κρύο ρεύ­μα, ανοί­κειο άγ­γιγ­μα· το σώ­μα εί­ναι γνώ­ση· η ψυ­χή κί­νη­ση· ο πό­νος ζωή· η τυ­φλό­τη­τα ενό­ρα­ση· ο έρω­τας τα­ξί­δι και συ­γκί­νη­ση. Μέ­σα από τους δι­κούς της επι­κίν­δυ­νους και ευ­ρη­μα­τι­κούς γλωσ­σι­κούς τρο­πι­σμούς η γλώσ­σα της ζη­τά­ει ανα­λο­γί­ες από το αι­σθη­τό στο συμ­βο­λι­κό, από το συ­γκε­κρι­μέ­νο στο αφη­ρη­μέ­νο. Αυ­τή εί­ναι η αγω­γή της ευαι­σθη­σί­ας και της συ­γκί­νη­σης που επι­χει­ρεί η Βα­κα­λό: ζη­τά από τον ανα­γνώ­στη της να δει το ποι­η­τι­κό μέ­σα στο κοι­νό­χρη­στο, την ποί­η­ση της ίδιας της ζω­ής μέ­σα στα γυ­ρί­σμα­τα και τις ανα­τρο­πές της.
Τι εί­ναι λοι­πόν ποί­η­ση για τη Βα­κα­λό; Δα­νεί­ζο­μαι τα λό­για της για να απα­ντή­σω: ποί­η­ση εί­ναι «ο τρό­πος να κιν­δυ­νεύ­ο­με» (Του κό­σμου, 1978, 87), ποί­η­ση εί­ναι η «μα­ντι­κή της γλώσ­σας» (Επι­λε­γό­με­να, 1997, 24), «το αλ­φά­βη­το της κραυ­γής που επι­πλέ­ει» (Η έν­νοια των τυ­φλών, 1962, 74), η μα­γεία δη­μιουρ­γί­ας, πρω­ταρ­χι­κό «βά­φτι­σμα», ονο­μα­το­θε­σία. Το ποι­η­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα εί­ναι εκ­σκα­φή και ανα­σκα­φή, κά­θο­δος και προ­σπέ­λα­ση δύ­σβα­των χώ­ρων, βου­τιά και βού­λιαγ­μα, εγκάρ­σια κί­νη­ση διείσ­δυ­σης στα έγκα­τα της γης, εμ­βά­θυν­ση ή εμ­βύ­θι­ση· κα­τα­δύ­σεις και διεισ­δύ­σεις στα σκο­τει­νά της ψυ­χής και στα άβο­λα της ύπαρ­ξης, αλ­λά και κί­νη­ση ανό­δου, άνω­ση, πέ­ταγ­μα ελευ­θε­ρί­ας σε ου­ρα­νούς, ανά­δυ­ση από βα­θειά και σκο­τει­νά νε­ρά. Ποί­η­μα εί­ναι το «ομοί­ω­μα δά­σους», όνει­ρο μέ­σα στο όνει­ρο (Του κό­σμου, 1978, 95), άκου­σμα σιω­πη­λού τριγ­μού σε κα­λο­διαρ­θρω­μέ­νες κλει­δώ­σεις (Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας, 1958, 51), ποι­ή­μα­τα εί­ναι «του ανέ­μου πυ­κνώ­μα­τα», «κου­ρέ­λια σκιών» που νο­σταλ­γούν.
Ποι­η­τής εί­ναι αυ­τός που «μπο­ρεί ν’ απο­σπά­σει μορ­φές/ απ’ το πλή­θος» (Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας, 1958, 48)· ο ωτα­κου­στής στο σκο­τει­νό δά­σος (Το δά­σος, 1954, 21), ο βου­τη­χτής βα­θιάς θά­λασ­σας, ο σώ­ζων και σω­ζό­με­νος, πη­γή και ανά­σα για τους άλ­λους (Του κό­σμου, 1978, 99), «ο τρα­γω­δός ανά­με­σα στη σιω­πή» (Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας, 1958, 48) ο τυ­φλός ρα­ψω­δός που νιώ­θει κυ­ρί­ως, το τρο­με­ρό κά­τω από το ωραίο. Ποι­η­τές εί­ναι οι ορώ­ντες τα ση­μά­δια στον τρό­πο, οι ολι­γαρ­κείς ψα­ρά­δες (Του κό­σμου, 1978, 94), οι με­γά­λοι έφη­βοι υπνο­βά­τες που «αγρεύ­ουν» το «που­λί της ποι­ή­σε­ως», όσοι αγρυ­πνούν και ονει­ρεύ­ο­νται:

Τώρα προσέχω περισσότερο, όσα πιο λίγο διαρκούν
Εκείνα κρατάνε, μαγεία γεμίζοντας την ψυχή
Και πώς προσφέρονται όλα σε κείνους
Βλέπουν στον τρόπο τους, τέτοιον, ένα σημάδι οι ποιητές
Ευτυχισμένοι που είναι
Δεν έχουν τόπο για να σταθούν κι έχουν ξημέρωμα
Η αγρυπνία τους είναι ο ύπνος του θεού μεγάλος κοντά τους

                          (Του κόσμου, 98)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: