Κρίσεις για το έργο της Ελένης Βακαλό

Θέμα και παραλλαγές (1945)

Θέμα και παραλλαγές (1945)

Θέμα και παραλλαγές (1945)

Υποδοχή του ποιητικού της έργου από την κριτική

—————
(Άρ­θρα, σχό­λια, ποι­ή­μα­τα αφιε­ρω­μέ­να στην Ελέ­νη Βα­κα­λό). Αλ­φα­βη­τι­κά:
—————



Αρ­γυ­ρί­ου Α., «Αδέ­ξιος απο­χαι­ρε­τι­σμός της Ελέ­νης Βα­κα­λό» Αντί τχ. 748, [19-10-2001]
Ανα­γνω­στά­κης Μ.
, «Ελέ­νης Βα­κα­λό: ‘Θέ­μα & Πα­ραλ­λα­γέ­ς’» Ελί-τρο­χος 6 (κα­λοκ. 1995), σσ. 17-20 [κρι­τι­κή γραμ­μέ­νη το 1945, αδη­μο­σί­ευ­τη έως το 1995]
Ανα­γνω­στά­κη Ν.
, «Προ­οί­μιο στην ποί­η­ση της Ελέ­νης Βα­κα­λό» Κρι­τι­κή τχ. 7-8 (Ιαν.- Απρ. 1960) σσ. 47-55
Ανα­γνω­στά­κη Ν.
, «Η φι­λο­σο­φία της ‘και­νούρ­γιας μα­τιά­ς’» [απά­ντη­ση στο άρ­θρο του Μαν. Λα­μπρί­δη 1960]] Κρι­τι­κή τχ. 9 (Μάιος.- Ιούν. 1960), σσ. 123-126
Ανα­γνω­στά­κη Ν.
, «Ελέ­νη Βα­κα­λό: ‘Η έν­νοια των τυ­φλώ­ν’» Διά­λο­γος, έτος Α΄, τχ. 2 (Ιούλ.-Σε­πτ. 1962), σσ. 112-118
Ανα­γνω­στά­κη Ν.
, «Προ­οί­μιο στην ποί­η­ση της Ελέ­νης Βα­κα­λό» Δια­δρο­μή. Δο­κί­μια Kρι­τι­κής (1960-1995), Nε­φέ­λη 1995, σσ. 11-26
Ανα­γνω­στά­κη Ν.
, «Ελέ­νη Βα­κα­λό: ‘Η έν­νοια των τυ­φλώ­ν’» Δια­δρο­μή. Δο­κί­μια Kρι­τι­κής (1960-1995). Nε­φέ­λη 1995, σσ. 106-120
Αρα­νί­τσης Ε.
, «Το βλέμ­μα, Το Ποί­η­μα» Ελευ­θε­ρο­τυ­πία (8-3-1995), σ. 32
Αρ­γυ­ρί­ου Α.
, «Ε. Βα­κα­λό: ‘Τοι­χο­γρα­φί­α’» Και­νούρ­για Επο­χή τμ. 1, (Φθι­νό­πω­ρο 1956), σσ. 277-281
Αρ­σε­νί­ου Ε.
, «Τα κρόσ­σια του κει­μέ­νου: Πτυ­χές της ελ­λη­νι­κής γυ­ναι­κεί­ας γρα­φής» [ανα­γνώ­σεις από το έρ­γο τεσ­σά­ρων ποι­η­τριών Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Μα­ντώ Αρα­βα­ντι­νού, Ελέ­νη Βα­κα­λό, Κι­κή Δη­μου­λά], Δια­βά­ζω 401, 1996, σσ. 124-131
Βλα­βια­νός Χ.
, «Ut Pictura Poesis” [ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα αφιε­ρω­μέ­νη στην Ε. Βα­κα­λό] στο Με­τά το τέ­λος της ομορ­φιάς. Νε­φέ­λη 2003, σσ. 49-58)
Γιό­ση Μ.
, «Για την Ελέ­νη. Μα­γνη­τι­κές (και πά­λι) ει­κό­νες» Ελί-τρο­χος 6 (κα­λοκ. 1995), σ. 30
Δα­νι­ήλ Χ.
, Σύγ­χρο­νη Ποί­η­ση και Δη­μο­τι­κή Πα­ρά­δο­ση. Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι στην ποί­η­ση των με­τα­πο­λε­μι­κών υπερ­ρε­α­λι­στών ποι­η­τών. Δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή (1999).
Πα­νε­πι­στή­μιο Ιω­αν­νί­νων
. [Έρευ­να στο έρ­γο των Μ. Αρα­βα­ντι­νού, Ε. Βα­κα­λό, Ν. Βα­λα­ω­ρί­τη, Ε. Γο­να­τά, Ε. Κα­κνα­βά­το, Γ. Λί­κο, Α. Νι­κο­λαϊ­δη Δ. Πα­πα­δί­τσα, Μ. Σα­χτού­ρη, Μ. Χα­τζη­λα­ζά­ρου]
Κα­κα­βού­λια Μ., «Για την Ποι­η­τι­κή, το Ποι­η­τι­κό και την Ποί­η­ση στο έρ­γο της Ελέ­νης Βα­κα­λό» Ελί-τρο­χος 6 (κα­λοκ. 1995), σσ. 37-55
Κα­κα­βού­λια Μ.
, «Πέ­ρα από τον δυ­ϊ­σμό. Για την ποί­η­ση της Ελέ­νης Βα­κα­λό» Ποί­η­ση 5, 1995, σσ. 229-234
Κα­κα­βού­λια Μ.
, «Το Θαύ­μα: κρι­τι­κή στα ‘Επι­λε­γό­με­να΄ της Ελέ­νης Βα­κα­λό» Ποί­η­ση 11, 1998, σσ. 249 -252
Κα­μπου­ρί­δης Χ.
, «Οι πα­ρα­κα­τα­θή­κες της Ελέ­νης Βα­κα­λό» εφ. Τα Νέα Τε­τάρ­τη 17 Οκτω­βρί­ου 2001, σ. 26
Κα­ρα­βα­σί­λης Γ.Κ.
, «Με γυ­μνά πέλ­μα­τα πά­νω σε μυ­τε­ρές πέ­τρες» Δια­βά­ζω τχ. 54 (Ιού­λιος 1982) σσ. 103-106
Κα­ρα­ντώ­νης Α.
, [άτι­τλο σχό­λιο για το «Ημε­ρο­λό­γιο της Ηλι­κί­ας»], Νέα Εστία τόμ. 649, 15/8/ 1958, τχ. 747, σ. 1255
Κί­τσος-Μυ­λω­νάς Α.Θ.
, «Λήμ­μα» [ποί­η­μα αφιε­ρω­μέ­νο στην Ελέ­νη Βα­κα­λό] Ελί-τρο­χος 6 (κα­λοκ. 1995), σσ. 54-55
Κω­τί­δης Α.
,«Ελέ­νης Βα­κα­λό Έπαι­νος», Εντευ­κτή­ριο 12 (48) (Οκτώ­βριος-Δε­κέμ­βριος 1998), σσ. 25-30
Λά­γιος Η.
, «Οκτά­να για την κα­τα­γω­γή της Γε­νε­α­λο­γί­ας ήγουν, Ο άν­θρω­πος ως κα­τά­στα­σις έμ­ψυ­χος ή και εμ­ψυ­χω­μέ­νη» Ελί-τρο­χος 6 (κα­λοκ. 1995), σσ. 31-36
Λά­γιος Η.
, «Η απά­ντη­σή μου» [ποί­η­μα αφιε­ρω­μέ­νο στην Ελέ­νη Βα­κα­λό] Νέα Εστία 153 τχ. 1756, (Μάιος 2003), σσ. 835-836
Λα­μπρί­δης Μ.
, «Η φι­λο­σο­φία της ‘και­νούρ­γιας μα­τιά­ς’» [αναφ. στην ποί­η­ση της Ελέ­νης Βα­κα­λό και κρι­τι­κά σχό­λια για το κεί­με­νο της Ν. Ανα­γνω­στά­κη στο τεύ­χος 7-8 του πε­ριο­δι­κού Κρι­τι­κή ] Κρι­τι­κή τχ. 9 (Μάιος- Ιούν. 1960), σσ. 126-131
Λε­ο­ντή Ά.
, «Παί­ζου­με κυ­ρά-Ρο­δα­λί­να;», Ελί-τρο­χος 6 (κα­λοκ. 1995), σσ. 21-29
Νη­σιώ­της Β.
[=Π. Θα­σί­της], «Ε.Βα­κα­λό: Το Ημε­ρο­λό­γιο της Ηλι­κί­ας.» Νέα Πο­ρεία, έτ. Δ τχ. 38-39 (Απρ.-Μάιος 1958), σσ. 147-149
Πλα­στή­ρας Κ.
, «Ελέ­νη Βα­κα­λό ή η ευ­τυ­χι­σμέ­νη στιγ­μή», Η λέ­ξη 15, 1982, σσ. 339-345
Sakelliou-Schultz L.
& C. Dokou, «Drowning in White Ink: The Feminine in the Poetry of Katerina Anghelaki-Rooke and Eleni Vakalo», Gramma 8 (2000), σσ. 99-123
Σι­νό­που­λος Τ.
, 1954 [άτι­τλο σχό­λιο για «Το Δά­σος»] Ση­με­ρι­νά Γράμ­μα­τα 5, (1954) τχ. 10-11, σσ. 23-24
Σι­νό­που­λος Τ.
, [άτι­τλο κεί­με­νο για το βι­βλίο «Η έν­νοια των τυ­φλών»] Επο­χές τχ. 6, (Οκτώ­βριος 1963), σσ. 60-62
Τέ­τσης Π.
, «Ελέ­νη Βα­κα­λό», Η λέ­ξη 164-165 (Αύγ.-Οκτ. 2001), σσ. 565-566
Τσι­γκό­γλου Σ.
, [συ­νέ­ντευ­ξη στην Α. Σκορ­δου­λά­κη] «Οι αι­σθη­τι­κές θε­ω­ρί­ες και η τε­χνο­κρι­τι­κή της σύγ­χρο­νης τέ­χνης», Τα Νέα της Τέ­χνης 105 (Μάρ­τιος 2002), σσ. 10-11
Φρα­γκό­που­λος Θ.Δ.
, «Η Γυ­ναι­κεία Ποί­η­ση στην Ελ­λά­δα» Και­νούρ­για Επο­χή (περ. Β’), 1976 , σσ. 36-48 [αναφ. στην ποί­η­ση της Ε. Βα­κα­λό, Λ. Στε­φά­νου, Κ Δρό­σου, Ε. Αι­λια­νού, Ο. Βό­τση, Λ. Κάσ­δα­γλη]
Φράιερ Κ., «Ελέ­νη Βα­κα­λό: Πέ­ρα απ’το λυ­ρι­σμό» Δο­κι­μα­σία τχ. 8-9, 1974, σσ. 250-255
Friar K., «Eleni Vakalo: Beyond Lyricism»” Journal of the Hellenic Diaspora 9, No. 4 (Χει­μώ­νας 1982), σσ. 21-27
Φραν­τζή Ά.
, «Ελέ­νη Βα­κα­λό 1921-2001» Αντί 746 (19-10-2001) σ. 23
Χουρ­μού­ζιος Α.
, «Ελέ­νης Βα­κα­λό: ‘Ανα­μνή­σεις από μια Εφιαλ­τι­κή Πο­λι­τεί­α’ (Αθή­να 1948)», Νέα Εστία, έτ. ΚΓ’, τόμ. 46 (1/7/1949), τχ. 528, σ. 7.

Επιλογή κριτικών

—————

«Η Ελέ­νη Βα­κα­λό πε­τυ­χαί­νει το μο­να­δι­κό – αυ­τό που ζη­τού­με από κά­θε αλη­θι­νή ποι­ή­τρια. Να κά­νει ποί­η­ση γυ­ναι­κεία, να μι­λή­σει με γλώσ­σα γυ­ναι­κεία, να δεί­ξει πως αυ­τό που νιώ­θει το νιώ­θει σα γυ­ναί­κα, εί­ναι δι­κό της, δεν εί­ναι δα­νει­σμέ­νο απ’ αλ­λού, εί­ναι με μια λέ­ξη δι­κή της, προ­σω­πι­κή δη­μιουρ­γία. Αυ­τό το στοι­χείο της θη­λυ­κό­τη­τας εξου­σιά­ζει την ποί­η­σή της. Μια θη­λυ­κό­τη­τα ζε­στή που ξε­χύ­νε­ται ορ­μη­τι­κή με αί­μα νε­α­νι­κό, αι­σιό­δο­ξη, ατί­θα­ση.
Τρα­γου­δά τον έρω­τα με ξέ­φω­τη ει­λι­κρί­νεια, μα­κριά από τις συμ­βα­τι­κές μά­σκες και τις αι­σθη­μα­το­λο­γί­ες που μας εί­χαν τό­σες άλ­λες ποι­ή­τριες συ­νη­θί­σει. Τρα­γου­δά το αιώ­νιο αν­θρώ­πι­νο μαρ­τύ­ριο μιας ανι­κα­νο­ποί­η­της φυ­γής».

Αδημοσίευτη κριτική του 1945. Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης, «Ελένης Βακαλό: Θέμα και παραλλαγές», Ελί-τροχος 6 (καλοκαίρι 1995), 17-20.

——— ≈ ———

«Η Ελέ­νη Βα­κα­λό ξέ­ρει πο­λύ κα­λά τι εί­ναι ποί­η­ση και συ­χνά πραγ­μα­το­ποιεί στην εντέ­λεια αυ­τό που ξέ­ρει. Το πραγ­μα­το­ποιεί στις κα­λές της στιγ­μές τό­σο που αν όλο της το βι­βλίο βρι­σκό­ταν στο ύψος αυ­τών των στιγ­μών, θα εί­χα­με χω­ρίς άλ­λο ένα τέ­λειο έρ­γο. Όμως εί­ναι στιγ­μές που η ποί­η­σή της πέ­φτει σε αφή­γη­ση και σε πε­ρι­γρα­φή, που εί­ναι πια σή­με­ρα, μπο­ρεί να πει κα­νέ­νας, στοι­χεία αντι­ποι­η­τι­κά κα­ταρ­χήν».

Α[ση­μά­κης] Παν­σέ­λη­νος, «Ελέ­νης Βα­κα­λό: Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές», Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα 28-29 (1945), 14.

——— ≈ ———

«Η κ. Βα­κα­λό τρα­γου­δεί προ­πά­ντων την καρ­πο­φό­ρα γυ­ναί­κα που αφο­μοιώ­νε­ται με τη φύ­ση, που γί­νε­ται ένα στοι­χείο της και μια δύ­να­μή της, και σε κά­ποιες πα­ρα­στα­τι­κές της ει­κό­νες έχει δια­χυ­θεί η ανοι­ξιά­τι­κη ρι­γη­λό­τη­τα και το θερ­μό κα­λο­και­ριά­τι­κο σφρί­γος της γης. Η κ. Βα­κα­λό έχει στιγ­μές παν­θεϊ­στι­κής έξαρ­σης κι άλ­λο­τε συλ­λαμ­βά­νει κι απο­δί­νει τον βι­βλι­κό τό­νο».

Άλ­κης Θρύ­λος, «Ελέ­νης Βα­κα­λό: Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές», Αγ­γλο­ελ­λη­νι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση 9 (Νο­έμβρ. 1946), 306.

——— ≈ ———

«Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές τι­τλο­φο­ρεί τη συλ­λο­γή της η κ. Ελέ­νη Βα­κα­λό. Κύ­ριο, θαρ­ρώ, θέ­μα εί­ναι αυ­τή η συμ­βο­λι­κή ταύ­τι­ση της γυ­ναί­κας με τη θη­λυ­κιά γη, εί­ναι αυ­τή η αδρή και γε­μά­τη χνώ­το επα­φή της ύλης, άν­θρω­πος με την ύλη-φύ­ση, που συ­χνά προ­βάλ­λει σαν μο­να­δι­κό αι­σθη­μα­τι­κό γε­γο­νός το γό­νι­μο κρά­μα τους. Πα­ραλ­λα­γές εί­ναι η πλού­σια γκά­μα που η ποι­ή­τρια ανε­βο­κα­τε­βαί­νει με αξιο­ση­μεί­ω­τη άνε­ση και με λυ­ρι­κή ευ­φο­ρία. Από τους προ­οι­μια­κούς στί­χους υπο­ση­μαί­νε­ται το γή­ι­νο, το πο­λύ γή­ι­νο. […] Η γε­νι­κή μου εντύ­πω­ση από τη συλ­λο­γή της κ. Ελέ­νης Βα­κα­λό εί­ναι ότι βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε ποί­η­ση, ανό­θευ­τη ποί­η­ση».

Αι­μί­λιος Χουρ­μού­ζιος, «Τα βι­βλία», Νέα Εστία 41, 468 (1.1.1947), 59-60.

——— ≈ ———

«Στη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή η ποι­ή­τρια υπη­ρε­τεί πε­ρισ­σό­τε­ρο την ανά­γκη της νε­ο­τε­ρι­κό­τη­τας και αφή­νει την εντύ­πω­ση ενός βια­σμού της έμπνευ­σης που ο ανα­γνώ­στης τη διαι­σθά­νε­ται προ­θυ­μό­τε­ρη να κυ­λή­σει ανε­τό­τε­ρη σε ομα­λό­τε­ρες κοί­τες. Δεν γνω­ρί­ζω αν η νέα αυ­τή στι­χουρ­γία που προ­σπα­θεί να δώ­σει έκ­φρα­ση στο άπει­ρο ρευ­στό του σύγ­χρο­νου δια­σπα­σμέ­νου συ­ναι­σθη­μα­τι­σμού αρ­χί­ζει πια να μας κου­ρά­ζει. Αν δη­λα­δή η κ. Βα­κα­λό, απλού­στα­τα, ακο­λου­θεί το δρό­μο της κι εμείς αρ­χί­ζου­με να ζη­τού­με κά­ποιους σταθ­μούς για­τί πο­λύ συ­νο­δοι­πο­ρή­σα­με. Μ’ αν τού­το συμ­βαί­νει, ση­μαί­νει πως ο νε­ό­τε­ρος συ­ναι­σθη­μα­τι­σμός ανα­ζη­τεί κά­ποιον άξο­να στην κα­μπύ­λη που δεν έχει στα­θε­ρο­ποι­ή­σει ακό­μη το άνοιγ­μά της στον σύγ­χρο­νο λυ­ρι­σμό και υπό­κει­ται στις ανε­ξέ­λεγ­κτες ατο­μι­κές πρω­το­βου­λί­ες».

Αι­μί­λιος Χουρ­μού­ζιος, «Τα βι­βλία. Ελέ­νης Βα­κα­λό: Ανα­μνή­σεις από μια εφιαλ­τι­κή πο­λι­τεία», Νέα Εστία 46, 528 (1.7.1949), 872-873.

——— ≈ ———

«Καρ­πός επί­μο­νης ανα­ζή­τη­σης συ­μπυ­κνω­μέ­νου ποι­η­τι­κού λό­γου θα ’ταν δυ­να­τό να θε­ω­ρη­θεί το Δά­σος, η τέ­ταρ­τη μέ­σα σε εν­νέα χρό­νια πα­ρου­σία της κ. Βα­κα­λό. Πε­ρισ­σό­τε­ρο εδώ πα­ρά στην προη­γού­με­νη ερ­γα­σία της η ποι­ή­τρια προ­σφέ­ρει μια ποί­η­ση ενάρ­ξε­ως. Υπάρ­χει δη­λα­δή στο Δά­σος μια ζώ­νη α-ποι­η­τι­κή, όπου ο κό­σμος της ποι­ή­σε­ως πρό­κει­ται να εμ­φα­νι­στεί. Ο Λό­γος δεν εί­ναι εν αρ­χή, δεν προ­βάλ­λει εξ αρ­χής τη λάμ­ψη του. Υπάρ­χει ακό­μα μια ανά­γκη κα­θα­ρό­τη­τας, απο­γύ­μνω­σης από αι­σθη­μα­τι­κές κα­τα­βο­λές, αγώ­νας να δια­φυ­λα­χτεί η αμε­σό­τη­τα, η ζε­στα­σιά του γνή­σιου αι­σθή­μα­τος. Συ­νεί­δη­ση ευ­θύ­νης. Δεν εί­ναι τυ­χαίο το γε­γο­νός, σε μια επο­χή ασυ­δο­σί­ας λό­γου, η επι­στρο­φή στη λι­τό­τη­τα. Η τέ­λεια κα­τάρ­γη­ση του επι­θέ­του στο Δά­σος εί­ναι μια επώ­δυ­νη αλ­λ’ ανα­γκαία τώ­ρα πρά­ξη. […] Εί­ναι στα πλαί­σια της “ποι­η­τι­κής” της κ. Βα­κα­λό να δί­νει το πράγ­μα εκ των έσω, κα­ταρ­γώ­ντας την πε­ρι­γρα­φή. Αλ­λά τι συμ­βο­λί­ζει το Δά­σος; Εί­ναι τά­χα το σύ­νο­λο των προ­βλη­μά­των που σπα­ρά­ζουν τον σύγ­χρο­νο πνευ­μα­τι­κό άν­θρω­πο στην πο­ρεία του; Εί­ναι η σκο­τει­νή πε­ριο­χή όπου όλοι κά­πο­τε βρε­θή­κα­με ή θα βρε­θού­με γυ­μνοί, αντι­μέ­τω­ποι στις ανε­ξέ­λεγ­κτες δυ­νά­μεις που συ­ντα­ρά­ζουν την ύπαρ­ξη; Ή εί­ναι ίδια η μο­να­ξιά, όπου σι­γά σι­γά βυ­θί­ζε­ται κα­νείς, αγω­νι­ζό­με­νος να πε­ρι­σώ­σει την αν­θρώ­πι­νη αξιο­πρέ­πεια, έχο­ντας σα­φή συ­ναί­σθη­ση του με­γέ­θους τού­της της μο­να­ξιάς; Δεν μας αφή­νει η κ. Βα­κα­λό να προσ­διο­ρί­σου­με κα­θα­ρό­τε­ρα το σύμ­βο­λο. Μια μι­κρή όμως φρά­ση της εί­ναι αρ­κε­τά εν­δει­κτι­κή για να κα­τα­λή­ξου­με πως το Δά­σος ανα­φέ­ρε­ται στη μο­να­ξιά του ατό­μου.

“Μπο­ρού­σα να αμύ­νο­μαι – Τώ­ρα το λέω μο­να­ξιά”».

Τά­κης Σι­νό­που­λος, «Ελέ­νης Βα­κα­λό: Το δά­σος», Ση­με­ρι­νά Γράμ­μα­τα 5 (Οκτ.-Νο­έμβρ. 1954), 78-79 και στο Χρο­νι­κό ανα­γνώ­σε­ων. Βι­βλιο­κρι­σί­ες για τη με­τα­πο­λε­μι­κή ποί­η­ση (φιλ. επιμ.: Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης-Δώ­ρα Μέ­ντη), Σο­κό­λης 1999, σσ. 76-79.

——— ≈ ———

«Η ερ­γα­σία που έχει εμ­φα­νί­σει μέ­χρι σή­με­ρα η Ελέ­νη Βα­κα­λό δί­νει την εντύ­πω­ση ενός διαρ­κούς γί­γνε­σθαι. Εί­ναι απί­στευ­το πό­ση από­στα­ση χω­ρί­ζει τα πρώ­τα της ποι­ή­μα­τα που δη­μο­σί­ευ­σε το ’44 στα Νέα Γράμ­μα­τα και το πρώ­το της βι­βλίο από το επό­με­νο, και πά­λι κά­θε και­νού­ριο από το προη­γού­με­νο. […] Και ενώ ως ιδιο­συ­γκρα­σία η ποι­ή­τρια έλ­κε­ται προς το συ­γκε­κρι­μέ­νο, ζη­τά από τη μου­σι­κή του σχέ­ση να απο­κο­μί­σει ένα σχε­δόν με­τα­φυ­σι­κό απο­τέ­λε­σμα. Λέω σχε­δόν, για­τί η με­τα­φυ­σι­κή της Βα­κα­λό εί­ναι πέ­ραν του ορι­σμού της λέ­ξε­ως, κά­τι δη­λα­δή που θα λε­γό­ταν και απλώς υπερ­βα­τι­κό ή πα­ρά­λο­γο, αφού η λο­γι­κή της διαρ­κώς δια­κό­πτει τα νή­μα­τα των συ­σχε­τί­σε­ων. Μια πρό­χει­ρη άπο­ψη θα κα­τέ­τασ­σε την ποί­η­ση της Βα­κα­λό στον υπερ­ρε­α­λι­σμό. Όμως η επι­δί­ω­ξή της για το τε­λι­κό συ­μπέ­ρα­σμα, για την απο­κά­λυ­ψη και την ερ­μη­νεία της αν­θρώ­πι­νης μοί­ρας, την δια­χω­ρί­ζει από το σχή­μα της σχο­λής. Ο αυ­το­μα­τι­σμός της, εξ άλ­λου, εκτεί­νε­ται το πο­λύ ώς τη φρά­ση, πο­τέ ώς το σύ­νο­λο ενός ποι­ή­μα­τος.
Τα ποι­ή­μα­τα της Βα­κα­λό ανα­πτύσ­σο­νται σε πολ­λά επί­πε­δα, από πρώ­τη άπο­ψη ασύμ­βα­τα. Η συ­μπλο­κή τους πραγ­μα­το­ποιεί­ται με νύ­ξεις, κά­πο­τε και με την απλή τους γειτ­νί­α­ση. Έτσι επι­διώ­κε­ται να απο­κτή­σουν τα πράγ­μα­τα σφαι­ρι­κό­τη­τα. Να υπάρ­ξουν όχι στην αυ­το­νο­μία τους, αλ­λά υπα­κού­ο­ντας στον γε­νι­κό νό­μο που τα πε­ριέ­χει. […] Πι­στεύω ότι η Βα­κα­λό πέ­φτει στο λά­θος να εκ­θέ­τει τον ποι­η­τι­κό της λό­γο στην πα­ρα­νό­η­ση. […] Βλέ­πω στην ποι­ή­τρια μια προ­σπά­θεια να στή­σει τον ποι­η­τι­κό της λό­γο αντί­κρυ και σε αντι­δια­στο­λή προς την δι­κή της δρα­μα­τι­κή εμπει­ρία, να του δώ­σει μια ανε­ξάρ­τη­τη κί­νη­ση. Από εδώ πη­γά­ζει η ηθε­λη­μέ­νη γυ­μνό­τη­τα του λυ­ρι­σμού της. Νο­μί­ζεις ότι ζη­τά να απο­κρύ­ψει τον προ­σω­πι­κό της παι­δε­μό και μη­χα­νεύ­ε­ται τρό­πους να τον συ­σκο­τί­σει».

Αλέ­ξαν­δρος Αρ­γυ­ρί­ου, «Ελέ­νης Βα­κα­λό: Τοι­χο­γρα­φία», Και­νού­ρια Επο­χή (φθι­νό­πω­ρο 1956), 277-281.

——— ≈ ———

«Στα ποι­ή­μα­τα της Τοι­χο­γρα­φί­ας εί­ναι ολο­φά­νε­ρη η επι­δί­ω­ξή της να πλά­σει ένα δι­κό της εκ­φρα­στι­κό τρό­πο, κυ­ρί­ως με μια κά­πως δια­φο­ρε­τι­κή, από την επι­κρα­τού­σα, χρή­ση της γλώσ­σας, του συ­ντα­κτι­κού, των λέ­ξε­ων. […] Αυ­τό εί­ναι το γε­νι­κό­τε­ρο αι­σθη­τι­κό γνώ­ρι­σμα της Τοι­χο­γρα­φί­ας. Μα πά­ντα συμ­βαί­νει ένα αι­σθη­τι­κό γνώ­ρι­σμα να βγαί­νει από κά­ποιο βά­θος, από κά­ποια ποι­η­τι­κό­τε­ρη ανά­γκη. Ανα­γνω­ρί­ζου­με αυ­τή την ανά­γκη στην Ελέ­νη Βα­κα­λό, θα πα­ρα­τη­ρή­σου­με μό­νο, κα­τ’ αρ­χήν, πως η αι­σθη­τι­κή της ζή­τη­ση δεν έχει πά­ντα τ’ ανά­λο­γα απο­τε­λέ­σμα­τα. Θα λέ­γα­με πως η Βα­κα­λό, κα­θώς θέ­λη­σε να ει­σχω­ρή­σει βα­θύ­τε­ρα στα ποι­η­τι­κά στρώ­μα­τα της γλώσ­σας, κα­θώς θέ­λη­σε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει με δι­κό της τρό­πο τη λέ­ξη, συ­νά­ντη­σε αντι­στά­σεις που την κά­νουν, αίφ­νης, να γρά­φει: “κα­θώς αν ήταν αγάλ­μα­τα αυ­τοί”. Εδώ δεί­χνε­ται ν’ αγνο­εί ή ν’ αψη­φά το ανυ­πό­φο­ρο της χα­σμω­δί­ας. Ωστό­σο την προ­σο­χή μας την τρα­βά πε­ρισ­σό­τε­ρο η συ­στη­μα­τι­κή της προ­σπά­θεια και τα κα­λά απο­τε­λέ­σμα­τα που μας δί­νει –απο­τε­λέ­σμα­τα που μας απο­κα­λύ­πτουν μια ποιό­τη­τα συ­γκί­νη­σης, αλ­λά και μια ξε­χω­ρι­στή μα­τιά επο­πτεί­ας των φαι­νο­μέ­νων–, κά­τι σαν ποι­η­τι­κή σκέ­ψη, θα λέ­γα­με. Η Ελέ­νη Βα­κα­λό “σκέ­πτε­ται” πε­ρισ­σό­τε­ρο τη συ­γκί­νη­σή της, πα­ρά που την αφή­νει να παίρ­νει τον εύ­κο­λο δρό­μο της άμε­σης αι­σθη­μα­τι­κής έκ­φρα­σης και της ημε­ρο­λο­για­κής εξο­μο­λό­γη­σης. Εί­ναι ποι­ή­τρια μάλ­λον “επο­πτι­κή”. Η αγω­γή της εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ζω­γρα­φι­κή. Έτσι η ποί­η­σή της κα­τα­λή­γει σ’ ένα εί­δος “φαι­νο­με­νο­λο­γί­ας”. Κι εκεί­νο που έχει ση­μα­σία στη φαι­νο­με­νο­λο­γία αυ­τή εί­ναι ότι απορ­ρί­πτει το πρώ­το, το συμ­βα­τι­κό πλά­νο των φαι­νο­μέ­νων, και γυ­ρεύ­ει να σχη­μα­τί­σει κά­ποιαν άλ­λη τά­ξη πραγ­μά­των και νοη­μά­των, πέ­ρα απ’ αυ­τήν που “φαί­νε­ται”. Κι αυ­τό όχι με τον τρό­πο των υπερ­ρε­α­λι­στών ή εκεί­νης της ανυ­πό­φο­ρης πια σχη­μα­τι­κής ει­κο­νο­πλα­στι­κής, αλ­λά με μια εντα­τι­κή επα­γρύ­πνη­ση του νου που, ετά­ζο­ντας ένα φαι­νό­με­νο, κα­ρα­δο­κεί τη στιγ­μή που θα το συλ­λά­βει να εί­ναι “κά­τι άλ­λο” απ’ ό,τι φαί­νε­ται κα­νο­νι­κά».

Αντρέ­ας Κα­ρα­ντώ­νης, «Τα βι­βλία», Νέα Εστία 61, 712 (1.3.1957), 369-370 και «Ελέ­νης Βα­κα­λό, Τοι­χο­γρα­φία», στο Η ποί­η­σή μας με­τά τον Σε­φέ­ρη, Δω­δώ­νη 1976, σσ. 34-35.

——— ≈ ———

«Επι­χει­ρεί­ται εδώ ένα εί­δος πρω­τεϊ­κής βιο­λο­γί­ας. Πε­ρι­γρά­φε­ται κυ­ρί­ως η θα­λασ­σι­νή πα­νί­δα και η θα­λασ­σι­νή χλω­ρί­δα, μια από τις πιο στοι­χεια­κές και ανε­ξέ­λι­χτες βαθ­μί­δες της φύ­σης. Ατμό­σφαι­ρα αιω­νό­βιας μο­να­ξιάς πε­ρι­βάλ­λει αυ­τά τα ποι­ή­μα­τα, η ίδια μο­να­ξιά της φύ­σης. Εν τού­τοις δεν πρέ­πει να φα­ντα­στού­με πως αυ­τό γί­νε­ται με διά­θε­ση αι­σθη­σια­κή. Ού­τε ηθι­κή. Η ποι­ή­τρια, όμως, πε­ρι­γρά­φει τη φυ­σι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά των πρω­το­ζώ­ων, ανα­ζη­τώ­ντας μέ­σα σ’ αυ­τή σκο­πούς που πε­ριέ­χο­νται μέ­σα στη συ­νει­δη­τή ζωή».

Β. Νη­σιώ­της (= Πά­νος Κ. Θα­σί­της), «Το βι­βλίο. Ελέ­νης Βα­κα­λό: Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας», Νέα Πο­ρεία 38-39 (Απρ.-Μάιος 1958), 147.

——— ≈ ———

«Επι­τέ­λους βλέ­που­με και μια όα­ση. Τη βλέ­που­με με το Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας της κ. Ελ. Βα­κα­λό. Η κ. Ελ. Βα­κα­λό, όσο κι αν επι­μέ­νει να πα­ρα­μέ­νει προ­σκολ­λη­μέ­νη σε μια μα­νιέ­ρα εξα­ντλη­μέ­νη για­τί εμπο­δί­ζει τις δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις, για­τί κα­θώς εί­ναι στε­ρε­ό­τυ­πα σι­βυλ­λι­κή και γρι­φώ­δης δί­νει ανα­γκα­στι­κά την αί­σθη­ση της ομοιο­μορ­φί­ας, φα­νε­ρώ­νει με με­ρι­κές νό­τες της ότι η ιδιο­συ­γκρα­σία της εί­ναι λυ­ρι­κή».

Άλ­κης Θρύ­λος, Και­νού­ρια Επο­χή (κα­λο­καί­ρι 1958), 365.

——— ≈ ———

«Εχθρα της κά­θε εί­δους πε­ρι­γρα­φής η Βα­κα­λό, θα ’λε­γε κα­νείς πως θέ­λει να μας φα­νε­ρώ­σει τα πράγ­μα­τα που τη συ­γκι­νούν όχι με την απα­ρίθ­μη­ση των γνω­ρι­σμά­των τους –οπό­τε τα πιο πολ­λά πράγ­μα­τα κα­τα­ντούν να ταυ­τί­ζο­νται με­τα­ξύ τους– αλ­λά με την προ­βο­λή των κοκ­κά­λων τους, με την απο­κρυ­πτο­γρά­φη­ση του μη­χα­νι­σμού τους. […] Η καλ­λι­τε­χνι­κό­τη­τα αυ­τή σύ­γκει­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στη μέ­θο­δο του βλέ­πειν πα­ρά στα αι­σθη­τι­κά επι­τεύγ­μα­τα αυ­τής της προ­σπά­θειας, τα οποία, άλ­λω­στε, συγ­χέ­ο­νται συ­χνά με το προ­βαλ­λό­με­νο αντι­κεί­με­νο, πράγ­μα, νο­μί­ζου­με, που το επι­θυ­μεί η ποι­ή­τρια, και που τε­λι­κά απο­βαί­νει υπέρ αυ­τής».

Αντρέ­ας Κα­ρα­ντώ­νης, «Τα βι­βλία», Νέα Εστία 64, 747 (15.8.1958), 1254.

——— ≈ ———

«Η Βα­κα­λό δεν υμνεί το σώ­μα. Θέ­λει να μας το δεί­ξει στις κύ­ριες φά­σεις της ζω­ντα­νής του δο­μής, που εί­ναι μα­ζί αρ­χι­τε­κτο­νι­κή ενέρ­γεια, σύ­νο­λο από ιδιό­τη­τες, έκ­φρα­ση, ακτι­νο­βο­λία και λει­τουρ­γία. […] Κά­πο­τε νο­μί­ζεις πως για το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα μι­λεί ένα παι­δί που το ανα­κα­λύ­πτει και που μα­ζί το μα­ντεύ­ει σω­στά και εισ­δύ­ει διαι­σθη­τι­κά στα μυ­στι­κά του. […] Μ’ αυ­τόν τον τρό­πο η Βα­κα­λό προ­σπα­θεί να πλά­σει τα στοι­χεία μιας νέ­ας “ποι­η­τι­κής γνω­σιο­λο­γί­ας”».

Αντρέ­ας Κα­ρα­ντώ­νης, «Ελέ­νης Βα­κα­λό: Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος», Και­νού­ρια Επο­χή (άνοι­ξη 1959), 202-203.

——— ≈ ———

«Η Ελέ­νη Βα­κα­λό βλέ­πει τη φύ­ση και τον άν­θρω­πο σαν μια ορ­γα­νι­κά δε­μέ­νη ενό­τη­τα που υπα­κού­ει στην ίδια λει­τουρ­γι­κή νο­μο­τέ­λεια: αδιά­σπα­στη και αδια­χώ­ρι­στη ύλη σε σχέ­ση δι­η­νε­κούς συ­ναρ­τή­σε­ως. Ορα­μα­τί­ζε­ται ένα κό­σμο απαλ­λαγ­μέ­νο από τα συμ­βα­τι­κά σχή­μα­τα, σε μιαν αρ­μο­νι­κή πλα­στι­κή σύν­θε­ση όπου όλα δέ­νο­νται ταυ­τι­ζό­με­να από κά­ποιον αιώ­νιο νό­μο ζω­ι­κής αυ­τάρ­κειας.
Η αν­θρώ­πι­νη νό­η­ση απλώς πα­ρεμ­βάλ­λε­ται και φω­τί­ζει, χω­ρίς ν’ απο­κτά αυ­το­νο­μία από τις ιδιό­τη­τές της.
Η εκ­φρα­στι­κή της επι­λέ­γει σαν κύ­ριο όρ­γα­νο την αφή. […]
Η αυ­το­δυ­να­μία της ποί­η­σης δη­μιουρ­γεί τον τρα­γω­δό-ποι­η­τή, τον αδύ­να­μο ορα­μα­τι­ζό­με­νο με­σά­ζο­ντα ανά­με­σα σ’ αυ­τήν και στον άν­θρω­πο, που με τα ατε­λή του μέ­σα προ­σπα­θεί να την πλά­σει σ’ ένα σχή­μα συ­νε­πές προς την υπάρ­χου­σα αλή­θεια της.
Το ανέκ­φρα­στο εί­ναι το φά­ντα­σμα που κυ­νη­γά­ει τον ποι­η­τή. Νύ­ξεις ήχων της μο­νά­χα, εξι­σού­με­νες σχε­δόν με σιω­πή, μπο­ρεί να δώ­σει ο ποι­η­τής που ζει την ποί­η­ση όπως υπάρ­χει, δη­λα­δή σαν ου­σία ζω­ής. […]
Η απο­στο­λή του ποι­η­τή έτσι ευ­ρύ­νε­ται απε­ριό­ρι­στα κι η ευ­θύ­νη του παίρ­νει ένα βά­ρος δυ­σβά­στα­κτο. Με τέ­τοια συ­ναί­σθη­ση απο­στο­λής ο ποι­η­τής οφεί­λει να ζει το μαρ­τύ­ριο του συ­γκε­ρα­σμού όλων των αντι­θέ­σε­ων και συ­νε­χώς να απο­πει­ρά­ται τη διά­σω­ση του αν­θρώ­που. Έτσι μπο­ρεί να κοι­μη­θεί ήσυ­χος στην αιω­νιό­τη­τα ότι επι­τέ­λε­σε την απο­στο­λή του. Φυ­σι­κά, χω­ρίς ανα­γνώ­ρι­ση.
Η Βα­κα­λό πέ­ρα­σε από τον πα­θη­τι­κό υπερ­ρε­α­λι­σμό στην ενερ­γη­τι­κή δη­μιουρ­γία με με­γά­λα έμ­φρο­να βή­μα­τα, κρα­τώ­ντας μό­νον τα δι­δάγ­μα­τά του. Σή­με­ρα σχε­διά­ζει με­γά­λα πλά­να συ­νει­δή­σε­ως και πυ­ρή­νες εκ­κι­νή­σε­ως από τους οποί­ους εκ­πο­ρεύ­ε­ται και στους οποί­ους επι­στρέ­φει, δια­γρά­φο­ντας αλ­λε­πάλ­λη­λους κύ­κλους. Αυ­τούς τους πυ­ρή­νες προ­σπά­θη­σα να εντο­πί­σω.
Δια­τη­ρεί πά­ντα τα δι­δάγ­μα­τα μιας κλα­σι­κής παι­δεί­ας με την έν­νοια της αφο­μοί­ω­σης του κλα­σι­κού ύφους στο μο­ντέρ­νο σχή­μα που προ­βάλ­λει. Μοιά­ζει σα να βρί­σκε­ται εν­σφη­νω­μέ­νη μέ­σα στον πα­νάρ­χαιο σκε­λε­τό μιας πα­ρά­δο­σης κι από κεί ρί­χνει ρί­ζες κι αγκί­στρια για να πιά­σει και να πια­στεί απ’ αυ­τό που έρ­χε­ται και φέρ­νει.
Η ασυ­ντα­ξία της εί­ναι απλώς πρό­σφα­τη προς την γε­νι­κή προ­σλη­πτι­κό­τη­τά της, μια σύ­ντα­ξη ιδιά­ζου­σα που εξυ­πη­ρε­τεί την εκ­φρα­στι­κή της. Η ασυ­ντα­ξία αυ­τή ως τρό­πος εκ­φρα­στι­κός έχει ταυ­τό­ση­μες επι­διώ­ξεις προς το πε­ριε­χό­με­νο της ποι­ή­σε­ώς της. Αντι­στοι­χεί κι αυ­τή στην έν­νοια του άμε­σου, γυ­μνού, απλού και ανε­πι­τή­δευ­του ποιού τού πε­ριε­χο­μέ­νου, εξυ­πη­ρε­τώ­ντας τη γε­νι­κή ενό­τη­τα».

Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη, «Προ­οί­μιο στην ποί­η­ση της Ελέ­νης Βα­κα­λό», Κρι­τι­κή 7-8 (Ιαν.-Απρ. 1960), 47-55 και στο Δια­δρο­μή. Δο­κί­μια κρι­τι­κής (1960-1995), Νε­φέ­λη 1995, ασ. 11-26.

——— ≈ ———

«Η Βα­κα­λό μάς πη­γαί­νει πιο πί­σω από τις συμ­βά­σεις του συ­ντα­κτι­κού, στο ση­μείο όπου η φρά­ση πά­ει να σχη­μα­τι­σθεί και οι λέ­ξεις συ­νω­θού­νται για να επι­κρα­τή­σουν και βγαί­νουν στην επι­φά­νεια οι πιο δυ­να­τές, με τη σει­ρά που επι­βάλ­λο­νται στις άλ­λες, σαν δρο­σε­ρές φύ­τρες της έκ­φρα­σης. Με λί­γη προ­σπά­θεια, αν επι­μέ­νει κα­νείς μπο­ρεί να τις τα­κτο­ποι­ή­σει στη σει­ρά που συ­νή­θι­σε να τις βλέ­πει· εί­ναι συ­νή­θως επαρ­κείς για να μας δώ­σουν την ει­κό­να ή το νό­η­μα που γυ­ρεύ­ου­με. Μ’ αυ­τή τη μέ­θο­δο μπο­ρεί να δια­βα­στεί ορ­θό­τε­ρα και ο Μα­κρυ­γιάν­νης! […]
Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό κι­νεί­ται με ρυθ­μό, χω­ρίς κα­θό­λου με­λω­δία. Η τζαζ, ο Στρα­βίν­σκι, ο Μπέ­λα Μπάρ­τοκ, ο Προ­κό­πιεφ, η ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή: ήχοι άλ­λο­τε εύ­ρυθ­μοι, σκλη­ροί, κα­κό­φω­νοι, βάρ­βα­ροι, κι άλ­λο­τε μό­νον ήχοι· σαν να αυ­το­κτό­νη­σε η μου­σι­κή που ξέ­ρα­με, κά­νο­ντας αγ­χό­νη τη με­λω­δία· κα­νέ­να μά­γε­μα του αφτιού που θα μας βυ­θί­σει σε μιαν ονει­ρο­πό­λη­ση ή σ’ ένα ρεμ­βα­σμό· μό­νον ήχοι, ρυθ­μι­κοί, αδυ­σώ­πη­τα προει­δο­ποι­η­τι­κοί ενός ενε­δρεύ­ο­ντος κιν­δύ­νου, που αφυ­πνί­ζουν στο φό­βο ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξη.
Όλο το ποί­η­μα εί­ναι γραμ­μέ­νο μ’ αυ­τή τη συ­σπει­ρω­μέ­νη προ­σο­χή που συ­γκε­ντρώ­νει τις δυ­νά­μεις μας άγρυ­πνες όταν ο κίν­δυ­νος πα­ρα­μο­νεύ­ει, κυ­κλώ­νο­ντάς μας από πα­ντού. Ο κίν­δυ­νος γα­λού­χη­σε τη δι­κή μας γε­νιά. Πώς εί­ναι δυ­να­τόν οι ποι­η­τές της να τον ξε­χά­σουν;
Μια ποί­η­ση που ρί­ζω­σε σ’ αυ­τό το κλί­μα του κιν­δύ­νου δεν αφή­νει πε­ρι­θώ­ρια για ψευ­τιές, αι­σθη­μα­το­λο­γί­ες, ωραιο­πά­θειες, θε­ω­ρί­ες άγ­χους, ορ­γή, κραυ­γα­λέ­ες φω­νές, κλά­μα­τα, μοι­ρο­λό­για και πα­νι­κούς. Σφίγ­γει τα δό­ντια και σο­βα­ρεύ­ε­ται. Την ακού­νε μό­νο εκεί­νοι που αγρυ­πνούν μέ­σα στη νύ­χτα που μας τρι­γυ­ρί­ζει. […]
Ίσως λοι­πόν πολ­λοί υπο­στη­ρί­ζουν ότι η ποί­η­ση της Βα­κα­λό εί­ναι ψυ­χρή, αδιά­φο­ρη, υπο­το­νι­κή, αφού δεν εκ­φρά­ζει άγ­χος, αγω­νία, κλπ. κλπ. που “τό­σο χα­ρα­κτη­ρί­ζουν την επο­χή μας”. Κά­νουν ένα βα­σι­κό λά­θος: Το ύφος αυ­τό δεν εί­ναι της επο­χής αλ­λά της κα­κής λο­γο­τε­χνί­ας και των ανεύ­θυ­νων προ­σώ­πων.
Το αλη­θι­νό ύφος της ζω­ής μας εί­ναι το πρό­σω­πο των πο­λύ δο­κι­μα­σμέ­νων που όλα αυ­τά τα δέ­χο­νται σαν δε­δο­μέ­να υπάρ­ξε­ως κι έχουν προ πολ­λού πά­ψει να κραυ­γά­ζουν, κά­νο­ντας την κραυ­γή τους θαμ­μέ­νη ρί­ζα του Λό­γου τους και συλ­λο­γι­σμό βα­θύ. […]
Η ποί­η­ση αυ­τή μας προ­τεί­νει ένα άλ­λο ύφος: την πε­ρή­φα­νη πο­νε­μέ­νη αξιο­πρέ­πεια και το σο­βα­ρό στο­χα­σμό. Πρώ­τος δι­δά­ξας ο Κάλ­βος. […]
Η κραυ­γή εί­ναι “αλ­φά­βη­το”, δεν εί­ναι γλώσ­σα. Η κραυ­γή “επι­πλέ­ει”, δεν εί­ναι στά­ση ζω­ής. […]
Πι­στεύ­ει λοι­πόν η ποι­ή­τρια πως η απρο­σω­πία της ση­με­ρι­νής τέ­χνης προ­α­ναγ­γέλ­λει τον τερ­μα­τι­σμό της ατο­μι­κι­στι­κής πα­ρα­δό­σε­ως και την επα­να­φο­ρά του συ­νει­δη­τού ατό­μου στην ολό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας; Οι εν­δεί­ξεις που μας πα­ρέ­χει εί­ναι σο­βα­ρές. Η πρό­θε­σή της όμως να μι­λή­σει τό­σο απρό­σω­πα με τό­σο οξύ τρό­πο την κά­νουν πρό­σω­πο πο­λύ ισχυ­ρό και διό­λου ου­δέ­τε­ρο. […]
Εί­ναι πε­ρί­ερ­γο πώς λει­τουρ­γεί αυ­τό το σύμ­βο­λο του που­λιού: άλ­λο­τε εί­ναι αρ­πα­κτι­κό κι άλ­λο­τε η λεία μας· άλ­λο­τε γί­νε­ται η πρά­ξη μας κι άλ­λο­τε η κα­τοι­κία μας· άλ­λο­τε η ψυ­χή μας κι άλ­λο­τε δί­χτυ ψυ­χών και πα­γί­δα. Υπάρ­χει μια τέ­τοια ταύ­τι­ση μα­ζί του που δεν μπο­ρείς πια να ξε­χω­ρί­σεις αν εί­ναι αντι­κεί­με­νο ή υπο­κεί­με­νο, η ζωή μας, ο ποι­η­τής, το ποί­η­μα ή εμείς όλοι που το γνω­ρί­σα­με. Πρώ­τη φο­ρά συ­να­ντώ στην ποί­η­ση ένα τέ­τοιο με­γα­λε­πή­βο­λο σύμ­βο­λο που θέ­λει να τα δη­λώ­νει και να τα ενώ­νει όλα. Να υπο­θέ­σου­με πως το που­λί εί­ναι το σύμ­βο­λό της ταύ­τι­σής μας με το χά­ος των πραγ­μά­των κι ότι αυ­τή η ταύ­τι­ση μό­νο μας οδη­γεί στην αλή­θεια τους που δυ­να­τή σαν ήλιος μας τυ­φλώ­νει και πά­λι με το φως της, οδη­γώ­ντας μας στην εφη­βεία της γνώ­σης; […]
Εί­ναι, άρα­γε, τυ­χαίο το ότι η πα­ρά­δο­σή μας θέ­λει τυ­φλούς τον Όμη­ρο, τον Τει­ρε­σία και τον Οι­δί­πο­δα – τον ποι­η­τή, τον μά­ντη και τον άν­θρω­πο που νό­μι­σε πως έλυ­σε το αί­νιγ­μα του αν­θρώ­που; Η Έν­νοια των τυ­φλών έχει πο­λύ βα­θιές ρί­ζες στην ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση κι αυ­τό νο­μί­ζω δεν πρέ­πει να πε­ρά­σει απα­ρα­τή­ρη­το για­τί, ίσως, πραγ­μα­τι­κά και­νού­ριο να εί­ναι μό­νο εκεί­νο που συ­νε­χί­ζει κά­τι πο­λύ πα­λιό. […]
Δεν μπο­ρώ να κρύ­ψω τον θαυ­μα­σμό μου γι’ αυ­τή την αντι­λυ­ρι­κή, αλ­λά δρα­μα­τι­κά αν­θρώ­πι­νη ποί­η­ση, που πε­ριο­ρί­ζει τη φα­ντα­σία στις άπει­ρες δια­στά­σεις του πραγ­μα­τι­κού και εξά­πτει τη λο­γι­κή μέ­χρι φα­ντα­σί­ας».

Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη, «Η έν­νοια των τυ­φλών», Διά­λο­γος 2 (Ιούλ.-Σε­πτ. 1962), 112-118 και στο Δια­δρο­μή. Δο­κί­μια κρι­τι­κής (1960-1995), Νε­φέ­λη 1995, σσ. 106-120.

——— ≈ ———

«Έχει κα­τα­λά­βει η Βα­κα­λό πως το ζή­τη­μα δεν εί­ναι να γρά­ψου­με, να συν­θέ­σου­με ένα ποί­η­μα, μα να “πα­ρα­στή­σου­με”, να “ερ­μη­νέ­ψου­με θε­α­τρι­κά”, έστω, το ποί­η­μα που εί­ναι ήδη γραμ­μέ­νο μέ­σα μας, που υπάρ­χει μα­ζί μ’ εμάς. Να το φτιά­ξου­με από την αρ­χή. Να το κα­τα­σκευά­σου­με, όπως φτιά­χνου­με ένα αντι­κεί­με­νο που έχει συ­γκε­κρι­μέ­νες ιδιό­τη­τες: σχή­μα, βά­ρος, πυ­κνό­τη­τα, θερ­μό­τη­τα ή ψυ­χρό­τη­τα, που εί­ναι μα­λα­κό ή σκλη­ρό. Ένα αντι­κεί­με­νο, όπως υπάρ­χει μό­νο του, αυ­τε­ξού­σιο έστω και με την αδρά­νειά του μό­νο. Το ποί­η­μα πρέ­πει να ξα­να­γί­νει “κά­ποια ύλη”, όπως ήταν πα­λαιό­τε­ρα, π.χ., μου­σι­κή ύλη, ή πνευ­μα­τι­κή, ή ψυ­χι­κή ή γλωσ­σι­κή. Κά­τι δη­λα­δή που να μπο­ρού­με να το νιώ­θου­με και να το γνω­ρί­ζου­με με τις αι­σθή­σεις, άμε­σα – αλ­λά με τις αι­σθή­σεις που εν­νο­ούν, όχι με τις αι­σθή­σεις που ηδο­νί­ζο­νται. […] Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πως όλος ο ώς τώ­ρα λυ­ρι­σμός, από τις πιο ψη­λές του στιγ­μές ώς τις κα­τα­χρή­σεις του, ακό­μα κι ο λυ­ρι­σμός που άξια σή­με­ρα πα­ρά­γε­ται και αντι­προ­σω­πεύ­ει την ποί­η­ση (π.χ., ο λυ­ρι­σμός του Ελύ­τη και του Ν. Κα­ρού­ζου, από τους νε­ό­τε­ρους), έχει σαν κύ­ριο όρ­γα­νό του την όρα­ση. Γι’ αυ­τό, ίσως, η Βα­κα­λό το­πο­θε­τεί τα ποι­ή­μα­τά της “πριν από το λυ­ρι­σμό”. Το πιο σω­στό θα ήταν να έλε­γε “με­τά από το λυ­ρι­σμό”. Αλ­λ’ αυ­τά εί­ναι ζη­τή­μα­τα σκη­νο­θε­σί­ας. Η ου­σία εί­ναι ότι τώ­ρα έχου­με να κά­νου­με με μια ποί­η­ση θε­λη­μα­τι­κά τυ­φλή – τυ­φλή για να μη βλέ­πει όσα εί­δαν τό­σοι άλ­λοι, μα να τα ανα­κα­λύ­πτει σαν και­νού­ρια, με την αφή».

Αντρέ­ας Κα­ρα­ντώ­νης, «Ελέ­νης Βα­κα­λό: Η έν­νοια των τυ­φλών», Νέα Εστία 72, 843 (15.1. 1962), 1212-1214 και στο Η ποί­η­σή μας με­τά τον Σε­φέ­ρη, Δω­δώ­νη 1976, σσ. 34-35.

——— ≈ ———

«Η κ. Βα­κα­λό επι­μέ­νει να πα­ρα­μέ­νει φα­να­τι­κά πι­στή στον τρό­πο της δέ­σμης των ει­κό­νων και του ερ­μη­τι­σμού, πα­ρα­βλέ­πο­ντας ότι η προ­σκόλ­λη­ση σε μια μα­νιέ­ρα δεν έχει άλ­λο απο­τέ­λε­σμα πα­ρά ν’ αφή­νει να δια­κρί­νε­ται μό­νον πο­λύ αμυ­δρά κι αχνά η προ­σω­πι­κό­τη­τά της, η προ­σω­πι­κή της συμ­βο­λή που διαι­σθα­νό­μα­στε ότι θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κή κι υπο­λο­γί­σι­μη».

Άλ­κης Θρύ­λος, Και­νού­ρια Επο­χή (άνοι­ξη 1962), 182.

——— ≈ ———

«Για την πα­λιά ποί­η­ση η λέ­ξη ήταν το σύμ­βο­λο ή η έν­νοια ενός πράγ­μα­τος. Στην ποί­η­ση της Βα­κα­λό η λέ­ξη φι­λο­δο­ξεί να εί­ναι το ίδιο το πράγ­μα. Πά­νω σ’ αυ­τό, συλ­λο­γί­ζο­μαι πως αν η ποι­ή­τρια δεν έχει σκο­πό “να δώ­σει” το πράγ­μα με την ακρί­βεια της πε­ρι­γρα­φής του, όπως π.χ. κά­νει ο σύγ­χρο­νος Γάλ­λος ποι­η­τής Françis Ponge, αλ­λά αντί­θε­τα επι­διώ­κει, κα­ταρ­γώ­ντας την πε­ρι­γρα­φή, να πε­τύ­χει την εν ταυ­τώ γέν­νη­ση του πράγ­μα­τος με τη λέ­ξη που το ονο­μά­ζει, τό­τε, συλ­λο­γί­ζο­μαι πως δεν βρι­σκό­μα­στε μα­κριά από την αρ­χι­κή υπερ­ρε­α­λι­στι­κή μέ­θο­δο, δη­λα­δή τον αυ­το­μα­τι­σμό στη γρα­φή. […] Αν κά­πο­τε στην ποί­η­ση της Βα­κα­λό συ­να­ντά­με ση­μα­σιο­λο­γι­κά ατυ­χή­μα­τα ή αντί­θε­τα επι­ση­μαί­νου­με στιγ­μιαί­ες νί­κες του ορ­γα­νω­μέ­νου και τυ­πι­κά με­τα­δό­σι­μου λό­γου, αυ­τό δε ση­μαί­νει πως ο αγώ­νας της ποι­ή­τριας δεν εί­ναι ένα σκλη­ρό και τί­μιο άθλη­μα που παίρ­νει τη μορ­φή της αυ­τα­πάρ­νη­σης και της αυ­το­θυ­σί­ας, όταν, πα­ρά την υπερ­ρε­α­λι­στι­κή της αγω­γή, δεν υπο­κα­θι­στά το “λό­γο” της με μια έκρη­ξη ενός συ­νό­λου λέ­ξε­ων, όπως οι πρώ­τοι δι­δά­ξα­ντες, αλ­λά πα­λεύ­ει να υπο­τά­ξει την έκ­φρα­σή της σε μια τό­σο δια­φο­ρε­τι­κή και τό­σο πει­θαρ­χη­μέ­νη λει­τουρ­γία, όπου συ­χνά δεν αφή­νο­νται να επι­βιώ­σουν, για τον νω­χε­λι­κό ανα­γνώ­στη, πα­ρά με­ρι­κές φρά­σεις-νη­σί­δες ή κά­ποιες λέ­ξεις-σύμ­βο­λα, λέ­ξεις-δο­μές. Με τον κα­τά­φω­ρο βια­σμό της κα­θιε­ρω­μέ­νης σύ­ντα­ξης και τη δια­κε­κομ­μέ­νη φύ­ση της έκ­φρα­σής της, η Βα­κα­λό επι­διώ­κει, όπως εί­πα­με πιο πά­νω, την κα­θα­ρή έκ­φρα­ση των πραγ­μά­των. […] Με­λε­τώ­ντας την Έν­νοια των τυ­φλών, ελέγ­χο­ντας τις αντι­δρά­σεις μου και ση­μειώ­νο­ντας τους ποι­η­τι­κούς χώ­ρους που προ­τι­μώ, φτά­νω στη δια­πί­στω­ση πως μο­νά­χα εκεί που η γρα­φή ορ­γα­νώ­νε­ται σε στέ­ρεο οι­κο­δό­μη­μα ακο­λου­θώ­ντας την ενέρ­γεια του αι­σθή­μα­τος, μο­νά­χα εκεί που η ποι­ή­τρια, θέ­λο­ντας ή μη θέ­λο­ντας, οδη­γεί­ται πέ­ρα από τις θε­ω­ρη­τι­κές της το­πο­θε­τή­σεις, σε μιαν άφε­ση εσω­τε­ρι­κής ανα­γκαιό­τη­τας και ρυθ­μού, υλο­ποιώ­ντας έτσι σε ποί­η­ση τις εμπει­ρί­ες της, μο­νά­χα τό­τε το ποί­η­μα της Βα­κα­λό, θρεμ­μέ­νο με το πνευ­μα­τι­κό βά­θος της ποι­ή­τριας και την ανε­πα­νά­λη­πτη ψυ­χι­κή της έντα­ση, δι­καιώ­νε­ται και γί­νε­ται ου­σια­στι­κό επί­τευγ­μα, δη­λα­δή πράγ­μα. […] Σπά­νια στη νε­ό­τε­ρη ποί­η­ση θα ακου­στούν τέ­τοιοι στί­χοι, απαλ­λαγ­μέ­νοι από τον τρέ­χο­ντα λυ­ρι­σμό, απο­γυ­μνω­μέ­νοι από στο­λί­δια και δια­κο­σμή­σεις, στί­χοι ωραί­οι, στέ­ρε­οι και ευ­πρε­πείς που απευ­θύ­νο­νται στον πνευ­μα­τι­κό­τε­ρο χώ­ρο του ανα­γνώ­στη και θυ­μί­ζουν την κα­θα­ρό­τη­τα των κα­λύ­τε­ρων Σο­λω­μι­κών επι­τευγ­μά­των».

Τά­κης Σι­νό­που­λος, «Η ποί­η­ση, ο λό­γος και τα πράγ­μα­τα. Ελέ­νης Βα­κα­λό: Η έν­νοια των τυ­φλών», Επο­χές 6 (Οκτ. 1963), 60-62 και στο Χρο­νι­κό ανα­γνώ­σε­ων. Βι­βλιο­κρι­σί­ες για τη με­τα­πο­λε­μι­κή ποί­η­ση (φιλ. επιμ.: Ευ­ρυ­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης-Δώ­ρα Μέ­ντη), Σο­κό­λης 1999, σσ. 120-125.

——— ≈ ———

«Μια βα­θύ­τε­ρη το­μή επι­χει­ρεί η κ. Βα­κα­λό στα κα­θέ­κα­στα της ύπαρ­ξης, ανα­ζη­τώ­ντας να βρει τις πραγ­μα­τι­κές, τις συ­στη­μα­τι­κές σχέ­σεις, με­τα­ξύ αν­θρώ­που και πραγ­μά­των, και ακό­μη με­τα­ξύ του αν­θρώ­που όπως τον εκ­φρά­ζει η ση­με­ρι­νή στιγ­μή, η στιγ­μή του κά­θε πα­ρό­ντος, και του αν­θρώ­που-πα­ρα­κα­τα­θή­κη μιας μα­κρό­χρο­νης και αγω­νιώ­δους δια­δρο­μής μέ­σα στο χρό­νο. Και τις σχέ­σεις αυ­τές, που τις βλέ­πει να ανα­προ­σαρ­μό­ζο­νται συ­νε­χώς, δί­νο­ντας δια­φο­ρε­τι­κό σχή­μα στην ίδια ενό­τη­τα, δεν εί­ναι, κα­τά την αντί­λη­ψή της, σε θέ­ση μό­νη η λο­γι­κή να τις συλ­λά­βει. Απαι­τεί­ται η επι­στρά­τευ­ση όλων των ικα­νο­τή­των του αν­θρώ­που σαν ζω­ι­κής ύπαρ­ξης. Κα­θώς, άλ­λω­στε, ο ίδιος ο άν­θρω­πος βρί­σκε­ται μέ­σα στην όλη κί­νη­ση, επη­ρε­α­ζό­με­νος και επη­ρε­ά­ζο­ντάς την, το σχή­μα αντι­κεί­με­νο και υπο­κεί­με­νο, πα­ρα­τη­ρη­τής και αντι­κεί­με­νο προς θέ­α­ση, σαν αυ­το­τε­λείς ενό­τη­τες, που προ­ϋ­πο­θέ­τει η λο­γι­κή σύλ­λη­ψη του κο­σμι­κού φαι­νο­μέ­νου, κα­ταρ­γεί­ται αφ’ εαυ­τού. Άλ­λα μέ­σα απαι­τού­νται για τη γνώ­ση τους, και άλ­λες μέ­θο­δοι για τη διε­ρεύ­νη­σή τους. Την ερ­γα­σία αυ­τή η ποι­ή­τρια την εμπι­στεύ­ε­ται κα­τά κύ­ριο λό­γο στη διαί­σθη­σή της, που δεν εί­ναι άλ­λω­στε μο­νά­χα έν­στι­κτο, αλ­λά έν­στι­κτο και λο­γι­κή μα­ζί. Κι­νεί­ται μέ­σα στο σκο­τει­νό μυ­στή­ριο της ύπαρ­ξης ψά­χνο­ντας όπως ο τυ­φλός (η έν­νοια επα­νέρ­χε­ται συ­χνά στην ποί­η­ση της κ. Βα­κα­λό) που προ­σα­να­το­λί­ζε­ται κυ­ρί­ως με την ακοή και την αφή. Απορ­ρί­πτει την όρα­ση για­τί, “επι­πο­λαιό­τε­ρη” από τις αι­σθή­σεις, δε μας δί­νει πα­ρά τα εξω­τε­ρι­κά σχή­μα­τα, ενώ την ποι­ή­τρια την εν­δια­φέ­ρει ό,τι κρύ­βε­ται κά­τω απ’ αυ­τά. Και ζη­τά­ει να φτιά­ξει τον κό­σμο της από τις μυ­στι­κές φω­νές των πραγ­μά­των, από τα μη­νύ­μα­τα που συλ­λαμ­βά­νουν οι αι­σθή­σεις της».

Βά­σος Βα­ρί­κας, εφ. Το Βή­μα (12.2.1967) και στο Συγ­γρα­φείς και κεί­με­να, «Επι­κίν­δυ­νο άθλη­μα. Ελέ­νης Βα­κα­λό: Ο τρό­πος να κιν­δυ­νεύ­ο­με, Ερ­μής 1980, σσ. 116-120.

——— ≈ ———

«Η πρώ­τη εντύ­πω­ση από τα κεί­με­να εί­ναι ότι η ποι­ή­τρια δυ­σκο­λεύ­ε­ται ν’ αρ­θρώ­σει, σα να ’πα­θε αφα­σία, σε βαθ­μό πε­ρισ­σό­τε­ρο του δέ­ο­ντος ίσως, και κιν­δυ­νεύ­ει το μυ­στι­κό και το ανεί­πω­το, που γυ­ρεύ­ει την έκ­φρα­σή του, να πα­ρα­μεί­νει μυ­στι­κό και ανεί­πω­το. Εί­ναι βέ­βαια βα­θιά προ­σω­πι­κό και ανέκ­φρα­στο αυ­τό που θέ­λει να πει με τη βου­βή γλώσ­σα των πραγ­μά­των. Μα­ντεύ­εις πιο πο­λύ με δυ­σκο­λία, πα­ρά που συλ­λαμ­βά­νεις νό­η­μα. Άλ­λω­στε η νέα φά­ση της Βα­κα­λό κα­ταρ­γεί τα νο­ή­μα­τα ως νο­ή­μα­τα, τα εν­σαρ­κώ­νει σε αντι­κεί­με­να, τα υλο­ποιεί, ανά­λο­γα όπως ο Πεν­τζί­κης από άλ­λη με­ριά. […]
Το “Δά­σος” εί­ναι ίσως η ψυ­χή μας και μα­ζί και ο γύ­ρω χώ­ρος της, ο δι­κός της, ο βιω­μα­τι­κός, κα­τοι­κη­μέ­νος από νε­κρούς και ζω­ντα­νούς, δέ­ντρα ζω­ντα­νά με σκο­τει­νούς δια­δρό­μους, ένας λα­βύ­ριν­θος, όπου σε πα­ρα­μο­νεύ­ουν ανο­μο­λό­γη­τοι φό­βοι. Η ποί­η­ση δη­μιουρ­γεί το “Δά­σος”, δί­νει αυ­τό το σκο­τει­νό αδιέ­ξο­δο ανά­με­σα σε δέ­ντρα-φα­ντά­σμα­τα, και η σκο­τει­νιά της εί­ναι η σκο­τει­νιά του “Δά­σους”. […] Όσο προ­χω­ρού­με, ψη­λα­φη­τά μάλ­λον, στο “Δά­σος”, τό­σο ο φό­βος γί­νε­ται πιο έντο­νος, πιο άμε­σος, σα να γί­νο­νται κά­που εκεί φο­νι­κά, σαν ν’ ακού­γο­νται φω­νές κιν­δύ­νου. Ένα πρό­σω­πο εμ­φα­νί­ζε­ται, “ο ωτα­κου­στής” που “προ­σπα­θεί να μα­ντέ­ψει τις νύ­χτες του κα­θε­νός”. Μή­πως η συ­νεί­δη­ση; Και το “Δά­σος” αι­σθά­νε­σαι πως παίρ­νει έκτα­ση και γί­νε­ται η επο­χή, και ο φό­βος του ατό­μου, φό­βος γε­νι­κός, βα­θύς. […]
Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό εί­ναι τό­σο πυ­κνή στη σύ­ντα­ξή της την εσω­τε­ρι­κή και τη γλωσ­σο­τε­χνι­κή, ώστε σχε­δόν εί­ναι αδια­πέ­ρα­στη, πα­ρα­μέ­νει μέ­σα της ένα μυ­στι­κό, ως να μη θέ­λει η ποι­ή­τρια να το προ­δώ­σει, ως να φο­βά­ται αυ­τή την προ­δο­σία. Ου­σια­στι­κά το εί­δος της ποί­η­σης, αυ­τή η ατό­φια σύλ­λη­ψη, η άμε­ση σα φώ­τι­ση, σε πυ­κνώ­μα­τα ου­σιών, εί­ναι από τη φύ­ση της αδιαί­ρε­τη, επο­μέ­νως μη ανα­γώ­γι­μη σε έν­νοιες. Ξε­χω­ρί­ζουν μο­νά­χα εδώ κι εκεί στί­χοι λα­μπροί κά­πο­τε, όπου η ου­σία ανοί­γε­ται σε κά­ποια γε­νί­κευ­ση ακίν­δυ­νη για την προ­δο­σία του μυ­στι­κού. […]
Θα μπο­ρού­σα, ξα­να­πιά­νο­ντας απ’ την αρ­χή και κοι­τά­ζο­ντας αλ­λιώ­τι­κα, να κα­τα­λή­ξω αλ­λού, να θε­ω­ρή­σω πως το ποί­η­μα Η έν­νοια των τυ­φλών εί­ναι με­λέ­τη θα­νά­του. Και ότι το “που­λί” και η “έξο­δος” εί­ναι σαν προσ­δο­κία με­τά­στα­σης εκεί. Ίσως αυ­τή η θε­ώ­ρη­ση να ’ναι πιο κο­ντά στο μυ­στι­κό και το άρ­ρη­το του ποι­ή­μα­τος ή της ψυ­χής».

Γιώρ­γος Θέ­με­λης, Η νε­ό­τε­ρη ποί­η­σή μας, «Ελέ­νη Βα­κα­λό», Φέ­ξης 1968, σσ. 304-315.

——— ≈ ———

«Η Βα­κα­λό (και εί­ναι αυ­τό στο ενερ­γη­τι­κό της) διά­λε­ξε τον κίν­δυ­νο που εί­ναι ο πιο δύ­σκο­λος για να τον αντι­με­τω­πί­σει κα­νείς. Εί­ναι ο κα­θα­ρός “ποι­η­τι­κός κίν­δυ­νος”. Οι άλ­λοι κίν­δυ­νοι εί­ναι ο με­τα­φυ­σι­κός, ο ηθι­κός, ο ιδε­ο­λο­γι­κός, ο κοι­νω­νι­κός και πολ­λοί πα­ρό­μοιοι. Αυ­τούς τους κιν­δύ­νους τους αντι­πα­ρέρ­χε­ται η Βα­κα­λό, όπως ένας σύγ­χρο­νος ζω­γρά­φος ή γλύ­πτης αντι­πα­ρέρ­χε­ται το θέ­μα ή το συ­γκε­κρι­μέ­νο αντι­κεί­με­νο στην τέ­χνη του. Και θέ­λει, και απο­φα­σί­ζει και τολ­μά­ει να κιν­δυ­νέ­ψει, ταυ­τί­ζο­ντας τη μοί­ρα της με την ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση και έκ­φρα­ση, που τις έχει πιά­σει όχι απέ­ξω, αλ­λά από μέ­σα, σα να θέ­λει να τις απο­σπά­σει χει­ρουρ­γι­κά από τα σπλά­χνα του Λό­γου. […] Η Βα­κα­λό έχει νιώ­σει το μυ­στή­ριο και την ομορ­φιά, την ακα­τα­μέ­τρη­τη δύ­να­μη και την τρο­μά­ρα που σκορ­πά­ει αυ­τός ο κό­σμος. Μα δε θέ­λει να τον πλη­σιά­σει πια με την ψαλ­μω­δία της φυ­σιο­λα­τρί­ας ού­τε με την ψυ­χρή επι­στη­μο­νι­κή φυ­σιο­γνω­σία. Θέ­λει να τον γνω­ρί­σει και να τον κα­τα­κτή­σει μό­νη της. Και να τον εκ­φρά­σει με ιδιο­τυ­πία, στρα­βώ­νο­ντας, κά­πο­τε, επί­τη­δες και τη γραμ­μα­τι­κή. Με­ρι­κοί θα λέ­γα­νε πως η Βα­κα­λό συ­ντάσ­σει ανά­πο­δα. Αυ­τό δεν εί­ναι πά­ντα άσχε­το με την κα­λής ποιό­τη­τας ποί­η­ση. Αν δυ­σκο­λεύ­ει τον ανα­γνώ­στη, την ποί­η­ση την ευ­κο­λύ­νει να τρέ­ξει».

Αντρέ­ας Κα­ρα­ντώ­νης, «Ο τρό­πος να κιν­δυ­νεύ­ο­με», εφ. Η Κα­θη­με­ρι­νή (6.9.1966) και στο Η ποί­η­σή μας με­τά τον Σε­φέ­ρη, Δω­δώ­νη 1976, σσ. 34-45.

——— ≈ ———

«Με τις δυο πρώ­τες συλ­λο­γές της, πά­ντως, η ποι­ή­τρια έχει πε­τύ­χει αρ­κε­τές κα­τα­κτή­σεις και φαί­νε­ται να βρί­σκει το πρό­σω­πό της. Η αυ­το­διά­ψευ­ση και η σιω­πη­ρή απο­κή­ρυ­ξη των πρώ­των της επι­τευγ­μά­των θα απο­τολ­μού­σα­με να πού­με πως οφεί­λε­ται εί­τε σε βα­θύ­τε­ρες ανη­συ­χί­ες (που ταυ­τί­ζο­νται με την ακ­μή της βιο­λο­γι­κής της ηλι­κί­ας και την υπο­χρε­ώ­νουν να δει αλ­λιώς τα πράγ­μα­τα) εί­τε στη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του εφιαλ­τι­κού πε­ρί­γυ­ρου – του συ­γκε­κρι­μέ­νου πε­ρι­βάλ­λο­ντος των χρό­νων εκεί­νων που δε θα τη στρέ­ψει, όμως, προς τη γνω­στή στρα­τευ­μέ­νη χο­ρεία πολ­λών συγ­χρό­νων της ποι­η­τών. Βέ­βαια, δεν απο­κλεί­ε­ται η στρο­φή αυ­τή των 360 μοι­ρών να οφεί­λε­ται στο συν­δυα­σμό και των δύο πραγ­μα­τι­κο­τή­των.
Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, η Βα­κα­λό θα διεισ­δύ­σει, με­τά από σιω­πή, με το δι­κό της τρό­πο στην οντο­λο­γία του κό­σμου. Δη­λα­δή, στην επώ­δυ­νη προ­σπά­θεια ν’ ανα­συν­θέ­σει τη μο­νά­δα με το πά­ντρε­μα των πιο ετε­ρό­κλη­των ζώ­ντων, ως επί το πλεί­στον, ορ­γα­νι­σμών, υπο­κρού­ο­ντας ταυ­τό­χρο­να το μο­τί­βο του εφιαλ­τι­κού τρό­μου μπρο­στά στο θά­να­το και τη φθο­ρά. Ανα­γκα­στι­κά, λοι­πόν, η ποί­η­ση αυ­τή περ­νά μέ­σα από τρα­χιές στε­νω­πούς· και, πολ­λές φο­ρές, πα­ρα­μέ­νει και για τον επαρ­κέ­στε­ρο ανα­γνώ­στη σι­βυλ­λι­κή, ερ­μη­τι­κή».

Γιώρ­γος Κ. Κα­ρα­βα­σί­λης, Δια­βά­ζω 54 (Ιούλ. 1982), 103-106 και στο Επί τά­πη­τος: «Με γυ­μνά πέλ­μα­τα πά­νω σε μυ­τε­ρές πέ­τρες», Γα­βρι­η­λί­δης 1999, σσ. 21-34.

«Στη συλ­λο­γή της Ελέ­νης Βα­κα­λό στοι­χειο­θε­τεί­ται μια δαι­μο­νο­λο­γία του γυ­ναι­κεί­ου λό­γου και οι δυ­σκο­λί­ες, εγ­γε­νείς στο εγ­χεί­ρη­μα, αντα­να­κλώ­νται σε όλα τα επί­πε­δα ορ­γά­νω­σης του ποι­ή­μα­τος. […] Ο λό­γος (μι­λιά και μέ­λη) της γυ­ναί­κας στο μαν­δύα του σκό­τους του Δαί­μο­να ή, έστω, κα­τά την πε­ρι­βο­λή και τον τύ­πο απει­κό­νι­σης, του Με­φι­στο­φε­λή. […] Η Ελέ­νη Βα­κα­λό προ­ω­θεί στο απρο­χώ­ρη­το τη χα­λα­ρό­τη­τα της σύ­ντα­ξης και “εν αφα­νεί κεί­με­νον έχει το ση­μαι­νό­με­νον”, για να θυ­μη­θού­με τις μεμ­ψι­μοι­ρί­ες αρ­χαί­ου γραμ­μα­τι­κού».

Αντρέ­ας Μπε­λε­ζί­νης, «Ελέ­νης Βα­κα­λό: Οι πα­λά­βρες της κυ­ρα-Ρο­δα­λί­νας», Σπεί­ρα 4-5 (1985-87), 194-198.

——— ≈ ———

«Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό το­πο­θε­τεί­ται πριν από το δι­χα­σμό της αυ­το­α­να­φο­ρι­κής γλώσ­σας και πέ­ρα από τη ρη­το­ρι­κή τής πο­λι­τι­κά ένο­χης ποι­η­τι­κής συ­νεί­δη­σης. Η εναλ­λα­ξι­μό­τη­τα των αντι­θέ­των που συ­στη­μα­τι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζει την ποι­η­τι­κή πρα­κτι­κή της στο­χεύ­ει πέ­ρα από την έντα­ση και δρα­μα­τι­κό­τη­τα της αντι­πα­λό­τη­τας, πέ­ρα από τη δια­λο­γι­κή δια­πλο­κή και τε­λι­κά αλ­λη­λο­α­κύ­ρω­ση των όρων της, στη διά­χυ­ση που προ­κύ­πτει από τις δια­δο­χι­κές ταυ­τί­σεις και με­ταλ­λά­ξεις της ύλης μέ­σα στην ανα­κύ­κλω­ση του ποι­η­τι­κού σύ­μπα­ντος: αθω­ό­τη­τα ως άλ­λη εξου­σία, τυ­φλό­τη­τα ως άλ­λη όρα­ση, λή­θη προ­ϋ­πό­θε­ση μνή­μης, εγώ ως αυ­τό, σκλη­ρά­δα ως τρυ­φε­ρό­τη­τα, αφή­γη­ση ως ποί­η­ση, ερα­στής ως ερω­μέ­νος, η γυ­ναί­κα Δον Ζουάν, οι ασκη­τές ως ανά­πο­δη αυ­το­α­να­λω­μέ­νη επι­θυ­μία, η εξου­σιά­στρια ως θύ­μα, οι κυ­νη­γοί ως κυ­νη­γη­μέ­νοι κλπ. Αμ­φι­σβη­τού­νται οι ορ­θο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις που διέ­πουν τον βα­σι­κό δυ­ϊ­σμό (υπο­κεί­με­νο-αντι­κεί­με­νο) του ευ­ρω­παϊ­κού πνεύ­μα­τος και πο­λι­τι­σμού. […] Με τον υπερ­ρε­α­λι­σμό η σχέ­ση της Βα­κα­λό πε­ριο­ρί­ζε­ται στην κοι­νή τους αντί­λη­ψη και χρή­ση της γλώσ­σας, χω­ρίς κα­θό­λου να συμ­με­ρί­ζε­ται τις θέ­σεις, τους τρό­πους και τη συλ­λο­γι­στι­κή του υπερ­ρε­α­λι­σμού. Κοι­νή εί­ναι επί­σης η ανα­ζή­τη­ση για το υπό­γειο εκεί­νο ρεύ­μα που ενώ­νει φαι­νο­με­νι­κά ετε­ρό­κλη­τες επι­φά­νειες, απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας το λό­γο –και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις– από δε­σμεύ­σεις αλη­θο­φά­νειας και ρε­α­λι­σμού. Εντού­τοις, στους υπερ­ρε­α­λι­στές το σπά­σι­μο της μορ­φής αντι­στοι­χεί στην κα­τάρ­ρευ­ση της λο­γι­κής και συ­νει­δη­τής ανα­πα­ρά­στα­σης του κό­σμου, ανοί­γει τους κρου­νούς του υπο­συ­νει­δή­του, ενώ στη Βα­κα­λό ο κα­τα­κερ­μα­τι­σμός της μορ­φής, σε γραμ­μα­τι­κό και συ­ντα­κτι­κό επί­πε­δο, υπη­ρε­τεί την από­δο­ση των τρό­πων και ρυθ­μών του προ­φο­ρι­κού λό­γου, της τρέ­χου­σας ομι­λί­ας, ή κα­τα­γρά­φει τη συ­νειρ­μι­κό­τη­τα της γλώσ­σας της σκέ­ψης που δεν έχει αρ­χή, τέ­λος, τε­λεί­ες και πε­ριό­δους. […] Ο κα­τα­κερ­μα­τι­σμός της μορ­φής που αγνο­εί συ­ντα­κτι­κούς ή άλ­λους κα­νό­νες, η χρή­ση κα­θη­με­ρι­νής –και όχι “ποι­η­τι­κής”– γλώσ­σας που ανα­πα­ρά­γει μορ­φές της τρέ­χου­σας ομι­λί­ας και των ρυθ­μών της, επι­χει­ρούν να ταυ­τί­σουν το ρυθ­μό αυ­τής της ποί­η­σης με το ρυθ­μό του κό­σμου».

Μα­ρία Κα­κα­βού­λια, «Πέ­ρα από τον δυ­ϊ­σμό», Ποί­η­ση 5 (άνοι­ξη-κα­λο­καί­ρι 1995), 228-234.

——— ≈ ———

«Στο πραγ­μα­το­κε­ντρι­κό σύ­μπαν της Βα­κα­λό οι λέ­ξεις έχουν ύλη, βά­ρος, όγκο, κί­νη­ση. Προ­α­παι­τούν μια άλ­λη αί­σθη­ση της γλώσ­σας. Αυ­τήν επι­χει­ρεί να απο­κα­τα­στή­σει ο λό­γος της Βα­κα­λό, αντι­βαί­νο­ντας ρη­το­ρι­κές και ποι­η­τι­κές συμ­βά­σεις προ­κει­μέ­νου να γί­νει ορα­τό διά γυ­μνού οφθαλ­μού το ποι­η­τι­κό άλ­λο του πράγ­μα­τος. Πρώ­τες από όλα οι αι­σθή­σεις, που έχουν εκ­φυ­λι­στεί από την εξορ­θο­λο­γι­σμέ­νη χρή­ση τους ή και αχρη­στία τους στον δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό: για να ακου­στεί η βουή και ο ψί­θυ­ρος του κα­ταρ­ρά­κτη που πέ­φτει πί­σω από τα φαι­νό­με­να, οι αι­σθή­σεις πρέ­πει να παυ­θούν, να ανα­παυ­θούν».

Μα­ρία Κα­κα­βού­λια, «Για την Ποι­η­τι­κή, το Ποι­η­τι­κό και την Ποί­η­ση στο έρ­γο της Ελέ­νης Βα­κα­λό», Ελί-τρο­χος 6 (κα­λο­καί­ρι 1995), 37-53.

——— ≈ ———

«Όταν, το 1971, εκ­δί­δε­ται η Γε­νε­α­λο­γία, η Ελέ­νη Βα­κα­λό έχει ήδη ολο­κλη­ρώ­σει την ενό­τη­τα Πριν από το λυ­ρι­σμό. Του­τέ­στιν μια ποί­η­ση σχη­μά­των, προ­ζαϊ­κής τά­ξε­ως, η οποία, μέ­σω μιας στοι­χειώ­δους αυ­το­γνω­σί­ας των βα­σι­κών –άρα και ελα­χί­στων– αι­σθή­σε­ων, οδη­γή­θη­κε στη διά­θε­ση και τη δια­φά­νεια. Ως ήτο φυ­σι­κό, αυ­τό προ­έ­κυ­ψε διά των εκ­φάν­σε­ων και των ανα­λο­γιών ενός, ας μου επι­τρα­πεί ο όρος, μη συ­ναι­σθή­μα­τος. […] Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό, κα­θώς η ίδια το θέ­λη­σεν, στη­ρί­ζει τη δια­λε­κτι­κή της στη δια­δι­κα­σία. Εί­ναι μια διαρ­κής ερω­τι­κή από­πει­ρα, ένας λί­γο ει­ρω­νι­κός πό­θος. Υπο­μι­μνή­σκε­ται κο­ρά­σι λυ­γε­ρό άλ­λων και­ρών, όταν χο­ρεύ­ει στα πα­νη­γυ­ριώ­τι­κα αλώ­νια. Το επί­τευγ­μα εί­ναι ότι τού­το δεν ει­πώ­νε­ται αλ­λά υπάρ­χει και μά­λι­στα σε μια (α)ηθι­κή σύγ­χρο­νη καρ­πο­φο­ρεί. Εί­ναι λοι­πόν ένα πά­θος που στις υψη­λό­τε­ρες στιγ­μές του αγιά­ζει την ποί­η­ση ως τη μη­τρό­τη­τα – αρ­χέ­τυ­πη και με­τα­φρο­ϋ­δι­κή. Η μη­τρό­τη­τα χοϊ­κή να εν­νοη­θεί, μιας και η ποι­ή­τρια αρ­νή­θη­κε και αυ­τή τη νύ­ξη του όσιου ακό­μη. […] Ξα­να­στέ­κο­μαι στην ηδο­νή που δια­τρέ­χει σαν νω­τιαί­ος μυ­ε­λός το έρ­γο της Βα­κα­λό. Ση­μειώ­νω τη λα­τρεία, την ακα­τα­νό­μα­στη και συ­γκε­κρι­μέ­νη, που τρέ­φει για το πράγ­μα, την τό­σο ξέ­νη με το φε­τι­χι­σμό. Ση­μειώ­νω την εναν­θρώ­πι­ση της αγά­πης, την απο­κα­τά­στα­ση της γοη­τεί­ας, την πα­λι­νόρ­θω­ση του ερω­τι­σμού».

Ηλί­ας Λά­γιος, «Οκτά­να για την κα­τα­γω­γή της Γε­νε­α­λο­γί­ας ήγουν ο άν­θρω­πος ως κα­τά­στα­σις έμ­ψυ­χος ή και εμ­ψυ­χω­μέ­νη», Ελί-τρο­χος 6 (κα­λο­καί­ρι 1995), 31-36.

——— ≈ ———

«Ίσως ακρι­βώς μπο­ρού­με να δού­με την Ρο­δα­λί­να σαν μια σει­ρά από χάρ­τι­νες φι­γού­ρες που γί­νο­νται αντι­κεί­με­νο παι­χνι­διού. Το πρό­σω­πο σε όλες τις φι­γού­ρες εί­ναι ίδιο, ίδια η έκ­φρα­ση, αλ­λά έχου­με την δυ­να­τό­τη­τα να τους αλ­λά­ζου­με ρού­χα και να τις δο­κι­μά­ζου­με σε δια­φο­ρε­τι­κούς χώ­ρους. Το παι­χνί­δι τις πλά­θει όχι όπως ο Κα­βά­φης έπλα­σε τον Και­σα­ρί­ω­να, γε­μά­το συ­ναί­σθη­μα και συ­νεί­δη­ση του τέ­λους, αλ­λά όπως τα παι­δι­κά χέ­ρια δί­νουν ζωή σε χαρ­τί, χο­ρο­πη­δώ­ντας χάρ­τι­νες φι­γού­ρες, δί­νο­ντας ονό­μα­τα στα δη­μιουρ­γή­μα­τά τους, αλ­λά­ζο­ντας τη φω­νή τους. […]
Τέ­λος, όπως και στο παι­δι­κό παι­χνί­δι, στο παι­χνί­δι με τις φι­γού­ρες “Ρο­δα­λί­να” η σύ­ντα­ξη μπερ­δεύ­ε­ται, γί­νε­ται αρ­κε­τά χα­λα­ρή ώστε να απο­κλεί­ει αυ­τόν που δεν συμ­με­τέ­χει αλ­λά να κα­λο­δέ­χε­ται όποιον παί­ζει. Όποιος εί­ναι μέ­σα στο παι­χνί­δι μπο­ρεί να προ­ε­κτεί­νει τα γε­γο­νό­τα ή να φα­ντα­στεί και­νούρ­γιες κα­τα­στά­σεις, “όσα πά­νε κι όσα έρ­θουν”. Η Ρο­δα­λί­να γί­νε­ται αφορ­μή συλ­λο­γι­κής δη­μιουρ­γί­ας, χω­ρίς όμως πο­τέ να εκ­φρά­ζει κά­ποια ομα­δι­κή συ­νεί­δη­ση».

Άρ­τε­μις Λε­ο­ντή, «Παί­ζου­με κυ­ρα-Ρο­δα­λί­να;», Ελί-τρο­χος 6 (κα­λο­καί­ρι 1995), 21-29.

——— ≈ ———

«Αυ­τό που αμέ­σως τρα­βά την προ­σο­χή μας στο τε­λευ­ταίο βι­βλίο της Ελέ­νης Βα­κα­λό Επι­λε­γό­με­να εί­ναι η διτ­τό­τη­τα του εγ­χει­ρή­μα­τος. Δύο εκτε­νή ποι­ή­μα­τα που αφορ­μούν από την ίδια εμ­μο­νή στη γλώσ­σα και στο άλε­κτο, πλην όμως εκτρέ­πο­ντάς την προς δύο εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­τες κα­τευ­θύν­σεις. Υψι­πε­τές και λυ­ρι­κό­τε­ρο, “Το θαύ­μα” (σ. 7-19) δέ­ε­ται και θαυ­μά­ζει το άρ­ρη­το και ό,τι μα­ζί μ’ αυ­τό υπερ­βαί­νει το αν­θρώ­πι­νο μέ­τρο εν­νό­η­σης. Αντι­στρό­φως ανά­λο­γος ο προ­σα­να­το­λι­σμός στο “Μι­κρές ση­μειώ­σεις για την ποί­η­σή μου Το άλ­λο του πράγ­μα­τος” (σ. 21-31), μας δί­νει ένα ποί­η­μα-σύ­νο­ψη για την ίδια την ποι­η­τι­κή τέ­χνη και τη γλώσ­σα της, για το πώς αδιάρ­ρη­κτα συ­μπλέ­κο­νται η ση­μα­ντι­κή και η πα­ρα­ση­μα­ντι­κή της γλώσ­σας με τη μα­ντι­κή της ποί­η­σης. Ένα δι­πλό ποι­η­τι­κό σχό­λιο για τη γλώσ­σα και όσα ποι­η­τι­κά και ανε­ξι­χνί­α­στα υπάρ­χουν ερή­μην της. Βρί­σκου­με κι εδώ τις συ­νή­θεις τε­χνι­κές γρα­φής να υπη­ρε­τούν την ars poetica της Βα­κα­λό: ατι­θά­σευ­το συ­ντα­κτι­κό, κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα, ανα­πά­ντε­χες απο­στρο­φές κι επι­στρο­φές, πρω­θύ­στε­ρα σχή­μα­τα, πα­λιν­δρο­μή­σεις κι ανα­κο­λου­θί­ες, γλώσ­σα χω­ρίς αυ­τα­ρέ­σκεια ή φι­λο­λο­γι­κή πό­ζα και θε­ω­ρη­τι­κούς ακ­κι­σμούς· γλώσ­σα που απεκ­δύ­ε­ται το ύφος και κα­θη­λώ­νει με την ακρι­βο­λο­γία της».

Μα­ρία Κα­κα­βού­λια, «Το θαύ­μα», Ποί­η­ση 11 (άνοι­ξη-κα­λο­καί­ρι 1998), 249-252.

——— ≈ ———

«Κι αν η ποί­η­ση εί­ναι για τη Βα­κα­λό μια συ­νε­χής αυ­το­α­να­φο­ρά, τό­τε τα Επι­λε­γό­με­να απο­κρί­νο­νται κα­τα­φα­τι­κά και στα τρία ερω­τή­μα­τα που μας απα­σχό­λη­σαν προει­σα­γω­γι­κά. Πρώ­τον, σχο­λιά­ζουν το ποι­η­τι­κό πα­ρελ­θόν από το οποίο προ­έρ­χο­νται (με πλή­θος πα­ρα­πο­μπών – από τον Μπλέικ και τη Βί­βλο ώς τον λετ­τρι­σμό και τον υπερ­ρε­α­λι­σμό). Δεύ­τε­ρον, ανα­κι­νούν εν εκτά­σει το ζή­τη­μα της γρα­φής (αν κοι­τά­ξου­με προ­σε­κτι­κά τη διά­τα­ξη και την εσω­τε­ρι­κή επι­κοι­νω­νία των ποι­η­μά­των, θα δια­κρί­νου­με ένα σχή­μα σκα­κιέ­ρας, όπου δεν παί­ζε­ται μό­νο μια συ­γκε­κρι­μέ­νη παρ­τί­δα –η παρ­τί­δα των Επι­λε­γο­μέ­νων– αλ­λά κι ένας ολό­κλη­ρος στρα­τη­γι­κός σχε­δια­σμός). Τρί­τον, υπαι­νίσ­σο­νται τη δυ­να­τό­τη­τα μιας νέ­ας δια­δρο­μής, που μπο­ρεί να γυ­ρί­σει προς τα έξω τη φό­δρα του πα­λιού υλι­κού και σαν σε μα­γι­κή ει­κό­να να φω­τί­σει ένα άλ­λο (το ίδιο και ταυ­το­χρό­νως δια­φο­ρε­τι­κό) πε­δίο».

Βαγ­γέ­λης Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου, «Ο λό­γος της σιω­πής», Εντευ­κτή­ριο 42-46 (1998-99), 81-82.

——— ≈ ———

«Το επί­σης ιδιαί­τε­ρο που χα­ρα­κτή­ρι­ζε την προ­σφο­ρά της Βα­κα­λό ήταν ότι η ποί­η­σή της ανα­πτυσ­σό­ταν εν προ­ό­δω, με την έν­νοια ότι κά­θε επό­με­νη σύ­να­ξη –και συ­χνά σύν­θε­ση ποι­η­τι­κής της–, του­λά­χι­στον από το ώρι­μο έρ­γο της, που θα οριο­θε­τού­σα­με εί­τε το 1951, με τη συλ­λο­γή Στη μορ­φή των θε­ω­ρη­μά­των, εί­τε μάλ­λον το 1954 με το Δά­σος, με­τα­στοι­χεί­ω­νε, τό­σο ου­σια­στι­κά, σε λό­γο μια κα­τά­στα­ση, της οποί­ας οι δια­στά­σεις συ­νε­χώς αύ­ξαι­ναν τα με­τέ­πει­τα χρό­νια, 1956, 1958, 1959, 1962, 1966 και 1971, οπό­τε εκ­δί­δε­ται η Γε­νε­α­λο­γία, έρ­γα που στε­γά­ζο­νται και προ­στα­τεύ­ο­νται από ένα πνεύ­μα αυ­στη­ρό, αντί­θε­το προς κά­θε μορ­φή αι­σθη­μα­το­λο­γί­ας. Αν αυ­τός ο χα­ρα­κτή­ρας της γρα­φής της μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ψυ­χρός, ο ποι­η­τι­κός της λό­γος εί­χε τό­σες αντα­πο­κρί­σεις, ακρι­βώς επει­δή η δή­θεν ψυ­χρό­τη­τα ήταν ένας στι­βα­ρός τρό­πος απο­φυ­γής των συ­ναι­σθη­μα­τι­κών δια­χύ­σε­ων –στο όνο­μα μιας απο­φθεγ­μα­τι­κής ανά­πτυ­ξης των αξό­νων– και συ­χνά ενός μό­νο άξο­να πε­ρι­στρο­φής – του ποι­ή­μα­τος».

Αλέ­ξαν­δρος Αρ­γυ­ρί­ου, «Αδέ­ξιος απο­χαι­ρε­τι­σμός της Ελέ­νης Βα­κα­λό», Αντί 748 (19.10.2001), 47.

——— ≈ ———

«Η ποι­η­τι­κή ει­κό­να υπάρ­χει από τη στιγ­μή που γί­νε­ται λό­γος και ο ποι­η­τής της εί­ναι ο δη­μιουρ­γός αυ­τού του γε­γο­νό­τος· δεν υπάρ­χει χω­ρίς αυ­τόν, υπο­στη­ρί­ζει η Βα­κα­λό στα Επι­λε­γό­με­να, την τε­λευ­ταία ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή. Η λέ­ξη τό­τε μό­νο πραγ­μα­τώ­νε­ται, όταν κα­τορ­θώ­σει να ξα­να­γί­νει το αντι­κεί­με­νο της όρα­σης που επι­κα­λεί­ται: Ο ποι­η­τής συλ­λέ­γει τα υλι­κά του και κα­τα­σκευά­ζει μια ποι­η­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ανε­ξάρ­τη­τη από τη φυ­σι­κή· μια ποι­η­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από τα υπο­λείμ­μα­τα, τα θραύ­σμα­τα της μνή­μης· ο ποι­η­τής εί­ναι ένας τυ­φλός που απο­τυ­πώ­νει τις εσω­τε­ρι­κές ει­κό­νες· ει­κό­νες εσα­εί ανο­λο­κλή­ρω­τες. Γι’ αυ­τό και συ­χνά τα ποι­ή­μα­τα-πραγ­μα­τι­κό­τη­τες επα­νέρ­χο­νται για να ανα­κα­τα­σκευα­στούν, να συ­μπλη­ρω­θούν ή ν’ αλ­λά­ξουν. Το ποι­η­τι­κό σύ­μπαν της Βα­κα­λό χτί­ζε­ται και ξα­να­χτί­ζε­ται με τα ίδια υλι­κά που έχουν κα­τα­γω­γή τα πραγ­μα­τι­κά βιώ­μα­τα, που όμως δεν μας απο­κα­λύ­πτο­νται· ωστό­σο, μπο­ρούν και παίρ­νουν διαρ­κώς νέα μορ­φή και σχή­μα μέ­σα από την ανα­διά­τα­ξη της ύλης».

Άντεια Φραν­τζή, «Ελέ­νη Βα­κα­λό (1921-2001)», Αντί 748 (19.10.2001), 46-47.

——— ≈ ———

«Η Βα­κα­λό συ­χνά θα προ­βά­λει ποι­η­τι­κά μια αι­σθη­σιο­κε­ντρι­κή βί­ω­ση του πραγ­μα­τι­κού. Θα μι­λή­σει για τις κα­ται­γι­στι­κές ει­κό­νες, την πρω­το­γε­νή αί­σθη­ση του ήχου της φω­νής, τον άγρα­φο λό­γο (“κι ανέ­βαι­ναν κά­τι φω­νές αλ­λά πί­σω απ’ τη γλώσ­σα”). Πώς γί­νε­ται η με­τά­βα­ση από τη φω­νή στη λέ­ξη, το γλωσ­σι­κό ση­μείο που κα­τη­γο­ριο­ποιεί, εν­νοιο­ποιεί και γε­νι­κεύ­ει, ονο­μά­ζει; Το αί­τη­μα, μά­λι­στα, που οι στί­χοι της επα­να­λαμ­βά­νουν εί­ναι ακρι­βώς αυ­τό: να ξα­να­κού­σουν τον ήχο αυ­τής της “φω­νού­λας”, της φω­νής που εν­δη­μεί στη λέ­ξη-σύμ­βο­λο-αφη­ρη­μέ­νη έν­νοια.
Τρία εί­ναι τα ση­μεία-κλει­διά μέ­σα στα ποι­ή­μα­τα που αφο­ρούν τη σχέ­ση γλώσ­σας-πράγ­μα­τος, την οποία η ποι­ή­τρια επι­μέ­νει να γειώ­νει στη σω­μα­τι­κό­τη­τα: η ει­κό­να (όρα­μα, φα­ντα­σία, “ανε­ξή­γη­τα των ει­κό­νων”, κλπ.), η φω­νή (ανά­σα, επι­φώ­νη­μα, λυγ­μός, κό­μπος, κραυ­γή, φω­νού­λα) και η λέ­ξη ή το άλε­κτο. Η πα­ρα­πά­νω τριά­δα της Βα­κα­λό πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως στην έν­νοια της ση­μεί­ω­σης που υπο­θέ­τει ο C.S. Pierce και “υλο­ποιεί­ται με ση­μεία τριών ει­δών: α. ει­κό­νες· β. δεί­κτες· γ. σύμ­βο­λα” (Α.-Φ. Χρι­στί­δης, “Η φύ­ση της γλώσ­σας”, στο Ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας. Από τις αρ­χές έως την ύστε­ρη αρ­χαιό­τη­τα, Κέ­ντρο Ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας & Ιν­στι­τού­το Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2001, σ. 21-22). Η πηρ­σια­νή “ει­κό­να” χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από τη φυ­σι­κή της ομοιό­τη­τα προς το αντι­κεί­με­νο ανα­φο­ράς της, ο “δεί­κτης” χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από μια σχέ­ση φυ­σι­κής συμ­με­το­χής, συ­νά­φειας προς το αντι­κεί­με­νο ανα­φο­ράς, η οποία σα­φώς εξαρ­τά­ται από τη φυ­σι­κή πα­ρου­σία, το αι­σθη­τη­ρια­κό πα­ρόν του αντι­κει­μέ­νου ανα­φο­ράς. Το “σύμ­βο­λο” εί­ναι η μορ­φο­ποί­η­ση ή σύν­θε­ση των άλ­λων δύο και προ­ϋ­πο­θέ­τει τη γε­νί­κευ­ση και την αφαί­ρε­ση».

Μα­ρία Κα­κα­βού­λια, Μορ­φές και λέ­ξεις στο έρ­γο της Ελέ­νης Βα­κα­λό, Νε­φέ­λη 2004, σσ. 261-262.

——— ≈ ———

«Η Βα­κα­λό ανή­κει στην πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά, το πρώ­το της βι­βλίο βγή­κε το 1945, με­τά τον πό­λε­μο, την Κα­το­χή, τον Δε­κέμ­βρη, τη Χι­ρο­σί­μα. Με­τά απ’ αυ­τή τη φρι­χτά ζω­ντα­νή επο­χή που έκλει­νε αφή­νο­ντας πί­σω της ερεί­πια κι άνοι­γε μια σκο­τει­νή τρύ­πα στο μέλ­λον.
Βρι­σκό­μα­στε στο κε­νό. Σ’ έναν κό­σμο σφαγ­μέ­νο κι άδειο.
Τα πρώ­τα βι­βλία των νέ­ων ποι­η­τών που επέ­ζη­σαν έχουν για μό­νο τους στή­ριγ­μα την ισο­πε­δω­τι­κή βά­ση αυ­τών των κοι­νών βιω­μά­των· εί­ναι υπερ­φορ­τω­μέ­να από το υλι­κό, θα έλε­γα, βά­ρος αυ­τών των ασή­κω­των εμπει­ριών, κι η συ­νεί­δη­ση της κοι­νής ζω­ής και μοί­ρας φαί­νε­ται ολο­κά­θα­ρα από την ευ­ρύ­τα­τη χρή­ση του πρώ­του προ­σώ­που του πλη­θυ­ντι­κού που όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως κά­νουν. Πιο συ­χνά λέ­νε εμείς πα­ρά εγώ, κι ο κα­θέ­νας μι­λά­ει για όλους.
Η αμέ­σως επό­με­νη ή πα­ράλ­λη­λη κί­νη­σή τους εί­ναι η ανα­ζή­τη­ση του προ­σώ­που. Όλοι ψά­χνουν να βρουν το πρό­σω­πό τους –όχι όπως όλοι οι νέ­οι–, αλ­λά σαν νέ­οι μιας επο­χής που αφά­νι­σε την έν­νοια του προ­σώ­που κι ό,τι στη­ρί­ζει και φτιά­χνει ένα πρό­σω­πο: ιδέ­ες κι αξί­ες ζω­ής. Για μια μα­κριά πε­ρί­ο­δο του με­τα­πο­λέ­μου όλοι μι­λού­σαν για ένα φαι­νό­με­νο απρο­σω­πί­ας στην ποί­η­σή μας. Η γνώ­μη μου ήταν ότι γύ­ρω στο 60 εί­χαν ήδη δια­μορ­φω­θεί οι ποι­η­τι­κές φω­νές αυ­τής της γε­νιάς. Δεν λέω πρό­σω­πα, για­τί τα πρό­σω­πά τους –ευ­τυ­χώς– ακό­μα σχη­μα­τί­ζο­νται και προ­σφέ­ρουν ζωή στην ποί­η­σή μας.
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό μά­λι­στα εί­ναι ότι, ενώ όλοι ξε­κί­νη­σαν από μια κοι­νή βά­ση, ο κα­θέ­νας τους απέ­κτη­σε μια εντε­λώς προ­σω­πι­κή ιδιαι­τε­ρό­τη­τα και φρό­ντι­σε να τη δια­φυ­λά­ξει. Νο­μί­ζω όμως ότι κα­νέ­νας δεν μπό­ρε­σε να ξε­φύ­γει απ’ τον πό­νο και τον καη­μό για τις συμ­φο­ρές που ρή­μα­ξαν τα νιά­τα τους, τον τό­πο μας κι όλη την αν­θρω­πό­τη­τα. Οτι­δή­πο­τε κι αν γρά­φουν, μ’ όποια τε­χνι­κή κι αν εκ­φρά­ζο­νται, μ’ αυ­τά πα­λεύ­ουν και γύ­ρω απ’ αυ­τά γυρ­νούν, και γι’ αυ­τό προ­σπά­θη­σαν απ’ το τί­πο­τα ξε­κι­νώ­ντας και μέ­σα από όλα αυ­τά ν’ απο­κτή­σουν πρό­σω­πο, να υπάρ­ξουν, για να υπάρ­ξει, να μη χα­θεί η συ­νεί­δη­ση αυ­τής της επο­χής που τε­λι­κά δεν εί­ναι άλ­λη από την τρο­μα­κτι­κή προ­σπά­θεια που έγι­νε σ’ αυ­τόν εδώ τον τό­πο, για να μη χά­σου­με την αν­θρω­πιά μας και την πί­στη μας στη ζωή.
Αυ­τή εί­ναι όλη κι όλη η ποι­η­τι­κή προ­σπά­θεια της Βα­κα­λό, που εί­ναι ένας άν­θρω­πος με πο­λύ ανε­πτυγ­μέ­νο το αί­σθη­μα της πνευ­μα­τι­κής ευ­θύ­νης και θε­ω­ρεί την ποί­η­ση κοι­νω­νι­κό λει­τούρ­γη­μα και όχι απλώς ιδιω­τι­κή υπό­θε­ση του κά­θε ποι­η­τή. Κι ο δρό­μος που ακο­λού­θη­σε ήταν απ’ τους πιο δύ­σκο­λους, για­τί ήταν απ’ τους λι­γό­τε­ρο εντυ­πω­σια­κούς, απ’ τους πιο συ­νει­δη­τούς, θα έλε­γα.
Στα δύο πρώ­τα της βι­βλία καί­ει κι αυ­τή και σκο­τώ­νε­ται όπως όλοι για όλα, και πό­τε λέ­ει εγώ και άλ­λο­τε εμείς. Στο τρί­το της βι­βλίο όμως που βγαί­νει το ’51, με­τά τη λή­ξη του Εμ­φύ­λιου, πα­ρα­τη­ρού­με μια τά­ξη απο­προ­σω­πο­ποί­η­σης της φω­νής, όπως ακρι­βώς στις Τρα­γω­δί­ες· ο χο­ρός ιστο­ρεί, σχο­λιά­ζει και συμ­με­τέ­χει απρό­σω­πα στα γε­γο­νό­τα. Η στά­ση αυ­τή εί­ναι απο­φα­σι­στι­κή για την πο­ρεία της.
Έπει­τα από τρία χρό­νια, το 1954, με το τέ­ταρ­το βι­βλίο της, Το δά­σος, ξε­κι­νά­ει την κα­θα­ρά προ­σω­πι­κή της έκ­φρα­ση με μια κί­νη­ση που ισο­δυ­να­μεί με αυ­το­κτο­νία του αι­σθή­μα­τος. “Τώ­ρα θα βγά­λω την καρ­διά μου”, μας λέ­ει στην αρ­χή του βι­βλί­ου. Η κα­τάρ­γη­ση της έκ­φρα­σης των αι­σθη­μά­των στην ποί­η­ση, στα τρία επό­με­να βι­βλία της, ση­μαί­νει την κα­τάρ­γη­ση του εγώ, του υπο­κει­μέ­νου και φυ­σι­κά του λυ­ρι­σμού – , χω­ρίς, δυ­στυ­χώς, να κα­ταρ­γεί και τα αι­σθή­μα­τα. Γί­νε­ται τό­σο απάν­θρω­πη για την ποί­η­σή της όσο υπήρ­ξε απάν­θρω­πος ο και­ρός για όλους. Νο­μί­ζω ότι αυ­τό γί­νε­ται για­τί πι­στεύ­ει ότι αυ­το­γνω­σία και συ­νεί­δη­ση του κό­σμου δεν μπο­ρεί ν’ απο­κτη­θεί μό­νο με πλη­γω­μέ­να αι­σθή­μα­τα. Πα­ρη­γο­ρούν αυ­τόν που τα εκ­φρά­ζει, αλ­λά δεν ωφε­λούν σε τί­πο­τα και κα­νέ­ναν άλ­λο.
Η στά­ση αυ­τή την ξε­κό­βει αμέ­σως απ’ όσους εξα­κο­λου­θούν να τρα­γου­δούν τον πό­νο τους και την πλη­σιά­ζει σ’ όσους αγω­νί­ζο­νται για έναν τρό­πο ζω­ής. Στα τρία επό­με­να βι­βλία της, που μα­ζί με το Δά­σος τα λέ­ει σει­ρά πριν απ’ το λυ­ρι­σμό, εί­ναι “το με­γά­λο άσμα π’ αρ­χί­ζει ονο­μά­ζο­ντας τα πράγ­μα­τα απλά”. Κα­τα­φεύ­γει στις αι­σθή­σεις του σώ­μα­τος, στη γη μας, στη φύ­ση – σ’ ό,τι από­μει­νε να συ­νε­χί­ζει τη φυ­σιο­λο­γι­κή λει­τουρ­γία της ζω­ής, που ο άν­θρω­πος την έχει χά­σει. Ό,τι εί­ναι γνή­σιο υλι­κό, φυ­σι­κό, την οδη­γεί σε μια πρω­ταρ­χι­κή αντί­λη­ψη του κό­σμου και των αι­σθή­σε­ων. Θέ­λει να ξα­να­γί­νει φυ­σιο­λο­γι­κός άν­θρω­πος και ν’ ανα­πτύ­ξει το πνεύ­μα της μέ­σα από την κί­νη­ση της φυ­σι­κής ύλης, ακο­λου­θώ­ντας τον ρυθ­μό της. Η δια­λε­κτι­κή αυ­τή αντί­λη­ψη τη φέρ­νει στους αντί­πο­δες της με­τα­φυ­σι­κής. Εί­ναι μια στέ­ρεη βά­ση. Πού αλ­λού στη­ρί­χτη­κε; Στον Όμη­ρο, στους τρα­γι­κούς, στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, στον Σο­λω­μό και στον Κάλ­βο. Αυ­τές εί­ναι οι ρί­ζες της δι­κής μας πα­ρά­δο­σης, που απλώ­νο­νται πέ­ρα ως πέ­ρα στην ποί­η­σή της.
Ο τρό­πος όμως που λει­τουρ­γεί η ποί­η­σή της και που κο­ρυ­φώ­νε­ται εξε­λι­κτι­κά, κυ­ρί­ως στα τρία τε­λευ­ταία της βι­βλία, εί­ναι εντε­λώς σύγ­χρο­νος για­τί μας προ­σφέ­ρε­ται σαν ένα ζω­ντα­νό υλι­κό ζω­ής που ελίσ­σε­ται και αλ­λά­ζει, συ­νε­χώς με­τα­σχη­μα­τι­ζό­με­νο.
Η μα­θη­τεία της στα απλά και βα­σι­κά στοι­χεία και όχι η ανα­φο­ρά τους εί­ναι η πιο επί­πο­νη και μα­κρο­χρό­νια που γνω­ρί­ζω σ’ όλη μας την ποί­η­ση. Ίσως γι’ αυ­τό όλα της τα βι­βλία έχουν τη μορ­φή συν­θε­τι­κών ενο­τή­των. Για­τί όλοι ξέ­ρου­με πως σύν­θε­ση εί­ναι η έντε­χνη ορ­γά­νω­ση απλών υλι­κών. Και η ποί­η­ση εί­ναι, πριν απ’ όλα, Τέ­χνη. Τέ­χνη που γί­νε­ται με λέ­ξεις. Και οι λέ­ξεις στη Βα­κα­λό εί­ναι όλες απλές, για­τί εί­ναι λέ­ξεις πραγ­μά­των και όχι δια­νο­ου­με­νί­στι­κες.
Δεν κι­νεί­ται εύ­κο­λα ανά­με­σα στα απλά και τα πο­λυ­σύν­θε­τα, για­τί κι­νεί­ται συγ­χρό­νως μα­ζί τους και με όλα μα­ζί κά­θε φο­ρά. Γι’ αυ­τό οι κι­νή­σεις της εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά προ­σε­χτι­κές, ανι­χνευ­τι­κές και συ­χνά πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νες. Αυ­τή εί­ναι και η με­γά­λη δυ­σκο­λία στην ποί­η­σή της.
Πρέ­πει να μπεις μέ­σα στο χώ­ρο της και στην κί­νη­σή της για να την πα­ρα­κο­λου­θή­σεις. Αδύ­να­τον να την πλη­σιά­σεις απ’ έξω, για­τί δεν έχει κα­μιά εξω­τε­ρι­κή γοη­τεία, τί­πο­τα που να προ­ε­ξέ­χει για ν’ αρ­πα­χτεί ο νους ή το συ­ναί­σθη­μα, τί­πο­τα το φα­ντα­χτε­ρό, ηχη­ρό ή εύ­γευ­στο που θα ικα­νο­ποιού­σε χορ­τα­στι­κά τις αι­σθή­σεις· τί­πο­τα το ετοι­μο­πα­ρά­δο­το για να το ει­σπρά­ξεις αμέ­σως, για­τί όλα δεί­χνο­νται μα­ζί με τον μό­χθο που κα­τα­βάλ­λε­ται για να απο­κτη­θούν. Θα πρέ­πει λοι­πόν να κά­νει κι ο ανα­γνώ­στης κά­ποιον κό­πο. Για­τί αυ­τή η ποί­η­ση εί­ναι ποί­η­ση μιας σκλη­ρής πνευ­μα­τι­κής αγω­γής που ψά­χνει να βρει το πρό­σω­πο του και­ρού μας κι όχι μό­νο το πρό­σω­πο του συγ­γρα­φέα της, και γι’ αυ­τό εί­ναι και τό­σο βου­βά δρα­μα­τι­κή, για­τί μας δεί­χνει πό­σο αρ­γά κι επώ­δυ­να σχη­μα­τί­ζε­ται ένας τέ­τοιος άν­θρω­πος από την ίδια του την προ­σπά­θεια να υπάρ­ξει μέ­σα από τη ζωή του τό­που του και του κό­σμου όλου.
Στα τρία τε­λευ­ταία βι­βλία έχει, νο­μί­ζω, πε­ρά­σει στην ανα­ζή­τη­ση του μύ­θου της επο­χής και της Ιστο­ρί­ας μας. Για­τί ο ποι­η­τής που μας μι­λά­ει και λέ­ει εγώ δεν εί­ναι το πρό­σω­πο που γρά­φει, αλ­λά ο απρό­σω­πος ποι­η­τής του και­ρού μας».

Αδη­μο­σί­ευ­το σχέ­διο προ­φο­ρι­κής ομι­λί­ας της Νό­ρας Ανα­γνω­στά­κη στην εκ­δή­λω­ση προς τι­μήν της Βα­κα­λό, Γκα­λε­ρί «Ώρα», 1971.


ΠΗΓΗ:
Άντεια Φραν­τζή, «Κρί­σεις για το έρ­γο της Ελέ­νης Βα­κα­λό», στο Ἔμε­νε ποί­η­μα: Μια πε­ρι­διά­βα­ση στο ποι­η­τι­κό «Δά­σος» της Ελέ­νης Βα­κα­λό, εκδ. Νε­φέ­λη 2005, σσ. 95–122.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: